Τη δεκαετία του 1880 το γλωσσικό ζήτημα εμφανίστηκε μαζί με τη Νέα
Αθηναϊκή Σχολή. Η όξυνση της διαμάχης για τη γλώσσα χώρισε τον ελλαδικό
και εξωελλαδικό ελληνισμό ανάμεσα στους καθαρευουσιάνους και τους
δημοτικιστές ή «μαλλιαρούς» όπως τους αποκαλούσαν οι αντίπαλοί τους.
Ιδιαίτερα στην Αθήνα όμως η σύγκρουση έλαβε μεγάλη ένταση και
συσχετίστηκε άμεσα και έμμεσα με κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά
ζητήματα που εκκινούνταν από αντιθέσεις του ίδιου του ελλαδικού
κοινωνικού σχηματισμού ή και πιο συγκεκριμένα των αντιθέσεων που πήγαζαν
από τις αντιφάσεις της αθηναϊκής κοινωνίας.
Στα 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης ο οποίος διέμενε
μόνιμα στο Παρίσι κυκλοφόρησε «Το ταξίδι μου», με το οποίο θα αναδειχτεί ο ίδιος ως το σύμβολο του δημοτικισμού και θα καταστεί ο κατεξοχήν «διδάσκαλός του» εισάγοντας ταυτόχρονα και μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τη δημοτική που ονομάστηκε «ψυχαρισμός» και οι οπαδοί της «ψυχαριστές». Από τον κύκλο του Ψυχάρη προέρχεται και ο λόγιος βαμβακέμπορος Αλέξανδρος Πάλλης ο οποίος ζούσε εγκατεστημένος όπως και ο Ψυχάρης στο εξωτερικό. Η μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην απλή νεοελληνική από τον Πάλλη έδωσε την αφορμή να ξεσπάσουν τα «Ευαγγελικά».
Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη καθώς «εις την καθωμιλημένην ελληνικήν γλώσσαν η ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία απηγόρευσε πάσαν μετάφρασιν ή παράφρασιν του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου της Κ. Διαθήκης και αυτού του ελληνικού κειμένου της Π. Διαθήκης» κατά τους πρόσφατους αιώνες. Ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων με την ποινή του αφορισμού την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη και με την ποινή του αναθέματος την μετάφρασή της σε απλούστερη γλώσσα.
Δεν ήταν όμως προσπάθεια του Πάλλη το μοναδικό
μεταφραστικό εγχείρημα. Αντίθετα, είχε προηγηθεί η μετάφραση της
«Αναπλάσεως» στα 1900 από τον ομώνυμο θρησκευτικό σύλλογο με τίτλο: «Το
κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον εις το πρωτότυπον κείμενον εις ερμηνείαν
σύντομον και εις προσευχάς. Έκδοσις Συλλόγου «Αναπλάσεως» τη συστάσει
δι’ Εγκυκλίου της Μεγάλης Εκκλησίας προς ακώλυτον κυκλοφορίαν και εν τω
κλίματι του Οικουμενικού Θρόνου. Εν Αθήναις δαπάνη Μελετίου Βαγιανέλλη
Αρχιμανδρίτου».
Η έκδοση του συλλόγου «Ανάπλασις» περιελάμβανε το πρωτότυπο κείμενο του κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, σύντομη ερμηνεία και προσευχές. Εξαιτίας του ερμηνευτικού χαρακτήρα της δε θεωρήθηκε μετάφραση, αλλά ερμηνευτική παράφραση. Η έκδοση αυτή είχε την έγκριση του Πατριαρχείου από το 1896 με εντολή να γραφτεί σε απλή καθαρεύουσα. Επίσης, οι προσευχές που περιελάμβανε είχαν την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η έκδοση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής μόνο κατά την περίοδο των ταραχών μέσα στο γενικότερο κλίμα. Στο ίδιο κλίμα και εξυπηρετώντας τον ίδιο σκοπό θα κυκλοφορήσει λίγους μήνες μετά την έκδοση του συλλόγου «Ανάπλασις» μια πραγματική μετάφραση και των τεσσάρων Ευαγγελίων.
Πανταζίδη. Από τους κύκλους του παλατιού παρουσιάστηκε η ιδέα της μετάφρασης στη νέα ελληνική ως
μια αναγκαιότητα που συνειδητοποίησε η βασίλισσα στις επισκέψεις της
στα νοσοκομεία των Αθηνών κατά τον πόλεμο του 1897, όταν αντιλήφθηκε
πως οι τραυματίες στους οποίους διάβαζε αποσπάσματα από την Αγία Γραφή
δεν κατανοούσαν τα βιβλικά κείμενα.
Η νέα μετάφραση έγινε υπό την επιτήρηση και τη σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου. Χρειάστηκε όμως την αναγνώριση του Υπουργείου για την έκδοση. Το Υπουργείο αρνήθηκε να εκδώσει μια εγκύκλιο αναγνώρισης χωρίς την προηγούμενη έγκριση από την Ιερά Σύνοδο. Το ζήτημα έτσι περιπλέχτηκε. Η Σύνοδος όμως αρνήθηκε να εγκρίνει την έκδοση θέτοντας ως πρόβλημα τη χρήση χυδαίας και ταπεινής γλώσσας παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρός της Προκόπιος συμφωνούσε με το κείμενο. Παρ’ όλ’ αυτά η βασίλισσα επέμεινε. Συνέστησε ειδική επιτροπή επί αυτού του ζητήματος με τη συμμετοχή του Προκοπίου, του Πανταζίδη, του Φίλιππου Παπαδόπουλου, καθηγητή της Ριζάρειου Σχολής, του Διονύση Μεσσαλά, κλειδούχου της βασίλισσας. Στη συνέχεια αποδόθηκε εκ περιτροπής στους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής. Από τους καθηγητές άλλοι συμφώνησαν άλλοι διαφώνησαν και άλλοι πρότειναν να γραφτεί μια νέα από τους ίδιους. Η Ιερά Σύνοδος συνέχισε να αρνείται, αλλά παρά τις συνεχείς αρνητικές απαντήσεις της και «προφορική αδεία» του Μητροπολίτου Αθηνών Προκοπίου προχώρησε στην έκδοση της μετάφρασης με δικά της έξοδα.
Μέχρι το Μάρτιο του 1901 τα αντίτυπα του βιβλίου είχαν εξαντληθεί και η βασίλισσα σκεφτόταν να προχωρήσει σε μια δεύτερη έκδοση, αλλά φαίνεται πως την πρόλαβαν τα γεγονότα. Η μετάφραση αυτή, αλλά και το ίδιο το πρόσωπο της βασίλισσας έγινε στόχος επικρίσεων κατά την περίοδο του αντιμεταφραστικού κινήματος και των ταραχών του 1901. Μετά τα γεγονότα δόθηκε διαταγή να κατασχεθούν όλα τα αντίτυπα της μετάφρασης.
Η μετάφραση του Αλέξανδρου Πάλλη ήταν εκείνη όμως που προκάλεσε την ένταση. Την εποχή που η βασίλισσα ετοίμαζε τη δική της έκδοση, η εφημερίδα «Ακρόπολις» στο φύλλο της Κυριακής 9 Σεπτεμβρίου 1901, ξεκίνησε τη δημοσίευση της μετάφρασης των Ευαγγελίων αρχίζοντας από εκείνο του Ματθαίου. Ο ακριβής τίτλος ήταν: «Η Νέα Διαθήκη κατά τον αρχαιότατο κώδικα, μεταφρασμένη από τον Αλεξ. Πάλλη. Μέρος πρώτο. Τ’ άγια Ευαγγέλια. Κατά τον Ματθαίον».
Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι «θεάρεστον έργον είναι» να φθάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι και να «γίνει απολύτως αντιληπτόν» από κάθε Ορθόδοξο Έλληνα το Ευαγγέλιο. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα. Η δημοσίευση διακόπηκε στις 20 Οκτωβρίου λόγω των μεγάλων αντιδράσεων, δηλαδή πολύ πιο νωρίς από τα γεγονότα του Νοεμβρίου. Η μετάφραση αυτή δημοσιεύτηκε στα 1902 ολόκληρη στο Λίβερπουλ τη μόνιμη κατοικία του Πάλλη.
Ο δρόμος προς τα αιματηρά γεγονότα (Τα «Ευαγγελικά» ή «Ευαγγελιακά»)
Στις 17 Οκτωβρίου επιλήφθηκε του θέματος η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας καταδικάζοντας ως βέβηλη κάθε μετάφραση του Ευαγγελίου σε απλούστερη ελληνική γλώσσα. Η σχετική όμως απαγορευτική εγκύκλιος δημοσιεύτηκε πολύ καθυστερημένα, 21 μέρες αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου υπό την πίεση ήδη του κινήματος. Στις 29 Οκτωβρίου και ενώ είχε ήδη παύσει η δημοσίευση της μετάφρασης, συνεδρίασε και η Θεολογική Σχολή με αποκλειστικό θέμα το ζήτημα της μετάφρασης, ορίστηκε μια τριμελής επιτροπή που ετοίμασε ένα καταδικαστικό υπόμνημα το οποίο εγκρίθηκε παμψηφεί στη συνεδρίαση της 5 Νοεμβρίου και στάλθηκε επειγόντως στην Ιερά Σύνοδο. Από την άλλη πλευρά την υποστήριξη της συγκεκριμένης μετάφρασης ανέλαβε η εφημερίδα «Ακρόπολις» και η εφημερίδα «Άστυ».
Στο εξής ο αφορισμός θα αποτελεί το βασικό αίτημα των φοιτητών. Ο Μητροπολίτης συνομίλησε με επιτροπή και υποσχέθηκε να μεταφέρει τα αιτήματά τους στην Ιερά Σύνοδο αποδεχόμενος την ανάγκη να διαφυλαχθούν οι Αγίες Γραφές όπως παραδόθηκαν από τους Αποστόλους. Οι φοιτητές διαλύθηκαν καθορίζοντας συγκέντρωση την επομένη στα προπύλαια. Οι Συντεχνίες αποφάσισαν «πάνδημον λαϊκόν συλλαλητήριον, μετά των κ. κ. Φοιτητών, εις τους Στύλους του Ολυμπίου Διός» την επόμενη ημέρα Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 1901 στις 2 το μεσημέρι. Ο μόνος όρος που έβαλαν οι Συντεχνίες στους φοιτητές για να συμμετάσχουν ήταν να σταματήσουν τις επιθέσεις εναντίον των εφημερίδων.
Οι φοιτητές εν τω μεταξύ συνέχιζαν να προσπαθούν να σπάσουν τον κλοιό του ιππικού με σκοπό να φτάσουν στο Μητροπολιτικό Μέγαρο χωρίς να τα καταφέρουν. Τελικά, στον Μητροπολίτη πήγε ο καθηγητής της Ιστορίας Παύλος Καρολίδης, ο οποίος είχε ήδη συνομιλήσει με τους φοιτητές, καταθέτοντας το αίτημα των φοιτητών για αφορισμό. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως «ο αφορισμός εξεπληρώθη κατ’ ουσίαν και ότι η Ιερά Σύνοδος έλαβεν όλα τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία, αν δεν θεωρηθώσιν επαρκή, θα τα επεκτείνη, αφού υποβληθή αναφορά εκ μέρους των φοιτητών». Η δήλωση του Μητροπολίτη κρίθηκε ανεπαρκής. Τη νύχτα οι φοιτητές, επειδή κυκλοφορούσαν φήμες για κατάληψη του πανεπιστημίου από τον στρατό, συγκρότησαν φρουρά. Τη νύχτα στο πανεπιστήμιο έμειναν γύρω στου 500 φοιτητές.
Από το πρωί της Πέμπτης της 8ης Νοεμβρίου 1901 ο φρουρούμενος χώρος του Πανεπιστημίου είχε γεμίσει από πλήθος φοιτητών και λαού. Ζωηρές συζητήσεις με επίκεντρο το συλλαλητήριο που είχε προγραμματιστεί τις απογευματινές ώρες λάμβαναν χώρα μεταξύ των φοιτητών καθώς η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να το επιτρέψει. Πράγματι, μετά από λίγη ώρα τοιχοκολλήθηκε στα Προπύλαια έγγραφο του αρχηγού της Χωροφυλακής Στάικου ο οποίος είχε επιφορτιστεί την ανώτατη εποπτεία των στρατιωτικών δυνάμεων της πρωτεύουσας, προς τον πρύτανη του Εθνικού Πανεπιστημίου. Με αυτό η κυβέρνηση τον έθετε προ των ευθυνών του για τη διατήρηση της τάξης και τον καλούσε να παρεμποδίσει ακόμη και με τη βία, εάν χρειαστεί, τη διαδήλωση στην πόλη.
Το κείμενο αυτό όμως εξερέθισε τα πνεύματα των συγκεντρωμένων φέρνοντας τα αντίθετα αποτελέσματα. Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές εξέλεξαν δύο αντιπροσώπους οι οποίοι εστάλησαν στους Προέδρους των συντεχνιών για να συζητήσουν μαζί τους τα μέτρα που θα έπαιρναν σε περίπτωση παρεμπόδισης του συλλαλητηρίου. Η απάντηση των συντεχνιών δεν άργησε και ήταν κατηγορηματική: «Θα γίνη αντί πάσης θυσίας το συλλαλητήριο». Μεγάλος ενθουσιασμός κατέλαβε τους παρευρισκομένους, ενώ συνεχιζόταν η προσέλευση κόσμου στο Πανεπιστήμιο και τους χώρους γύρω από αυτούς. Όλοι συμμετείχαν στις συζητήσεις χωρίς να μπορεί να υπάρξει κάποια απόφαση. Για αυτό εκλέχτηκε μια 15μελής Κεντρική Επιτροπή η οποία ανέλαβε να καταρτίσει το ψήφισμα του συλλαλητηρίου το οποίο θα αποδιδόταν στο βασιλιά, την Ιερά Σύνοδο και την Κυβέρνηση, αφού πρώτα το ενέκριναν και οι Πρόεδροι των Συντεχνιών. Ορίστηκαν στη συνέχεια οι ομιλητές και αποφασίστηκε η συγκρότηση φρουράς που θα παρέμενε μέσα στο Πανεπιστήμιο για την αποφυγή της κατάληψης από την χωροφυλακή όσο θα απουσίαζε το πλήθος.
Τα πάντα ήταν έτοιμα και περίπου στις 2.30 μ.μ. παρά τις απαγορευτικές διατάξεις, οι φοιτητές και ο λαός ξεχύθηκαν στην οδό Πανεπιστημίου κατευθυνόμενοι προς τις στήλες του Ολυμπίου Διός όπου εκεί είχαν συγκεντρωθεί οι Συντεχνίες με επικεφαλής τους Προέδρους τους. Στην διασταύρωση όμως της οδού Πανεπιστημίου και της Σίνας οι διαδηλωτές συνάντησαν το πρώτο εμπόδιο. Ίλη ιππικού βρισκόταν παρατεταγμένη εκεί εμποδίζοντας τη συνέχιση της πορείας. Οι διαδηλωτές άρχισαν τότε να ζητωκραυγάζουν υπέρ του στρατού και ο ανθυπίλαρχος χαιρέτισε στρατιωτικά τη διαδήλωση. Με αυτόν τον τρόπο ξεπεράστηκε το πρώτο εμπόδιο και η πορεία συνεχίστηκε ανενόχλητη επί της Πανεπιστημίου.
Το δεύτερο εμπόδιο συναντήθηκε στο ύψος της οδού Βουκουρεστίου. Εκεί άγημα ναυτών παρατεταγμένο κατά πλάτος της οδού εμπόδιζε τη διάβαση. Οι ζητωκραυγές υπέρ του Ναυτικού δεν ωφελούσαν σε τίποτα. Η πρόταση να διέλθουν από την Ακαδημίας δεν έγινε αποδεκτή από τους διαδηλωτές οι οποίοι επέμεναν. Ο επικεφαλής αξιωματικός των ναυτών διέταξε την πρόταξη των λογχών και στη συνέχεια ακούστηκε το παράγγελμα «Γεμίσατε!». Έντρομοι οι διαδηλωτές υποχώρησαν λίγο για να επανέλθουν και να επιτεθούν εναντίον των ναυτών. Ρίχτηκαν τότε μερικοί πυροβολισμοί στον αέρα και ακολούθησε πανικός. Στη συνέχεια όμως διασπάστηκε η ζώνη των πεζοναυτών και το πλήθος με αλαλαγμούς και ζητωκραυγές εισήλθε στην οδό Κηφισιάς (σήμερα Βασιλίσσης Σοφίας) και δια μέσου της Ηρώδου του Αττικού κατευθύνθηκε προς τους στύλους.
Έξω από τα Ανάκτορα οι διαδηλωτές ζητωκραύγασαν υπέρ της πριγκίπισσας Σοφίας, όπως προηγουμένως είχαν ζητωκραυγάσει και για το βασιλιά Γεώργιο. Στο τέλος της Ηρώδου του Αττικού και πριν το Παναθηναϊκό Στάδιο βρισκόταν παρατεταγμένη ίλη του ιππικού η οποία παρακολουθούσε τους διαδηλωτές κινούμενη παράλληλα με αυτού μέχρι το χώρο του συλλαλητηρίου. Πενήντα περίπου χιλιάδες ήταν οι συγκεντρωμένοι στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Πρώτος το λόγο πήρε ο πρόεδρος της Κρητικής αδελφότητας «Αρκάδιον», ο οποίος εξήρε την πρωτοβουλία των φοιτητών υπέρ του Ιερού Ευαγγελίου και συνέστησε πλήρη νομιμότητα στις ενέργειές τους και αποφυγή σύγκρουσης με τον στρατό, διότι «ο στρατός δεν είναι άλλο ή αδελφοί ημών εκτελούντες το εαυτόν καθήκον». Ανεφώνησε δε στο τέλος υπέρ του Έθνους, της Πανεπιστημιακής Νεολαίας και του Στρατού.
Ένα μέρος των διαδηλωτών όμως (χίλιοι περίπου) κατευθύνθηκε προς την οδό Κοραή όταν ακούστηκε επί της Σταδίου μια προτροπή που καλούσε «Εις του Μητροπολίτη!». Όλοι επανέλαβαν την προτροπή. Σε λίγο οι διαδηλωτές στους οποίους προστέθηκαν και άλλοι από τους τριγύρω οδούς βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ναυτικό άγημα που πρωτύτερα βρισκόταν στη λεωφόρο Αμαλίας. Οι προτροπές του αρχηγού της Χωροφυλακής να υποχωρήσουν και να διαλυθούν δεν εισακούστηκαν και οι διαδηλωτές επιχείρησαν να σπάσουν τη ζώνη των παρατεταγμένων ναυτών. Τα πράγματα οξύνθηκαν και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ο επικεφαλής της ίλης ιππικού ξιφουλκεί πρώτος και οι ιππείς τον ακολουθούν. Με γυμνά τα σπαθιά όρμησαν εναντίον του πλήθους το οποίο τραβήχτηκε και στριμώχτηκε στα πεζοδρόμια. Τότε ακούστηκαν διαμαρτυρίες εναντίον των ιππέων και προς στιγμή φάνηκε ότι η ίλη υποχωρούσε. Τότε παρουσιάστηκε ο μοίραρχος ο οποίος διέταξε νέα επέλαση του ιππικού. Κραυγές αποδοκιμασίας και σφυρίγματα ακούστηκαν από τα πεζοδρόμια, ενώ πέτρες ρίχνονταν κατά των ιππέων οι οποίοι είχαν καταπατήσει ένα σημαντικό αριθμό του πλήθους κατά τη δεύτερη επέλαση.
Τότε ένας από τους διαδηλωτές έβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε στον αέρα. Τον μιμήθηκαν και άλλοι. Η ώρα των αιματηρών γεγονότων είχε έρθει, το σύνθημα δόθηκε. Ο επικεφαλής του ναυτικού αγήματος διέταξε «Πυρ ομαδόν!», άσφαιρο στην αρχή και στη συνέχεια με σφαίρες. Πανδαιμόνιο και πανικός ακολούθησε από την πλευρά των διαδηλωτών. Οι πυροβολισμοί γενικεύθηκαν από την πλευρά των στρατιωτικών τμημάτων. Οι τολμηρότεροι από τους διαδηλωτές έβγαλαν τα περίστροφα και απάντησαν. Σκηνές αληθινής μάχης έλαβαν χώρα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Στην σύρραξη αυτή έλαβαν μέρος και οι αστυφύλακες που φρουρούσαν το Υπουργείο Οικονομικών από τις σφαίρες των οποίων σκοτώθηκε ο πρώτος διαδηλωτής ο Νικόλαος Πάστρας.
Το θέαμα του πρώτου νεκρού εξαγρίωσε το πλήθος και οι πυροβολισμοί από τις δύο πλευρές έγιναν εντονότεροι. Ο αριθμός των σκοτωμένων πολλαπλασιάστηκε, ενώ οι τραυματίες ανέρχονταν σε πολλές δεκάδες. Πολλοί από τους διαδηλωτές τράπηκαν σε φυγή. Μερικοί από αυτούς έφτασαν στο Πανεπιστήμιο ζητώντας όπλα από τους φοιτητές. Σε λίγο οι πυροβολισμοί αραιώθηκαν και οι συμπλοκές φάνηκε ότι είχαν σχεδόν καταπαύσει. Αλλά ξαφνικά ίλη ιππικού ανήλθε την οδό Κοραή από την οδό Σταδίου και έστριψε στην οδό Ρήγα Φεραίου πυροβολώντας διαρκώς. Οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο νόμισαν ότι επρόκειτο για έφοδο και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των ιππέων. Έπεσε ένας ιππέας, ενώ πολλοί τραυματίστηκαν και από τις δύο πλευρές. Η ίλη κατευθύνθηκε προς την οδό Ιπποκράτους και το πυρ σταμάτησε. Δεν υπήρξαν περισσότεροι νεκροί από τη μεριά των φοιτητών διότι ο αρχηγός της φοιτητικής φρουράς δεν επέτρεψε την έξοδο προς τον χώρο της συμπλοκής.
Ομάδα φοιτητών και των συντεχνιών επισκέφθηκε τα Ανάκτορα και δια μέσου του υπασπιστού ζήτησε από τον βασιλιά την αποχώρηση του στρατού από την πόλη. Ο βασιλιάς έκανε αποδεκτή την πρόταση. Αλλά λίγο αργότερα έπεσε και άλλος νεκρός και υπήρξαν και άλλοι τραυματίες, όταν ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης έφευγε με την άμαξά του από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας. Το πλήθος φωνάζοντας «Κάτω ο δολοφόνος! Κάτω ο φονιάς!» επιτέθηκε στη φρουρά του με πέτρες. Ανταλλάχτηκαν πυροβολισμοί, αλλά η προέλαση του ιππικού εμπόδισε τη γενίκευση.
Ο απολογισμός των αιματηρών γεγονότων ήταν οκτώ νεκροί (Ν. Πάνστρας, Α. Παπαναστασίου, Ε. Παπαντωνίου, Ε. Δράκος, Ι. Διβάρης, Φ. Ρήγος, Ι. Στεφανίδης και κάποιος Στράτος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ενώ κατ’ άλλους οι νεκροί ανέρχονται σε έντεκα), γύρω στους εβδομήντα τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα. Τη νύχτα της 8ης Νοεμβρίου πολλοί φοιτητές παρέμειναν εντός του Πανεπιστημίου.
Τα αιματηρά γεγονότα του 1901, οδήγησαν στην παραίτηση
της κυβέρνησης Θεοτόκη (ενώ η βασίλισσα Όλγα έφυγε για λίγο διάστημα
από την Ελλάδα) και στην απαγόρευση κάθε μετάφρασης των ιερών κειμένων
που καταχωρήθηκε στο Σύνταγμα του 1911: «Το κείμενον των Αγίων Γραφών
τηρείται αναλλοίωτον· η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου άνευ
της προηγούμενης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του
Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως». Όταν έγινε η αναθεώρηση του
Συντάγματος το 1927 η φράση τροποποιήθηκε στη μορφή «άνευ της
προηγούμενης εγκρίσεως της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και της εν
Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας». Η διάταξη αυτή
παρέμεινε απαράλλαχτη για τα επόμενα 50 περίπου χρόνια. Στο Σύνταγμα του
1975 (άρθρο 3, παράγραφος 3) προστέθηκε η λέξη «επίσημος» («η εις
άλλον γλωσσικόν τύπον επίσημος μετάφρασις»), ενώ στη συζήτηση που
συνοδεύτηκε στη Βουλή διευκρινίστηκε η έννοια της “επίσημης”
μετάφρασης. Μολαταύτα, οι μεταφραστικές προσπάθειες συνεχίστηκαν όλες
τις επόμενες δεκαετίες καθώς ανταποκρίνονταν στη βαθύτερη ανάγκη του
λαού για την απόδοση της Γραφής σε γλώσσα σύγχρονη και κατανοητή.
http://www.pare-dose.net
http://www.istorikathemata.com/2011/03/8-1901.html
Στα 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης ο οποίος διέμενε
μόνιμα στο Παρίσι κυκλοφόρησε «Το ταξίδι μου», με το οποίο θα αναδειχτεί ο ίδιος ως το σύμβολο του δημοτικισμού και θα καταστεί ο κατεξοχήν «διδάσκαλός του» εισάγοντας ταυτόχρονα και μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τη δημοτική που ονομάστηκε «ψυχαρισμός» και οι οπαδοί της «ψυχαριστές». Από τον κύκλο του Ψυχάρη προέρχεται και ο λόγιος βαμβακέμπορος Αλέξανδρος Πάλλης ο οποίος ζούσε εγκατεστημένος όπως και ο Ψυχάρης στο εξωτερικό. Η μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην απλή νεοελληνική από τον Πάλλη έδωσε την αφορμή να ξεσπάσουν τα «Ευαγγελικά».
Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη καθώς «εις την καθωμιλημένην ελληνικήν γλώσσαν η ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία απηγόρευσε πάσαν μετάφρασιν ή παράφρασιν του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου της Κ. Διαθήκης και αυτού του ελληνικού κειμένου της Π. Διαθήκης» κατά τους πρόσφατους αιώνες. Ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων με την ποινή του αφορισμού την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη και με την ποινή του αναθέματος την μετάφρασή της σε απλούστερη γλώσσα.
Αλέξανδρος Πάλλης |
Η έκδοση του συλλόγου «Ανάπλασις» περιελάμβανε το πρωτότυπο κείμενο του κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, σύντομη ερμηνεία και προσευχές. Εξαιτίας του ερμηνευτικού χαρακτήρα της δε θεωρήθηκε μετάφραση, αλλά ερμηνευτική παράφραση. Η έκδοση αυτή είχε την έγκριση του Πατριαρχείου από το 1896 με εντολή να γραφτεί σε απλή καθαρεύουσα. Επίσης, οι προσευχές που περιελάμβανε είχαν την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η έκδοση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής μόνο κατά την περίοδο των ταραχών μέσα στο γενικότερο κλίμα. Στο ίδιο κλίμα και εξυπηρετώντας τον ίδιο σκοπό θα κυκλοφορήσει λίγους μήνες μετά την έκδοση του συλλόγου «Ανάπλασις» μια πραγματική μετάφραση και των τεσσάρων Ευαγγελίων.
Η μετάφραση αυτή έγινε με μέριμνα της βασίλισσας Όλγας και
εκδόθηκε σε 1000 αντίτυπα στα τέλη του 1900 δηλώνοντας ότι είναι
γραμμένη για οικογενειακή χρήση (Ο ακριβής τίτλος είναι: «Κείμενον και
μετάφρασις του Ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του
ελληνικού λαού χρήσιν μερίμνη της Α.Μ. της βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας
εκδιδόμενα. Εν Αθήναις τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου 1900»). Η μετάφραση
έγινε από την ιδιαιτέρα γραμματέα της Όλγας, Ιουλίας Σουμάκη (μετέπειτα
Καρόλου) έχοντας ως βοηθό το θείο της καθηγητή του Πανεπιστημίου
Ιωάννη
Βασίλισσα Όλγα |
Η νέα μετάφραση έγινε υπό την επιτήρηση και τη σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου. Χρειάστηκε όμως την αναγνώριση του Υπουργείου για την έκδοση. Το Υπουργείο αρνήθηκε να εκδώσει μια εγκύκλιο αναγνώρισης χωρίς την προηγούμενη έγκριση από την Ιερά Σύνοδο. Το ζήτημα έτσι περιπλέχτηκε. Η Σύνοδος όμως αρνήθηκε να εγκρίνει την έκδοση θέτοντας ως πρόβλημα τη χρήση χυδαίας και ταπεινής γλώσσας παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρός της Προκόπιος συμφωνούσε με το κείμενο. Παρ’ όλ’ αυτά η βασίλισσα επέμεινε. Συνέστησε ειδική επιτροπή επί αυτού του ζητήματος με τη συμμετοχή του Προκοπίου, του Πανταζίδη, του Φίλιππου Παπαδόπουλου, καθηγητή της Ριζάρειου Σχολής, του Διονύση Μεσσαλά, κλειδούχου της βασίλισσας. Στη συνέχεια αποδόθηκε εκ περιτροπής στους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής. Από τους καθηγητές άλλοι συμφώνησαν άλλοι διαφώνησαν και άλλοι πρότειναν να γραφτεί μια νέα από τους ίδιους. Η Ιερά Σύνοδος συνέχισε να αρνείται, αλλά παρά τις συνεχείς αρνητικές απαντήσεις της και «προφορική αδεία» του Μητροπολίτου Αθηνών Προκοπίου προχώρησε στην έκδοση της μετάφρασης με δικά της έξοδα.
Μέχρι το Μάρτιο του 1901 τα αντίτυπα του βιβλίου είχαν εξαντληθεί και η βασίλισσα σκεφτόταν να προχωρήσει σε μια δεύτερη έκδοση, αλλά φαίνεται πως την πρόλαβαν τα γεγονότα. Η μετάφραση αυτή, αλλά και το ίδιο το πρόσωπο της βασίλισσας έγινε στόχος επικρίσεων κατά την περίοδο του αντιμεταφραστικού κινήματος και των ταραχών του 1901. Μετά τα γεγονότα δόθηκε διαταγή να κατασχεθούν όλα τα αντίτυπα της μετάφρασης.
Η μετάφραση του Αλέξανδρου Πάλλη ήταν εκείνη όμως που προκάλεσε την ένταση. Την εποχή που η βασίλισσα ετοίμαζε τη δική της έκδοση, η εφημερίδα «Ακρόπολις» στο φύλλο της Κυριακής 9 Σεπτεμβρίου 1901, ξεκίνησε τη δημοσίευση της μετάφρασης των Ευαγγελίων αρχίζοντας από εκείνο του Ματθαίου. Ο ακριβής τίτλος ήταν: «Η Νέα Διαθήκη κατά τον αρχαιότατο κώδικα, μεταφρασμένη από τον Αλεξ. Πάλλη. Μέρος πρώτο. Τ’ άγια Ευαγγέλια. Κατά τον Ματθαίον».
Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι «θεάρεστον έργον είναι» να φθάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι και να «γίνει απολύτως αντιληπτόν» από κάθε Ορθόδοξο Έλληνα το Ευαγγέλιο. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα. Η δημοσίευση διακόπηκε στις 20 Οκτωβρίου λόγω των μεγάλων αντιδράσεων, δηλαδή πολύ πιο νωρίς από τα γεγονότα του Νοεμβρίου. Η μετάφραση αυτή δημοσιεύτηκε στα 1902 ολόκληρη στο Λίβερπουλ τη μόνιμη κατοικία του Πάλλη.
Ο δρόμος προς τα αιματηρά γεγονότα (Τα «Ευαγγελικά» ή «Ευαγγελιακά»)
Στις 17 Οκτωβρίου επιλήφθηκε του θέματος η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας καταδικάζοντας ως βέβηλη κάθε μετάφραση του Ευαγγελίου σε απλούστερη ελληνική γλώσσα. Η σχετική όμως απαγορευτική εγκύκλιος δημοσιεύτηκε πολύ καθυστερημένα, 21 μέρες αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου υπό την πίεση ήδη του κινήματος. Στις 29 Οκτωβρίου και ενώ είχε ήδη παύσει η δημοσίευση της μετάφρασης, συνεδρίασε και η Θεολογική Σχολή με αποκλειστικό θέμα το ζήτημα της μετάφρασης, ορίστηκε μια τριμελής επιτροπή που ετοίμασε ένα καταδικαστικό υπόμνημα το οποίο εγκρίθηκε παμψηφεί στη συνεδρίαση της 5 Νοεμβρίου και στάλθηκε επειγόντως στην Ιερά Σύνοδο. Από την άλλη πλευρά την υποστήριξη της συγκεκριμένης μετάφρασης ανέλαβε η εφημερίδα «Ακρόπολις» και η εφημερίδα «Άστυ».
Στο εξής ο αφορισμός θα αποτελεί το βασικό αίτημα των φοιτητών. Ο Μητροπολίτης συνομίλησε με επιτροπή και υποσχέθηκε να μεταφέρει τα αιτήματά τους στην Ιερά Σύνοδο αποδεχόμενος την ανάγκη να διαφυλαχθούν οι Αγίες Γραφές όπως παραδόθηκαν από τους Αποστόλους. Οι φοιτητές διαλύθηκαν καθορίζοντας συγκέντρωση την επομένη στα προπύλαια. Οι Συντεχνίες αποφάσισαν «πάνδημον λαϊκόν συλλαλητήριον, μετά των κ. κ. Φοιτητών, εις τους Στύλους του Ολυμπίου Διός» την επόμενη ημέρα Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 1901 στις 2 το μεσημέρι. Ο μόνος όρος που έβαλαν οι Συντεχνίες στους φοιτητές για να συμμετάσχουν ήταν να σταματήσουν τις επιθέσεις εναντίον των εφημερίδων.
Οι φοιτητές εν τω μεταξύ συνέχιζαν να προσπαθούν να σπάσουν τον κλοιό του ιππικού με σκοπό να φτάσουν στο Μητροπολιτικό Μέγαρο χωρίς να τα καταφέρουν. Τελικά, στον Μητροπολίτη πήγε ο καθηγητής της Ιστορίας Παύλος Καρολίδης, ο οποίος είχε ήδη συνομιλήσει με τους φοιτητές, καταθέτοντας το αίτημα των φοιτητών για αφορισμό. Η απάντηση που έλαβε ήταν πως «ο αφορισμός εξεπληρώθη κατ’ ουσίαν και ότι η Ιερά Σύνοδος έλαβεν όλα τα κατάλληλα μέτρα, τα οποία, αν δεν θεωρηθώσιν επαρκή, θα τα επεκτείνη, αφού υποβληθή αναφορά εκ μέρους των φοιτητών». Η δήλωση του Μητροπολίτη κρίθηκε ανεπαρκής. Τη νύχτα οι φοιτητές, επειδή κυκλοφορούσαν φήμες για κατάληψη του πανεπιστημίου από τον στρατό, συγκρότησαν φρουρά. Τη νύχτα στο πανεπιστήμιο έμειναν γύρω στου 500 φοιτητές.
Από το πρωί της Πέμπτης της 8ης Νοεμβρίου 1901 ο φρουρούμενος χώρος του Πανεπιστημίου είχε γεμίσει από πλήθος φοιτητών και λαού. Ζωηρές συζητήσεις με επίκεντρο το συλλαλητήριο που είχε προγραμματιστεί τις απογευματινές ώρες λάμβαναν χώρα μεταξύ των φοιτητών καθώς η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να το επιτρέψει. Πράγματι, μετά από λίγη ώρα τοιχοκολλήθηκε στα Προπύλαια έγγραφο του αρχηγού της Χωροφυλακής Στάικου ο οποίος είχε επιφορτιστεί την ανώτατη εποπτεία των στρατιωτικών δυνάμεων της πρωτεύουσας, προς τον πρύτανη του Εθνικού Πανεπιστημίου. Με αυτό η κυβέρνηση τον έθετε προ των ευθυνών του για τη διατήρηση της τάξης και τον καλούσε να παρεμποδίσει ακόμη και με τη βία, εάν χρειαστεί, τη διαδήλωση στην πόλη.
Το κείμενο αυτό όμως εξερέθισε τα πνεύματα των συγκεντρωμένων φέρνοντας τα αντίθετα αποτελέσματα. Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές εξέλεξαν δύο αντιπροσώπους οι οποίοι εστάλησαν στους Προέδρους των συντεχνιών για να συζητήσουν μαζί τους τα μέτρα που θα έπαιρναν σε περίπτωση παρεμπόδισης του συλλαλητηρίου. Η απάντηση των συντεχνιών δεν άργησε και ήταν κατηγορηματική: «Θα γίνη αντί πάσης θυσίας το συλλαλητήριο». Μεγάλος ενθουσιασμός κατέλαβε τους παρευρισκομένους, ενώ συνεχιζόταν η προσέλευση κόσμου στο Πανεπιστήμιο και τους χώρους γύρω από αυτούς. Όλοι συμμετείχαν στις συζητήσεις χωρίς να μπορεί να υπάρξει κάποια απόφαση. Για αυτό εκλέχτηκε μια 15μελής Κεντρική Επιτροπή η οποία ανέλαβε να καταρτίσει το ψήφισμα του συλλαλητηρίου το οποίο θα αποδιδόταν στο βασιλιά, την Ιερά Σύνοδο και την Κυβέρνηση, αφού πρώτα το ενέκριναν και οι Πρόεδροι των Συντεχνιών. Ορίστηκαν στη συνέχεια οι ομιλητές και αποφασίστηκε η συγκρότηση φρουράς που θα παρέμενε μέσα στο Πανεπιστήμιο για την αποφυγή της κατάληψης από την χωροφυλακή όσο θα απουσίαζε το πλήθος.
Τα πάντα ήταν έτοιμα και περίπου στις 2.30 μ.μ. παρά τις απαγορευτικές διατάξεις, οι φοιτητές και ο λαός ξεχύθηκαν στην οδό Πανεπιστημίου κατευθυνόμενοι προς τις στήλες του Ολυμπίου Διός όπου εκεί είχαν συγκεντρωθεί οι Συντεχνίες με επικεφαλής τους Προέδρους τους. Στην διασταύρωση όμως της οδού Πανεπιστημίου και της Σίνας οι διαδηλωτές συνάντησαν το πρώτο εμπόδιο. Ίλη ιππικού βρισκόταν παρατεταγμένη εκεί εμποδίζοντας τη συνέχιση της πορείας. Οι διαδηλωτές άρχισαν τότε να ζητωκραυγάζουν υπέρ του στρατού και ο ανθυπίλαρχος χαιρέτισε στρατιωτικά τη διαδήλωση. Με αυτόν τον τρόπο ξεπεράστηκε το πρώτο εμπόδιο και η πορεία συνεχίστηκε ανενόχλητη επί της Πανεπιστημίου.
Το δεύτερο εμπόδιο συναντήθηκε στο ύψος της οδού Βουκουρεστίου. Εκεί άγημα ναυτών παρατεταγμένο κατά πλάτος της οδού εμπόδιζε τη διάβαση. Οι ζητωκραυγές υπέρ του Ναυτικού δεν ωφελούσαν σε τίποτα. Η πρόταση να διέλθουν από την Ακαδημίας δεν έγινε αποδεκτή από τους διαδηλωτές οι οποίοι επέμεναν. Ο επικεφαλής αξιωματικός των ναυτών διέταξε την πρόταξη των λογχών και στη συνέχεια ακούστηκε το παράγγελμα «Γεμίσατε!». Έντρομοι οι διαδηλωτές υποχώρησαν λίγο για να επανέλθουν και να επιτεθούν εναντίον των ναυτών. Ρίχτηκαν τότε μερικοί πυροβολισμοί στον αέρα και ακολούθησε πανικός. Στη συνέχεια όμως διασπάστηκε η ζώνη των πεζοναυτών και το πλήθος με αλαλαγμούς και ζητωκραυγές εισήλθε στην οδό Κηφισιάς (σήμερα Βασιλίσσης Σοφίας) και δια μέσου της Ηρώδου του Αττικού κατευθύνθηκε προς τους στύλους.
Έξω από τα Ανάκτορα οι διαδηλωτές ζητωκραύγασαν υπέρ της πριγκίπισσας Σοφίας, όπως προηγουμένως είχαν ζητωκραυγάσει και για το βασιλιά Γεώργιο. Στο τέλος της Ηρώδου του Αττικού και πριν το Παναθηναϊκό Στάδιο βρισκόταν παρατεταγμένη ίλη του ιππικού η οποία παρακολουθούσε τους διαδηλωτές κινούμενη παράλληλα με αυτού μέχρι το χώρο του συλλαλητηρίου. Πενήντα περίπου χιλιάδες ήταν οι συγκεντρωμένοι στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Πρώτος το λόγο πήρε ο πρόεδρος της Κρητικής αδελφότητας «Αρκάδιον», ο οποίος εξήρε την πρωτοβουλία των φοιτητών υπέρ του Ιερού Ευαγγελίου και συνέστησε πλήρη νομιμότητα στις ενέργειές τους και αποφυγή σύγκρουσης με τον στρατό, διότι «ο στρατός δεν είναι άλλο ή αδελφοί ημών εκτελούντες το εαυτόν καθήκον». Ανεφώνησε δε στο τέλος υπέρ του Έθνους, της Πανεπιστημιακής Νεολαίας και του Στρατού.
Ένα μέρος των διαδηλωτών όμως (χίλιοι περίπου) κατευθύνθηκε προς την οδό Κοραή όταν ακούστηκε επί της Σταδίου μια προτροπή που καλούσε «Εις του Μητροπολίτη!». Όλοι επανέλαβαν την προτροπή. Σε λίγο οι διαδηλωτές στους οποίους προστέθηκαν και άλλοι από τους τριγύρω οδούς βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ναυτικό άγημα που πρωτύτερα βρισκόταν στη λεωφόρο Αμαλίας. Οι προτροπές του αρχηγού της Χωροφυλακής να υποχωρήσουν και να διαλυθούν δεν εισακούστηκαν και οι διαδηλωτές επιχείρησαν να σπάσουν τη ζώνη των παρατεταγμένων ναυτών. Τα πράγματα οξύνθηκαν και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ο επικεφαλής της ίλης ιππικού ξιφουλκεί πρώτος και οι ιππείς τον ακολουθούν. Με γυμνά τα σπαθιά όρμησαν εναντίον του πλήθους το οποίο τραβήχτηκε και στριμώχτηκε στα πεζοδρόμια. Τότε ακούστηκαν διαμαρτυρίες εναντίον των ιππέων και προς στιγμή φάνηκε ότι η ίλη υποχωρούσε. Τότε παρουσιάστηκε ο μοίραρχος ο οποίος διέταξε νέα επέλαση του ιππικού. Κραυγές αποδοκιμασίας και σφυρίγματα ακούστηκαν από τα πεζοδρόμια, ενώ πέτρες ρίχνονταν κατά των ιππέων οι οποίοι είχαν καταπατήσει ένα σημαντικό αριθμό του πλήθους κατά τη δεύτερη επέλαση.
Τότε ένας από τους διαδηλωτές έβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε στον αέρα. Τον μιμήθηκαν και άλλοι. Η ώρα των αιματηρών γεγονότων είχε έρθει, το σύνθημα δόθηκε. Ο επικεφαλής του ναυτικού αγήματος διέταξε «Πυρ ομαδόν!», άσφαιρο στην αρχή και στη συνέχεια με σφαίρες. Πανδαιμόνιο και πανικός ακολούθησε από την πλευρά των διαδηλωτών. Οι πυροβολισμοί γενικεύθηκαν από την πλευρά των στρατιωτικών τμημάτων. Οι τολμηρότεροι από τους διαδηλωτές έβγαλαν τα περίστροφα και απάντησαν. Σκηνές αληθινής μάχης έλαβαν χώρα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Στην σύρραξη αυτή έλαβαν μέρος και οι αστυφύλακες που φρουρούσαν το Υπουργείο Οικονομικών από τις σφαίρες των οποίων σκοτώθηκε ο πρώτος διαδηλωτής ο Νικόλαος Πάστρας.
Το θέαμα του πρώτου νεκρού εξαγρίωσε το πλήθος και οι πυροβολισμοί από τις δύο πλευρές έγιναν εντονότεροι. Ο αριθμός των σκοτωμένων πολλαπλασιάστηκε, ενώ οι τραυματίες ανέρχονταν σε πολλές δεκάδες. Πολλοί από τους διαδηλωτές τράπηκαν σε φυγή. Μερικοί από αυτούς έφτασαν στο Πανεπιστήμιο ζητώντας όπλα από τους φοιτητές. Σε λίγο οι πυροβολισμοί αραιώθηκαν και οι συμπλοκές φάνηκε ότι είχαν σχεδόν καταπαύσει. Αλλά ξαφνικά ίλη ιππικού ανήλθε την οδό Κοραή από την οδό Σταδίου και έστριψε στην οδό Ρήγα Φεραίου πυροβολώντας διαρκώς. Οι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο νόμισαν ότι επρόκειτο για έφοδο και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των ιππέων. Έπεσε ένας ιππέας, ενώ πολλοί τραυματίστηκαν και από τις δύο πλευρές. Η ίλη κατευθύνθηκε προς την οδό Ιπποκράτους και το πυρ σταμάτησε. Δεν υπήρξαν περισσότεροι νεκροί από τη μεριά των φοιτητών διότι ο αρχηγός της φοιτητικής φρουράς δεν επέτρεψε την έξοδο προς τον χώρο της συμπλοκής.
Ομάδα φοιτητών και των συντεχνιών επισκέφθηκε τα Ανάκτορα και δια μέσου του υπασπιστού ζήτησε από τον βασιλιά την αποχώρηση του στρατού από την πόλη. Ο βασιλιάς έκανε αποδεκτή την πρόταση. Αλλά λίγο αργότερα έπεσε και άλλος νεκρός και υπήρξαν και άλλοι τραυματίες, όταν ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης έφευγε με την άμαξά του από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας. Το πλήθος φωνάζοντας «Κάτω ο δολοφόνος! Κάτω ο φονιάς!» επιτέθηκε στη φρουρά του με πέτρες. Ανταλλάχτηκαν πυροβολισμοί, αλλά η προέλαση του ιππικού εμπόδισε τη γενίκευση.
Ο απολογισμός των αιματηρών γεγονότων ήταν οκτώ νεκροί (Ν. Πάνστρας, Α. Παπαναστασίου, Ε. Παπαντωνίου, Ε. Δράκος, Ι. Διβάρης, Φ. Ρήγος, Ι. Στεφανίδης και κάποιος Στράτος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ενώ κατ’ άλλους οι νεκροί ανέρχονται σε έντεκα), γύρω στους εβδομήντα τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα. Τη νύχτα της 8ης Νοεμβρίου πολλοί φοιτητές παρέμειναν εντός του Πανεπιστημίου.
Γεώργιος Θεοτόκης |
http://www.pare-dose.net
http://www.istorikathemata.com/2011/03/8-1901.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου