Η αποδομητική διάθεση μιας ορισμένης μερίδας “διανοουμένων”,
πανεπιστημιακών και μη, κατά της ελληνικής εθνικής ταυτότητας είναι
γνωστό φαινόμενο και έχει δώσει χαρακτηριστικά δείγματα, με κορυφαίο τον
γνωστό ρεπούσειο ισχυρισμό περί “συνωστισμού” στην προκυμαία της
Σμύρνης το 1922. Καθώς μάλιστα η αποδόμηση της έννοιας του έθνους ως
“φαντασιακής κοινότητας” κλπ. είναι δημοφιλής σε μια ορισμένη σχολή της
δυτικής σκέψης, οι εγχώριες μιμήσεις της δεν εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα.
Όμως πρόσφατα ο καθηγητής* Αντ. Λιάκος, εξέχον μέλος της αποδομητικής
αυτής τάσης, πραγματικά “το τερμάτισε”: με διαδικτυακό άρθρο
του στρέφεται κατά της Πηνελόπης Δέλτα χαρακτηρίζοντας το λογοτεχνικό
της έργο ως “μπουγάδα” των “απλύτων της ελληνικής ιστορίας”.
Ως αφορμή για το άρθρο του αυτό χρησιμοποιεί ένα πρόσφατο βιβλίο (Σπύρος Καράβας, “Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας”, Βιβλιόραμα 2014), στο οποίο καταγράφονται φόνοι αιχμαλώτων και αμάχων από ελληνικά αντάρτικα σώματα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Κατά τον κ. Λιάκο, η Πηνελόπη Δέλτα, ενώ γνώριζε τα γεγονότα αυτά από τις έρευνές της στα ιστορικά αρχεία, τα απέκρυψε ή τα ωραιοποίησε. Το βιβλίο δεν το έχουμε διαβάσει και δεν έχουμε άποψη για το περιεχόμενό του. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι το βιβλίο, αλλά η θέση που διατυπώνει ο Λιάκος με αφορμή αυτό. Ότι δηλαδή “η λογοτεχνία αναλαμβάνει να ανασυγκροτήσει το παρελθόν ως εθνικό παρελθόν. Και το κάνει πληρέστερα από την ιστοριογραφία. Δεν έχει ενδοιασμούς να αποσιωπήσει ή να μεταπλάσει εγκλήματα. [...] Το ζήτημα είναι αν τώρα αναγνωρίζουμε όλα αυτά ως εκείνο που υπήρξαν ή εξακολουθούμε να τα ωραιοποιούμε”.
Η θέση αυτή του κ. Λιάκου πάσχει σε δύο επίπεδα:
Το πρώτο σφάλμα της είναι ότι εξισώνει ανόμοιες εποχές, χρησιμοποιώντας τα ίδια σταθμά για να κρίνει γεγονότα που απέχουν μεταξύ τους κατά έναν αιώνα. Ο κόσμος του 2000 δεν έχει καμία σχέση με τον κόσμο του 1900. Όταν εκτυλίχθηκαν στη Μακεδονία τα γεγονότα που περιγράφει (αλλά και εκείνα που αποσιωπά) η Πηνελόπη Δέλτα στα “Μυστικά του Βάλτου”, η κατάρρευση των μεγάλων υπερεθνικών αυτοκρατοριών (οθωμανικής και αυστροουγγρικής) δεν είχε επέλθει ακόμα. Οι εθνότητες που περιέκλειαν οι αυτοκρατορίες αυτές αγωνίζονταν για την αυτοδιάθεσή τους, τόσο κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας όσο και μεταξύ τους. Οι αγώνες τους είχαν και αγριότητες, αλλά ήταν αγώνας δίκαιος, όπως κάθε έθνους που μαχόταν για την αυτοδιάθεσή του – εκτός αν ο κ. Λιάκος και η αποδομητική σχολή φτάσουν το επιχείρημά τους ως το λογικό τέλος και μας πουν ρητώς ότι ήταν προτιμότερες οι αυτοκρατορικές εξουσίες από τους “επάρατους εθνικισμούς”. Επιπλέον, το 1900 δεν είχαν συμβεί ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που με τις εκατόμβες τους οδήγησαν τελικά την ανθρωπότητα στη θέσπιση (ατελών έστω) διεθνών οργανισμών επίλυσης κρίσεων και διεθνών συμβάσεων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επομένως η σύγκριση των μαζικών δολοφονιών αμάχων στο Ιράκ και τη Συρία από ισλαμιστές το 2014, με φόνους αμάχων από ελληνικά αντάρτικα σώματα στη Μακεδονία του 1904, είναι ιστορικά άτοπη. Ο κ. Λιάκος προφανώς έχει συνείδηση του λογικού άλματος που διαπράττει, γι’ αυτό και το αναφέρει φευγαλέα στην προτελευταία παράγραφο του άρθρου μεταξύ των πιθανών αντιρρήσεων που θα μπορούσαν να του αντιταχθούν (“μα ό,τι αναγνωρίζουμε σήμερα ως έγκλημα, δεν το αναγνώριζαν την εποχή εκείνη”). Η απόπειρά του να απαντήσει στην ένσταση αυτή είναι ότι “όλες αυτές οι ενστάσεις δείχνουν ότι δεν έχουμε ξεκόψει από τον κόσμο εκείνης της εποχής”: απορία ψάλτου, βήξ…
Το δεύτερο και σοβαρότερο σφάλμα του κ. Λιάκου είναι ότι συγχέει τη συγκρότηση της εθνικής συνείδησης κατά τη σχολική ηλικία με την επιστημονική ιστοριογραφία και ιστορική έρευνα και εισηγείται την “αναμόρφωση” της σχολικής εκπαίδευσης στα πρότυπα της “αναθεωρητικής” ιστοριογραφίας (“Και αν η ιστοριογραφία, καθώς και η κριτική φιλολογία, τα τελευταία χρόνια διήνυσαν αρκετό δρόμο, τι συμβαίνει με την εκπαίδευση και τη δημόσια ιστορία;”). Όμως μόνο η επιστημονική ιστορική έρευνα οφείλει να είναι αντικειμενική – η σχολική διδασκαλία της ιστορίας όχι. Το ότι την άλωση της Τριπολιτσάς ακολούθησε εκτεταμένη σφαγή των Τούρκων κατοίκων της ή ότι ο Μιαούλης πυρπόλησε τον ελληνικό στόλο στο πλαίσιο εμφύλιας διαμάχης είναι ιστορικά γεγονότα – αλλά υπάρχει λόγος που δεν διδάσκονται στο σχολείο. Η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης κατά τη σχολική ηλικία περιλαμβάνει και μια διδασκαλία της εθνικής ιστορίας που θα εμφυσήσει στο παιδί την υπερηφάνεια για το έθνος του. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει στα παιδιά να καλλιεργείται ψευδής συνείδηση (όπως τα περί μακεδονικής εθνότητας που διδάσκονται στα σχολεία των Σκοπίων) ή εθνικό μίσος (όπως συμβαίνει στην Τουρκία). Σημαίνει όμως ότι είναι τουλάχιστον θεμιτό να τονίζονται οι ηρωικές στιγμές της εθνικής ιστορίας και να αποσιωπώνται άλλες, λιγότερο ηρωικές. Σκοπός στη σχολική ηλικία δεν είναι η ιστορική έρευνα αλλά η ανάπτυξη εθνικής συνείδησης – την αναλυτική, αντικειμενική ιστορία θα τη μάθουν οι μαθητές ως ενήλικοι.
Έστω και αν δεν αρέσει στον κ. Λιάκο, την κ. Ρεπούση και τους ομοϊδεάτες τους, το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι σκοπός της παιδείας είναι (μεταξύ άλλων) η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων. Όποιος θεωρεί ότι αυτή η συνταγματική επιταγή είναι αναχρονιστική και “πασέ”, ας προτείνει την αναθεώρησή της – για να δούμε και πόσα απίδια βάζει ο σάκος, δηλαδή πόσες ψήφους θα πάρει το κόμμα που θα την προτείνει. Ως τότε, η παιδεία του ελληνικού κράτους οφείλει κατά το Σύνταγμα να στοχεύει στην ανάπτυξη της ελληνικής εθνικής συνείδησης – και σ’ όποιον δεν αρέσει, ξύδι.
Και για να τελειώνουμε κύριε Λιάκο: τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα εξέφρασαν τον εθνικό παλμό της Ελλάδας του 1912-13 και γαλούχησαν τις γενιές που δόξασαν την Ελλάδα το 1940. Τότε που πνευματικοί άνθρωποι σαν τον Μαβίλη, τον Ελύτη, τον Κανελλόπουλο και τον Δεσποτόπουλο, θεωρούσαν χρέος και τιμή να υπηρετήσουν την Πατρίδα στην πρώτη γραμμή. Η συνειδητή “εκσυγχρονιστική” αποδόμηση, την οποία εσείς υπηρετείτε ολόψυχα, γαλουχεί γενιές γιωτάδων, Ρουβάδων και τελικά “πουρκουάδων”**.
Εμείς λοιπόν θα προτιμήσουμε την Πηνελόπη Δέλτα.
* Η εκλογή του κ. Λιάκου ως καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει κριθεί παράνομη με την υπ’ αρ. 3138/1996 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας. Όπως και στην περίπτωση της κας Μ. Ρεπούση που διδάσκει ιστορία χωρίς ποτέ να έχει λάβει πτυχίο ιστορίας, είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία ξεπερνά το Πανεπιστήμιο Αθηνών τέτοιες τυπικότητες, όταν οι υποψήφιοι ανήκουν στην αποδομητική σχολή και στο “κατάλληλο” κόμμα.
** Το “”Πουρκουά;” – Γιατί (να πολεμήσω); ήταν ένα διαδεδομένο ντεφετιστικό σύνθημα της γαλλικής νεολαίας το 1940, επηρεασμένο από τις εκατόμβες του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
http://e-amyna.com/
Ως αφορμή για το άρθρο του αυτό χρησιμοποιεί ένα πρόσφατο βιβλίο (Σπύρος Καράβας, “Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας”, Βιβλιόραμα 2014), στο οποίο καταγράφονται φόνοι αιχμαλώτων και αμάχων από ελληνικά αντάρτικα σώματα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Κατά τον κ. Λιάκο, η Πηνελόπη Δέλτα, ενώ γνώριζε τα γεγονότα αυτά από τις έρευνές της στα ιστορικά αρχεία, τα απέκρυψε ή τα ωραιοποίησε. Το βιβλίο δεν το έχουμε διαβάσει και δεν έχουμε άποψη για το περιεχόμενό του. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι το βιβλίο, αλλά η θέση που διατυπώνει ο Λιάκος με αφορμή αυτό. Ότι δηλαδή “η λογοτεχνία αναλαμβάνει να ανασυγκροτήσει το παρελθόν ως εθνικό παρελθόν. Και το κάνει πληρέστερα από την ιστοριογραφία. Δεν έχει ενδοιασμούς να αποσιωπήσει ή να μεταπλάσει εγκλήματα. [...] Το ζήτημα είναι αν τώρα αναγνωρίζουμε όλα αυτά ως εκείνο που υπήρξαν ή εξακολουθούμε να τα ωραιοποιούμε”.
Η θέση αυτή του κ. Λιάκου πάσχει σε δύο επίπεδα:
Το πρώτο σφάλμα της είναι ότι εξισώνει ανόμοιες εποχές, χρησιμοποιώντας τα ίδια σταθμά για να κρίνει γεγονότα που απέχουν μεταξύ τους κατά έναν αιώνα. Ο κόσμος του 2000 δεν έχει καμία σχέση με τον κόσμο του 1900. Όταν εκτυλίχθηκαν στη Μακεδονία τα γεγονότα που περιγράφει (αλλά και εκείνα που αποσιωπά) η Πηνελόπη Δέλτα στα “Μυστικά του Βάλτου”, η κατάρρευση των μεγάλων υπερεθνικών αυτοκρατοριών (οθωμανικής και αυστροουγγρικής) δεν είχε επέλθει ακόμα. Οι εθνότητες που περιέκλειαν οι αυτοκρατορίες αυτές αγωνίζονταν για την αυτοδιάθεσή τους, τόσο κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας όσο και μεταξύ τους. Οι αγώνες τους είχαν και αγριότητες, αλλά ήταν αγώνας δίκαιος, όπως κάθε έθνους που μαχόταν για την αυτοδιάθεσή του – εκτός αν ο κ. Λιάκος και η αποδομητική σχολή φτάσουν το επιχείρημά τους ως το λογικό τέλος και μας πουν ρητώς ότι ήταν προτιμότερες οι αυτοκρατορικές εξουσίες από τους “επάρατους εθνικισμούς”. Επιπλέον, το 1900 δεν είχαν συμβεί ο Πρώτος και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που με τις εκατόμβες τους οδήγησαν τελικά την ανθρωπότητα στη θέσπιση (ατελών έστω) διεθνών οργανισμών επίλυσης κρίσεων και διεθνών συμβάσεων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επομένως η σύγκριση των μαζικών δολοφονιών αμάχων στο Ιράκ και τη Συρία από ισλαμιστές το 2014, με φόνους αμάχων από ελληνικά αντάρτικα σώματα στη Μακεδονία του 1904, είναι ιστορικά άτοπη. Ο κ. Λιάκος προφανώς έχει συνείδηση του λογικού άλματος που διαπράττει, γι’ αυτό και το αναφέρει φευγαλέα στην προτελευταία παράγραφο του άρθρου μεταξύ των πιθανών αντιρρήσεων που θα μπορούσαν να του αντιταχθούν (“μα ό,τι αναγνωρίζουμε σήμερα ως έγκλημα, δεν το αναγνώριζαν την εποχή εκείνη”). Η απόπειρά του να απαντήσει στην ένσταση αυτή είναι ότι “όλες αυτές οι ενστάσεις δείχνουν ότι δεν έχουμε ξεκόψει από τον κόσμο εκείνης της εποχής”: απορία ψάλτου, βήξ…
Το δεύτερο και σοβαρότερο σφάλμα του κ. Λιάκου είναι ότι συγχέει τη συγκρότηση της εθνικής συνείδησης κατά τη σχολική ηλικία με την επιστημονική ιστοριογραφία και ιστορική έρευνα και εισηγείται την “αναμόρφωση” της σχολικής εκπαίδευσης στα πρότυπα της “αναθεωρητικής” ιστοριογραφίας (“Και αν η ιστοριογραφία, καθώς και η κριτική φιλολογία, τα τελευταία χρόνια διήνυσαν αρκετό δρόμο, τι συμβαίνει με την εκπαίδευση και τη δημόσια ιστορία;”). Όμως μόνο η επιστημονική ιστορική έρευνα οφείλει να είναι αντικειμενική – η σχολική διδασκαλία της ιστορίας όχι. Το ότι την άλωση της Τριπολιτσάς ακολούθησε εκτεταμένη σφαγή των Τούρκων κατοίκων της ή ότι ο Μιαούλης πυρπόλησε τον ελληνικό στόλο στο πλαίσιο εμφύλιας διαμάχης είναι ιστορικά γεγονότα – αλλά υπάρχει λόγος που δεν διδάσκονται στο σχολείο. Η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης κατά τη σχολική ηλικία περιλαμβάνει και μια διδασκαλία της εθνικής ιστορίας που θα εμφυσήσει στο παιδί την υπερηφάνεια για το έθνος του. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει στα παιδιά να καλλιεργείται ψευδής συνείδηση (όπως τα περί μακεδονικής εθνότητας που διδάσκονται στα σχολεία των Σκοπίων) ή εθνικό μίσος (όπως συμβαίνει στην Τουρκία). Σημαίνει όμως ότι είναι τουλάχιστον θεμιτό να τονίζονται οι ηρωικές στιγμές της εθνικής ιστορίας και να αποσιωπώνται άλλες, λιγότερο ηρωικές. Σκοπός στη σχολική ηλικία δεν είναι η ιστορική έρευνα αλλά η ανάπτυξη εθνικής συνείδησης – την αναλυτική, αντικειμενική ιστορία θα τη μάθουν οι μαθητές ως ενήλικοι.
Έστω και αν δεν αρέσει στον κ. Λιάκο, την κ. Ρεπούση και τους ομοϊδεάτες τους, το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι σκοπός της παιδείας είναι (μεταξύ άλλων) η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων. Όποιος θεωρεί ότι αυτή η συνταγματική επιταγή είναι αναχρονιστική και “πασέ”, ας προτείνει την αναθεώρησή της – για να δούμε και πόσα απίδια βάζει ο σάκος, δηλαδή πόσες ψήφους θα πάρει το κόμμα που θα την προτείνει. Ως τότε, η παιδεία του ελληνικού κράτους οφείλει κατά το Σύνταγμα να στοχεύει στην ανάπτυξη της ελληνικής εθνικής συνείδησης – και σ’ όποιον δεν αρέσει, ξύδι.
Και για να τελειώνουμε κύριε Λιάκο: τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα εξέφρασαν τον εθνικό παλμό της Ελλάδας του 1912-13 και γαλούχησαν τις γενιές που δόξασαν την Ελλάδα το 1940. Τότε που πνευματικοί άνθρωποι σαν τον Μαβίλη, τον Ελύτη, τον Κανελλόπουλο και τον Δεσποτόπουλο, θεωρούσαν χρέος και τιμή να υπηρετήσουν την Πατρίδα στην πρώτη γραμμή. Η συνειδητή “εκσυγχρονιστική” αποδόμηση, την οποία εσείς υπηρετείτε ολόψυχα, γαλουχεί γενιές γιωτάδων, Ρουβάδων και τελικά “πουρκουάδων”**.
Εμείς λοιπόν θα προτιμήσουμε την Πηνελόπη Δέλτα.
* Η εκλογή του κ. Λιάκου ως καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει κριθεί παράνομη με την υπ’ αρ. 3138/1996 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας. Όπως και στην περίπτωση της κας Μ. Ρεπούση που διδάσκει ιστορία χωρίς ποτέ να έχει λάβει πτυχίο ιστορίας, είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία ξεπερνά το Πανεπιστήμιο Αθηνών τέτοιες τυπικότητες, όταν οι υποψήφιοι ανήκουν στην αποδομητική σχολή και στο “κατάλληλο” κόμμα.
** Το “”Πουρκουά;” – Γιατί (να πολεμήσω); ήταν ένα διαδεδομένο ντεφετιστικό σύνθημα της γαλλικής νεολαίας το 1940, επηρεασμένο από τις εκατόμβες του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
http://e-amyna.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου