«…Το νούμερο 31328 πάνω στη σιδερένια πλάκα που φορούσε στο χέρι
του, και που του έσωσε τη ζωή, γιατί δήλωνε ότι ήταν κάποιος, ανθρώπινο
ον, στα Τάγματα Εργασίας, βαθιά στην Ανατολή της κακουχίας, ο πατέρας
μου δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Το ‘χε πάνω στο γραφείο του, το ‘παιρνε
μαζί του όταν πήγαινε ταξίδι…» Άννα Βενέζη Κοσμετάτου
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 4 Μαρτίου 1904, σύμφωνα με αυτοβιογραφικό του σημείωμα, σύμφωνα όμως με άλλες πληροφορίες από επίσημα έγγραφα πρέπει να είχε γεννηθεί το 1898. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε και εστάλη στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Οι εμπειρίες του από τα εργατικά τάγματα περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, Το νούμερο 31328…
Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι «του έμαθε πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι».
Γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του …
«…Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη. Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:
- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
- Να ξεχάσω! είπα απλά.
- Πρέπει να τα γράψεις όλα.
- Όλα; ρώτησα με αγωνία.
Το Νούμερο 31328 είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα, τότε που παιδί 18 χρόνων οδηγήθηκε από τους Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής. Στην αρχική του μορφή γράφτηκε το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης και ξαναδουλεύτηκε το 1931, οπότε εκδόθηκε για πρώτη φορά. Όταν γράφτηκε και δημοσιεύθηκε το Νούμερο 31328, τα γεγονότα ήταν ακόμη νωπά. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις περάσει, αλλά στην ελληνική λογοτεχνία δεν είχε καταγραφεί ικανοποιητικά, όπως σημειώνουν οι έλληνες κριτικοί της ιστορίας της λογοτεχνίας, σε αντίθεση με τους ξένους συγγραφείς που είχαν δώσει μερικά εμβληματικά μυθιστορήματα (Ρεμάρκ, Μπαρμπύς, Ντορζελές κ.ά). Ο Ηλίας Βενέζης τολμά να ασχοληθεί νωρίς με την καυτή ύλη που συγκροτεί η προσωπική του περιπέτεια.
Πρόκειται για ένα βιβλίο-ντοκουμέντο με θέμα τη ζωή στα Τάγματα Εργασίας (τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού») και αφηγητή και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα. Τα Τάγματα Εργασίας τα είχαν συγκροτήσει οι Τούρκοι με τους πρώτους διωγμούς από το 1914 και αποτέλεσαν χώρο μαρτυρίου για χιλιάδες ανθρώπους μετά τη μικρασιατική ήττα. Ο Βενέζης σύρθηκε βίαια στα Τάγματα Εργασίας και είναι ένας από τους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν. Το βιβλίο του είναι ένα συνεχές σφυροκόπημα του αναγνώστη με εξιστορήσεις βασανιστηρίων, εξευτελισμών και οδυνηρών πόνων. Ο άνθρωπος είναι ένας αριθμός, χωρίς πρόσωπο, που σέρνεται μέσα στο βασανιζόμενο πλήθος, μια ύπαρξη χωρίς κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, στον παραλογισμό και στην παραφροσύνη του πολέμου. Οι κριτικοί σημειώνουν ότι ο Βενέζης δεν κάνει διάκριση στον οίκτο του ανάμεσα σε βασανιζόμενους και βασανιστές. Και αυτό είναι κάτι που θα του δώσει παγκόσμια αξία και αναγνώριση. Λίγο αργότερα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα καταστήσει το Νούμερο 31328 επίκαιρο και πάλι.
Το βιβλίο είναι ένα συγκλονιστικό χρονικό για τον σωματικό πόνο. Όταν κάποιος κριτικός σημείωνε για το ύφος του βιβλίου «έχει κάτι απ΄ τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός», ο ίδιος ο Βενέζης απάντησε: «Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής».
Το βιβλίο στάθηκε η αφορμή να του στερήσουν οι Τουρκικές αρχές τη δυνατότητα να εισέρχεται στην χώρα τους. Δεν επισκέφτηκε ποτέ ξανά τη Μικρά Ασία και το πατρικό του σπίτι, το είδε σε φωτογραφίες που του έφεραν το 1962 ο Παναγιώτης Νικήτας και το 1970 η αδερφή του Αγάπη Βενέζη-Μολυβιάτη.
Στη Μυτιλήνη εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του «Ιδιωνύμου», από τη δικτατορία του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας είχε μιλήσει για ελευθερία. Φυλακίστηκε στο «Μπλοκ C» των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.
Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και στο εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις.
Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Εφταλού, ένα παραθαλάσσιο χωριό 4 χιλ. βορειοανατολικά από τη Μήθυμνα με θέα προς την Μικρά Ασία, όπου έχτισε το σπίτι του, σε ελάχιστη απόσταση πριν το λουτροθεραπευτήριο, το οποίο μετά το θάνατό του, πούλησε η κόρη του Άννα. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, από καρκίνο του λάρυγγα που υπέφερε για πάνω από τρία χρόνια.
Τάφηκε στο νεκροταφείο του Μόλυβου στη Μυτιλήνη, που την θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του και στον τάφο του, γράφει τη λέξη «Γαλήνη».
ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Wikipedia.gr
Livepedia.gr
Cretalive.gr
naftemporiki.gr
http://mikrasiatis.gr
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 4 Μαρτίου 1904, σύμφωνα με αυτοβιογραφικό του σημείωμα, σύμφωνα όμως με άλλες πληροφορίες από επίσημα έγγραφα πρέπει να είχε γεννηθεί το 1898. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε και εστάλη στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Οι εμπειρίες του από τα εργατικά τάγματα περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, Το νούμερο 31328…
Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι «του έμαθε πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι».
Γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του …
«…Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη. Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:
- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
- Να ξεχάσω! είπα απλά.
- Πρέπει να τα γράψεις όλα.
- Όλα; ρώτησα με αγωνία.
Το Νούμερο 31328 είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα, τότε που παιδί 18 χρόνων οδηγήθηκε από τους Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής. Στην αρχική του μορφή γράφτηκε το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης και ξαναδουλεύτηκε το 1931, οπότε εκδόθηκε για πρώτη φορά. Όταν γράφτηκε και δημοσιεύθηκε το Νούμερο 31328, τα γεγονότα ήταν ακόμη νωπά. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις περάσει, αλλά στην ελληνική λογοτεχνία δεν είχε καταγραφεί ικανοποιητικά, όπως σημειώνουν οι έλληνες κριτικοί της ιστορίας της λογοτεχνίας, σε αντίθεση με τους ξένους συγγραφείς που είχαν δώσει μερικά εμβληματικά μυθιστορήματα (Ρεμάρκ, Μπαρμπύς, Ντορζελές κ.ά). Ο Ηλίας Βενέζης τολμά να ασχοληθεί νωρίς με την καυτή ύλη που συγκροτεί η προσωπική του περιπέτεια.
Πρόκειται για ένα βιβλίο-ντοκουμέντο με θέμα τη ζωή στα Τάγματα Εργασίας (τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού») και αφηγητή και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα. Τα Τάγματα Εργασίας τα είχαν συγκροτήσει οι Τούρκοι με τους πρώτους διωγμούς από το 1914 και αποτέλεσαν χώρο μαρτυρίου για χιλιάδες ανθρώπους μετά τη μικρασιατική ήττα. Ο Βενέζης σύρθηκε βίαια στα Τάγματα Εργασίας και είναι ένας από τους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν. Το βιβλίο του είναι ένα συνεχές σφυροκόπημα του αναγνώστη με εξιστορήσεις βασανιστηρίων, εξευτελισμών και οδυνηρών πόνων. Ο άνθρωπος είναι ένας αριθμός, χωρίς πρόσωπο, που σέρνεται μέσα στο βασανιζόμενο πλήθος, μια ύπαρξη χωρίς κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, στον παραλογισμό και στην παραφροσύνη του πολέμου. Οι κριτικοί σημειώνουν ότι ο Βενέζης δεν κάνει διάκριση στον οίκτο του ανάμεσα σε βασανιζόμενους και βασανιστές. Και αυτό είναι κάτι που θα του δώσει παγκόσμια αξία και αναγνώριση. Λίγο αργότερα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα καταστήσει το Νούμερο 31328 επίκαιρο και πάλι.
Το βιβλίο είναι ένα συγκλονιστικό χρονικό για τον σωματικό πόνο. Όταν κάποιος κριτικός σημείωνε για το ύφος του βιβλίου «έχει κάτι απ΄ τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός», ο ίδιος ο Βενέζης απάντησε: «Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής».
Το βιβλίο στάθηκε η αφορμή να του στερήσουν οι Τουρκικές αρχές τη δυνατότητα να εισέρχεται στην χώρα τους. Δεν επισκέφτηκε ποτέ ξανά τη Μικρά Ασία και το πατρικό του σπίτι, το είδε σε φωτογραφίες που του έφεραν το 1962 ο Παναγιώτης Νικήτας και το 1970 η αδερφή του Αγάπη Βενέζη-Μολυβιάτη.
Στη Μυτιλήνη εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του «Ιδιωνύμου», από τη δικτατορία του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας είχε μιλήσει για ελευθερία. Φυλακίστηκε στο «Μπλοκ C» των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.
Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και στο εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις.
Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Εφταλού, ένα παραθαλάσσιο χωριό 4 χιλ. βορειοανατολικά από τη Μήθυμνα με θέα προς την Μικρά Ασία, όπου έχτισε το σπίτι του, σε ελάχιστη απόσταση πριν το λουτροθεραπευτήριο, το οποίο μετά το θάνατό του, πούλησε η κόρη του Άννα. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, από καρκίνο του λάρυγγα που υπέφερε για πάνω από τρία χρόνια.
Τάφηκε στο νεκροταφείο του Μόλυβου στη Μυτιλήνη, που την θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του και στον τάφο του, γράφει τη λέξη «Γαλήνη».
ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Wikipedia.gr
Livepedia.gr
Cretalive.gr
naftemporiki.gr
http://mikrasiatis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου