Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

ΚΥΠΡΟΣ 1974 : ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ, 2 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ - 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1974

Του Γρηγόρη Κατσελλή
(Δημοσιεύτηκε στο, Η Κερύνεια μας. Λευκωσία: Δήμου Κερύνειας, 2004.)

Κερύνεια, Δευτέρα 22 Ιουλίου 1974, ώρα 1:00 μ.μ. Πέντε με έξι τεχνικοί της Α.Η.Κ. μείναμε κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στο κτίριο των Τηλεπικοινωνιών της Επαρχίας μας, με αποστολή τη διευκόλυνση και ενίσχυση των διαβιβάσεων της Εθνικής Φρουράς.

Στις μια η ώρα το μεσημέρι διακόψαμε για φαγητό, αλλά δεν προλάβαμε. Από το παράθυρο προσέξαμε ότι η πολιτική άμυνα εγκατέλειπε την πόλη και σε ερώτησή μας για το τι συμβαίνει μας έκαναν νόημα με το χέρι να φύγουμε κι εμείς.

Μπήκαμε βιαστικά στα αυτοκίνητα και κατευθυνθήκαμε προς το Πέλλαπαϊς, μέσα στις εκρήξεις και φωτιές που προκαλούσαν τα πυροβόλα των Τουρκικών πλοίων, που κτυπούσαν εκείνη την ώρα τις παρυφές του Πενταδάκτυλου. Το Πέλλαπαϊς ήταν καλυμμένο με καπνούς και νομίσαμε ότι καιγόταν. Εκεί βρίσκεται το σπίτι της οικογένειάς μου. Φιλοξενήσαμε αρκετούς Κερυνειώτες, φίλους και συγγενείς, που είχαν καταφύγει εκεί για να σωθούν.

Ο Πενταδάκτυλος καιγόταν από τους βομβαρδισμούς, οι καπνοί και οι στάχτες κάλυψαν το όμορφο τοπίο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Το χωριό κινδύνεψε να καεί. Η φωτιά είχε πλησιάσει τα πρώτα σπίτια, όμως, σαν από θαύμα, φύσηξε αντίθετος άνεμος και το χωριό σώθηκε.

Στις 4:00 μ.μ. ανακοινώθηκε η κήρυξη εκεχειρίας, την οποία οι Τούρκοι ποτέ δεν τήρησαν. Μόνο η αεροπορία και το ναυτικό σταμάτησαν να κτυπούν. Οι άλλες δυνάμεις εισβολής συνέχισαν να προχωρούν. Τις επόμενες 2-3 μέρες, οι φιλοξενούμενοί μας άρχισαν να φεύγουν, καθώς και πολλοί άλλοι που είχαν καταφύγει στο Πέλλαπαϊς, μέσω ενός αγροτικού δρόμου, ανατολικά του χωριού. Στο διάστημα αυτό ήλθαν δυνάμεις των Ην. Εθνών και εγκαταστάθηκαν στο χωριό και ύψωσαν τη σημαία τους στο Αββαείο του Πέλλαπαϊς. Στο κέντρο του χωριού, ένας αξιωματικός τους μας είπε ότι είμαστε τυχεροί, γιατί είχε γίνει εκεχειρία και το χωριό δεν καταλήφθηκε από τους Τούρκους και ότι βρισκόταν κάτω από την «ευθύνη» και «εγγύηση» των Ην. Εθνών. Γι αυτό μας είπε να μην ανησυχούμε. Οι περισσότεροι από τους συνεπαρχιώτες μας, που είχαν έλθει κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών και αρκετοί από τους συγχωριανούς μας είχαν ήδη φύγει προς τις άλλες ελεύθερες περιοχές, όπου υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Αρκετοί από μας δεν βιάστηκαν να φύγουν για πολλούς και διάφορους λόγους. Πιστεύω πως η παρουσία των Ην. Εθνών τους έκανε να περιμένουν. Ιδιαίτερα οι κάτοικοι του Πέλλαπαϊς δεν φαίνονταν και πολύ πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να πάρουν το δρόμο προς το άγνωστο.

Στο μεταξύ οι Τούρκικες δυνάμεις προχωρούσαν και γύρω στις 25 Ιουλίου απέκοψαν το δρόμο διαφυγής και κανένας πλέον δεν μπορούσε να φύγει.

Μόλις έγινε γνωστό αυτό το γεγονός, ακούσαμε για πρώτη φορά τη λέξη και συνειδητοποιήσαμε το νόημά της. Μείναμε «εγκλωβισμένοι». Λέξη που έμελλε να γίνει πασίγνωστη και μέχρι σήμερα τη λέμε και την ακούμε, χωρίς πολλοί να συνειδητοποιούν το δράμα που κρύβεται πίσω από την εικόνα της.

Στις 2 Αυγούστου, ημέρα Παρασκευή, γύρω στις 6.οο το πρωί, οι Τούρκοι αποφάσισαν να μπουν μέσα στο χωριό, αφού ειδοποίησαν από την προηγούμενη μέρα τα Ην. Έθνη, τα οποία μας συνέστησαν, αν έχουμε όπλα, να τα πετάξουμε. Αφού περικύκλωσαν το χωριό, μπήκε μια δύναμη περίπου δύο λόχων σε παράταξη, από την είσοδο του χωριού. Ξυλοκόπησαν και έδιωξαν τους ελάχιστους άνδρες των Ην. Εθνών που φύλαγαν την είσοδο του χωριού. Ακολούθησαν ένα-δύο αυτοκίνητα της Κυπριακής Αστυνομίας, που τα πήραν οι Τουρκοκύπριοι «Αστυνομικοί» , οι οποίοι καλούσαν με μεγάφωνα τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού.

Σ’αυτή την πλατεία του μικρού χωριού συντελείτο εκείνη την ώρα το τραγικότερο δράμα, που έμελλε να αφήσει τη σφραγίδα του ως της πιο αποτρόπαιας και βάρβαρης πράξης. Μόλις συγκεντρώθηκε όλο το χωριό εκεί, οι Τούρκοι ανέβηκαν στο Αββαείο, κατέβασαν τη σημαία των Ην. Εθνών που κυμάτιζε πάνω σε ένα ιστό με σταυρό. Έσπασαν με μανία το σταυρό και ύψωσαν την Τουρκική σημαία. Στην ίδια ακριβώς θέση που κυμάτιζε για τόσα χρόνια η Ελληνική. Ήταν η επισημοποίηση της Τουρκικής κατοχής και η αρχή της μελανότερης περιόδου της πιο πρόσφατης ιστορίας του νησιού.

Ήταν η στιγμή της μετάβασης από την ελευθερία στην υποδούλωση, στην ταπείνωση και στον εξευτελισμό. Ξανά πίσω στην Τουρκοκρατία με όλα τα γνωστά της.

Αφού ερεύνησαν όλα τα σπίτια, άρχισαν να χωρίζουν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα. Εκείνη τη στιγμή, κρατούσα στην αγκαλιά μου το μικρό μου κοριτσάκι, τη Δέσπω. Την έδωσα στη γυναίκα μου, που στεκόταν δίπλα μου και επήγα μαζί με τους άλλους άνδρες προς την άλλη μεριά του Αββαείου. Μας έδεσαν τα μάτια και τα χέρια, μάς φόρτωσαν σε φορτηγά και ξεκίνησαν, χωρίς να γνωρίζουμε πού μας πήγαιναν. Καθ’ οδόν μας αφαίρεσαν ό,τι θεωρούσαν πολύτιμο αντικείμενο, ρολόγια, βέρες, δακτυλίδια κ.ά. Σε κάποια στιγμή, αντιληφθήκαμε ότι μπήκαμε σε ανώμαλο χωματόδρομο. Μετά από λίγο σταμάτησαν και αφού μας κατέβασαν από τα φορτηγά, μας έλυσαν τα μάτια και τα χέρια... Κοιτάζοντας γύρω καταλάβαμε ότι βρισκόμασταν έξω από μια μάντρα, χωρίς να φαίνεται ο,τιδήποτε άλλο κοντά. Γύρω ήταν ερημιά. Πίσω από ένα λόφο ακουόταν ο θόρυβος και το σκάψιμο που έκανε μια μπουλντόζα. Τίποτε άλλο. Μας έβαλαν μέσα στη μάντρα, η οποία ήταν κλειστή από τις τρεις μεριές και πάνω σκεπασμένη με τσίγκους. Απ’ έξω έβαλαν φρουρά από Τούρκους στρατιώτες και ένα-δύο Τουρκοκύπριους «Αστυνομικούς».

Μας κράτησαν στη μάντρα, χωρίς να γνωρίζουμε το λόγο, για 4 μέρες και μας τάιζαν με ψωμί και ελιές. Η μάντρα αυτή, όπως μάθαμε, βρισκόταν δύο-τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό Αγύρτα. Στις 6 Αυγούστου το μεσημέρι, μας έβαλαν πάλι στα φορτηγά και μας μετέφεραν πίσω στο Πέλλαπαϊς. Κάποιοι Τουρκοκύπριοι μας ψιθύρισαν πως φτηνά τη γλιτώσαμε.

Στην πλατεία του χωριού μάς μίλησε ο στρατιωτικός διοικητής, μέσω διερμηνέα και μας είπε ότι ο πόλεμος για μας έχει τελειώσει και δε θα πάθουμε τίποτα, αν δεν ενοχλούμε τον τουρκικό στρατό. Μας συνέστησε να υπακούμε στις εντολές τους, για να περνούμε καλά. Εκεί ξανασμίξαμε με τις οικογένειές μας, που είχαν μείνει στο χωριό και πήγαμε ξανά στα σπίτια μας.

Μάθαμε από τους δικούς μας ότι κατά τη διάρκεια της κράτησής μας στη μάντρα, οι Τούρκοι μάζεψαν τα γυναικόπαιδα και τα έκλεισαν ομαδικά σε μερικά σπίτια δυτικά του χωριού, κοντά στο στρατόπεδο των λοκατζήδων.

Τους είχαν πει ότι θα τους μετέφεραν στις ελεύθερες περιοχές, μέσω των Ην. Εθνών. Φαίνεται πως μετά άλλαξαν γνώμη. Μείναμε στο Πέλλαπαϊς τις επόμενες μέρες, με την έντονη παρουσία των Τούρκων στρατιωτών, που περιπολούσαν συνεχώς στους δρόμους, χωρίς όμως να ενοχλούν κανένα.

Στις 14 Αυγούστου, άρχισε η δεύτερη φάση της εισβολής. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας, ακούγοντας τα αεροπλάνα που κτυπούσαν πίσω από τον Πενταδάκτυλο και παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις από το ραδιόφωνο.

Μετά το πέρας της δεύτερης φάσης της εισβολής, στις 22 Αυγούστου, νωρίς το πρωί, ακούστηκαν οι Τούρκοι από τα μεγάφωνα των αστυνομικών αυτοκινήτων, που καλούσαν όλους τους άρρενες κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού. Στην πλατεία ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί ένοπλοι Τούρκοι στρατιώτες και αρκετοί «αστυνομικοί». Μας είπαν ότι θα μας έπαιρναν στη Λευκωσία για ανάκριση. Αυτή τη φορά δεν πήραν τους γέροντες. Αφού μας έδεσαν τα μάτια, μας έβαλαν σε λεωφορεία που περίμεναν έξω από το χωριό. Βλέποντας κάτω από το ρούχο που ήταν δεμένα τα μάτια μου, κατάλαβα ότι βρισκόμασταν στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας. Τα λεωφορεία κοντοστάθηκαν σε κάποια στιγμή και μας πλησίασαν αρκετοί Τουρκοκύπριοι, που μας έβριζαν και μας έριχναν διάφορα αντικείμενα. Μας απειλούσαν ότι θα μας κόψουν το κεφάλι και άλλα διάφορα. Τελικά δε μας κατέβασαν στις φυλακές Σεραΐου - φαίνεται πως ήταν γεμάτες. Μας πήραν στο γκαράζ Παυλίδη. Εκεί είδαμε ότι υπήρχαν και άλλοι πάρα πολλοί κρατούμενοι Ελληνοκύπριοι, που είχαν συλληφθεί από άλλες περιοχές κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της εισβολής. Εκεί πρόσεξα ότι την ευθύνη είχε η Τουρκοκυπριακή «αστυνομία» και όχι ο στρατός. Δεν ξέραμε γιατί μας πήραν εκεί, κάναμε διάφορες εικασίες για την τύχη μας. Ρωτούσαμε τους «αστυνομικούς», αλλά δεν μας έλεγαν.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας ήλθαν εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και ζήτησαν να μιλήσουν στην ομάδα που συνελήφθη στο Πέλλαπαϊς. Μας έδωσαν ειδικά έντυπα να συμπληρώσουμε για να συμπεριληφθούμε στον κατάλογο των αιχμαλώτων πολέμου για τη δική μας ασφάλεια, όπως είπαν.

Η παραμονή μας (10 μέρες) στο γκαράζ Παυλίδη ήταν κάτω από άσχημες συνθήκες υγιεινής αλλά και αγωνίας, γιατί σχεδόν καθημερινά επισκέπτονταν το χώρο αυτό οπλοφόροι της ΤΜΤ και ζητούσαν να πάρουν μαζί τους κάποιους από εμάς, φωνάζοντας τα ονόματά τους ή κοιτάζοντάς μας κατά την ώρα του φαγητού, για να αναγνωρίσουν κάποιους που ζητούσαν, κάμνοντας φανερές τις προθέσεις τους.

Στις 31 Αυγούστου 1974 μας ανέφεραν ότι θα μας μετέφεραν σε οργανωμένες φυλακές στην Τουρκία.

Στο δρόμο προς την Κερύνεια, όπου θα μας πήγαιναν, τα λεωφορεία σταμάτησαν λίγο πριν το Μπογάζι και οι Τουρκοκύπριοι «αστυνομικοί» μας είπαν ότι από εκεί και πέρα θα μας αναλάμβανε ο Τουρκικός στρατός και θα «σάσουν τη ράχη μας», όπως μας είπαν, γιατί αυτοί δέρνουν πολλά.

«Και επειδή,» λέει, «ό,τι κρατάτε πάνω σας θα σας το πάρουν, καλύτερα να μας τα δώσετε εμάς (λεφτά, ρολόγια, σταυρούς, βέρες)». Μερικοί αιχμάλωτοι τους είπαν να βάλουν από μόνοι τους τα χέρια στις τσέπες τους (τα χέρια ήταν δεμένα) και να πάρουν ό,τι είχαν.

Αμέσως μετά μπήκαν ορμητικά οι Τούρκοι στρατιώτες μέσα στα λεωφορεία και άρχισαν να μας κτυπούν. Ήταν τα πρώτα κτυπήματα που δεχτήκαμε από την ημέρα της σύλληψής μας. Το απόγευμα, λίγο πριν τη δύση του ήλιου, φθάσαμε στο γνωστό σε όλους Γυμνάσιο της Κερύνειας. Ήταν εκεί βουβό και αμίλητο και γύρω του ερημιά. Την ευθύνη της επιχείρησης αυτής φαίνεται ότι είχαν οι λοκατζήδες τους. Μας συγκέντρωσαν στην αυλή του γυμνασίου. Χώρος πολύ γνώριμος και νοσταλγικός. Μ’ ένα σωρό αναμνήσεις από τα μαθητικά μας χρόνια, χώρος των παιγνιδιών, των ενδοσχολικών εορτών και των Εθνικών Επετείων. Τώρα όμως εδώ παίζεται μια πράξη από το έργο της Εθνικής μας τραγωδίας του 1974. Ήταν η συνέχεια ενός δράματος με άγνωστο τέλος για όλους μας, αλλά και για τον καθένα χωριστά.

Ένα άσχημο και πρωτόγνωρο συναίσθημα με κυρίεψε. Δεν ήταν ο φόβος του θανάτου. Ήταν κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω.

Μας έδωσαν ξηράν τροφήν (ελιές-ψωμί-σαλάμι), για να αντέξουμε δύο μέρες. Μετά μας χώρισαν και μπήκαμε στις τάξεις του πρώτου ορόφου του Γυμνασίου, με φρουρά έξω από τις τάξεις. Μείναμε εκεί όλη νύκτα. Νωρίς το πρωί μας μετέφεραν με λεωφορεία στο γνωστό «Νησί» όπου περίμενε εκεί ένα αποβατικό σκάφος του Τουρκικού ναυτικού, για να μας μεταφέρει στην Τουρκία .

Μέσα στο πλοίο συρμένοι όλοι κάτω σαν ζώα, στριμωγμένοι σ’ ένα χώρο περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, και έξω ένοπλοι στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη. Το πλοίο ξεκίνησε με πολύ αργό ρυθμό, γιατί φαίνεται δεν ήθελαν να φθάσουμε στη Μερσίνα με το φως της ημέρας, για λόγους ασφαλείας. Μέσα στο αμπάρι του πλοίου έκανε πάρα πολλή ζέστη και υποφέραμε πολύ από τη δίψα... Όποιος ζητούσε νερό, έπρεπε να πάει κοντά στο συρματόπλεγμα και να ζητήσει από τους Τούρκους στρατιώτες, που είχαν κοντά τους μια στάμνα και ένα τενεκεδένιο δοχείο. Έδιναν το δοχείο με το νερό και τη στιγμή που το πλησιάζαμε στο στόμα μας για να πιούμε, κτυπούσαν δυνατά το δοχείο και μας πλήγωναν τα χείλη και τα δόντια.

Γύρω στα μεσάνυκτα, το πλοίο σταμάτησε δίπλα από το ναύσταθμο της Μερσίνας. Αποβατικό όπως ήταν, σχεδόν ακούμπησε στην παραλία. Φαίνονταν δένδρα εκεί και το τοπίο έμοιαζε με μικρό άλσος. Ήταν πολύ κοντά σ’ ένα αυτοκινητόδρομο. Μέσα στο άλσος φάνηκαν να μας περιμένουν αυτοκίνητα φορτηγά στρατιωτικά. Και αρκετοί στρατιώτες άρχισαν να μας φωνάζουν άγρια και να μας σπρώχνουν προς τα έξω. Ένθεν και ένθεν ήταν στρατιώτες παρατεταγμένοι, που μας άρπαζαν με δύναμη και μας έριχναν μέσα στα φορτηγά σαν τα σακιά. Μόλις γέμισε το φορτηγό που ήμουν μέσα εγώ, έκλεισαν το μουσαμά. Το σκοτάδι εκεί μέσα ήταν τόσο, που δεν μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλο. Άρχισε η διαδρομή προς τις φυλακές των Αδάνων, που πρέπει να διάρκεσε δύο-δυόμισι ώρες.

Όταν μπήκαν τα φορτηγά στην πόλη, γύρω στις 3 η ώρα το πρωί, άρχισαν να κορνάρουν ρυθμικά. Όπως αντιληφθήκαμε εκ των υστέρων, ήταν για να ειδοποιήσουν τους κατοίκους, για να μας υποδεχτούν κατάλληλα. Μέχρι εκείνη την ώρα ήμασταν όλοι αμίλητοι και ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Μόνο ένας σε μια στιγμή ρώτησε – πού μας πηγαίνουν άραγε – Σε κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης... σκέφτηκα εγώ, αλλά δεν απάντησα.

Σε λίγο τα αυτοκίνητα σταμάτησαν. Γύρω ακουόταν βοή όχλου και φωνές. Οι μουσαμάδες των φορτηγών ήταν ακόμα κλειστοί και δεν βλέπαμε τίποτα. Περιμένοντας ν’ ανοίξουν, αντιληφθήκαμε να μας τρυπούν αιχμηρά αντικείμενα που περνούσαν έξω από τους μουσαμάδες. Άρχισαν οι φωνές των αιχμαλώτων που πονούσαν από τις πληγές. Μερικοί έκλαιγαν και φώναζαν περισσότερο από φόβο παρά από τον πόνο των πληγών. Συγκεντρωθήκαμε αμέσως στο κέντρο της κάσιας του φορτηγού, για να μη μας φθάνουν οι λόγχες και τα άλλα αντικείμενα που μας τρυπούσαν. Γίναμε όλοι ένας μικρός σωρός, για να προφυλακτούμε. Σε είκοσι περίπου λεπτά, άνοιξε ο μουσαμάς του φορτηγού και είδαμε τι γινόταν εκεί. Πολίτες, στρατιώτες, ακόμη και γυναίκες, όλοι ανάμικτοι, κρατούσαν στα χέρια τους ό,τι φανταστείτε, ξύλα, σιδερολοστούς, όπλα με τις ξιφολόγχες οι στρατιώτες, αγκαθωτά τέλια και κτυπούσαν ανηλεώς τους αιχμαλώτους, που κατέβαιναν από τα αυτοκίνητα. Στη θέα αυτού του δράματος, δε θέλαμε να κατεβούμε από τα φορτηγά. Τελικά οι στρατιώτες μάς τράβηξαν έξω και μας έριξαν σα βορά στο αγριεμένο πλήθος, που διψούσε για αίμα. Άρχισαν να μας κτυπούν από όλες τις πλευρές κι εμείς προσπαθούσαμε μάταια, να προφυλακτούμε, για να αποφύγουμε τις ξυλιές.

Αυτό το κακό συνεχίστηκε για μια περίπου ώρα. Από αυτά που συνέβαιναν εκεί, δεν μπορέσαμε να κοιτάξουμε γύρω μας για να δούμε πού βρισκόμασταν. Σε μια στιγμή βρεθήκαμε χωρίς να το αντιληφθούμε, μπροστά σε μια πύλη-είσοδο, πού έμοιαζε με πύλη σταδίου περισσότερο. Εκεί υπήρχε πολύς συνωστισμός περισσότερο στρατιωτών και αιχμαλώτων.

Διακρίνονταν και αξιωματικοί. Μας έσπρωχναν προς την πύλη και μας κτυπούσαν. Πλησιάζοντας, τα πράγματα ξεκαθάριζαν και κάπου έμπαιναν σε κάποια τάξη. Οι αιχμάλωτοι προχωρούσαν πλέον ένας-ένας μέσα από ένα κανάλι με κάγκελα στο πλάι και έξω από τα κάγκελα ο όχλος που συνέχιζε το έργο του. Δίπλα από την πύλη υπήρχε ένα τραπεζάκι, όπου γινόταν η καταγραφή των αιχμαλώτων. Δίπλα ένας μεγαλόσωμος Τούρκος στρατιώτης διάτασσε τον καθένα μας να σταθεί προσοχή. Αμέσως μετά τον κτυπούσε με μια γερή γροθιά στο πρόσωπο. Αυτό δεν μπορούσε να το αποφύγει κανένας αιχμάλωτος. Άρπαξα κι εγώ με τη σειρά μου μια γερή γροθιά και βρέθηκα πεσμένος στο έδαφος. Με ανασήκωσαν δύο Τούρκοι στρατιώτες και με ακούμπησαν στον τοίχο, για να με ερευνήσουν. Κρατώντας με πισθάγκωνα με οδήγησαν στο εσωτερικό των φυλακών, όπως έκαναν σε όλους.

Ήταν οι περιβόητες φυλακές των Αδάνων. Μεσαιωνικού ρυθμού, με υπόγεια μπουντρούμια και θαλάμους από πάνω. Κατά μήκος των διαδρόμων που οδηγούσαν στους θαλάμους, βρίσκονταν παρατεταγμένοι και στις δύο πλευρές, μεγαλόσωμοι βαριάνοι ντυμένοι στα μαύρα και χτυπούσαν άγρια τους αιχμαλώτους, ενώ τους κουβαλούσαν δύο στρατιώτες κρατώντας τους πισθάγκωνα. Βρέθηκα, χωρίς να το καταλάβω πώς, μέσα σ’ ένα θάλαμο πεσμένος, από το σπρώξιμο, στο έδαφος. Ένας στρατιώτης πρόσεξε ότι φορούσα ακόμη το σταυρό στο λαιμό μου, στράφηκε και τον άρπαξε με μανία, τον έφτυσε και μετά τον έβαλε στην τσέπη του.

Αφού συμπληρώθηκε ένας αριθμός 30-35 ατόμων, έκλεισαν τη σιδερόπορτα του θαλάμου.

Μόλις μείναμε μόνοι μας, αρχίσαμε να κοιταζόμαστε μεταξύ μας και να εξετάζουμε τις πληγές μας από τα κτυπήματα. Πολλοί άρχισαν να διαμαρτύρονται για τη μεταχείρισή μας. Φαίνεται δεν κατάλαβαν ότι βρισκόμασταν στα χέρια των Τούρκων, στην καρδιά της Τουρκίας, μέσα στις φυλακές της Ανατολής. Σε λίγο άνοιξε η σιδερόπορτα και μπήκε ένας Τούρκος αξιωματικός και αφού τοιχοκόλλησε τους κανονισμούς των φυλακών (γραμμένους στα αγγλικά), μας είπε να ξαπλώσουμε και να είμαστε ήσυχοι.

Σε δύο περίπου ώρες και αφού ξημέρωσε για καλά, ήλθε πάλι ένας αξιωματικός και είπε ότι όσοι είναι τραυματισμένοι να ετοιμαστούν και θα τους πάνε στο γιατρό. Κάτι μου έλεγε ότι δε θα ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο, εφ’ όσον δεν είχα πληγές που φαίνονταν να χρειάζονται ραφές. Ετοιμάστηκαν αρκετοί και τους πήγαν στο γιατρό. Όταν επέστρεψαν, μετά από μία-δύο ώρες, μας είπαν ότι μετάνιωσαν που πήγαν, γιατί οι γιατροί ήταν πολύ εχθρικοί. Τους έμπηγαν τις βελόνες, για να τους ράψουν τις πληγές με πολλή βιαιότητα, σκόπιμα για να πονάνε και τους κτυπούσαν άγρια.

Το απόγευμα μάς συγκέντρωσαν σε μια μεγάλη αυλή των φυλακών (όλους τους αιχμαλώτους) και μας μίλησε ο διοικητής των φυλακών. Μας εξήγησε και τους λόγους του ξυλοδαρμού μας και είπε ότι αυτό έγινε, γιατί εμείς οι Έλληνες στην Κύπρο σκοτώνουμε γυναίκες και παιδιά και ότι είμαστε δειλοί. Αλλά μας υποσχέθηκε ότι δε θα μας ξανακτυπήσουν στο στομάχι.

Στις επόμενες 2-3 μέρες , πήραν τα στοιχεία μας, με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, μας έκοψαν τα μαλλιά, μας έβγαλαν φωτογραφία με τον αριθμό αιχμαλώτου στο στήθος και μας πήραν τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Μας τόνισαν επανειλημμένα ότι αν ξανασυλληφθούμε στο μέλλον, θα μας εκτελέσουν αμέσως. Μετά τη διαδικασία αυτή, άρχισαν οι ανακρίσεις. Μας χώρισαν ανά ομάδες (20 άτομα), μας έβαλαν σε ειδικά αυτοκίνητα και μας μετέφεραν στη διοίκηση της στρατιωτικής αστυνομίας, όπου ήταν τα ανακριτήρια. Ήταν και αυτό μια δύσκολη δοκιμασία και αρκετός ξυλοδαρμός από τους κρεμανταλάδες της στρατιωτικής τους αστυνομίας.

Στην ομάδα που πήγα εγώ, έτυχε να βρίσκεται και ο μακαρίτης ο Δημήτρης Στρατής, ο οποίος υπέστη τόσα πολλά κατά τη διάρκεια μιας πολύ σκληρής και βάναυσης ανάκρισης και βασανιστηρίων, όσο κανένας άλλος από εμάς. Λειτουργούσαν ταυτόχρονα 2-3 ανακριτήρια . Στη δική μου περίπτωση την ανάκριση ανέλαβε ένας αξιωματικός που υπόβαλλε τις ερωτήσεις μέσω ενός Τουρκοκύπριου διερμηνέα. Νομίζω ήταν ο γνωστός ΤΚ δικηγόρος Αλή Ντάνα και ένας στρατιώτης, που δακτυλογραφούσε τα πρακτικά. Οι ερωτήσεις ήταν σχεδόν πανομοιότυπες σε όλους, εκτός αν αντιλαμβάνονταν σε κάποια περίπτωση ότι τους έλεγαν ψέματα και τότε τα πράγματα δυσκόλευαν πολύ. Γνώριζαν αρκετά πράγματα για την Ε.Φ., τη στελέχωσή της ακόμα και τα ονόματα πολλών Ελλήνων Αξιωματικών. Στην απάντηση για τον τόπο που υπηρετούσες και πού ήταν το στρατόπεδο, ρωτούσαν και το όνομα του διοικητή ή υποδιοικητή, για να εξακριβώσουν αν έλεγες την αλήθεια. Επειδή σε προηγούμενη σχετική απάντησή μου τους είπα ότι ήμουν τεχνικός στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών, επέμεναν να τους πω αν γνωρίζω για ΤΕΛΕΧ και αν μπορώ να τα επιδιορθώνω. Επέμεινα ότι δε γνωρίζω και ήταν αλήθεια.

Τέλειωσε η ανάκρισή μου, χωρίς να πέσει ούτε χαστούκι. Δε γλίτωσα όμως το ξύλο, μόλις βγήκα έξω από τα ανακριτήρια και με παρέλαβαν οι στρατιώτες, για να με οδηγήσουν σ’ ένα κελί, μέχρι να τελειώσει η ανάκριση όλης της ομάδας.

Λίγο μετά το μεσημέρι, συγκεντρώθηκε όλη η ομάδα στον προθάλαμο του αρχηγείου της στρατιωτικής αστυνομίας. Η ανάκριση είχε τελειώσει. Σε μια στιγμή ήλθε ο λοχαγός, κάτι είπε σε άλλο Τούρκο αξιωματικό δείχνοντας το μ. Δημήτρη Στρατή, που στεκόταν μαζί μας, ημίγυμνος και κρατούσε στο χέρι το πουκάμισό του. Φαινόταν τρομοκρατημένος. Τα κτυπήματα στο γυμνό κορμί του ήταν εμφανή. Ο Τούρκος λοχαγός πλησίασε το Δ. Στρατή, κάτι είπε και έσβησε το τσιγάρο που κρατούσε στο στήθος του. Η ομάδα έφυγε για τις φυλακές των Αδάνων χωρίς τον Στρατή.

Ήταν μεσάνυκτα, τρεις μέρες μετά την ανάκριση. Ανοίγει η σιδερόπορτα του θαλάμου και μπαίνει ένας μόνιμος λοχίας μαζί μ’ ένα στρατιώτη. Μαζί τους ήταν και ο Δημήτρης Στρατής, που ήταν ακόμα ημίγυμνος. Στο χέρι του αυτή τη φορά κρατούσε μια γκρίζα κουβέρτα . Όλοι κοιτάζαμε έκπληκτοι και ξαφνιασμένοι. Ο Τούρκος λοχίας ρώτησε στη γλώσσα του, αν γνωρίζει κανείς μας τουρκικά. Πετάχτηκε ο γνωστός μας Ανδρέας Σεκκίδης (Αλήτης) και είπε πως κάτι ξέρει... και του ζήτησε να πει στο Δημήτρη να μη φοβάται και δεν θα τον ξανακτυπήσουν και να πέσει να κοιμηθεί. Η πόρτα έκλεισε και αμέσως μαζευτήκαμε όλοι γύρω από το Δημήτρη, για να τον βοηθήσουμε και να μάθουμε τι έγινε. Μας είπε ότι τον κτυπούσαν κάτω από τη μέση και τον ρωτούσαν πληροφορίες ακόμα και για την ΕΟΚΑ Β. Τον είχαν κλεισμένο μέσα σε ένα πολύ βρώμικο αποχωρητήριο, γεμάτο ακαθαρσίες. Εκινείτο με πολλή δυσκολία και μας είπε ότι πονεί πολύ το σώμα του από τη μέση και κάτω. Κοιτάξαμε τα πόδια του στα δάκτυλα (ήταν ξυπόλυτος) και προσέξαμε ότι είχαν μελανιάσει σε μεγάλο βαθμό. Του βγάλαμε το παντελόνι, για να δούμε μέχρι πού φθάνει το μελάνιασμα. Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν ανατριχιαστικό. Από τη μέση μέχρι τα νύχια το κορμί του ήταν ολόμαυρο από το ξυλοδαρμό. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Μείναμε όλοι άφωνοι και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Του φορέσαμε το παντελόνι και τον αφήσαμε να ησυχάσει.

Μετά από μερικές μέρες, πριν χαράξει το φως της ημέρας, μάς συγκέντρωσαν όλους στη μεγάλη αυλή των φυλακών. Από τις κινήσεις πού γίνονταν καταλάβαμε ότι κάτι συνέβαινε. Άρχισαν μερικοί να σιγομουρμουρίζουν. Σε λίγο μας έδωσαν ένα σακούλι που είχε μέσα ντομάτα, ψωμί και σαλάμι. Ήταν φανερό ότι μας ετοίμαζαν πάλι για μεγάλο ταξίδι. Μας έβαλαν στα λεωφορεία και ξεκινήσαμε. Μαζί μας ήσαν και τέσσερις ένοπλοι Τούρκοι στρατιώτες, που πηγαινοέρχονταν με τη σειρά στο διάδρομο του λεωφορείου κτυπώντας κάπου κάπου τους αιχμαλώτους.

Νύχτωσε, όταν φθάσαμε κάπου και προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε πού βρισκόμασταν. Μας κατέβασαν στα γρήγορα και μας έσπρωξαν βιαστικά προς το εσωτερικό του κτιρίου πού βρισκόταν μπροστά μας. Ήταν κάποιες άλλες φυλακές. Πιο σύγχρονες. Μας χώρισαν κατά ομάδες και μας έβαλαν σε θαλάμους. Την επομένη το πρωί μας έβγαλαν στην αυλή. Στις φυλακές αυτές υπήρχε μια αυλή για κάθε δύο θαλάμους, που βρίσκονταν στον πρώτο όροφο. Κάτω από τους θαλάμους βρισκόταν μια αίθουσα, τραπεζαρία ίσως. Λίγο αργότερα παρουσιάστηκε μπροστά μας ένας αξιωματικός με μερικούς στρατιώτες, έλεγξαν τον αριθμό των αιχμαλώτων και τα ονόματά μας και μας έδωσαν κάποιες οδηγίες. Το φαγητό θα το φέρνουν, λέει, δύο αιχμάλωτοι για κάθε θάλαμο, από τα μαγειρεία των φυλακών και με τη συνοδεία ενόπλων στρατιωτών.

Στο δικό μας θάλαμο βρίσκονταν και τρεις Ελλαδίτες. Ο Σπύρος, λοχαγός-υποδιοικητής της μοίρας πυροβολικού, που έδρευε στο Τρίκωμο. Ο ανθυπολοχαγός Θανάσης και ο λοχίας της ΕΛΔΥΚ Βαγγέλης. Οι Τούρκοι γνώριζαν γι’ αυτούς. Όρισαν το Λοχαγό για να εκτελεί χρέη Θαλαμάρχη.

Μέχρι το μεσημέρι φαίνονταν όλα ήρεμα. Φώναξαν το λοχαγό να ορίσει 4 άτομα, για να φέρουν το φαγητό, με τη συνοδεία των στρατιωτών. Όταν επέστρεψαν, μετά από είκοσι λεπτά, φαίνονταν τρομαγμένοι αλλά δεν είπαν τίποτα. Το βράδυ δε δέκτηκαν να πάνε οι ίδιοι να φέρουν το φαγητό, χωρίς να πουν το λόγο στο λοχαγό. Πήγαν κάποιοι άλλοι. Όταν επέστρεψαν και αυτοί, διαδόθηκε ότι κατά τη διαδρομή προς τα μαγειρεία, έπεφτε άγριος ξυλοδαρμός από τους στρατιώτες και τους μαγείρους. Η ατμόσφαιρα έγινε βαριά και όλοι μας μείναμε σκεφτικοί και σκυθρωποί.

Το βράδυ, όταν μας έκλεισαν στο θάλαμο και μείναμε μόνοι, ο λοχαγός μας μάζεψε κοντά του και μας ανέφερε το περιστατικό και εισηγήθηκε να πηγαίνουμε με τη σειρά για τη μεταφορά του φαγητού, για να μοιραζόμαστε το ξύλο. Θα αρχίζαμε από την επομένη με τη σειρά που είχαν τα κρεβάτια μας. Μετρούσαν όλοι τις μέρες πότε θα έρθει η σειρά τους για το ξύλο.

Η δική μου η σειρά ήρθε μετά από τρεις μέρες. Θα πήγαινα μαζί με άλλους τρεις για το μεσημεριανό. Προετοιμάστηκα ψυχολογικά, πήρα τη μία από τις δύο χύτρες και περίμενα με τους υπόλοιπους να έλθουν οι στρατιώτες να μας φωνάξουν. Σε λίγο ακούσαμε τις φωνές τους και ξεκινήσαμε μαζί τους. Μόλις πήραμε το διάδρομο, άρχισα να διερωτούμαι πότε θα άρχιζαν το ξύλο. Μα σκέφτηκα ότι μπορεί αυτοί να ήσαν καλοί και να μη θέλουν να μας κτυπήσουν. Φαίνεται ότι έτσι ήθελα να ελπίζω εκείνη την ώρα. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου κι έπεσε η πρώτη ξυλιά με τον υποκόπανο του όπλου. Τα όπλα που κρατούσαν ήταν τύπου Μ1 ημιαυτόματα αμερικανικής προέλευσης. Μετά άρχισαν να μας κλοτσούν ταυτόχρονα καθώς μας κτυπούσαν με τα όπλα.

Ο διάδρομος ήταν μακρύς και μετά κατεβήκαμε σκάλες, άλλος διάδρομος άρχισε κι αυτός μακρύς και οι στρατιώτες να μας κτυπούν συνέχεια. Εμείς, αμίλητοι, προσπαθούσαμε να προφυλακτούμε. Φθάσαμε στα μαγειρεία και εκεί μας υποδέχθηκε ένας μάγειρας, που άρχισε να μας κτυπά με την κουτάλα. Μετά σταμάτησαν όλοι και μας κοιτούσαν. Ήρθε κοντά μου ένας στρατιώτης και έκανε νόημα να κλείσω τα μάτια και ν’ ανοίξω το στόμα μου. Αμέσως μου έχωσε μια χούφτα αλάτι χοντρό που είχε κρυμμένο στο χέρι του και με φοβέριζε με το όπλο του να μην το φτύσω. Δεν άντεξα πολύ, το έφτυσα και «έφαγα» μια γροθιά στο στομάχι. Μετά μας έβαλαν και τους τέσσερις να γονατίσουμε κάτω. Μας καβαλίκεψαν, σαν να ήμασταν γαϊδούρια και μας κτυπούσαν στα πισινά και οι άλλοι μας έκαναν νοήματα, για να περπατάμε στα τέσσερά μας γύρω από το καζάνι με το φαγητό. Μας πονούσαν τα γόνατα από το τρίψιμο στο ανώμαλο έδαφος. Αυτοί γελούσαν και διασκέδαζαν. Δεν άντεξα άλλο, σταμάτησα και έπεσα στο έδαφος. Με σήκωσαν δύο στρατιώτες και σταμάτησαν και οι άλλοι.

Μας γέμισαν τις δύο χύτρες. Πήραμε οι δύο τη μία και την άλλη οι άλλοι δύο και ξεκινήσαμε. Η χύτρα ήταν βαριά και το ζουμί που είχε μέσα (μελιντζάνες βραστές-μέλανας ζωμός) ζεμάτιζε. Το ξύλο όμως ξύλο – οι στρατιώτες τη δουλειά τους. Και δεν έφτανε αυτό... Προσέχαμε να μη χύσουμε το ζεματιστό ζωμό πάνω μας. Σ’ εκείνη τη διαδρομή συναντήσαμε μια άλλη ομάδα, από τέσσερις αιχμαλώτους, που κατευθύνονταν στην αντίθετη πορεία. Ανάμεσά τους και ο Δ. Στρατής, πού έσερνε τα πόδια του και δεχόταν κι αυτός τα κτυπήματα. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας και συνεχίσαμε την πορεία μας. Ήταν η τελευταία φορά που είδα ζωντανό το Δημήτρη. Πέθανε την επομένη της επιστροφής μας στην Κύπρο.

Αυτό, που φοβόμασταν πως θα συνέβαινε με τις χύτρες, έγινε σε μια από τις διαδρομές, όταν δύο νεαροί αιχμάλωτοι, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν το ξύλο, έχασαν την ισορροπία τους, κατρακύλησαν από τις σκάλες και περιλούστηκαν το ζεματιστό περιεχόμενο της χύτρας... Έγινε μπροστά στα μάτια μας, γιατί εκείνη τη στιγμή αρκετοί από μας ήσαν συγκεντρωμένοι στην αρχή της σκάλας και περίμεναν το φαγητό. Παρ’ ολίγο να δημιουργηθεί σοβαρό επεισόδιο, όταν μερικοί αιχμάλωτοι δε συγκρατήθηκαν και όρμησαν εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι πράγματι ξαφνιάστηκαν από την αντίδρασή μας και έκαναν πίσω. Η επέμβαση όμως του λοχαγού Σπύρου, που με αγωνία μας προέτρεπε να συγκρατηθούμε και με αρκετές παραινέσεις, απέτρεψε το χειρότερο. Θυμάμαι τα λόγια του να ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου: «Πού νομίζετε ότι βρίσκεστε, ρε; Αν κτυπήσετε Τούρκο εδώ μέσα θα σας εξαφανίσουν – θα χαθείτε και κανένας δε θα σας βρει ποτέ!» και μας έσπρωχνε με βία προς τα πίσω. Το καθημερινό μαρτύριο γι’ αυτούς που πήγαιναν για τη μεταφορά του φαγητού, συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της κράτησής μας στις φυλακές του Αντίγιαμαν.

Την επόμενη Κυριακή μεσημέρι, περιμέναμε να μας φωνάξουν για τη μεταφορά του φαγητού. Προσέξαμε ότι καθυστερούσα. Βρισκόμασταν όλοι μαζεμένοι στην αυλή των φυλακών. Ήταν ένας χώρος 10-15 μέτρα περίπου, περιτοιχισμένος με πανύψηλο τοίχο, ύψους 6 περίπου μέτρων. Ακούσαμε κάτι σα βουητό και κάποιο θόρυβο πού έμοιαζε με κόψιμο ξύλων με τσεκούρι, που ερχόταν από τη διπλανή αυλή του άλλου θαλάμου και απορούσαμε τι συνέβαινε.

Σε λίγο, όλες μας οι απορίες λύθηκαν. Μια ομάδα από δέκα περίπου στρατιώτες, όρμησαν στην αυλή των θαλάμων. Δύο από αυτούς κρατούσαν αυτόματα όπλα και οι υπόλοιποι κρατούσαν ξύλα και τις στρατιωτικές τους ζώνες. Το τι θα γινόταν ήταν φανερό. Μαζευτήκαμε όλοι σε μια γωνιά του τοίχου της αυλής, για να προστατευτούμε. Οι στρατιώτες μάς πλησίασαν και άρχισαν να μας κτυπούν. Φαίνεται όμως πώς δεν τους άρεσε έτσι που ήμασταν στριμωγμένοι – δεν τους βόλευε. Απομακρύνθηκαν μερικά μέτρα από κοντά μας και με την απειλή των όπλων, μας διέταξαν να μπούμε στη γραμμή και να περνούμε ένας-ένας, αργά, από μπροστά τους, για να μας κτυπούν όσο ήθελαν. Αυτό συνεχίστηκε για μία και πλέον ώρα. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας, δύο Τούρκοι στρατιώτες ξεμονάχιασαν τον Έλληνα λοχαγό που ήταν μαζί μας και τον περιποιήθηκαν ιδιαιτέρως. Μέχρι και τα νύχια των ποδιών του τα έλιωσαν, πατώντας τον με μανία με τις στρατιωτικές τους αρβύλες (ήταν ξυπόλητος).

Σε μια στιγμή αντιλήφθηκα ένα δόκιμο αξιωματικό να παρακολουθεί τη σκηνή του ξυλοδαρμού από ένα μικρό παράθυρο, πού έβλεπε στην αυλή των φυλακών από το κεφαλόσκαλο.

Μόλις τέλειωσαν το έργο τους, μας είπαν να στείλουμε τέσσερα άτομα για τη διαδικασία του φαγητού.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας και ενώ καθόμασταν όλοι χάμω στην αυλή, αμίλητοι και συλλογισμένοι, αντιληφθήκαμε τον ερχομό των στρατιωτών που κατέβαιναν τις σκάλες. Ανασηκωθήκαμε τρομαγμένοι. Ήταν ο δόκιμος αξιωματικός με τρεις στρατιώτες. Μας διέταξαν να καθίσουμε κάτω – οι διαθέσεις τους φαίνονταν διαφορετικές από προηγουμένως. Ζήτησαν κάποιον από μας που μιλούσε τούρκικα, για να μεταφράζει.

Ήθελαν, μετά όσα έγιναν, να τους τραγουδήσουμε. Ήταν εξευτελιστικό.

Αρνηθήκαμε. Μας διέταξαν και πάλι. Εμείς μείναμε σιωπηλοί. Άρχισαν να αγριεύουν και διέταξαν ξανά να πούμε ένα τραγούδι. Φοβηθήκαμε πως θα άρχιζαν πάλι το ξύλο και αρχίσαμε σιγά-σιγά να σιγοτραγουδούμε ένα τραγούδι. Δεν ξέρω πώς, γιατί και με ποια έμπνευση και κουράγιο βρέθηκε στα χείλη μας και τελικά τραγουδήσαμε, αρκετά καλά, το «βράχο-βράχο τον καημό μου». Οι Τούρκοι στρατιώτες έφυγαν, αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες μεταξύ τους.

Περνούσαν οι μέρες εκεί στην περιτοιχισμένη αυλή και βλέπαμε μόνο τον ουρανό περιμένοντας καρτερικά τη λύτρωσή μας. Δεν γνωρίζαμε, ούτε μπορούσαμε να μάθουμε τι συνέβαινε στη Κύπρο και πού βρίσκονταν οι οικογένειές μας. Ένα απόγευμα, ενώ καθόμασταν στην αυλή, ένα φίδι έπεσε μπροστά μας από τον ψηλό τοίχο. Σηκωθήκαμε να το σκοτώσουμε. Ο Τάσος μας είπε να το αφήσουμε, γιατί είναι καλό σημάδι να δεις φίδι μπροστά σου. Εμείς όμως το σκοτώσαμε.

Τα μεσάνυκτα άνοιξε με το γνωστό θόρυβο η σιδερόπορτα του θαλάμου. Ανασηκωθήκαμε από τα κρεβάτια μας. Ένας Τούρκος αξιωματικός μαζί με δύο στρατιώτες και τον Ανδρέα, το διερμηνέα, άρχισε να φωνάζει ονόματα από ένα κατάλογο που κρατούσε. Φώναξε, νομίζω, 7-8 ονόματα και ο Ανδρέας μετά ανέφερε ότι αυτοί που άκουσαν το όνομά τους να ετοιμαστούν αμέσως και θα φύγουν. Μετά μας εξήγησε ότι μαζεύουν τους δασκάλους και τους φοιτητές, για να τους στείλουν πίσω στη Κύπρο. Θα ήταν μέσα του Σεπτέμβρη, που θα άρχιζαν τα σχολεία. Ο Τάσος, που άκουσε και αυτός το όνομά του (είναι δάσκαλος), ανέπνευσε και μου ψιθύρισε στο αυτί « Είδες που σας έλεγα για το φίδι;» «Είδα κι εγώ το φίδι, αλλά εγώ δεν θα φύγω», του απάντησα αστειευόμενος. Όμως ήταν και για μας τους υπόλοιπους ένα χαρμόσυνο μήνυμα. Είπα στον Τάσο, που είναι σύγαμπρός μου, να πάρει μήνυμα στη γυναίκα μου, αν τα καταφέρει και να της πει ότι είμαι καλά.

Οι επόμενες μέρες περνούσαν με τα ίδια όπως και τις προηγούμενες. Οι ξυλοδαρμοί ήταν πολύ συχνό φαινόμενο ακόμα και στο ιατρείο από τους Τούρκους γιατρούς. Όμως υπήρχε μέσα μας η αναπτερωμένη ελπίδα, πως θα ερχόταν και η δική μας λευτεριά και να επιστρέψουμε στην Κύπρο.

Μια μέρα δημιουργήθηκε αναταραχή μεταξύ μας, όταν κάποιοι από μας, την ώρα που ο λοχαγός μας μοίραζε το φαγητό από τη χύτρα, αντιλήφθηκαν να επιπλέει μέσα στη χύτρα ένα μισοδιαλυμένο ποντίκι. Ο λοχαγός το είχε αντιληφθεί από την αρχή και προσπαθούσε να μας το κρύψει με τρόπο, αλλά δεν τα κατάφερε. Μας εξήγησε μετά ότι το έκανε, για να μη μείνουμε νηστικοί και εφόσον ήταν μαγειρεμένο δε θα μας έβλαπτε. «Δε φτάνει που είναι λίγο το φαγητό... να το πετάμε;» Μας έπεισε και το φάγαμε.

Μετά από μερικές μέρες διαδόθηκε από κάποιους πού πήγαν στο γιατρό, ότι ήρθαν στις φυλακές εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.

Σε λίγο εμφανίστηκαν στην αυλή των φυλακών μερικοί Τούρκοι κρατώντας ένα δίκτυ και μια μπάλα του βόλεϊ. Έδεσαν το δίκτυ σε δύο πασσάλους που βρίσκονταν εκεί και μας φώναξαν να παίξουμε μαζί τους. Ήταν φανερό ότι ήθελαν να δείξουν στους ανθρώπους του Ε.Σ. πόσο καλοί ήταν μαζί μας. Προσπαθήσαμε να παίξουμε, όμως τα πόδια μας δεν μας κρατούσαν.

Λύγιζαν τα γόνατά μας από την αδυναμία και πέφταμε κάτω. Μετά φώναζαν άλλους να πάρουν τη θέση μας, μήπως και αντιληφθούν οι άνθρωποι του Ε. Σ. κάτι.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της κράτησής μας δεν πήραμε κανένα μήνυμα μέσω του Ε.Σ., παρόλο πού μερικές φορές μας έδιδαν οι Τούρκοι ειδικά έντυπα (του Ερυθρού Σταυρού) και γράφαμε μηνύματα στους δικούς μας. Τα μηνύματα αυτά, πού στείλαμε από τις φυλακές της Τουρκίας, έφθασαν στην Κύπρο στα μέσα Νοεμβρίου, όταν είχαμε ήδη ελευθερωθεί. Προσωπικά άκουσα από το ΡΙΚ, πού μετέδιδε εκείνο τον καιρό μηνύματα, ότι η γυναίκα μου είχε μήνυμα στον Ερυθρό Σταυρό και την καλούσαν να το παραλάβει. Πήγα να δω τι γίνεται και μου έδωσαν το πρώτο μήνυμα, πού έστειλα εγώ ο ίδιος από τα Άδανα προς τη γυναίκα μου.

Τις επόμενες μέρες και ιδιαίτερα τις Κυριακές μας επισκέπτονταν διάφοροι πολίτες με τις οικογένειές τους, πού τους συνόδευαν Τούρκοι αξιωματικοί και μας κοίταζαν περίεργα.

Πλησιάζαμε στα μέσα του Οκτώβρη και περιμέναμε να έρθει και για μας η μέρα της επιστροφής, αλλά δεν φαινόταν κανένα σημάδι για κάτι τέτοιο. Το πιο περίεργο ήταν, ότι οι Τούρκοι στρατιώτες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πάρουν τα παπούτσια από τους λίγους, πού τους είχαν απομείνει παπούτσια στα πόδια. Ίσως να άκουσαν ότι θα φεύγαμε και ήθελαν να τα πάρουν. Τους προσέξαμε από την αρχή ότι είχαν βάλει στο μάτι τα παπούτσια μας και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή, για να τα πάρουν.

Ήταν 17 ή 18 του Οκτώβρη, όταν μας συγκέντρωσαν όλους σ’ ένα μεγάλο και φαρδύ διάδρομο των φυλακών που κατέληγε σ’ ένα πιο ευρύχωρο δωμάτιο σαν μεγάλη σάλα. Φώναξαν τους θαλαμάρχες και, απ’ ό,τι ακούσαμε, θα είχαν συνάντηση με τους εκπροσώπους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, για να τους πουν, αν είχαμε παράπονα και πώς περνούσαμε. Η συνάντηση πράγματι έγινε με την παρουσία των Τούρκων αξιωματικών και φυσικά οι θαλαμάρχες τους είπαν ότι περνούσαμε καλά. Μετά πέρασαν όλοι μαζί από κοντά μας, για να μας δουν. Ο επικεφαλής του Ερυθρού Σταυρού μας είπε να κάνουμε υπομονή και ότι γίνονται προσπάθειες, για να μας ελευθερώσουν. Ήταν η πρώτη φορά που είδαμε ανθρώπους του Ε. Σ. από τη μέρα που μας μετέφεραν στην Τουρκία και πράγματι ανασάναμε.

Οι ελπίδες μας τώρα ήταν αρκετά βάσιμες. Τις μέρες που ακολούθησαν, μερικοί Τούρκοι στρατιώτες άρχισαν να μας κάνουν νοήματα και να μας λεν τη λέξη «Κίπρις», τάχα ότι πάμε στη Κύπρο. Την επόμενη μέρα, γύρω στις 2-3 η ώρα το πρωί, ακουόταν κάτι που έμοιαζε με κατάσταση ετοιμασιών. Γρήγορα βήματα έξω από το θάλαμο, ομιλίες και άλλοι θόρυβοι, μας έκαναν να ανασηκωθούμε από τα κρεβάτια προσπαθώντας να μαντέψουμε τι συνέβαινε. Πάντα φυσικά στη σκέψη μας, αν ήρθε η ώρα της επιστροφής.

Σε λίγο άνοιξε η σιδερόπορτα. Μας φώναξαν βιαστικά να βγούμε έξω. Μας οδήγησαν στο μεγάλο διάδρομο και μας έδωσαν από ένα σακούλι με λίγο ψωμί και ελιές. Άρχισαν να μας οδηγούν προς την έξοδο των φυλακών και συνάμα άρχισαν πάλι να μας κτυπούν, ιδιαίτερα πάνω στις σκάλες, όπου δεν μπορούσαμε να βιαστούμε. Στην έξοδο των φυλακών περίμεναν τα λεωφορεία, με αναμμένες τις μηχανές και τα φώτα τους.

Σε λίγο ξεκίνησε η πομπή των λεωφορείων, αφού μπήκε μπροστά ένα περιπολικό της Αστυνομίας κι ένα στρατιωτικό τζιπ. Μέσα στο λεωφορείο είχαν μπει και τέσσερις Τούρκοι στρατιώτες ένοπλοι. Κάθε λίγα λεπτά σηκωνόταν ένας Τούρκος στρατιώτης, από τα μπροστινά καθίσματα και άρχιζε να μας κτυπά, ιδιαίτερα αυτούς που κάθονταν στην πλευρά του διαδρόμου, στο κεφάλι, το σβέρκο, στους ώμους και όπου αλλού τον βόλευε. Αφού δέχτηκα και εγώ κάμποσες ξυλιές, σκέφτηκα να μαζέψω τους ώμους μου και το σβέρκο και χαμήλωσα το κορμί μου για να προστατευτώ. Ο Τούρκος στρατιώτης το αντιλήφθηκε και πλησιάζοντάς με παράτησε το όπλο του και μου έδωσε μια δυνατή πλάγια γροθιά στον κρόταφο και τη δεξιά σιαγόνα. Το δεξιό μέρος της κεφαλής μου είχε, σε λίγο, φουσκώσει και το στόμα μου άνοιγε με δυσκολία.

Φτάσαμε στις φυλακές των Αδάνων, γύρω στις 2 το μεσημέρι. Υπήρχε πολλή κινητικότητα και όλα μαρτυρούσαν ότι γίνονται προετοιμασίες για την επιστροφή μας. Κάποιοι από μας είπαν ότι είδαν να κινούνται στις φυλακές, άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού.

Μας συγκέντρωσαν όλους και μας μίλησε ο διοικητής των Φυλακών, μέσω Διερμηνέα. Μας χώρισαν σε ομάδες, άλλους δεξιά και άλλους αριστερά.

Δε θυμάμαι ποια ομάδα τελικά ξεκίνησε πρώτη. Βγαίνοντας έξω από τις φυλακές των Αδάνων, για να μπούμε στα λεωφορεία, έπεφτε πάλι ξύλο. Σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκα έναν άνδρα του Ερυθρού Σταυρού να παρακολουθεί από ψηλά.

Μπήκαμε στα λεωφορεία, χωρίς να μας δέσουν τα μάτια και μας μετέφεραν δίπλα από το ναύσταθμο της Μερσίνας, όπου βρίσκονταν πολλά πλοία πολεμικά. Μας έμπασαν σ’ ένα αποβατικό σκάφος και σε μία περίπου ώρα το πλοίο άρχισε να κινείται, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Σε κάποια στιγμή έκαμε την εμφάνισή του ο εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού. Είχε προκληθεί αναταραχή, όταν κάποιος αιχμάλωτος, που ήταν Επιληπτικός, σηκώθηκε από χάμω και κατευθύνθηκε σαν υπνωτισμένος προς το μέρος των στρατιωτών που μας φρουρούσαν. Του φώναζαν να σταματήσει, αλλά αυτός συνέχιζε. Όπλισαν και τον σημάδεψαν, για να τον πυροβολήσουν. Εμείς δεν τολμούσαμε να σηκωθούμε. Άρχισαν να πυροβολούν. Τους φωνάζαμε και τους κάναμε νοήματα ότι είναι άρρωστος, αλλά αυτοί τίποτα. Τότε ένας από εμάς, που ήταν πιο κοντά του, τον άρπαξε από τα πόδια και αυτός έπεσε κάτω. Τότε εμφανίστηκε ο εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού και πήραμε θάρρος.

Ήταν Κυριακή πρωί, γύρω στις 6, όταν το πλοίο σταμάτησε. Άνοιξε η μεγάλη του πόρτα και είδαμε το φως της ημέρας. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πού βρισκόμασταν. Έξω υπήρχαν πολλά λεωφορεία και κινούνταν αρκετοί «αστυνομικοί». Βρισκόμασταν πάλι πίσω στην πατρώα γη. Στο Νησί, κοντά στη Γλυκιώτισσα. Μπήκαμε στα λεωφορεία.

Φτάσαμε στην Κερύνεια από δυτικά και κοιτάζαμε να δούμε ξανά την αγαπημένη πόλη. Τεράστιες τούρκικες σημαίες κρέμονταν από τα μπαλκόνια των σπιτιών της οδού Ελλάδος. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει.

Ήταν Κυριακή πρωί. Πήραμε το δρόμο προς τη Λευκωσία. Ρωτήσαμε τους Τουρκοκύπριους «αστυνομικούς» τι γίνεται στην Κύπρο. Μας είπαν ότι τα πράγματα είναι ήσυχα.

Μας μετέφεραν στις παλιές αποθήκες της ΚΕΟ, κοντά στη γραμμή αντιπαράταξης στη Λευκωσία. Ήταν ο προθάλαμος για την ελευθερία. Οι Τούρκοι «αστυνομικοί» που ήταν εκεί, μας είπαν ότι όσοι θέλουν μπορούν να ζητήσουν να μείνουν στις κατεχόμενες περιοχές, αν οι οικογένειές τους βρίσκονταν ακόμα εκεί. Ρωτήσαμε να μας πουν τι απόγιναν οι οικογένειές μας στο Πέλλαπαϊς. Μας είπαν ότι είναι όλοι εκεί από την ημέρα της σύλληψής μας.

Σκέφτηκα ότι, εφόσον η οικογένεια μου βρισκόταν ακόμα στο Πέλλαπαϊς θα έπρεπε σίγουρα να επιστρέψω κοντά τους. Ιδιαίτερα ανησυχούσα για τη γυναίκα μου, που, όταν έφυγα, ήταν έγκυος και το μικρό μας κοριτσάκι μόλις 16 μηνών. Όταν σε κάποια στιγμή είπα σε εκπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού ότι πρέπει να επιστρέψω στο Πέλλαπαϊς, αυτός μου υπέδειξε να μην το κάνω και μου εξήγησε αρκετά πράγματα. Όμως εγώ δεν πείστηκα.

Γύρω στα μεσάνυκτα, ήλθαν μηνύματα από τον Ερυθρό Σταυρό και πήρα και εγώ μήνυμα από τη γυναίκα μου. Είχε ημερομηνία 20 Οκτωβρίου και μου έγραφε ότι άκουσαν από το ραδιόφωνο πως άρχισε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων και με πληροφόρησε πως και η ίδια είχε ζητήσει να έλθει στις ελεύθερες περιοχές, για να γεννήσει . Έτσι αποφάσισα κι εγώ να αλλάξω την απόφασή μου και να μεταβώ στις ελεύθερες περιοχές.

Τη νύχτα σχεδόν δεν κοιμηθήκαμε . Γύρω στις 3 το πρωί ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη και αμέσως άρχισε μια σφοδρή ανταλλαγή πυρών. Τροχιοδεικτικές και βαριά πολυβόλα, δημιούργησαν πανδαιμόνιο. Οι Τούρκοι μας είπαν να πέσουμε κάτω. Όταν τους ρωτήσαμε τι συμβαίνει μας είπαν ότι οι δικοί μας έριξαν χειροβομβίδα σε τούρκικο φυλάκιο.

Στις 22 του Οκτώβρη, γύρω στις 9 το πρωί, ήλθαν τα λεωφορεία και φαίνονταν όλα έτοιμα για την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Μας μετέφεραν στο Λήδρα Πάλας. Μπήκαν στα λεωφορεία άνδρες των Η.Ε. που μας καλωσόρισαν και μας πρόσφεραν λεμονάδα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν λεωφορεία με Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους, που σταμάτησαν στην αντίθετη με τη δική μας πλευρά. Είδαμε το πρώτο λεωφορείο να αδειάζει και οι Τουρκοκύπριοι που βγήκαν, κατευθύνθηκαν προς την πλευρά μας. Εδώ πρόσεξα κάτι σημαντικό. Οι Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι κατέβηκαν από τα λεωφορεία με τις βαλίτσες τους, χτενισμένοι, ξυρισμένοι, λες και πήγαιναν εκδρομή. Εμείς ρακένδυτοι, με γενειάδα, ξεσχισμένα ρούχα, ξυπόλυτοι. Τελικά ξεκινήσαμε προς τις ελεύθερες περιοχές και την ελευθερία.

Μας οδήγησαν προς την Ξενοδοχειακή Σχολή. Εκεί βρισκόταν πλήθος ανθρώπων κάθε ηλικίας, που μαζεύτηκε, άλλοι για να μας υποδεχτούν, συγγενείς και φίλοι και άλλοι για να ρωτήσουν για τους δικούς τους που περίμενα.

Είδαμε πάρα πολλούς να κρατούν φωτογραφίες ανθρώπων δικών τους και να τους ψάχνουν. Μεγάλες πινακίδες γεμάτες από φωτογραφίες ατόμων που αγνοείτο η τύχη τους. Εκείνη τη στιγμή ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα τι συνέβαινε. Ήταν η αρχή ενός άλλου δράματος. Ήταν το μέγα δράμα των αγνοουμένων και των συγγενών τους σε όλο του το μεγαλείο.

Η χαρά της απελευθέρωσής μας, μετατράπηκε σε πίκρα και θλίψη γι αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μπορούσαμε να χαρούμε άλλο την ελευθερία μας, όταν ανάμεσά μας εκείνη τη στιγμή βλέπαμε ανθρώπους να κλαίνε και να αγωνιούν, κρατώντας στο χέρι μια και δυο φωτογραφίες.

Εδώ βασικά τελειώνει το οδοιπορικό μιας πορείας, που για μας άρχισε στις 2 Αυγούστου και τέλειωσε στις 22 Οκτωβρίου 1974.

Από εδώ κι εμπρός αρχίζει η αναζήτηση των συγγενών και οι προσπάθειες για να ξανασμίξουμε με τις οικογένειές μας. Γι’ αυτούς που, έστω και μετά από αρκετές ταλαιπωρίες, μπόρεσαν να βρουν ζωντανούς τους δικούς τους, έστω κάτω από ένα αντίσκηνο και να ξανασμίξουν μαζί τους, ήταν το καλύτερο που όλοι προσμέναμε και παρακαλούσαμε το Θεό. Γι’ αυτούς όμως, που μετά την απελευθέρωσή τους ανακάλυψαν ότι κάποιοι από τους δικούς τους σκοτώθηκαν ή χάθηκαν και αγνοείται η τύχη τους, γι αυτούς το δράμα συνεχίζεται και μόνο ο Θεός γνωρίζει πότε αυτοί οι άνθρωποι θα βρουν τη λύτρωσή τους.


http://mkp-archive.blogspot.gr/2014/06/2-22-1974.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου