Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΛΥΤΡΩΤΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

Γράφει ο Τσιάκος Ηλίας
1. Στην Ήπειρο: α) Η απόφαση της Τουρκίας να εισπράξει βίαια με αποσπάσματα υπό το Φράσαρη από τους χριστιανούς υπηκόους της καθυστερημένους φόρους μιας 3ετίας, προκάλεσε το φθινόπωρο του 1853 την εξέγερση των κατοίκων χωριών του Ραδοβιζίου της Άρτας. Επικεφαλής τους οι αρματολοί Δημ. Σκαλτσογιάννης, Γ. Κατσικογιάννης, Βασ. Τσιγαρίδας κ.ά. Επιτέθηκαν και κατέλαβαν μεθοριακό τουρκικό οχυρό της Αμφιλοχίας, προγραμματίζοντας να χτυπήσουν και την Άρτα. Λίγο αργότερα ο Λάμπρος Βέικος με 300 άτακτους εισέβαλε από το Βάλτο στην Ήπειρο και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Το ίδιο έκαμε και Θ. Ζιάκας από ανατολικά. Οι σημαντικότεροι από τους αρχηγούς της εξέγερσης (Κατσικογιάννης, Σκαλτσογιάννης, Τσιγαρίδας, Κοτσίλας) πρωτύτερα ήταν στην υπηρεσία του πασά των Ιωαννίνων. Το Δεκ. ο Φράσαρης ζήτησε την έγκριση του πασά των Ιωαννίνων Αλήμ να σκοτώσει χωρίς δίκη τους επαναστάτες. Του δόθηκε, και ταυτόχρονα ενισχύθηκε με 500 Αλβανούς. Τα ελλην. τμήματα μέσα στο Δεκ. συγκρούστηκαν μαζί τους στο Κάτω Ραδοβίζιο, στη Σκουλικαριά, στη θεση Παληοπαναγιά, στο Διάσε και στην Άνω Πέτρα και παντού νίκησαν. Αυτό έφερε την αντικατάσταση του αρχηγού των Αλβανών Σουλεϊμάν Γκέκα.
      Στις 15/1/1854 οι κάτοικοι του Ραδοβιζίου συγκεντρώθηκαν στο χωριό Μπότση (σημερινή Μεγαλόχαρη) για ν’ αποφασίσουν για τον αγώνα τους. Εκεί πρόκριτοι και λαός αποφάσισαν ν’ αποτινάξουν τη σκλαβιά. Οι πρόκριτοι εξαπέστειλαν εγκύκλιο ζητώντας τη συμπαράσταση των απανταχού Ελλήνων.
      Οι Τούρκοι αντέδρασαν δυναμικά. Έστειλαν εναντίον τους σώμα Τουρκαλβανών. Επακολούθησε σφοδρή σύγκρουση και οι Τουρκαλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στην Άρτα, αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς και αιχμαλώτους. Οι επαναστάτες προχώρησαν στην οργάνωσή τους και στις επαναστατικές τους δράσεις. Ακολούθησαν συγκρούσεις, νικηφόρες για τους Έλληνες και οδυνηρές για τους Τουρκαλβανούς. Έσπευσαν να τους βοηθήσουν εθελοντές από το Βάλτο και την ευρύτερη Αιτωλοακαρνανία. Σε μάχη ανάμεσα στο Πέτα και στη μονή Θεοτοκιού σκοτώθηκε ο οπλαρχηγός Γεώρ. Τσιγαρίδας. Στις 20/1/1854 ελευθερώθηκαν/καταλήφθηκαν το Ρομπότι και το Πέτα. Έτσι ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση ολόκληρης της ορεινής υπαίθρου (Άνω και Κάτω Ροδοβίζι και τα Τσουμέρκα της Άρτας).
     β) Τους Ροδοβιζίους μιμήθηκαν αμέσως τα χωριά του Σουλίου και η Λάκκα της Πρέβεζας, που με 1.500 άντρες και αρχηγούς τους αδελφούς Ζήκα, το Νάση Νίκα κ.ά. έδιωξαν τους Τούρκους από την περιοχή τους και κατέλαβαν το δρόμο προς/από Ιωάννινα. Το δρόμο τους ακολούθησαν αμέσως και οι κάτοικοι της Παραμυθιάς, του Τσαμαντά, της ορεινής Θεσπρωτίας, οι Χιμαριώτες και χωριά των Ιωαννίνων, αρνούμενοι να πληρώσουν τους φόρους τους.
       γ) Οι Ηπειρώτες επαναστάτες δεν αφέθηκαν αβοήθητοι. Στα τέλη Ιαν. 1854 έφθασε στον Καρβασαρά ο Σπ. Καραϊσκάκης με 200 άντρες και κει ενώθηκε με το Θ. Γρίβα. Από εκεί αναχώρησαν αμέσως για το πεδίο των συγκρούσεων. Ο Καραϊσκάκης έστησε το στρατηγείο του στο Ρομπότι. Εκεί τον συνάντησε σώμα Αιτωλακαρνάνων εθελοντών υπό το Δημ. Βαρνακιώτη. Αντικειμενικός σκοπός τους η κατάληψη της Άρτας. Στα τέλη Ιαν. συγκροτήθηκε το κεντρικό στρατόπεδο των επαναστατών στο Πέτα απόπου θα εξορμούσαν οι ελληνικές δυνάμεις. Εκεί ο Καραϊσκάκης σχημάτισε τις διάφορες μονάδες, όρισε τους επικεφαλής τους και ανέθεσε τις αποστολές καθεμιάς. Καθοδόν προς την Άρτα σημειώθηκαν πολλές νικηφόρες συγκρούσεις ώσπου οι Έλληνες έφθασαν έξω από την πόλη. Εκεί ο Καραϊσκάκης, έχοντας δύναμη 2000 αντρών και αναμένοντας και άλλες ενισχύσεις, θα ετοίμαζε τη γενική του έφοδο. Η επίθεση ορίστηκε για τις 31/1/1854. Τη νύχτα έγινε η έφοδος και κυριεύτηκε η πόλη. Όμως, όπως αφηγείται ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, τα μεσάνυχτα το ψύχος έγινε αφόρητο και το έντονο χιόνι μούσκεψε τα πολεμοφόδια. Έτσι αναγκάστηκαν ν’ αποχωρήσουν. Εντούτοις η εντύπωση που προκλήθηκε εντός κι εκτός Ελλάδας ήταν καταλυτική.
    ε) Εναντίον των επαναστατών της Άρτας στάλθηκε στην Παραμυθιά ο Χαϊρεντίν μπέης, που συγκρότησε ένα σώμα 1300 Τσάμηδων, κυρίως. Ένα τμήμα 300 αντρών που στάλθηκε να ενισχύσει τη φρουρά της Άρτας καθοδόν χτυπήθηκε από τους επαναστάτες κι επέστρεψε. Άλλες τουρκικές ενισχύσεις που στέλνονταν στην εμπόλεμη περιοχή από διάφορα σημεία έπεφταν πάνω σε επαναστάτες που τους ανέκοπταν την πορεία. Και ο από θαλάσσης ανεφοδιασμός τους εμποδίστηκε μέχρι που τα τουρκικά πλοία εξασφάλισαν τη συνοδεία αγγλικού πολεμικού.
     Η εξέγερση είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που το Φεβρ. έγινε αντιληπτή η ανάγκη διορισμού ενός γενικού συντονιστή. Τότε όλοι στράφηκαν στον παλαίμαχο στρατηγό Θεόδ. Γρίβα, αποδεκτό από όλους τους οπλαρχηγούς. Ο Γρίβας ανέλαβε την αρχηγία όταν ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλ. Σούτσος τον διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση εγκρίνει την επαναστατική δράση.
      Το επίσημο χρίσμα του γενικού αρχηγού ο Γρίβας το πήρε στις 3/2/1854 σε σύσκεψη οπλαρχηγών που έγινε στο Κομπότι. Από εκεί κατευθύνθηκε στο Πέτα για να μετάσχει σε συμβούλιο οπλαρχηγών (Νικ. Ζέρβας, Σωτ. Στράτος, Νικ. Θύμιος, Γιαννάκης Ράγκος, Σπ. Παπαγεωργίου και Σπ. Καραϊσκάκης). Το συμβούλιο ομόφωνα σχεδόν καθόρισε το ρόλο και τον τομέα δράσης κάθε αρχηγού μονάδας. Ο ίδιος μέσω Πρέβεζας και Πέντε Πηγαδιών θα κατευθυνόταν στα Γιάννενα. Με επιστολή του ζήτησε την παράδοση της τουρκικής φρουράς της Άρτας. Οι Τούρκοι, ενισχυμένοι ήδη, δεν απάντησαν.
     Οι επαναστάτες ενισχύονταν συνεχώς με εθελοντές από διάφορες περιοχές. Οι Επτανήσιοι δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τους φραγμούς/απαγορεύσεις των Άγγλων.
       Ο Σπ. Καραϊσκάκης, μ’ εντολή του Γρίβα, επιχείρησε στις 12/2 να καταλάβει την Άρτα. Απέτυχε. Οι Τούρκοι, ενθαρρυνθέντες, έστειλαν δύναμη 500 αντρών, η οποία στις 13 και 14/2 επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, ενώ ο κύριος όγκος των Τούρκων προχώρησε προς την ελληνική μεθόριο και στην περιοχή Κομπότι Κοπραίνης συγκρούστηκαν με τα τμήματα των Γεωρ. Τσάμη, Ηλία Χορμόβα και Αναγ. Οικονόμου. Το 9ο ελληνικό τάγμα, όμως, που είχε την ευθύνη φύλαξης της περιοχής αντεπιτέθηκε και τους απώθησε.
     Ο Φώτης Κοντονίκας επιτέθηκε κατά των Τούρκων που λεηλατούσαν τα χωριά Συκιές, Λεσίμπεη και Τσουπί και με τη βοήθεια των Τσάμη και Χορμόβα τους έδιωξε προς την Άρτα. Εξάλλου ο Σπ. Καραϊσκάκης συνέχισε από τις 14/2 να συγκρούεται με τους Τούρκους στο Πέτα. Σε λίγο, όμως, κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει και τον κύριο όγκο των Τούρκων που επέστρεφαν καταδιωγμένοι από τα ελληνικά σύνορα. Οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν, σε άθλια κατάσταση, να επιστρέψουν ηττημένοι στην Άρτα.
      Στα μέσα Φεβρ. έφθασαν στο Πέτα οι Νότης Μπότσαρης και Αθαν. Κουτσονίκας με 150 Σουλιώτες, οι Γεώρ. Πράτσικας από την Πάτρα, Σπ. Μεγαπάνος από την Πάτρα και ο Κίτσος Τζαβέλλας με φοιτητές από το Άνινο.
     στ) Στις 22/2 έφθασε στην Πρέβεζα ισχυρή τουρκική δύναμη, 1000 από τους οποίους μέσω Σαλαώρας έφθασαν στην Άρτα, της οποίας η τουρκική φρουρά έφθασε τις 3000 περίπου. Στις 3/3 τουρκική δύναμη υπό τον Τσέλιο Πίτσαρη επιτέθηκε στο ελληνικό στρατόπεδο του Πέτα που το υπεράσπιζε ο Σπ. Καραϊσκάκης με 600 άντρες. Μετά από ολοήμερη σκληρή μάχη, οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στο φρούριο της Άρτας. Στο Πέτα έφθασαν αμέσως ο Κίτσος Τζαβέλλας και στη συνέχεια και άλλες ενισχύσεις υπό τους Αθαν. Πετμεζά, Χαρ. Σουλιώτη, Κ. Πλαπούτα κ.ά. και περί τους 700 Επτανήσιους υπό τους Γουλ. Μινώτο, Ναθαν. Δομενεγίνη και Δημ. Μπατελή.
       Στις 21/3/1854 σημειώθηκε μια ακόμη συμπλοκή γύρω από την Άρτα. Μετά από μια σκληρή ολοήμερη μάχη, οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν και πάλι στην πόλη. Παρά, όμως, τις επιτυχίες τους, οι Έλληνες απέφευγαν/δίσταζαν, δυο μήνες τώρα, να επιτεθούν κατά της Άρτας. Αυτή η αναβλητικότητα και αναποφασιστικότητα είχε δυσμενή επίδραση στο ελληνικό στρατόπεδο (απογοήτευση, αντιζηλίες κτλ.). Οι οπλαρχηγοί προσπάθησαν να ανατάξουν την κατάσταση αλλά απέτυχαν.
      Η όλη δραστηριότητα των Ελλήνων μέσα στην τουρκική επικράτεια δεν άφησε αδιάφορους τους Αγγλογάλλους διπλωμάτες, οι οποίοι μετά από μια αρχική αμφιταλάντευση και προσπάθεια να επικοινωνήσουν με τους επαναστάτες, τάχθηκαν εναντίον τους.
      ζ) Παράλληλα σχεδόν με την εξέγερση στην περιοχή του Ροδοβιζίου εκτυλισσόταν κι εκείνη στη Λάκκα Πρέβεζας και στα χωριά του Σουλίου υπό τους αδελφούς Ζήκα και το Ναση Νίκα. Σε λίγο έσπευσαν κοντά τους και πολλοί Σουλιώτες αξιωματικοί του ελληνικού στρατού (Νικ. Ζέρβας, Νικ. Μπότσαρης, Νικ. Τζαβέλλας, Χρ. Κουτσονίκας, Χρ. Μπότσαρης κ.ά.). Ιδιαίτερα στον Τσαμαντά η εξέγερση ήταν καθολική. Το Γενάρη του 1854 σχηματίστηκε ένα σώμα 1200 αντρών υπό τους Δημ. Ντόμαρη και Παπαγιάννη Σέλιγγο. Αυτοί το Φεβρ. επιτέθηκαν και κατέλαβαν τα Φιλιατά. Οι Τούρκοι αντέδρασαν και τα ανακατέλαβαν και επιτέθηκαν μανιωδώς κατά των χριστιανών της περιοχής. Σωτήρια επέμβαση του Άγγλου προξένου.
       Στις 14/3/1854 οι Νικ. Μπότσαρης και Γ. Τσάμης κατέλαβαν την Παραμυθιά και το Μαργαρίτι. Μέσα στο Μάρτη καταλήφθηκαν και πολλά άλλα χωριά της Θεσπρωτίας. Έτσι οι επαναστάτες εδραίωσαν τη θέση τους.
       η) Είδαμε τους Θ. Γρίβα, Νικ. Ζέρβα και Λάμπρο Ζήκο στα μέσα Φεβρ. να κατευθύνονται προς τα Γιάννενα. Στα Πέντε Πηγάδια συναντήθηκαν με την εμπροσθοφυλακή της δύναμης του Μουχαρέτ αγά που πήγαινε να ενισχύσει τη φρουρά της Άρτας και τη διέλυσαν. Ο Μουχαρέτ συνθηκολόγησε. Ο Γρίβας στρατοπέδευσε έξω από τα Γιάννενα. Εκεί στις 26/2 δέχθηκε νυχτερινή επίθεση 1000 και πλέον Τούρκων. Οι 300 Έλληνες άντεξαν ως τ’ απόγευμα που κατέφθασαν ενισχύσεις. Οι Τούρκοι αποσύρθηκαν και πάλι στα Γιάννενα. Σκοτώθηκαν 13 Έληνες, ανάμεσα στους οποίους και ο γιος του Γρίβα, Δημήτρης. Μετά από αυτό ο Γρίβας πήγε και στρατοπέδευσε στα Πεστά.
        Μέσα στο Μάρτη ξεσηκώθηκε και ένα μέρος των κατοίκων του Μετσόβου υπό τους Σαρακιώτη, Μπαμούτσο κ.ά. Οι Μετσοβίτες ήταν χωρισμένοι στα δύο, σ’ εκείνους που ευνοούσαν την επανάσταση (λιγότεροι), και στους πλουσιότερους υπό τους Τσανάκα και Τζοανόπουλο (ιταλικής καταγωγής) που ήταν εναντίον της. Οι πρώτοι ζήτησαν τη βοήθεια του Γρίβα. Η άλλη παράταξη ζήτησε την παρέμβαση του πασά των Ιωαννίνων. Μετά από 3ήμερη μάχη, ο Γρίβας κατέφυγε στο Ζυγό. Το Μέτσοβο στις 27/3 έπεσε στα χέρια των Τούρκων που το λεηλάτησαν. Ο Γρίβας επανήλθε στα Πέντε Πηγάδια.
        θ) Στις αρχές Απρ. άρχισαν να φαίνονται έντονα τα σημάδια της απογοήτευσης και της κόπωσης των επαναστατών γύρω από την Άρτα. Πολλοί αρχηγοί άρχισαν –βλέποντας και τις διαθέσεις των μεγάλων Δυνάμεων- να επιστρέφουν στο ελληνικό κράτος, ακόμα και ο Δημ. Γρίβας. Δυο στρατόπεδα συνέχισαν να διαθέτουν αξιόμαχες δυνάμεις: του Πέτα (τμήματα Ζάχ. Μήλιου, Κ. Παπούτα, Θεόδ. Κολοκοτρώνη κ.ά.) και του Κομποτιού (Δ. Βαρνακιώτης, Ηλ. Πανάς, Θεμελής).
      Από αμφίρροπες συγκρούσεις που σημειώθηκαν στις 12/4 καταφάνηκε ότι οι Τούρκοι πλέον διέθεταν συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις. Στις 13/4 οι Τούρκοι της Άρτας, υπό την εποπτεία του Άγγλου προξένου της Πρέβεζας Σέντερς, εξαπέλυσαν γενική επίθεση με 6.000 μαχητές. Το στρατόπεδο του Πέτα άρχισε να φυλλορροεί. Στις 14/4 η ελληνική κυβέρνηση διέταξε τους οπλαρχηγούς να διαλύσουν τα τμήματά τους. Αυτό ήταν και το τέλος της επανάστασης στην Άρτα. Για την αποτυχία(;) αυτής της εξέγερσης η κύρια ευθύνη ρίχτηκε στον Κίτσο Τζαβέλλα. Μάλλον περισσότερο ευθύνεται η κακή/βιαστική/πρόχειρη προετοιμασία της.
        ι) Οι Τούρκοι της Άρτας, αφού καθάρισαν την περιοχή τους, με δύναμη 1500 αντρών υπό τον Τσέλιο Πίτσιαρη κατευθύνθηκαν στο στρατόπεδο Πέντε Πηγάδια των Ιωαννίνων που κατείχαν 800 Σουλιώτες υπό τους Νάση Νίκα και Θύμιο Ζήκο. Εκεί έφθασε και ο Αβδή πασάς και επιτέθηκε στους Σουλιώτες. Η φονικότερη μάχη δόθηκε στις 22/4 στην Πλάκα όπου ο Νικ. Ζέρβας κατατρόπωσε τους Τούρκους του Πίτσιαρη που τραυματίστηκε. Μετά από αυτό ο Ζέρβας, αφού πληροφορήθηκε ότι οι επαναστάτες της Λάκκας διαπραγματεύονταν συνθηκολόγηση, αναχώρησε για το Βουλγαρέλι.
       Στις 29/4 οι Σουλιώτες, κάτω από την εκτεταμένη πίεση των Τούρκων, υποχώρησαν και κατέλαβαν τα βουνά της Λάκκας Σουλίου. Τα Πέντε Πηγάδια περιήλθαν στους Τούρκους. Οι Ζηκαίοι δήλωσαν υποταγή και πήραν αμνηστία.
       Στις 8/5 2000 Τουρκαλβανοί υπό τους Αβδή πασά και Τσέλιο Πίτσιαρη κατευθύνθηκαν στη Θεσπρωτία που κατεχόταν από τους Γεώρ. Ζαϊμη, Νικ. Μπότσαρη και Γ. Τσάμη με 1000 άντρες. Μετά από μικρή αντίσταση, οι Έλληνες κατευθύνθηκαν στα Τζουμέρκα για να ενωθούν με το Νικ. Ζέρβα.
       Στις 15/5 3000 Τουρκαλβανοί της Άρτας υπό τον Αχμέτ πασά κατευθύνθηκαν στο χωριό Κλειδί, κοντά στη Σκουλικαριά, για να εξουδετερώσει και την τελευταία ελληνική αντίσταση. Ο Καραϊσκάκης πήρε εντολή να τους αντιμετωπίσει. Μετά από φονική μάχη, επικράτησαν οι Τούρκοι. Ο Καραϊσκάκης αναχώρησε για τη Θεσσαλία, ενώ άλλοι οπλαρχηγοί επέστρεψαν στο ελληνικό κράτος. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν και λεηλάτησαν την περιοχή.
    Ο αγώνας απελευθέρωσης της Ηπείρου κατευθυνόταν νομοτελειακά στην αποτυχία και τη λήξη του. Κάτω από την ασφυκτική πίεση των Αγγλογάλλων επήλθε κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση των προξένων Αγγλίας και Γαλλίας οι Τούρκοι χορήγησαν αμνηστία κι επέτρεψαν την επιστροφή στις εστίες τους των προσφύγων και των αγωνιστών, εκτός εκείνων του Πέτα. Αυτοί επέστρεψαν μετά 2ετία.
      2. Στη Θεσσαλία: α) Τον Οκτ. 1853 ο Θ. Ζιάκας με 120 άντρες έφθασε στο χωριό Ασβέστη, στα ελληνοτουρκικά σύνορα, κατευθυνόμενος στη Θεσσαλία. Την ευθύνη της όλης επιχείρησης είχε ο μοίραρχος χωροφυλακής Λαμίας Γεώρ. Κροκίδας.
       Η πρώτη επαναστατική εκδήλωση σημειώθηκε τον Ιαν. του 1854 στα δυτικά Άγραφα με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Δημ. Τσιγαρίδα. Ακολούθησε η εξέγερση των προκρίτων 23 χωριών του δήμου Αργιθέας. Συγκεντρώθηκαν στην τοποθεσία Μικρά Βραγγιανά, κοντά στη γέφυρα Κοράκου. Σε λίγο όλη η περιοχή ήταν στο πόδι.
     Παράλληλα οι Αγραφιώτες οπλαρχηγοί Νικ. Μαντζούνης, Γιαννούλης Οικονόμου και Γεώργ. Καραούλης υποχρέωσαν την τουρκαλβανική φρουρά του Πετρωτού να φύγει. Σε αυτούς προστέθηκαν και άλλοι επαναστάτες και όλοι μαζί κατέλαβαν το χωριό Σκάλα (σημ. Ανθοχώρι) της Οξυάς. Αντιμετωπίστηκαν, όμως, από τους Τούρκους και συνθηκολόγησαν. Εντούτοις η εξέγερση δεν έσβησε. Άρχισαν να καταφθάνουν εθελοντές υπό τους Ιω. Ράγκο, Σωτ. Στράτο, Μελ. Αδάμ, Κόρακα κ.ά. Εναντίον τους κινήθηκαν περί τους 700 Τούρκοι και Τουρκαλβανοί υπό τους Αμπάζ Λαλιώτη και Ισμαήλ μπέη Φράσαρη.
     Στις 20/2/1854 ο Θεόδ. Ζιάκας, πλαισιωμένος και από πολλούς Μακεδόνες οπλαρχηγούς (Γ. Ζαχείλα, Δ. Ψαροδήμο κ.ά.) πέρασε τ’ ανατολικά σύνορα και στρατοπέδευσε στην Καϊτσα (σημ. Μακρυράχη) που είχε ελευθερώσει ο Γ. Καταραχιάς.
       Στις 19/2 εκδηλώθηκε στη Ρεντίνα Αγράφων άλλη εξέγερση από τους Νάκο Ρεντινιώτη, Γ. Καραγκούνη κ.ά. Το ίδιο έγινε από άλλους και σε άλλα αγραφιώτικα χωριά (Καστανιά κτλ.). Οι μπέηδες της Λάρισας θορυβήθηκαν και ζήτησαν ενισχύσεις και από την Κων/πολη. Η πρώτη αξιόλογη σύγκρουση έγινε στο χωριό Λουτρό στις 27/2 με πρωταγωνιστές τους Θ. Ζιάκα και Γ. Καταραχιά, από τη μια, και τους Αμπάζ Λαλιώτη και Ζεϊνέλ πασά, από την άλλη. Η μάχη εξελίχθηκε αμφίρροπη. Οι Τούρκοι κατάφεραν να κρατήσουν προσωρινά τις θέσεις τους. Οι Έλληνες αποσύρθηκαν στα χωριά Άγ. Ιωάννης και Παλιούρι.
     β) Την αρχηγία του αγώνα της Θεσσαλίας ανέλαβε σε λίγο ο υπασπιστής του Όθωνα υποστράτηγος Χριστόδουλος Χατζηπέτρος. Στις 14/3 αναχώρησε από τη Λαμία με 500 άντρες. Πήγε στο Φανάρι όπου συνάντησε τους Θ. Ζιάκα, Σωτ. Στράτο, Γ. Καταραχιά και Ιω. Ράγκο. Το Φανάρι υπεράσπιζαν περισσότεροι από 3000 Τούρκοι καλά οπλισμένοι υπό τον Φράσαρη. Υποχρεώθηκαν, όμως, από τους επαναστάτες να κλειστούν στο φρούριο.
     Οι επαναστατικές δυνάμεις της Θεσσαλίας έφθασαν το πρώτο 10ήμερο του Μαρτίου τις 6.000 που χωρίστηκαν σε δυο τμήματα: το ένα υπό τους Παπακώστα Τζαμάλα, Νάκο Πανουργιά και Κ. Δυωβουνιώτη δρούσε στον Αλμυρό, ενώ το άλλο δρούσε γύρω από το Δομοκό και το Φανάρι.
       Η πρώτη σημαντική επιτυχία των επαναστατών σημειώθηκε στο χωριό Πλάτανος του Αλμυρού υπό τους Παπ. Τζαμάλα, Νικ. Ζιάκα και Αγ. Λεβέντη. Οι υπερασπιστές του Τούρκοι και Τουρκαλβανοί αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Οι Τούρκοι, όμως, αντέδρασαν άμεσα στέλνοντας ισχυρότατες δυνάμεις, αλλά οι Έλληνες κατάφεραν τελικά να τους απωθήσουν προς τον Αλμυρό, αφήνοντας πίσω τους 150 νεκρούς. Στον Πλάτανο έμεινε φρουρά 700 αντρών υπό τον Τζαμάλα. Οι άλλοι κατευθύνθηκαν στα ΒΔ του Βόλου. Ταυτόχρονα σχεδόν εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις σε χωριά του Πηλίου. Αυτό οδήγησε στη σημαντική ενίσχυση της τουρκικής φρουράς του Βόλου. Σημαντική μάχη δόθηκε στη μονή Αγ. Ιωάννη Πορταριάς και στον Άγ. Λαυρέντιο, όπου έλαβαν μέρος και Ούγγροι φιλέλληνες, 11 από τους οποίους κάηκαν σ’ ένα μύλο. Οι Τούρκοι είχαν πάνω από 250 νεκρούς και τραυματίες. Το ηθικό, όμως, των κατοίκων της περιοχής άρχισε να κάμπτεται, κυρίως λόγω των πολλών τουρκικών ενισχύσεων που κατέφθαναν, αλλά και της φήμης ότι τάχα έρχονται 10.000 Άγγλοι για να ενισχύσουν τους Τούρκους.
       γ) Είδαμε να φθάνει στη Θεσσαλία ο Χρ. Χατζηπέτρος στα μέσα Μαρτίου. Η δράση του, όμως, ουσιαστικά άρχισε τον Απρίλη. Στις 5/4/1854 έφθασε στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων όπου συγκεντρώθηκαν περί τους 3.000 άντρες. Στο μεταξύ με εντολή του υπουργού Στρατιωτικών οι αντάρτικες δυνάμεις των Αγράφων μετακινήθηκαν προς τον Πηνειό με σκοπό να καταλάβουν τα Τρίκαλα. Οι δυνάμεις των Ράγκου και Στράτου έδιωξαν τους Τούρκους από το Μαυρομάτι Τρικάλων όπου κάλεσαν το Χατζηπέτρο. Στις 8/4 έγινε η μεγάλη σύγκρουση στα Καλύβια όπου οι Τουρκαλβανοί των Ισμαήλ Φράσαρη και Χοτόμπεη ηττήθηκαν. Σε σύσκεψη που έγινε αποφασίστηκε: ο Χατζηπέτρος να μείνει στα Καλύβια, οι Δημ. και Αθαν. Ίσκος και Ν. Μακρής να πάνε στο Μουζάκι, ο Σωτ. Στράτος στο Μαυρομάτι, οι Δ. Κορκόντζηλος και Γ. Καραούλης στη Μαγούλα, και ο Βελής στη Μαγουλίτσα. Όλες αυτές οι κινήσεις προκάλεσαν στα χωριά μια γενικευμένη τάση εξέγερσης αλλά και την κινητοποίηση των Τούρκων.
      Άμεσος στόχος τέθηκε η κατάληψη του Δομοκού όπου από 28/3 ήταν οχυρωμένοι περί τους 1000 Αλβανοί. Οι μάχες κράτησαν 15 μέρες. Αρχικά πολιορκήθηκε από τους Ευάγγ. Κοντογιάννη και Ευθ. Μπαλατσό. Από 5/4 κατέφθασαν στην περιοχή με δυνάμεις τους και οι Ι. Φαρμάκης, Γιουρούκος, Κασβίκης, Πλαστήρας, Αναγ. Ζητουνιάτης και Νάκος Πανουργιάς. Στις 13/4 κατέφθασαν και άλλες ενισχύσεις υπό τους Παπ. Τζαμάλα και Σαφάκα. Η κινητοποίηση, όμως, των Τούρκων και Τουρκαλβανών ήταν τόσο έντονη που στις 15/4 οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να λύσουν την πολιορκία.
      δ) Μετά την ανεπιτυχή έκβαση της πολιορκίας του Δομοκού, οι Χατζηπέτρος και Καταραχιάς με 1400 άντρες κατέφυγαν στο στρατόπεδο της Καλαμπάκας. Εκεί κατέφθασε στις 30/4 με 2000 περίπου άντρες και ο Σελήμ πασάς. Οι Έλληνες, ενισχυμένοι με Μακεδόνες και Ολύμπιους, προχώρησαν στην πολιορκία της πόλης. Από την 1/5 άρχισαν οι αψιμαχίες. Στις 5/5 ο Σελήμ διέταξε επίθεση αλλά αποκρούστηκε. Έλαβε ενισχύσεις από τα Τρίκαλα και στις 9/5 επιτέθηκε εκ νέου κατά των θέσεων των Πλαπούτα και Λεωτσάκου. Και πάλι, όμως, υποχώρησαν οι Τούρκοι με σημαντικές απώλειες. Διαπιστώνοντας οι Τούρκοι την αποφασιστικότητα των Ελλήνων, εγκατέλειψαν την Καλαμπάκα και καθοδόν προς τα Τρίκαλα δέχτηκαν το καίριο χτύπημα, αφήνοντας στα χέρια των επαναστατών 150-200 αιχμαλώτους και πολλά λάφυρα.
      Οι Έλληνες γιόρτασαν τις επιτυχίες τους με δοξολογία στο ναό της Καλαμπάκας. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο αλλά και το τελευταίο πολεμικό κατόρθωμα της επανάστασης του 1854.
      ε) Ο Χατζηπέτρος έμεινε στο στρατόπεδο της Καλαμπάκας ως το τέλος Μαϊου, οι άλλοι όμως οπλαρχηγοί άρχισαν σιγά-σιγά ν’ αποχωρούν και να κατευθύνονται προς τον Όλυμπο και τη Μακεδονία. Το ηθικό των Ελλήνων άρχισε να κάμπτεται τόσο από την έλλειψη εφοδίων, όσο και από όσα δυσάρεστα συνέβαιναν στο ελληνικό κράτος (αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά κτλ.).
       Στις 20/5 αντιπρόσωποι του Σελήμ πασά συναντήθηκαν με το Χατζηπέτρο και ζήτησαν την απελευθέρωση 400 περίπου Τούρκων αιχμαλώτων και την επιστροφή 5 κανονιών που εγκατέλειψαν στην Καλαμπάκα. Ο Χατζηπέτρος όχι μόνο απέρριψε τα αιτήματα, αλλ’ απαίτησε να του παραδοθούν τα Τρίκαλα. Οι Τούρκοι απείλησαν έμμεσα ότι θα εισβάλουν στην Ελλάδα. Η σθεναρή στάση του Χατζ. ώθησε τους Τούρκους να συγκεντρώσουν 7-8.000 στρατό από διάφορες περιοχές για να επιτεθούν στους επαναστάτες. Από την πλευρά τους οι τελευταίοι οχυρώθηκαν στην Καλαμπάκα (ο Χατζ. με 2000), στα Μετέωρα (ο Καλλισπέρης), στο δρόμο προς το Μέτσοβο (Γ. Καταραχιάς με 700) και στον Παλαμά (Φρουξιλιάς με 300).
     Η τελική αναμέτρηση θα γινόταν στις 5/6. Ο Χατζ. με εγκύκλιό του α) απαντούσε στην αγγλογαλλική ειρηνευτική αποστολή και β) εμψύχωνε τους πολεμιστές του. Στις 6/6 3 τουρκικά τάγματα από το Συράκο που κατευθύνονταν στην Καλαμπάκα επιτέθηκαν ορμητικά στην αριστερή όχθη του Πηνειού κατά των Κρητών, Μανιατών και Υδραίων και παρά τις σοβαρές τους απώλειες χτύπησαν και στο τμήμα του Γ. Καταραχιά. Οι Τούρκοι επικράτησαν. Μόνο ο Χατζ. πολέμησε στην Καλαμπάκα επί 3 μέρες, προκαλώντας στους Τούρκους σοβαρές απώλειες. Τελικά εγκατέλειψε την πόλη και μέσω Οξυάς Αγράφων, Νεοχωρίου και Υπάτης έφθασε στις 29/6 στη Λιβαδιά. Έτσι, τελείωσε η εξέγερση και στη Θεσσαλία.
    3. Στη Μακεδονία: Εδώ η εξέγερση, λόγω κυρίως της απόστασης από το ελληνικό κράτος, ήταν μικρότερης έκτασης και έντασης. Εκδηλώθηκε κυρίως στα Γρεβενά, στον Όλυμπο και στη Χαλκιδική.
     α) Στην περιοχή των Γρεβενών πρωταγωνίστησε ο ήρωας και του ’21 Θεόδ. Ζιάκας. Ξεκίνησε απ’ τη Λαμία το χειμώνα του 1853. Το Φεβρ. 1854 με 300 άντρες ξεσήκωσε τ’ Άγραφα και στη συνέχεια έδρασε στην εξέγερση της Θεσσαλίας. Κι όταν έληξε εκεί η επανάσταση, πέρασε στα Γρεβενά, άναψε εκεί τη σπίθα για να τη μεταφέρει στη Δ. Μακεδονία. Αρχικά στόχευε στην παρεμπόδιση μετακίνησης τουρκικών δυνάμεων από την Ήπειρο στη Μακεδονία, τοποθετώντας τις δυνάμεις του στο χωριό Τίστα καθώς και ανάμεσα στο Μέτσοβο (που κατείχε ο Γρίβας) και στα Γρεβενά. Στις 10/5/1854 σημειώθηκε η πρώτη, και ήταν σφοδρή, σύγκρουση με τους Τούρκους στο χωριό Διμηνίτσα (σημ. Καρπερό), όταν ο Ζιάκας χτύπησε ένα σώμα Τουρκομάνων. Από τους 350 Τουρκομάνους μόνο 100 σώθηκαν.
     Οι Τούρκοι συγκέντρωσαν ισχυρές δυνάμεις στην περιοχή υπό τον Αβδή πασά που τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό. Στα Γρεβενά έσπευσαν οι πρόξενοι της Γαλλίας στα Γιάννενα και της Αγγλίας στο Μοναστήρι, οι οποίοι πρότειναν στο Ζιάκα να σταματήσει τον αγώνα και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο Ζιάκας απέρριψε την πρότασή τους, μολονότι μερικοί οπλαρχηγοί του επηρεάστηκαν. Στις 16/5 δέχθηκε επίθεση των Τούρκων. Η μάχη κράτησε 3 μέρες και στοίχισε στους Τούρκους πολλούς νεκρούς. Προ όμως της καταλυτικής τουρκικης υπεροχής αναγκάστηκε να δεχθεί τη μεσολάβηση των προξένων και στις 19/5 αναχώρησε για την Ελλάδα. Τον ακολούθησαν και τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στο Σπήλαιο. Έφθασαν στη Λαμία.
      β) Οι Τούρκοι περίμεναν ότι η εξέγερση πολύ γρήγορα θα ξαπλωνόταν και στη Μακεδονία, ιδιαίτερα στη Χαλκιδική που είχε παρελθόν από το ’21. Γιαυτό έστειλαν εκεί το μουδίρη Γιακούπ, εφοδιασμένον μάλιστα και με πατριαρχικό γράμμα. Παράλληλα, από τον Ιαν. του 1854 έστειλαν και δυο πλοία να περιπολούν στην περιοχή, ενώ ενίσχυσαν τη φρουρά της Κασσάνδρας. Αλλά και οι επαναστάτες κινήθηκαν. Αποφασίστηκε η αποστολή δια θαλάσσης σώματος υπό το συνταγματάρχη Δημητρίου ή Τσάμη Καρατάσο, γιο του παλιού αγωνιστή.
      Ο Καρατάσος, αφού στρατολόγησε στην Εύβοια περί τους 500 μαχητές, κυρίως Μακεδόνες, και με πλοιάρια που εξασφάλισε από τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, στις 26/3 αναχώρησε για τη Χαλκιδική. Την 1/4 έφτασε στο νησάκι Καλή Παναγιά, όπου σε επίσημη τελετή δόθηκε ο όρκος των πολεμιστών του και ανακηρύχθηκε «Αρχιστράτηγος της Μακεδονίας». Στις 6/4 έφθασαν στη Σιθωνία και αποβιβάστηκαν στον όρμο Καλαμίτσι και από εκεί στο χωριό Συκιά, το οποίο κατέλαβαν εξουδετερώνοντας την τουρκική φρουρά. Οι κάτοικοι των χωριών απόπου περνούσε τον υποδέχονταν μ’ ενθουσιασμό ως ελευθερωτή, πολλοί δε νέοι εντάχθηκαν στους επαναστάτες.
       Οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης πληροφορήθηκαν την άφιξη του Καρατάσου στις 8/4. Αμέσως ο Τούρκος πασάς Μεχμέτ Βοσνάκ ενημέρωσε το Γάλλο πρόξενο, φοβούμενος κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Γαλλικό πολεμικό έσπευσε στο Σιγγιτικό κόλπο όπου κατέστρεψε το στολίσκο του Καρατάσου στον όρμο του Αγ. Νικολάου, καταστρέφοντας μαζί του και τα πολεμοφόδια.
    γ) Τουρκικές δυνάμεις έφθασαν στην Ορμύλια για ν’ αντιμετωπίσουν τους εισβολείς. Ο Καρατάσος αντέδρασε καθυστερημένα και υποτονικά. Η σύγκρουση μεταξύ Τούρκων και Καρατάσου στην Ορμύλια έγινε στις 14/4. Οι Έλληνες απέτυχαν να διώξουν τους Τούρκους κι επέστρεψαν στη βάση τους. Ο Καρατάσος ζήτησε από τους Αγιορείτες μολύβι αλλ’ αυτοί δίστασαν ν’ ανταποκριθούν.
     Όσο κι αν προσπάθησε ο Καρατάσος να εμποδίσει την περαιτέρω ενίσχυση των Τούρκων της Ορμύλιας, δεν τα κατάφερε. Μην έχοντας εφόδια, προσπάθησε να ενισχύσει τις δυνάμεις του με στρατολόγηση από την Ιερισσό και τα Μαντεμοχώρια. Προς τούτο έστειλε ένα μικρό τμήμα υπό το λοχαγό Μανόλη Βαράκα. Ούτε, όμως, και αυτή η προσπάθεια έφερε αξιόλογα αποτελέσματα.
      Οι Τούρκοι στις 20/4 επιτέθηκαν στις ελληνικές θέσεις. Ο Καρατάσος υποχώρησε στον Άγ. Νικόλαο και από εκεί στο λαιμό της χερσονήσου του Άθω και στρατοπέδευσε στην τοποθεσία Κομίτσα, όπου υπήρχε μετόχι της μονής Χιλανδαρίου. Εκεί έφθασε από τον Πολύγυρο και το τμήμα του Βλαχομιχάλη. Αυτό οδήγησε στην κατάληψη του Πολυγύρου από τους Τούρκους, οι οποίοι σκότωσαν 27 προκρίτους και πολλούς απλούς χριστιανούς, λεηλάτησαν σπίτια κι εκκλησιές, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των ξένων προξένων της Θεσσαλονίκης.
      Ο Καρατάσος, μην έχοντας πολλές δυνατότητες αντίδρασης, εξανάγκασε τους Αγιορείτες να δεχθούν την εγκατάσταση επαναστατικής φρουράς στις Καρυές. Παράλληλα ενίσχυε την οχύρωση της Κομίτσας και πάσχιζε να εξασφαλίσει άντρες και εφόδια.Οι Αγιορείτες, θέλοντας να περισώσουν το Άγ. Όρος από τουρκική εισβολή, έστειλαν επιστολή στο σερασκέρη Χατζή Ταϊρ δηλώνοντας υποταγή στο σουλτάνο. Έτσι απετράπη, προσωρινά, τουρκική απόβαση στον Άθω,
    Στις 16/5 οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην Κομίτσα. Οι επαναστάτες, παρά τον ηρωισμό τους, δεν άντεξαν. Ο Καρατάσος, εγκαταλείποντας τα εφόδιά του, κατέφυγε στη Μεγάλη Βίγλα, μέσα στον Άθω. Οι Αγιορείτες έβλεπαν πλέον επικείμενη την εισβολή των Τούρκων στην Ιερή Πολιτεία. Αρχικά περιέθαλψαν και τάισαν στη Μεγάλη Βίγλα τους επαναστάτες. Μετά, με αλλεπάλληλα γράμματα στον Χατζή Ταϊρ, προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν να εισβάλει. Αυτός, όμως, πίεζε αφόρητα. Τελικά αναγκάστηκαν να ζητήσουν την αποστολή τουρκικού στρατού για να τους.....’προφυλάξει’ από τους επαναστάτες! Την τελευταία, όμως, στιγμή απετράπη η συμφορά και η βεβήλωση: Στην Αθήνα ήδη σχηματίστηκε η «κατοχική κυβέρνηση», η οποία υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τους επαναστάτες. Αυτό ευνόησε την κατάσταση. Στα παράλια του Αγ. Όρους έφθασε το γαλλικό πολεμικό «Σόλων». Ο κυβερνήτης του επικοινώνησε με τον Καρατάσο και συμφώνησαν να μεταφέρει με το πλοίο του τους άντρες, τα πολεμοφόδιά τους κτλ. στη Χαλκίδα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αποχωρήσουν από εδάφη του Άθω οι Τούρκοι που στο μεταξύ εισέβαλαν. Με παρεμβάσεις τους δε οι ξένες δυνάμεις προς την τουρκική πλευρά απέτρεψαν βιαιότητες κατά του πληθυσμού της Χαλκιδικής και συμπολεμιστών του Καρατάσου.
   δ) Στη Λαμία συγκροτήθηκε ένα σώμα Μακεδόνων επαναστατών με επικεφαλής παλιούς οπλαρχηγούς και άλλους Μακεδόνες. Πολλοί από αυτούς μετείχαν στις μάχες/εξεγέρσεις της Θεσσαλίας. Αυτό το σώμα, 1500 περίπου αντρών, αναχώρησε για την περιοχή του Ολύμπου. Καθοδόν νίκησε τουρκικό στρατό που ερχόταν από τη Σερβία και κατέλαβε ολόκληρο το δυτικό τμήμα του Ολύμπου. Τούρκοι και πρόξενοι της Αγγλίας και της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη θορυβήθηκαν. Οι τελευταίοι ενημέρωσαν τις κυβερνήσεις τους. Τελικά εκείνο που έκρινε αρνητικά την εξέγερση στον Όλυμπο ήταν η αποτυχία του Καρατάσου στη Χαλκιδική.

http://grhistoria.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου