Της Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη.  
Φιλολόγου - Λαογράφου 
Μέσα από το βιβλίο: “Η Μακεδόνισσα στο Θρύλο και στην Ιστορία” (1453-1940 μ.Χ.) Θεσσαλονίκη 1992
.
 Ποιός είν’ άξιος κι άγλήγορος, άξιος και παλληκάρι 
να πάει να πει της Παύλαινας, της μικροπαντρεμένης, 
να μη αλλάξει τη Λαμπρή, φλουριά να μη φορέσει.
Τόν Παύλο τον σκοτώσανε, τον πρώτο καπετάνιο.
 Μαύρα πουλιά τον τρώγανε, τ’ άσπρα τον τραγουδούνε. 
(Δημοτικό)
Ή Παύλαινα, όπως την ονοματίζει η λαϊκή Μούσα, η Ναταλία, κόρη του Στεφάνου Δραγούμη κι άξια σύντροφος του Παύλου Μελά, υπήρξε μια σεμνή και μεγάλη ηρωική μορφή, που σφράγισε με πράξεις φιλοπατρίας και θυσιών την εθνική μας ζωή στο μεγαλύτερο μέρος του αιώνα μας.
ΝαταλίαΜελά1 Γεννήθηκε την 29ην Νοεμβρίου 1871 κι οι ρίζες της οικογένειας της, που έδωσε θαυμαστούς βλαστούς στο έθνος, βυθίζονται στην ιστορία του Βογατσικού.
’Αδελφή του ’Ίωνα και του Φιλίππου Δραγούμη, 
έλαβε λαμπρή μόρφωση και ανατροφή και γαλουχήθηκε με τα υψηλά ιδανικά της φιλοπατρίας, της θρησκείας και της λευτεριάς, που είχαν γίνει ιερή παράδοση στην οΐκογένειά της.

Προσωπικό δάσκαλό της είχε τον Θεσσαλονικέα παιδαγωγό Θεοχάρη Πεντζίκη κι εκτός από τα ελληνικά -αρχαία και νέα έγραφε και μιλούσε γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά, ενώ έπαιζε πιάνο και ζωγράφιζε με δεξιοτεχνία.
Ψηλή, αεράτη και καλλιεργημένη, η αρχοντοπούλα Ναταλία χωρίς να είναι εκρηκτικά ωραία, ήταν συμπαθέστατη και ουδέποτε περνούσε απαρατήρητη.
Γιαυτό κι ό Παύλος Μελάς, απόφοιτος τότε της Σχολής Ευελπίδων, όταν την είδε σε ένα φιλανθρωπικό χορό το καλοκαίρι του 1891, την ξεχώρισε, αγόρασε από το τραπεζάκι της ένα σημειωματάριο και έγραψε: «Αυτό το κορίτσι θα το πάρω γυναίκα μου!…» 
Πραγματικά, τον ’Οκτώβριο του 1892 οι δύο νέοι παντρεύτηκαν.
Τούς ένωναν κοινά ιδανικά και την ψυχή τους φλόγιζαν τα ίδια αγνά όνειρα, όπως η Ναταλία γράφει στο βιβλίο της «Παύλος Μελάς» (σελ. 35):
«Με την γυναίκα του είχε ό Παύλος μεγάλη συμφωνία στις ιδέες, στην ανατροφή».

 Και την ευτυχία τους ήρθαν νωρίς να συμπληρώσουν
δύο χαριτωμένα παιδιά,
ό Μίκης και η Ζέζα.
Όμως ό πόλεμος του 1897 τάραξε την ήρεμη οικογενειακή ζωή τους.
Ό Παύλος έσπευσε τότε να δώσει το «Παρών» στην πρώτη γραμμή κι η Ναταλία ανέλαβε την μάχη των μετόπισθεν οργανώνοντας τις γυναίκες των ’Αθηνών, που με πυρετώδη ρυθμό ετοίμαζαν στολές και εσώρουχα για τούς στρατιώτες.
Και ό Παύλος της έγραφε τέτοια γράμματα:
«3 Μαρτίου. (…)Χαίρω πολύ, ότι έβάλθησαν εις την εργασίαν όλαι αί κυρίαι των ‘Αθηνών.
Για την ώρα είναι πολύ καλά ώργανωμένα όλα.
Αυτή η εργασία χρειάζεται. (…)
Σε συμβουλεύω να παρατηρήσης και να κάμης κατάλογον των κοριών και δεσποινίδων που έχουν περισσότερον ζήλον και που είναι πρακτικώτεραι, που εργάζονται πολύ και άθορύβως.
Θα μάς χρειαστούν αργότερα διά να γίνη κάτι σοβαρώτερον και πρακτικώτερον».
(Ν. Μελά: «Παύλος Μελάς», σελ. 52)

Και σαν η Ναταλία έκρινε πια, ότι τα συνεργεία δούλευαν απρόσκοπτα και δεν ήταν απαραίτητη στην πρωτεύουσα, επιβιβάστηκε στο πλωτό νοσοκομείο «Θεσσαλία» σαν εθελόντρια αδελφή, για να συνοδεύει τα λαβωμένα παλληκάρια από το μέτωπο στα νοσοκομεία των ’Αθηνών.
Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι της έλαχε ό κλήρος να νοσηλεύσει και τον πληγωμένο της σύζυγο, που έμεινε άναυδος βλέποντάς την ξαφνικά μπροστά του.
Ό ίδιος έγραψε τότε στο σημειωματάριό του: «Αλλά τί εκπληξις και χαρά, όταν παρατηρών με προσοχήν άναγνωρίζω την Νάταν, την όποίαν δέν είχα ίδή από της 8ης Μαρτίου!…»
(Ν. Μελά «Παύλος Μελάς» σελ. 109).

Ή άτυχη έκβαση του πολέμου εκείνου τραυμάτισε το φιλότιμο και των δυό τους.
Μα δεν τούς πλημμύρισε ηττοπάθεια.
’Απεναντίας μάλιστα.
Ό Παύλος ξάναψε τις καρδιές πολλών αξιωματικών με γενναίο φρόνημα κι όλοι μαζί ορκίστηκαν να επιχειρήσουν κάτι καινούργιο για τούς σκλάβους αδερφούς.

ΜακεδονικόΚομιτάτοΈτσι το 1900 ιδρύθηκε στην ’Αθήνα το Μακεδονικόν Κομιτάτον κι η προετοιμασία άρχισε ενώ το σπίτι τους μεταβλήθηκε σε φωλιά πατριωτική και στρατηγείο εθνικών σχεδίων.
Ή λεπτεπίλεπτη Ναταλία με χαρά φιλοξενούσε τούς τραχείς ορεσίβιους Μακεδόνες αντάρτες, που έφταναν για συνεννοήσεις με το Κομιτάτο.
Ό Λάκης Πύρζας, που από τη Φλώρινα ήρθε στην ’Αθήνα στις 2 Φεβρουάριου του 1903, γράφει στα απομνημονεύματα του:
«Ό Παύλος Μελάς με επήρεν και διευθύνθημεν εις τον σταθμόν του Λαυρίου, διά να άναχωρήσωμεν διά Κηφισιά, όπου εμενεν.
Εις τον σταθμόν συναντήσαμεν την κυρίαν του Ναταλίαν.
Όμού έπήγαμεν εις την Κηφισιάν.
Μου παρεχώρησαν ένα δωμάτιο διά να το έχω διά τον ύπνον».

Και σαν πήγαν στην ’Αθήνα να ζητήσουν βοήθεια ό Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο και ό καπετάν Κώττας από τη Ρούλια, που από το 1897 με τοπικές δυνάμεις μόνος αγωνίζονταν στη Δυτική Μακεδονία, ό Μελάς ένιωσε πώς η θέση του ήταν πια εκεί, όπου κονταροχτυπιόταν ό Ελληνισμός με τη βουλγαρική θηριωδία.
Τον ίδιο μήνα λοιπόν, τον Φεβρουάριο του 1904, φεύγει για πρώτη φορά με όλη την αγάπη και τις ευχές της Ναταλίας.
Επιστρέφει κοντά της καθώς μπαίνει το καλοκαίρι, για να φύγει και πάλι στις αρχές ’Ιουλίου με το ψευδώνυμο και την ιδιότητα του ζωέμπορα Πέτρου Δέδε.
Για τρίτη και τελευταία φορά γυρίζει ό Παύλος στη Μακεδονία στις 18 Αυγούστου του 1904 με ψευδώνυμο εμπνευσμένο από τα ονόματα των δυο αγαπημένων του παιδιών:
 Σαν Μίκης Ζέζας.

Ή Ναταλία περήφανη και συγκινημένη, πότε δακρύζοντας και πότε χαμογελώντας, κάθε φορά τον δέχεται και τον ξεπροβοδάει σηκώνοντας με χαρά την ευθύνη του σπιτικού και των παιδιών.
Μα κι ό Παύλος από τη Μακεδονία κάνοντας λυτρωτική ανάπαυλα στις ταλαιπωρίες και τα βάσανά του, της στέλνει αδιάκοπα τη σκέψη και την αγάπη του.
Της γράφει συχνά, με την πρώτη ευκαιρία.
Της ιστορεί με λεπτομέρεια την ψυχολογική κατάσταση των σκιαγμένων χωρικών και τη συγκλονιστική μεταστροφή που συντελείται στις καρδιές τους από την παρουσία του. Της μεταδίδει τον ενθουσιασμό, τις λαχτάρες και τις αγωνίες του.
Κι η γυναίκα του τού απαντά.
Και με την αγάπη και τη φλόγα της τον ενθαρρύνει. τον δυναμώνει. τον προτρέπει ολόψυχα να αφιερωθεί στην πραγμάτωση του υψηλού ονείρου για τη νεκρανάσταση της Μακεδονίας.
Να μη νοιάζεται για τίποτε άλλο. Γιατί για όλα είναι αυτή. Πόση ευγνωμοσύνη, πόση λατρεία κι αγάπη δεν αποπνέουν τα γράμματα του Παύλου προς την υπέροχη συντρόφισσά του!..
Στις 25 Φεβρουάριου της γράφει:
« Ή άνάμνησις τόσων άγαπητών προσώπων, τα όποια με τόσας εΰχάς με παρακολουθούν, άντί να μ’ άδυνατίζει, μ’ ενισχύει και μ’ ενθαρρύνει εις ό,τι έχω να κάμω… Όπως καθ’ όλον τον βίον μου έτσι και τώρα είμαι ευτυχής άκόμη δέ ευτυχέστερος και υπερήφανος, ότι έχω γυναίκα τόσον γενναίαν, τόσον εύγενή και τόσον πατριώτισσαν.  Σ’ ευγνωμονώ και σέ λατρεύω». 
Και άλλου διαβάζουμε:
 «Τά πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, άλλ’ ιδίως ηθικού, τα όποια συνήντησα εις την άγαπητήν, την άγίαν σου οικογένειαν, με έβοήθησαν». 

Τά γράμματα της Ναταλίας πλημμυρίζουν αύταξία τον Παύλο. Άπό το Βελεμίστι την Κυριακή 29 Φεβρουάριου 1904 της γράφει:
 (σελ. 190) « Ό Κοντούλης μού έδωσε το γράμμα σου και το γράμμα σου μού έδωσε πτερά.
 Σ’ ευλογώ καθημέραν διά την γενναιότητά σου και την φιλοπατρίαν, σ’ ευγνωμονώ, αγάπη μου, διότι με υποστηρίζεις τόσον γενναίως εις την έκτέλεσιν των καθηκόντων μου(…) (…) 
Είμαι ευτυχής ότι τα παιδάκια μου θά μείνουν εις τα λεπτά αλλά στιβαρά χεράκια σου.  Ναι, σάς σκέπτομαι με άγάπην όλους σας.  Είμαι ύπερήφανος δι’ όλους εσάς, είμαι ύπερήφανος διά την άποστολήν μου». 
Αίσιοδοξει ό Παύλος πώς όλα θα πάνε καλά.
Πότε-πότε όμως κάτι προαισθάνεται και ενθαρρύνει αυτός τη Ναταλία.

’Απ’ το χωριό Κριτσοτάδες, Παρασκευή 5 Μαρτίου, της γράφει: (σελ. 205).
Όλα τα αποσπάσματα των επιστολών είναι παρμένα από το βιβλίο-ντοκουμέντο της Ναταλίας Μελά: «Παύλος Μελάς»-Αλεξάνδρεια 1926 και 6′ έκδοση Αθήναι 1964.
 «… Έχω την πεποίθησιν ότι και η μάς και την άγίαν ύπόθεσιν θα ευλογήσει ό Θεός.  Άν όμως τυχόν δεν θελήση να έπιστρέψωμεν, να μη λυπηθής, αλλά να είσαι υπερήφανη και να χρησιμεύσης έτσι ώς παράδειγμα εις όλας τάς Έλληνίδας.  Ή ώραία και άγγελική ψυχή σου είμαι βέβαιος ότι θα αίσθανθή όπως θέλω».
Στις 13 Ιουλίου του 1904 της γράφει: «…Δεν περνά στιγμή χωρίς να σ’ ευλογώ και να σ’ ευγνωμονώ διά την ύποστήριξίν σου…» 
Και πώς να μην αισθάνεται ευγνώμων ό Παύλος, αφού η Ναταλία δεν συμπαρίσταται στο έργο του μόνο με λόγια, αλλά και με έργα;
Στην ’Αθήνα κηρύσσει εθνική εκστρατεία, συγκινεί καρδιές, αφυπνίζει συνειδήσεις και συγκεντρώνει χρήματα, που τα στέλνει στη Μακεδονία για να εξοπλίζονται οι αντάρτες και να συντηρούνται οι οικογένειές τους.
Σε πολλά γράμματα του Παύλου διαβάζουμε τέτοιες φράσεις:
«Έμαζεύσατε τίποτε χρήματα;»  η
«Είναι άπαραίτητον να δοθούν τα χρήματα αυτά.
Πρέπει χωρίς άλλο και τάχιστα να ένεργήσετε διά να εύρέβουν»
η «Φρόντισε, αγάπη μου, τα άνωτέρω, όπως δυνηθής καλύτερα και ταχύτερα…».

Κι η Ναταλία όλα τα νοιάζεται, όλα τα προλαβαίνει.
Ώσπου φτάνει το πικρό τέλος…
Στις 13 ’Οκτωβρίου του 1904 στη Στάτιστα το εχθρικό βόλι σημαδεύει θανάσιμα τον Παύλο, για να τον περάσει ήρωα στην αιωνιότητα.
Κι εκεί στο στερνό ψυχορράγημά του, καθώς τα μάτια του βασιλεύουν στον ανονείρευτο ύπνο και πάλι η σκέψη του γυρίζει πίσω στη λατρεμένη του οικογένεια, που τόσο πρόωρα κι από τόσο μακριά για πάντα την αποχαιρετά.
Καλεί κοντά του τον αφοσιωμένο Πύρζα και με πολύ κόπο του εμπιστεύεται το τουφέκι του να το παραδώσει στο γυιό του Μίκη.
Του δίνει και τον σταυρό του να τον δώσει στη Ναταλία.

Ποιός είν’ άξιος κι άγλήγορος, άξιος και παλληκάρι 
να πάει να πει της Παύλαινας της μικροπαντρεμένης 
να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλουριά να μην φορέσει… 
Ό Πύρζας στα απομνημονεύματα του περιγράφει:
«Άκούστηκεν ένας πυροβολισμός μόνον. Ό ‘Αρχηγός γύρισε πίσω λέγοντας:
«Στη μέση με πήρε παιδιά».
Μπήκε μέσα και με φώναξε:
«Νίκο που είσαι;» Ζύγωσα τον Ζέζα και γονάτισα δίπλα του.
’Έβγαλε το σταυρό από τον λαιμό του και μου είπε:
«Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, όπως σου είπα του Μίκη και να τούς πεις, ότι το καθήκον μου έκαμα. Σε σένα αφήνω το όνομά μου».
”Έβγαλε το πορτοφόλι με τις φωτογραφίες των παιδιών του και ξεζώθηκε, φάνηκαν αίματα, καταγής πέσανε λίρες.
Ή σφαίρα είχε τρυπήσει το κεμέρι του.
Πόναγε ό Παύλος και έλεγε:
«Σκοτώστε με παιδιά, πώς θα μ’ αφήσετε στους Τούρκους;» 
Περνούσε η ώρα και πόναγε και βογγούσε περισσότερο, ό Παύλος έλεγε «πονώ».
Ύστερα με δυνατή φωνή είπε:
«Νίκο εσύ πώς θα με άφήσης;» 
Τον φίλησα στο στόμα και του είπα:
«Κοντά σου είμαι Καπετάνιε, δεν σε άφήνουμε».
Τα χείλια του Παύλου ήτανε κρύα.
Ό Παύλος έλεγε, πονώ και φώναζε τα παιδιά του και πάλιν έλεγε σκοτώστε με.
Ύστερα δεν κουνιότανε και ούτε φώναζε πλέον τα παιδιά του.
 Είπε σιγά «πονώ» και ξεψύχησε»

Ή θυσία του συγκλόνισε το Πανελλήνιο και η λαϊκή Μούσα έκανε τραγούδι τον θάνατό του:
 Τί ’ναι ό αχός που ακούγεται στης Φλώρινας τα μέρη 
Μην κάνας γάμος γίνεται; Μην κάνα πανηγύρι; 
Ουδέ και γάμος γίνεται, ουδέ και πανηγύρι.
 Ό Μίκης Ζέζας πολεμάει μ’ ένα ταμπόρι άσκέρι. 
Τριγύρω-γύρω παγανιά κι ό Μίκης με τριάντα. 
Κράζει τα παλληκάρια του και τα γλυκομιλάει: 
— Παιδιά μου, μην τρομάζετε, το χάρο μη φοβάστε. 
Τα παλληκάρια τα καλά μόνο Θεό φοβούνται. 
Αρπάξτε τα τουφέκια σας και σύρτε τα σπαθιά σας 
γιουρούσι για να κάμομε, αντίπερα να βγούμε.
 ‘Αρπάζουν τα τουφέκια τους και σέρνουν τα σπαθιά τους 
γιουρούσι κάνουν και περνούν στην αντίκρυ ραχούλα 
Κανένας δεν σκοτώθηκε, κανένας δεν λαβώθη, 
μον’ ένα λεβεντόπαιδο, του πήραν το καμάρι. 
Μελά, σε κλαίει η ’Ήπειρος και η Μακεδονία, 
σε κλαίει η μαύρη μάννα σου, σε κλαίει κι η Ναταλία. 
Ή Παύλαινα έμεινε πια μόνη με συντροφιά τις αναμνήσεις να σηκώνει με αξιοπρέπεια και καρτερία τον πόνο σαν πραγματική ηρωίδα.

Και τούτο για εβδομήντα κοντά χρόνια. 

Ήταν τέτοιες οι δραματικές συνθήκες της διπλής, πες καλύτερα της τριπλής ταφής του ήρωα —το κεφάλι του θάπτεται στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι και το ακέφαλο σώμα πρώτα πρόχειρα στη Στάτιστα κι έπειτα στο ναό Ταξιαρχών στην Καστοριά πού δεν πρόφτασε η Ναταλία να τον θρηνήσει, να τον νεκροστολίσει, να τον κηδέψει.

Σε τούτα τα δακρύβρεχτα καθήκοντα άλλες Μακεδόνισσες την αντικατέστησαν κι έγιναν αφανείς Μυροφόρες του παλληκαριού.
Όμως η ίδια θα ρθει δυό φορές στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.

Την πρώτη, το 1905, φτάνει με ψευδώνυμο στην Καστοριά, για να προσκυνήσει τον τάφο του αγαπημένου νεκρού.
Την συνοδεύουν οι άνδράδερφοί της Κωνσταντίνος και Λέων Μελάς.

 Ό Γερμανός Καραβαγγέλης στα απομνημονεύματά του γράφει σχετικά:
 « Ή κυρία Μελά έφερε το ψευδώνυμο Μαρία Ίωάννου και την μετέφερα δήθεν ως δασκάλα στο χωριό Χρούπιστα, μη τυχόν την ανακάλυπταν οι αρχές(…) (…) Δεν μπόρεσα να ανακαλύψω πώς μαθεύτηκε το πράγμα στην Καστοριά.  Φαίνεται, πώς Καστοριεΐς, που μένουν στην Αθήνα, ειδοποίησαν τους συγγενείς τους, ότι έρχεται η κυρία Μελά.  Κι έτσι όταν φτάσαμε στους Δουπιάκους, παραλίμνιο χωριό είδα πολύν κόσμον που περίμενε να χαιρετήσει την κυρίαν Μελά.  Προσπάθησα να τούς διαψεύσω με κάθε τρόπο, αλλά δεν το πίστεψαν (…)» 
Κι άλλου:
«Καταλύσαμε στη Μητρόπολι. Την νύχτα, κατά τα μεσάνυχτα, βγήκαμε  από τη Μητρόπολι, η κ. Μελά, οι δυό αδερφές μου κι εγώ και πήγαμε στον τάφο που ήταν στο απέναντι νεκροταφείο. Εκεί φαντάζεται καθένας τι σπαρακτικές σκηνές ξετυλίχτηκαν (…) »
 Για δεύτερη φορά η Ναταλία ήρθε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία τον ’Απρίλιο του 1907, για να κάνει την ανακομιδή των λειψάνων του Παύλου και να ενώσει τη σεπτή κεφαλή του με το λοιπό σώμα. 
Έφτασε πρώτα στη Θεσσαλονίκη, όπου φιλοξενήθηκε στη σχολή χειροτεχνημάτων «Ό Άγιος Παύλος», που η ίδια είχε ιδρύσει με τη θεία της Μαρία Δραγούμη στη μνήμη του ήρωα άντρα της.
Διευθύντρια εκεί ήταν η ’Αμαλία Οικονόμου και μαζί της αναχώρησαν για την Καστοριά.

Αν και είχε συμφωνηθεί να ταξειδέψουν μυστικά, η πληροφορία διέρρευσε κι από όπου περνούσαν έβγαιναν οι χωρικοί με δάκρυα στα μάτια να τις προϋπαντήσουν ψάλλοντας το τραγούδι του Παύλου Μελά.
Έσφιγγαν με δέος και συγκίνηση το χέρι της, ακτινοβολούσαν τα μάτια τους σεβασμό, αναπτέρωναν τις ελπίδες τους κι αντλούσαν νέο κουράγιο απ’ το δικό της κουράγιο.

‘Ιερή φρικίαση διαπερνούσε την Ναταλία στη θέα τούτων των εκδηλώσεων λατρείας και τιμής.
Ό Παύλος της ζούσε.
Ήταν ό Παύλος όλων.
Έγινε θρύλος.
Πέρασε στις καρδιές αυτών αιδώ των ανθρώπων, έγινε φώς εθνικής ζωής, που σίγουρα θα διέλυε τα σκοτάδια της σκλαβιάς.
Ή θυσία του δεν πήγε χαμένη…
Στην Καστοριά δέχτηκε τις δυό γυναίκες, τις φιλοξένησε και φρόντισε για τα υπόλοιπα ό Γερμανός Καραβαγγέλης.

Μα καθώς γίνονταν η ανακομιδή, η Ναταλία για πρώτη φορά λύγισε.
Δεν μπόρεσε να άντέξει τον πόνο κι έπεσε λιπόθυμη στην αγκαλιά της ’Αμαλίας Οικονόμου, που με στοργή και αγάπη τη συνέφερε.
Σαν τέλειωσαν όλα και τη ρώτησαν, αν επιθυμεί να πάρει τα οστά του Παύλου στην ’Αθήνα, απάντησε: 
—Όχι! Ό άντρας μου θυσιάστηκε για τη Μακεδονία. Εδώ σκοτώθηκε και τούτη η γη ας κρατήσει τα οστά του σαν αρραβώνα μυστικό και άγιο με τη λευτεριά!… 
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Ναταλία έδωσε βαθύ περιεχόμενο στη ζωή της, αφοσιωμένη πάντα στην πραγμάτωση των υψηλών ιδανικών, κι έγινε σύμβολο προσφοράς στην οικογένεια, την πατρίδα και τον άνθρωπο.
Προσωπικός της άθλος ήταν η δημιουργία στο Μοναστήρι, παρά το πρόσφατο βαρύτατο πένθος της, τον Νοέμβριο του 1904 της σχολής χειροτεχνημάτων ό «”Άγιος Παύλος», καθώς και η ίδρυση της παρόμοιας σχολής με το ίδιο όνομα -πού ήδη αναφέραμε στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1905 με διευθύντρια την ’Αμαλία Οικονόμου από το Σιδηρόκαστρο.
Οι δυό αυτές σχολές ήταν παραρτήματα των «Ελληνικών Βασιλικών Σχολών Χειροτεχνημάτων», που είχαν έδρα την ’Αθήνα.
Παρείχαν μόρφωση, προστασία και επαγγελματική αποκατάσταση σε ορφανά κορίτσια Μακεδονομάχων, ενώ συγχρόνως ήταν κέντρα διερχομένων και ανεφοδιασμού του Μακεδονικού Αγώνος.
’Αλλά και ποιός ζήτησε τη συμπαράσταση της Ναταλίας και δεν την έλαβε με απλοχεριά και αγάπη;

 Όταν ό ’Επίσκοπος Δράμας Χρυσόστομος, μετέπειτα εθνομάρτυρας Σμύρνης, συνέλαβε την ιδέα να αποκρούσει στη μαρτυρική Δράμα τις ξένες προπαγάνδες ιδρύοντας εκεί μεγαλοπρεπέστατο ελληνικό διδακτήριο, σε οικόπεδο που είχε δωρίσει η Μαριγώ Άριτζίδου, στο πρόσωπο της Ναταλίας βρήκε τον μεγάλο ευεργέτη και υποστηρικτή
Γιατί σε παρακλητικό έγγραφο, που απεύθυνε και σε άλλους επιφανείς Μακεδόνες των ’Αθηνών, η Παύλαινα απήντησε, ότι με χαρά αναλαμβάνει την δαπάνη του έργου.
Τη μελέτη και τα σχέδια κατήρτισε ό αρχιτέκτονας Γεώργιος Χατζημιχάλης, ό όποιος ήταν και μυστικά διορισμένος υπολοχαγός από το ελληνικό κεντρικό κομιτάτο.
 Το κτίριο συμβολικά κατασκευάστηκε σε σχήμα Π από ευγνωμοσύνη προς τη μεγάλη ευεργέτιδα και για να τιμηθεί η μνήμη του ήρωα συζύγου της. 
Τα εγκαίνια του σχολείου έγιναν το 1909 κι αποτελεί μέχρι σήμερα ένα πραγματικό μνημείο για τη Δράμα.
Την ίδρυση παρομοίου σχολείου χρηματοδότησε η Παύλαινα και στη Νέα Ζίχνη Σερρών, όπου έμελλε να φοιτήσει και ό Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Καραμανλής. 
Ή Ναταλία χρόνια και χρόνια έπειτα πρωτοστατούσε σεμνά και αθόρυβα σε κάθε καλή προσπάθεια, που γίνονταν στη Μακεδονία.
Τόσο που θα χρειαζόταν αμέτρητες σελίδες για να καταγραφούν όλα τα καλά της έργα.

Καθ’ υπόδειξη της φίλης της Καλλιρόης Κοεμτζοπούλου, προέδρου του συλλόγου «’Αναγέννησις», χρηματοδότησε την ίδρυση στα Σέρβια ύφαντηρίου και παραρτήματος κέντρου ελληνικής λαϊκής τέχνης.
Γιαυτό και οι σερβιώτισσες από ευγνωμοσύνη την ανακήρυξαν επίτιμο πρόεδρο της «Αναγεννήσεως».
Το ότι αυτή τόσο νέα στερήθηκε τον σύντροφό της και περιβλήθηκε τον βαρύτατο -για την εποχή εκείνη τίτλο της χήρας, όχι μόνο δεν σκλήρυνε την καρδιά της απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, αλλά την πλημμύρισε συμπόνια, τρυφερότητα προς τούς δυστυχισμένους και ανθρωπισμό.
Πόσο συγκινητικό δεν ήταν το ενδιαφέρον της να συνδράμει τις οικογένειες των Μακεδονομάχων κι η φροντίδα της να αποδοθεί επί τέλους ό πρέπων σεβασμός κι η έμπρακτη απόδειξη ευγνωμοσύνης της πατρίδας απέναντι στους επιζήσαντες απ’ αυτούς!…

Και σαν ήρθε η μεγάλη στιγμή να δικαιωθούν οι αγώνες και πάλι η Ναταλία βρέθηκε πρώτη στις επάλξεις του καθήκοντος.
Γιατί τον ’Οκτώβριο του 1912 μαζί με άλλες Ελληνίδες ακολούθησε σαν εθελόντρια αδελφή τον στρατό κατά την απελευθερωτική του εξόρμηση στη Μακεδονία κι έγινε θρύλος η στοργή της προς τον τραυματία στρατιώτη, η συμβολή της στην οργάνωση της φιλανθρωπίας, το ενδιαφέρον της για την πνευματική ανύψωση των πληθυσμών και ιδιαίτερα της Μακεδόνισσας.
Μα και στον μικρασιατικό πόλεμο πάλι η Παύλαινα στάθηκε πλάι στον στρατιώτη σαν μάννα.
Τον εμψύχωνε, τον φρόντιζε με στοργή και αγάπη και σαν τραυματίζονταν, τον συνόδευε στη Σμύρνη για περίθαλψη.

Ό εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Χρυσόστομος έβλεπε στο πρόσωπό της την ιδεωδέστερη συνεργάτιδα, την ενσάρκωση της αυταπαρνήσεως, την αδελφή του ελέους. 
Λαμπρή υπήρξε και η κοινωνική προσφορά της Ναταλίας μέσα από φιλανθρωπικά, πνευματικά και πολιτιστικά σωματεία. Μέλος του ΔΣ. του Π.Κ.Π.Α. από το 1914, συμπαραστάθηκε το 1927 και το 1930 την Εύα και τον ’Άγγελο Σικελιανό στην πραγμάτωση της Δελφικής ’Ιδέας, ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ίδρυσε στην ’Αθήνα «Την Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» για την προστασία και διάσωση της πατρογονικής κληρονομιάς. Παράλληλα δημιουργική ήταν και η ενασχόλησή της με τα γράμματα.
Στα χρόνια του Μακεδονικού ’Αγώνος, η πέννα κι η γλωσσομάθειά της έγιναν όπλα εθνικά κι ακαταμάχητα.

Γιατί αρθρογραφώντας με ζέση σε ξένα περιοδικά και εφημερίδες διέλυε τα ψεύδη που διέσπειρε η βουλγαρική προπαγάνδα για να επηρεάσει τη διεθνή κοινή γνώμη.
Κι ακόμα εκτός από τις εμπνευσμένες εισαγωγές, που δημοσίευσε στις εκδόσεις της «Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης», μάς άφησε δυό σπουδαία έργα.
Την «Βατραχομυομαχία», μετάφραση από τα αρχαία στη νεοελληνική, και το ιστορικό ντοκουμέντο «Παύλος Μελάς», όπου πέρασε όλη την αλληλογραφία με τον ήρωα σύζυγό της φωτίζοντας σημαντικά αρκετές πτυχές του Μακεδονικού ’Αγώνος.
Τέλος σαν μητέρα η Ναταλία Μελά υπήρξε ιδανική.
Τρυφερή και φιλόστοργη έδωσε λαμπρή μόρφωση και αγωγή στα παιδιά της, ευτύχησε να χαρεί τον Μιχαήλ αξιωματικό και την Ζωή, σύζυγο Γεωργίου Ίωαννίδου, χημικό και να περιτριγυριστεί από εγγόνια και δισέγγονα.

 Ή Παύλαινα, θαλερή παρά τα 101 της χρόνια, ήρεμη γιατί έπετέλεσε προς κάθε κατεύθυνση στο ακέραιο το καθήκον της, 
πλημμυρισμένη χριστιανική ταπεινοφροσύνη, πραότητα και γαλήνη αποχαιρέτησε τα εγκόσμια τον ’Ιούλιο του 1972.
 Ή κόρη της Ζωή λίγα χρόνια αργότερα, εκπληρώνοντας τη στερνή της επιθυμία, εναπόθεσε τα λείψανά της πλάι στου Παύλου Μελά 
στο βυζαντινό εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Καστοριά. 
Έτσι τούς δυό συζύγους, που τόσο πρόωρα μα δοξασμένα χώρισε στη ζωή η αγάπη τους για τη Μακεδονία κι η λαχτάρα για τη λευτεριά της,  τούς ενώνει τώρα η ελεύθερη Μακεδονική γη στην αιώνια ανάπαυσή τους.