Του Δημοσθένη Κούκουνα
Πολλές συζητήσεις έχει προκαλέσει
κατά το παρελθόν το πώς έπρεπε να κυβερνηθεί η Ελλάδα αφότου περιήλθε υπό
κατοχικό καθεστώς. Τι θα ήταν ωφελιμότερο, προτεκτοράτο ή διευθυντήριο από
ανώτερους υπαλλήλους; Ή μήπως μία αναβίωση του παλαιού θεσμού της
δημογεροντίας;
Οποιοσδήποτε προβληματισμός είναι
συζητήσιμος, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι τον κυρίαρχο λόγο είχε ο
νεοαφιχθείς κατακτητής, ο οποίος βεβαίως είχε δικές του αντιλήψεις, κάπως
ασαφείς στην αρχή. Και αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τις αγκυλώσεις και να δούμε
σε πραγματική ιστορική βάση τα γεγονότα, θα πρέπει να αποφύγουμε προκαταλήψεις,
ιδεοληψίες και εμμονές. Και μάλλον αστόχαστο είναι κάποιοι να επιμένουν να
βλέπουν ιστορικά ζητήματα τέτοιου μεγέθους, όπως εν προκειμένω η Κατοχή, σε
τόσο περιορισμένους ορίζοντες.
Όσο τα γεγονότα που με
συμπεπυκνωμένη ταχύτητα διαδραματίζονται τον Απρίλιο του 1941 είναι
καθοριστικά, άλλο τόσο και τα αντίστοιχα του Μαΐου 1941 έχουν ανάλογη
σπουδαιότητα. Για μερικές μέρες έχουμε σε παράλληλους δρόμους δύο ελληνικές
κυβερνήσεις, που θα ήταν υπεραπλούστευση να χαρακτηρίσουμε ελαφρά τη καρδία τη
μία ως πατριωτική και την άλλη ως προδοτική.
Επιχειρείται να υπάρξει ένα
ελληνικό νησιωτικό κράτος με έδρα την Κρήτη, ενώ παράλληλα υπάρχει και το άλλο
υπό Κατοχή κράτος με έδρα την Αθήνα. Στην αρχική φάση της Κατοχής, ο Τσουδερός,
μόλις εγκαθίσταται στην Κρήτη, παρέχει κάποια στήριξη στον νεοδιορισμένο
υπουργό του επί των νήσων Αιγαίου Περικλή Αλ. Αργυρόπουλο για να στήσει το
ελληνικό νησιωτικό κράτος υπό την αίρεση ότι οι Γερμανοί δεν θα προχωρούσαν
στην κατάληψη της Κρήτης ή σ’ αυτή την περίπτωση ότι η άμυνα θα ήταν
αποτελεσματική, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι οι Βρετανοί θα διέθεταν τις
δυνάμεις που αναγκαιούσαν. Στην ίδια αυτή πρώιμη εποχή, ο Τσολάκογλου
αναλαμβάνει την ηγεσία της κατοχικής κυβέρνησης με συγκεκριμένους στόχους,
ευελπιστώντας ότι οι Ιταλοί θα ικανοποιηθούν και θα αρκεσθούν με τις απαιτήσεις
τους περί Επτανήσου και Θεσπρωτίας, χωρίς να καταφέρουν να καταστήσουν ιταλικό
προτεκτοράτο όλη την απολειπόμενη Ελλάδα, οι δε Γερμανοί θα συνεχίσουν να έχουν
την πρωτοκαθεδρία στην κατοχή της Ελλάδος.
Υπήρχαν, σ’ αυτή τη σύντομη αρχική
περίοδο, στο ελληνικό έδαφος, που είχε πλέον κολοβωθεί με τη βουλγαρική κατοχή
στην Ανατ. Μακεδονία και τη Δυτ. Θράκη, δύο ελάσσονες (και κατά κάποιο τρόπο
ανταγωνιστικές) κυβερνήσεις, που έτρεφαν δύο διαφορετικά μεγαλόπνοα σχέδια, ένα
η καθεμιά για λογαριασμό της. Η κυβέρνηση Τσουδερού είχε την πεποίθηση, έστω
και πρόσκαιρα, ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει το νησιωτικό κράτος, που θα
περιελάμβανε την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου, υπό την προστασία της
βρετανικής συμμαχίας, και ακόμη ότι θα μπορούσε να το διατηρήσει ενόσω
συνεχιζόταν ο παγκόσμιος πόλεμος, χάρη στο ναυτικό και την αεροπορία των
Άγγλων. Επρόκειτο για μια έωλη σκέψη, η οποία άλλωστε πολύ σύντομα διαψεύστηκε
από την πορεία των γεγονότων, όταν αποκαλύφθηκε ότι η Αγγλία δεν ήταν σε θέση
να διαθέσει τις απαραίτητες δυνάμεις για να συντηρηθεί ο κυματισμός της
ελληνικής σημαίας στο Αιγαίο, πολύ δε περισσότερο δεν επαρκούσε για να
εξασφαλίσει την κρητική άμυνα.
Ο Εμμανουήλ Τσουδερός, άνθρωπος
έμπειρος και πρακτικός, συνειδητοποίησε ευθύς από τις πρώτες μέρες που έφθασε
στην Κρήτη, ότι δεν είχε γίνει προετοιμασία της άμυνάς της, παρά το γεγονός ότι
η Βρετανία είχε αναλάβει αυτή την ευθύνη και δη εν λευκώ από πολλών μηνών. Η
ρομαντική σκέψη της δημιουργίας νησιωτικού κράτους, που αφέθηκε στον Περ. Α.
Αργυρόπουλο να την πρεσβεύει για μερικές ακόμη μέρες, κατέρρευσε, λόγω της
βρετανικής αδυναμίας ή αδιαφορίας. Και, βεβαίως, εγκαταλείφθηκε, μέχρι να
ανασυρθεί υπό άλλο σχήμα το φθινόπωρο του 1943, όταν είχε καταρρεύσει η Ιταλία,
για να διαπιστωθεί και πάλι ανεφάρμοστη.
Το άλλο ρομαντικό σχέδιο, που
είναι εξαιρετικά άγνωστο πόσο καλά το είχε συνειδητοποιήσει ως εφικτό ο ίδιος ο
στρατηγός Τσολάκογλου, αφορούσε τη μετατροπή της κατεχόμενης Ελλάδος σε
δορυφόρο κράτος του Άξονα, το οποίο όμως θα επιχειρούσε να δικαιωθεί όταν
τελείωνε ο πόλεμος με εδαφικές ανακατατάξεις, ακόμη και με την ελληνική επάνοδο
στη Μικρά Ασία[1]. Από τα γερμανικά αρχεία,
αλλά ακόμη και από τα βρετανικά, προκύπτει ότι το «σενάριο» αυτό, όχι μόνον
ήταν υπαρκτό, αλλά ότι για κάποιο διάστημα θεωρήθηκε πολύ πιθανό να εφαρμοσθεί.
Ήταν ένα σενάριο, που κάποιους βόλευε και κάποιους άλλους όχι. Σ’ αυτή την
πρώτη φάση της πιθανολόγησής του, που οριοθετείται από τη γερμανική εισβολή
μέχρι την ιταλική είσοδο στην Αθήνα, ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του ήταν ο
νεοδιορισμένος Γερμανός πληρεξούσιος του Ράιχ για την Ελλάδα Γκύντερ
Άλτενμπουργκ[2], ο οποίος και κατέβαλε
μέχρι τέλους πολλές προσπάθειες για να το κάνει πράξη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το
ενδεχόμενο προκαλούσε την αποστροφή της Ιταλίας, η οποία ήθελε να είναι σαφής
και αδιαπραγμάτευτη η κυριαρχία της επί της Ελλάδος, επικαλούμενη δημοσίως τα
περί ζωτικού χώρου της στη Μεσόγειο.
Μετά την αποτυχία της εαρινής επίθεσης του Μαρτίου, η
Ιταλία έμεινε να παρακολουθεί τις στρατιωτικές εξελίξεις σε ό,τι αφορούσε την
Ελλάδα. Συνεχίζοντας την ίδια στάση αμέτοχου παρατηρητή, είδε να διαμορφώνονται
τα γεγονότα της συνθηκολόγησης, επιχειρώντας μέσω των υπουργείων Εξωτερικών Ρώμης-Βερολίνου
να διασφαλίσει τα συμφέροντά της σ’ αυτά με χρονικές υστερήσεις. Ο Τσιάνο, ο
οποίος χειριζόταν πλέον από ιταλικής πλευράς τις εξελίξεις μετά την ελληνική
συνθηκολόγηση, σύρθηκε στην αποδοχή του σχηματισμού κατοχικής κυβέρνησης υπό
τον Τσολάκογλου. Πιο ευέλικτη η γερμανική πλευρά διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις
που χρειάστηκαν, χωρίς να την προλαβαίνει η ιταλική. Χαρακτηριστικό είναι το
γεγονός ότι απεστάλη έμπιστο υψηλόβαθμο στέλεχος του ιταλικού υπουργείου
Εξωτερικών για να πάρει μέρος στις διαπραγματεύσεις, ο Φίλιππο Ανφούζο, χωρίς
να κατορθώσει να έχει επαφή, αφού το ραντεβού στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη δεν
κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί.
Δύο μέρες μετά την είσοδο των
Γερμανών στην Αθήνα, έφθασαν στην κατεχόμενη πλέον ελληνική πρωτεύουσα στις 29
Απριλίου για το νέο ραντεβού ο Γερμανός διπλωμάτης Φέλιξ Μπέντσλερ[3], στον
οποίον είχε ανατεθεί αυτή η ειδική αποστολή, καθώς και (χωριστά) ο στρατηγός
Τσολάκογλου με τον στρατηγό Μπάκο, προκειμένου να ολοκληρώσουν τις επαφές τους
για τον σχηματισμό ελληνικής κυβέρνησης. Ο Ανφούζο και οι συνεργάτες του
εξακολουθούσαν να είναι απόντες και ακριβώς υπό το άγχος να ολοκληρωθούν
εγκαίρως, πριν προλάβουν να φθάσουν οι Ιταλοί, έγιναν εκείνη την ημέρα οι
συζητήσεις στη γερμανική πρεσβεία.
Μέχρι τότε ο Τσολάκογλου και ο
Μπάκος ήταν μόνοι τους, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να διαβουλευθούν με
εμπειρότερους πολιτικούς και διπλωμάτες, ενώ τουλάχιστον από τριημέρου, δηλαδή
από τις 26 Απριλίου, είχε διαμορφωθεί το πλαίσιο της κατοχικής κυβέρνησης στις
γενικές γραμμές του. Στις σελ. 110-111 δημοσιεύεται το έγγραφο του Άλφρεντ
Γιοντλ, που μεταδίδει στο υπουργείο Εξωτερικών τη δήλωση του Τσολάκογλου, όταν
υπέγραφε στις 23 Απριλίου 1941 την τελική συνθηκολόγηση, ότι είναι πρόθυμος να
σχηματίσει κυβέρνηση στην Αθήνα. Τρεις μέρες αργότερα δίνεται από το Βερολίνο
το «πράσινο φως» για να συζητηθεί το θέμα, σε συνέχεια της πρότασης του
Τσολάκογλου.
Ένας συνωμοσιολόγος θα μπορούσε να
αντλήσει αφορμή για την προώθηση στην πρωθυπουργία του Τσολάκογλου από μια
όντως μυστηριώδη προγενέστερη επαφή, που είχε μαζί του στις πρώτες γραμμές του
Μετώπου ο περίφημος Αμερικανός Γουίλιαμ Ντόνοβαν λίγες εβδομάδες πριν από την
ούτως ή άλλως αναμενόμενη γερμανική επίθεση της 6ης Απριλίου. Είχε φθάσει ως
προσωπικός απεσταλμένος του Προέδρου Ρούσβελτ και είχε διάφορες επαφές στην
Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, η οποία ακόμη δεν είχε προσχωρήσει στον Άξονα. Ο
ίδιος ο στρατηγός Τσολάκογλου δεν δίνει πληροφορίες γι’ αυτή τη συνάντηση, όπως
άλλωστε πράττει και για πολλά άλλα ζητήματα, λιγότερο ή περισσότερο κρίσιμα. Το
ερώτημα είναι αν ο Ντόνοβαν είχε συναντήσει κατά το ταξίδι του στη γειτονική
μας Γιουγκοσλαβία και τον στρατηγό Νέντιτς, τον ομόλογο του Έλληνα κατοχικού
πρωθυπουργού.
Είδαμε σε άλλο σημείο, τις ζωηρές
προσδοκίες που έτρεφαν στη Γερμανία, αλλά και στην Ιταλία, ως προς τη
χρησιμοποίηση του Κώστα Κοτζιά, η οποία οπωσδήποτε απετράπη από την έγκαιρη
αναχώρησή του μέσω Τουρκίας προς Αμερική. Βεβαιωμένα θα ήθελαν πολύ στο Βερολίνο,
όπως και στη Ρώμη, κατοχικός πρωθυπουργός να γινόταν ο Κοτζιάς, ο οποίος δεν
ήταν άγνωστος στη διεθνή κοινή γνώμη. Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτε περισσότερο
από την αντίληψη που υπήρχε στις πρωτεύουσες των δύο βασικών χωρών του Άξονα,
ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να κυβερνηθεί από ελληνική πολιτική κυβέρνηση, η οποία
θα καθιστούσε την Ελλάδα δορυφόρο κράτος χωρίς πλήρη στρατιωτική κατοχή.
Αλλά η υποψηφιότητα Κοτζιά[4] είχε
σβήσει εκ των πραγμάτων, αφού ήδη ο πολυσυζητημένος Έλληνας πολιτικός είχε
διαφύγει, συνταξιδεύοντας ή ίσως προστατευτικά συνοδευόμενος από τον Ιωάννη
Διάκο[5] και
τον Ανδρέα Αποστολίδη[6].
Αφότου ο Τσολάκογλου δέχθηκε
τελικά να είναι κατοχικός πρωθυπουργός, ήταν εύλογο να γίνει στόχος και να του
αποδίδεται η μομφή ότι και κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων στο
Μέτωπο ήταν επηρεασμένος από γερμανοφιλία και γερμανοφοβία. Δεν είναι ακριβές.
Η στάση του σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού και των πρώτων ημερών του
ελληνογερμανικού πολέμου δεν έχει κάτι το επιλήψιμο. Ωστόσο, το ζήτημα είναι
ότι εκείνος είναι που εκδήλωσε με την προαναφερθείσα δήλωσή του, που διαβίβασε
ο Γιοντλ, την προθυμία να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός. Πάντως, θα πρέπει εδώ
να σημειώσουμε ότι στις 23 Απριλίου, που το διατύπωσε, έμενε με την εντύπωση
ότι δεν είχε κατορθωθεί ακόμη να σχηματισθεί σταθερή κυβέρνηση στην Αθήνα και
ότι τη συνθηκολόγηση την συναρτούσε με μια νέα κυβέρνηση, αποδεσμευμένη από
υποχρεώσεις έναντι των Βρετανών. Αυτή ήταν και η αρχική θέση του Μητροπολίτη
Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου[7], ο
οποίος είχε ενδιαφερθεί ο ίδιος να καλύψει το κυβερνητικό κενό που προέκυπτε με
την αυτοκτονία του Κοριζή, πιστεύοντας ότι έτσι θα διευκολυνθεί η απεμπλοκή και
η σωτηρία των Ελλήνων στρατιωτών του καταρρεύσαντος Μετώπου. Η μη αποδοχή της
πρότασης του Μητροπολίτη Σπυρίδωνος εκ μέρους του Τσολάκογλου, ως προς το
σκέλος του σχηματισμού επαναστατικής κυβέρνησης πριν από τη σύναψη
συνθηκολόγησης, υπήρξε η αιτία της μεταξύ τους εν συνεχεία ψυχρότητας. Η άποψη
του Τσολάκογλου ήταν ότι ήταν ορθότερος ο σχηματισμός όχι πριν, αλλά μετά τη
συνθηκολόγηση.
Μέχρι ποίου βαθμού επηρεάστηκε
στην άποψή του αυτή από προσωπικά ελατήρια φιλαρχίας δεν μπορεί να
προσδιορισθεί. Θα ήταν παράλογο, όμως, να μην δούμε καλοπροαίρετα το πνεύμα
προσφοράς που τον συνεπήρε, πιστεύοντας ότι με τις κινήσεις του θα εξασφάλιζε
να μη συλληφθούν αιχμάλωτοι οι Έλληνες στρατιώτες, γεγονός που θεώρησε ότι τον
δικαίωσε στις επιλογές του όταν έγινε γνωστή η απόφαση του Χίτλερ να
απελευθερωθούν όλοι οι Έλληνες αιχμάλωτοι. Αυτό είναι το ένα σκέλος. Το
δεύτερο, που αναφέρεται στην απόφασή του να δεχθεί να γίνει κατοχικός
πρωθυπουργός, έχει άλλες παραμέτρους.
Κατά καιρούς γίνεται λόγος για την
εν γένει συμβολή της Ελλάδος στην εξέλιξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ή
αποδίδεται καθοριστική σημασία στα κύρια στρατιωτικά επεισόδια ενός τέτοιου
μεγάλου πολέμου, στα οποία πρωταγωνίστησε η Ελλάδα: στον νικηφόρο ελληνοϊταλικό
πόλεμο, στην αντίσταση των οχυρών και στη Μάχη της Κρήτης. Οι Έλληνες ιστορικοί
και συγγραφείς αγωνιούν χωμένοι μέσα σε ογκωδέστατα ξένα ιστορικά συγγράμματα ή
σε μαρτυρίες μεγάλων πρωταγωνιστών για να βρουν κάποια αναφορά στην αξία της
ελληνικής συμβολής σ’ αυτόν τον πόλεμο που επέφερε τεράστιες ανακατατάξεις στην
Ευρώπη – και όχι μόνο. Πολλές φορές, με τη χρήση ενός υπερμεγεθυντικού φακού,
προσωποποιούνται ορισμένες ενέργειες για να υπογραμμισθεί «πόσο διαφορετική θα
ήταν η έκβαση του πολέμου».
Σημαίνουσες πολιτικοστρατιωτικές
προσωπικότητες έχουν ερμηνεύσει την ελληνική συμμετοχή (και συνεπώς τη
στρατιωτική άμυνα της Ελλάδος) στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κατά την περίοδο
1940-41, ότι καθόρισε την εξέλιξη του πολέμου, διότι καθυστέρησε την έναρξη της
γερμανικής εκστρατείας κατά της Ρωσίας με όλα τα συνεπακόλουθα. Δεν χωρεί
αμφιβολία ότι και από τις δύο παρατάξεις των εμπολέμων, τον Άξονα και τους
Συμμάχους, διαπράχθηκαν μεγάλα στρατηγικά και πολιτικά λάθη. Και αυτός ακόμη ο
Χίτλερ έχει αναγνωρίσει μερικά από τα μεγάλα λάθη του, που οδήγησαν στην ήττα
του, μην παραλείποντας να κάνει υπαινιγμό για την ενόχληση που του προκάλεσε η
Ελλάδα.
Θα προτιμούσε άραγε, αν ήταν στο
χέρι του, να έχει μια Ελλάδα δορυφόρο του Άξονα; Οφέλη της Γερμανίας από την
κατάληψη της χώρας τον Απρίλιο 1941 δεν υπήρξαν άμεσα, αλλά αντίθετα είχε την
ευκαιρία να ικανοποιήσει άλλα αξονικά κράτη, αφήνοντάς τα να ορέγονται εδαφικές
βλέψεις σε βάρος της Ελλάδος. Φυσικά, το ίδιο ίσχυε και έναντι της Ιταλίας, η
οποία είχε την πρωτοκαθεδρία σε διεκδικήσεις από την Ελλάδα, αφού την θεωρούσε
ως ζωτικό χώρο.
Η Γερμανία, ωστόσο, είχε
ενδιαφερθεί να καταστήσει την κατεχόμενη Ελλάδα ως δορυφορικό κράτος,
κηδεμονευόμενο μεν, αλλά πολιτικά ανεξάρτητο και χωρίς ξένη στρατιωτική
παρουσία. Ο Γερμανός διπλωμάτης Γκύντερ Άλτενμπουργκ, που ήλθε στην Ελλάδα
ουσιαστικά ως «πολιτικός διοικητής», κατέβαλε κάθε προσπάθεια να κάνει πράξη
αυτή την ιδέα. Στηριζόμενος στον Τσολάκογλου και τους λοιπούς κατοχικούς
υπουργούς, που τους θεωρούσε ικανούς να ασκήσουν την πολιτική εξουσία, πίστευε
ότι θα μπορούσαν να απεμπλακούν από τη χώρα όλες οι στρατιωτικές κατοχικές
δυνάμεις για να διατεθούν στο προετοιμαζόμενο Ρωσικό και στα άλλα πολεμικά
μέτωπα.
Η αντίληψη ότι η ελληνική κατοχική
κυβέρνηση θα κατάφερνε μόνη της να ασκήσει τα καθήκοντά της επιτυχώς,
επικρατούσε εντονότατα για ένα και πλέον μήνα αφότου άρχισε η Κατοχή. Πλην του
Άλτενμπουργκ, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που ενδιαφέρονταν γι’ αυτό το
ενδεχόμενο, κυρίως μέσα στην ανωτάτη διοίκηση της Βέρμαχτ – πάντα με το
σκεπτικό της απόσυρσης των στρατιωτικών δυνάμεων. Την ίδια εκτίμηση έκαναν και
οι αρμόδιοι του Φόρεϊν Όφις, οι οποίοι – ιδίως μετά τη λήξη της Μάχης της
Κρήτης – διακατέχονταν από τον φόβο μήπως η κυβέρνηση Τσολάκογλου «προικοδοτηθεί»
με το έδαφος της Κύπρου, είτε πραγματικά με την κατάληψη της μεγαλονήσου από
τους Γερμανούς και την εν συνεχεία απόδοσή της στο κράτος των Αθηνών, είτε
απλώς με μια δημόσια υπόσχεση. Είχαν πιεσθεί πολύ τότε οι Άγγλοι από το
ενδεχόμενο αυτό, φθάνοντας πολύ κοντά στην ιδέα να δεσμευθούν οι ίδιοι ανοιχτά
και εκ των προτέρων για τη μεταπολεμική τύχη της Κύπρου.
Η επιμονή του Άλτενμπουργκ για τη
μετατροπή της ήδη κατεχόμενης Ελλάδος σε δορυφόρο κράτος (πιθανώς με πρότυπο
την Κροατία, όπως διαφαίνεται σε ορισμένα έγγραφά του), στηριζόταν στην ευμενή
διάθεση του Χίτλερ. Πιστευόταν τότε ότι σε συνδυασμό με την αρχαιολατρεία και
ελληνοφιλία του ο Χίτλερ, που από το Ράιχσταγκ είχε δημοσίως εκθειάσει τον
ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών και που είχε διατάξει να μην συλληφθούν ως
αιχμάλωτοι πολέμου, συναινούσε. Ίσως σ’ αυτό οφειλόταν η σημαντική καθυστέρηση
στη λήψη των τελικών αποφάσεων ως προς τη μελλοντική διοίκηση της Ελλάδος, παρά
τις συνεχείς πιεστικές οχλήσεις των Ιταλών.
Αλλά αν η Ελλάδα γινόταν ανεξάρτητο
κράτος εντεταγμένο στο Σύμφωνο του Άξονα, θα ήταν διαφορετική η μοίρα της.
Σύμφωνα με μια μεταπολεμική εκτίμηση του ίδιου του πρωταγωνιστή της ιδέας, του
Άλτενμπουργκ, θα είχε καταλήξει – μετά την τελική ήττα του Άξονα το 1945 – στο
κομμουνιστικό στρατόπεδο και θα είχε ακολουθήσει την τύχη των άλλων γειτονικών
χωρών.
Ωστόσο, θα είχε μια διαφορετική
εξέλιξη η καθημερινότητα των κατοίκων της. Και εδώ θα πρέπει να επιχειρηθεί
κάποτε μια κοινωνιολογική προσέγγιση, έστω και υπό εναλλακτική μορφή, για να
διαπιστώσουμε τι δεν θα είχε συμβεί. Ως ανεξάρτητο (έστω και εντός εισαγωγικών)
κράτος, η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει καλύτερο επισιτισμό, διότι οι σιτοβολώνες
της στη Θράκη δεν θα ελέγχονταν από την κατέχουσα Βουλγαρία (αν βεβαίως δεν θα
της δινόταν το δικαίωμα της προσωρινής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και
της Δυτικής Θράκης), θα μπορούσε να διαπραγματεύεται σε άλλη βάση προμήθειες
τροφίμων από τις γειτονικές χώρες, ενώ και ο συμμαχικός αποκλεισμός είναι
αβέβαιο αν και πόσο θα εφαρμοζόταν. Το σημαντικότερο και πρακτικότερο απ’ όλα
τα ωφελήματα θα ήταν η αποφυγή καταβολής των «εξόδων κατοχής», που εξάρθρωσε
την ελληνική οικονομία, αλλά και η απόδοση στον ελληνικό λαό των μεγάλων
τμημάτων της ελληνικής παραγωγής που δεσμεύονταν από τους κατακτητές. Τέλος, χωρίς
το φάσμα της πείνας και την προκλητική παρουσία ξένων στρατών κατοχής, θα
μπορούσε να επανεκτιμηθεί αν και σε ποιο βαθμό θα σημειώνονταν εμφύλιες
συγκρούσεις.
Με τις σκέψεις αυτές, δεν θα
έπρεπε εκ προοιμίου να αντιμετωπισθεί αρνητικά αυτή η προσπάθεια δημιουργίας
δορυφόρου αξονικού κράτους, αφού θα ήταν οπωσδήποτε βελτιωμένη η καθημερινότητα
των κατοίκων της, το δε ρίσκο της μεταπολεμικής ένταξής του στο κομμουνιστικό
μπλοκ υπήρξε, ως γνωστόν, εξίσου πιθανό κατά την Απελευθέρωση και τους πρώτους
μήνες μετά απ’ αυτήν.
Η ιδέα για τη μετατροπή της
Ελλάδος σε κράτος φιλικό προς τον Άξονα δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά με τον
Τσολάκογλου. Την είχε εκφράσει λίγους μήνες νωρίτερα, κατά τη διάρκεια του
ελληνοϊταλικού πολέμου, ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας από τη Νίκαια της
Γαλλίας, όπου ήταν εγκατεστημένος. Και ακόμη, ανεξάρτητα από τις διαθέσεις του
Κώστα Κοτζιά, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε υπάρξει
μια ανάλογη ατμόσφαιρα με τη συνωμοσία των γερμανοφίλων και με την αντίστοιχη
κινητικότητα που είχε παρατηρηθεί στα παρασκήνια. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ η
Ιταλία ήταν εκείνη που είχε θέσει στόχο την Ελλάδα, δεν υπήρχαν ιταλόφιλοι για
να στοιχισθούν το καλοκαίρι του 1940 και να επιχειρήσουν ανατροπή της
κυβέρνησης. Εκείνοι που εμφανίσθηκαν και το επεδίωξαν ήταν γερμανόφιλοι, στο
μυαλό των οποίων επικρατούσε η άποψη ότι ανατρέποντας τη δικτατορία Μεταξά, θα
δημιουργούσαν μια νέα κατάσταση που με τη συμπαράσταση της Γερμανίας θα
απομάκρυναν την ιταλική επιβουλή.
Ούτως ή άλλως, επιδιωκόταν ώστε η
Ελλάδα να αλλάξει εξωτερικούς προσανατολισμούς και να οδηγηθεί εκουσίως στον
Άξονα. Παράλληλα προς όσους κινήθηκαν με τέτοια σχέδια κυβερνητικών μεταβολών,
ο Μακεδόνας πολιτικός Σωτήριος Γκοτζαμάνης απέστειλε προς τον Βασιλέα Γεώργιο
Β΄ υπομνήματα που τον παρότρυναν σε αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής που
ακολουθούσε μέχρι τότε η Ελλάδα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αν δεχθούμε ότι η
έμπνευση όσων ήθελαν τότε να χειραγωγηθεί η ελληνική πολιτική στο πλευρό του
Άξονα, είτε με μνημόνια προς τον ανώτατο άρχοντα ή την κυβέρνηση, είτε με
παρασκηνιακές συνωμοτικές ενέργειες, ξεκινούσε από το να αποφευχθεί η ιταλική
επιθετικότητα, εκτιμάται κάθε άλλο παρά σαν οιωνεί προδοσία. Μπορεί να
χαρακτηρισθεί ως κακή ή υποκειμενική γνώμη, όχι όμως ως προδοσία.
Με το ίδιο πρίσμα ας κριθεί και ο
Νικόλαος Πλαστήρας, που βεβαιωμένα είχε ανάλογες απόψεις και μάλιστα είναι ένας
από εκείνους που ενδιαφέρθηκε για να αντικατασταθεί η υπάρχουσα κυβέρνηση από
άλλη, που ως κύρια αποστολή θα είχε να οδηγήσει τη χώρα σε νέα εξωτερική
πολιτική, αποδεσμευμένη από την Αγγλία και, αντίθετα, εξαρτημένη από τον Άξονα.
Η διαφορά των γερμανοφίλων, που ενεργούσαν συνωμοτικά τον Ιούλιο του 1940, με
τον στρατηγό Πλαστήρα, που εξέθετε σε Γερμανούς παράγοντες παρόμοιες απόψεις
τον Δεκέμβριο του 1940[8],
έγκειται στο ότι οι μεν εν καιρώ ειρήνης ενδιαφέρονταν για να μην εμπλακεί η
χώρα σε πόλεμο, ο δε διαρκούντος του πολέμου ενδιαφερόταν για να τον
σταματήσει, χωρίς όμως να συνυπολογίζει τις συνέπειες.
Στη συνέχεια, ό,τι ήταν εκείνο που
επιχείρησε ή επεδίωξε ο Πλαστήρας, το ίδιο πρυτάνευσε στη σκέψη των άλλων
γερμανοφίλων του Απριλίου 1941, στους οποίους έχουμε ήδη αναφερθεί[9].
Επομένως στην αλυσίδα των αποπειρών, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών, που
γίνονται από το καλοκαίρι του 1940 για να εντάξουν την Ελλάδα στο στρατόπεδο
του Άξονα, η νεώτερη – και τελευταία – είναι εκείνη του στρατηγού Τσολάκογλου
κατά την πρώιμη φάση της Κατοχής. Έχει τη βούληση να οδηγήσει την Ελλάδα
ολόκληρη σε πολιτική συνεργασία με τον κατακτητή, πιστεύοντας ότι έτσι θα
εξασφαλισθούν πλεονεκτήματα.
Το περίεργο, πλην όμως όχι και
δυσεξήγητο, είναι ότι το να συρθεί η χώρα προς την πλευρά των μέχρι τώρα εχθρών
της, ήταν κάτι που συστηματικά απέτρεψε η Ιταλία. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως
προς τα πραγματικά ιδεολογικά κίνητρα που είχαν οι χώρες του Άξονα. Στόχος τους
δεν ήταν να πείσουν άλλα κράτη να ταυτισθούν με τις ιδεολογικές διακηρύξεις
τους, αλλά να εξυπηρετήσουν τα στενότερα συμφέροντά τους, όπως ειδικά για την
Ελλάδα η Ιταλία αποσκοπούσε στη διεκδίκηση του περιλάλητου ζωτικού χώρου της.
Από την άλλη μεριά, ένας επιφανής
σύγχρονος νομικός, ο Γιώργος Κ. Στεφανάκης[10],
ερμηνεύει τολμηρά, αλλά πολύ δίκαια, το ιστορικό πλαίσιο με ιδιαίτερη έμφαση
στον ρόλο των κατοχικών κυβερνητών και ιδιαίτερα του στρατηγού Τσολάκογλου, ως
αναγκαιότητα της συγκυρίας – και μάλιστα ως «σωστική» αναγκαιότητα. Γράφει
χαρακτηριστικά:
«Ι. Η πάροδος έξι και πλέον
δεκαετιών από την λήξη της Κατοχής, αλλά και η συνακόλουθη ψυχραιμία που ο
χρόνος επιφυλάσσει στην ιστορική έρευνα, επιβάλλουν εκκαθάριση των γεγονότων
της περιόδου εκείνης.
Ετερογονία επιδιώξεων, συχνά
καλοπροαίρετων (ή και απλώς θεμιτών), που απέληγε σε συμπτωματική ταυτότητα
στόχων, έχει μέχρι σήμερα θέσει στο περιθώριο τις εθνικής σκηνής πρωτοβουλίες
προσώπων που την εποχή κατά την οποία έδρασαν προσέφεραν υπηρεσίες σωστικές
υπέρ του ελληνικού λαού. Η – ευτυχώς – ακολουθήσασα συμμαχική νίκη και εθνική
απελευθέρωση δημιούργησε εντονώτατη ψυχική πόλωση ενισχυόμενη από τις
ανθρωπίνως κατανοητές φιλοδοξίες των υφ’ οιονδήποτε τίτλο εκπροσώπων των
νικητών. Έτσι επεκράτησε κατά τρόπον απόλυτον ο κανόνας ότι... «...ο μη μεθ’
ημών – έτσω και καθ’ υπόνοιαν – καθ’ ημών εστί...»... Χωρίς δηλαδή ιδιαίτερη
προσοχή και εξατομικευμένες διακρίσεις καταλήξαμε (κατά την παγιωμένη κοινωνική
μεταπολεμική αντίληψη) στο στερεότυπο: Να περιβάλλεται με τον φωτοστέφανο της
εθνικής αξιότητας οιοσδήποτε μετέσχε στον ένοπλο μαζικό κατά του κατακτητή
αγώνα. Όλοι δε οι λοιποί συλλήβδην να κατατάσσονται στην χορεία των εθνικών
μειοδοτών ή, εν πάση περιπτώσει, υπόπτων μειοδοσίας. Δεν έχουν όμως έτσι τα
πράγματα. Επιβάλλεται με πολύ σεβασμό, βέβαια, προς όλους που πατριωτικά
πέρασαν στην αντίσταση των βουνών να γίνει δίκαιη και η αποτίμηση της προσφοράς
και εκείνων που δεν πίστεψαν στην ωφελιμότητα του μαζικού ενόπλου αγώνα. Ακόμη
περισσότερο όμως εκείνων που ετόλμησαν να επωμισθούν και κυβερνητικές ευθύνες
χάριν του δοκιμαζομένου, υπό κατοχή λαού.
ΙΙ. Η κατάληψη της Ελλάδας από τις
αξονικές δυνάμεις ανέδειξε διαδοχικά δύο μείζονα ζητήματα καθοριστικά της
μοίρας του τόπου. Το πρώτο συνίστατο στο πώς θα κυβερνηθεί η υπόδουλη χώρα. Το
δεύτερο στο πώς θα επεδιώκετο αποκατάσταση ομαλού πολιτικού βίου, μετά την
προσδοκώμενη απελευθέρωση.
Η επίσημη κυβέρνηση συνοδεύουσα
τον βασιλέα έκρινε – και άριστα έπραξε – επιβεβλημένη την συνέχιση του πολέμου,
στο πλευρό των συμμάχων από την αλλοδαπή πλέον. Έτσι με κάθε δόξα και τιμή
απεδήμησε του ελληνικού χώρου στην Μ. Ανατολή και στο Λονδίνο. Έφυγε όμως η
σφραγίδα του Κράτους. Όχι ο λαός. Και ο λαός αυτός ήταν ανάγκη να διοικηθεί για
να εξασφαλισθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις συνέχισης
της ζωής, κατά τρόπο πολιτισμένο.
Αδυναμία ανάδειξης σχήματος
κυβερνητικού εκ των κόλπων του κράτους μας δεν δημιουργούσε δυσχέρεια,
οιαδήποτε, στον κατακτητή. Ο τελευταίος είχε την πλήρη άνεση να διαχειρισθεί
και την υπόδουλη ελληνική πατρίδα υπό το σύστημα των γενικών διοικήσεων, όπως
κατά κανόνα έπραξε στην νικημένη Ευρώπη. Άλλωστε ουδείς μέχρι σήμερα υποστήριξε
ότι η ελληνική επικράτεια έπρεπε να μείνει τόπος ακυβέρνητος, ή ότι έπρεπε να
παραδοθεί στην αποκλειστική προαίρεση των κατακτητών. Μεμονωμένως
υποστηριχθείσες τέτοιες απόψεις, είναι άνευ αξίας ως στερούμενες ερείσματος
στην πραγματικότητα.
Υπό το άνω δεδομένο είναι προφανές
ότι λογικά αντεπιχειρήματα για την ανάδειξη ελληνικού κυβερνητικού σχήματος
προς διοίκηση της νικημένης χώρας μας δεν υπάρχουν. Και είναι ευτύχημα που
βρέθηκε ο Αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου. Πρέπει να τονισθεί ότι ο τελευταίος
υπήρξε άξιος μαχητής του ιταλικού μετώπου, ο οποίος μάλιστα και μετά την
εισβολή των γερμανικών δυνάμεων επέτυχε διά των ελληνικών όπλων τις τελευταίες
νίκες του πολέμου κατά των ιταλικών στρατευμάτων. Η ραγδαία, εν τούτοις,
προέλαση των ναζιστικών μηχανοκίνητων μονάδων, μετά την διάρρηξη της
γιουγκοσλαβικής αντίστασης, είχε μηδενίσει κάθε πιθανότητα αποτελεσματικής
άμυνας της Χώρας. Έτι πλέον ανεδείκνυε άμεσο τον κίνδυνο αιχμαλωσίας των
ελληνικών στρατευμάτων. Με ρεαλισμό και αίσθημα ευθύνης, ο νικητής Στρατηγός
επωμιζόμενος ευθύνες ιστορικές υπερέβη οιαδήποτε εμπόδια τυπικής νομιμότητας.
Επικοινώνησε με τις επιτιθέμενες δυνάμεις, κατόρθωσε να συνάψει την ενδοξότερη
ανακωχή του πολέμου. Κατοχύρωσε την τιμή των ελληνικών όπλων και – κυρίως –
έσωσε την ελληνική νεότητα από την αιχμαλωσία, επιτυγχάνοντας (και εντεύθεν)
μοναδική προσφορά ουσιαστικής υπηρεσίας στην πατρίδα.
Οι άνδρες των λοιπών νικηθέντων
στρατών αιχμαλωτίσθηκαν. Στην συνέχεια υποχρεώθηκαν, ως επί τω πολύ, σε παροχή
εργασίας στην γερμανική βιομηχανία, υπό εξαιρετικά σκληρούς όρους διαβίωσης.
Πλείστοι δε εξ αυτών, όσοι, δηλαδή, επιβίωσαν των κακουχιών της αιχμαλωσίας,
εφονεύθηκαν κατά τους ανηλεείς συμμαχικούς βομβαρδισμούς των γερμανικών,
βιομηχανικών ιδίως, εγκαταστάσεων.
Απόψεις ότι θα έπρεπε το
οιοδήποτε, τότε, ελληνικό κυβερνητικό σχήμα να τεθεί υπό την σκέπη της
Εκκλησίας, ή να συγκροτηθεί αποκλειστικά από στελέχη της διοίκησης, ελέγχονται
άνευ αξίας ιδιαίτερης, αφού και έτσι ελληνική κυβέρνηση θα ανεδεικνύετο,
μάλιστα δε από πρόσωπα, είτε χωρίς γνώση κυβερνητικών ζητημάτων, είτε χωρίς
ιδιαίτερο κοινωνικό βάρος.
Ό,τι κυρίως είχε ν’ αντιπαλαίσει,
ο Τσολάκογλου, όπως και οι ακολουθήσαντες κατοχικοί πρωθυπουργοί υπήρξε και
είναι το κοινό αίσθημα. Η ελληνική κοινή γνώμη υπήρξε εξ αρχής αντιαξονική στην
συντριπτική της πλειοψηφία. Έτσι αντιμετώπισε με συναισθηματική αποστροφή κάθε
προσέγγιση προς τον κατακτητή, ακόμη και λογικά δηλαδή πρακτικά επιβεβλημένη.
Και το αίσθημα αυτό ενισχύετο και ετονούτο από την προπαγάνδα των συμμάχων,
κυρίως διά των ραδιοφωνικών, τότε, μεταδόσεων. Η δραστηριότητα αυτή υπήρξε
προφανώς εξυπηρετική των στρατιωτικών αντιπάλων του Άξονα και εγίνετο διαρκώς
πειστικώτερη, όσο η πορεία του πολέμου έδειχνε συμμαχική νίκη. Η ήττα των
αξονικών δυνάμεων, η αποκάλυψη της θηριωδίας του ναζισμού, αλλά και ο
εξωραϊσμός της όλης προσπάθειας των συμμάχων, οδήγησαν σε τέτοιες ψυχολογικές
συνθήκες που ουσιαστικά απέκλεισαν μέχρι σήμερα μια συνολική και ψύχραιμη
αποτίμηση του έργου των κατοχικών κυβερνητών.
Από την άλλη πάλι πλευρά, στοιχείο
κύριο του αληθινού ηγέτη είναι το σθένος να αντιτίθεται στο ρεύμα, όταν
πιστεύει ότι το συμφέρον της χώρας του το επιβάλλει, με την ελπίδα, απλώς, ότι
η Ιστορία, ίσως, τον δικαιώσει. Επί τέλους salus populi suprema lex esto.
Ο Γεώργιος Τσολάκογλου, εξ
αποτελέσματος, στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας δεν φαίνεται ν’ απέδωσε.
Σχημάτισε κυβέρνηση κυρίως αποτελουμένη από στρατηγούς – γενναίους μαχητές του
αλβανικού μετώπου. Εν τούτοις η έλλειψη πολιτικής πείρας οδήγησε σε υπερβολικά
εγκώμια προς τον A. Hitler, και γενικώτερα σε
πομπώδεις μεγαλοστομίες που θα μπορούσαν να λείπουν, ενώ ο λαός των Αθηνών
υπέφερε από τον φοβερό λιμό του πρώτου κατοχικού χειμώνα».
Για τα εγκώμια του Τσολάκογλου
προς τον Χίτλερ, τα οποία επισημαίνει ο Γ. Στεφανάκης, υπάρχει η ερμηνεία πώς
και γιατί θεωρήθηκαν επιβεβλημένα να γίνουν, όπως αναλύεται σε άλλο σημείο του
παρόντος. Είναι αναντίρρητη όμως η καλή προαίρεση του Έλληνα στρατηγού, ο
οποίος χρησιμοποιώντας τέτοιες εκφράσεις άλλωστε βρισκόταν, αν μη τι άλλο, στη
γραμμή που του είχε υποδειχθεί τότε από εμπειρότερους πολιτικούς ηγέτες, όπως
π.χ. ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος του συνιστούσε «να λέει και κανένα καλό
λόγο στους κατακτητές».
2. Συζητήσεις και διαπραγματεύσεις
Οι
Γερμανοί λοιπόν δεν είχαν προβλέψει με ποιο τρόπο θα διοικούσαν τη χώρα όταν θα
την κατελάμβαναν, σε αντίθεση με τους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν επιμελώς
σχεδιάσει τι θα έκαναν και είχαν επιλέξει τον Πιέρο Παρίνι και τον Φαρινάτσι
για να διοικήσουν την Ελλάδα, έχοντας ως έδρα τη Θεσσαλονίκη. Τα σχέδια αυτά τα
εκπονούσαν οι Ιταλοί προ της 28ης Οκτωβρίου 1940 και όταν, έξι μήνες αργότερα,
τελικά κατελήφθη η Ελλάδα, με την έναρξη της Κατοχής τον πρώτο λόγο είχαν οι
Γερμανοί – και τα δεδομένα βέβαια είχαν αλλάξει.
Οι
συνομιλίες του Γερμανού διπλωμάτη Μπέντσλερ για τη συγκρότηση της κατοχικής
κυβέρνησης συνεχίσθηκαν στην Αθήνα δύο ημέρες αφότου πραγματοποιήθηκε η
κατάληψή της. Στον Τσολάκογλου, που συνοδευόταν από τον στρατηγό Γεώργιο Μπάκο
και έναν αξιωματικό της εμπιστοσύνης του, τον αντισυνταγματάρχη Λαδά,
παραχωρήθηκε ένα γραφείο της γερμανικής πρεσβείας για να διεξαγάγει τις
απαραίτητες συνεννοήσεις με τα πρόσωπα που είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει.
Ο πρώτος, που κλήθηκε τηλεφωνικά
να προσέλθει, ήταν ο Αντώνιος Λιβιεράτος. Διηγείται σχετικά:
«Σε ζητεί εις το τηλέφωνον ο
στρατηγός Τσολάκογλου μού έλεγε κάποιος των οικείων μου την πρωίαν της ημέρας
αυτής. Και η έκπληξίς μου υπήρξε μεγάλη!
Είχε φθάσει και μέχρις εμού η
πληροφορία της συνθηκολογήσεως του στρατού μας του Αλβανικού μετώπου, αλλά
πέραν της πληροφορίας αυτής, ουδέν άλλο εγγνώριζα περί της εν τω μετώπω
εξελίξεως των γεγονότων. Και είχα την εντύπωσιν ότι ο στρατηγός Τσολάκογλου ήτο
εκεί εις το μέτωπον. Και όμως με εζήτει εις το τηλέφωνον και με εκάλει να τον
συναντήσω αμέσως. “Ήλθαμε χθες το βράδυ – μου είπε – εγώ και ο Μπάκος από το
μέτωπον και είναι ανάγκη να σας ιδούμε τώρα αμέσως”.
Και έσπευσα να τους συναντήσω και
να τους σφίξω με θέρμην το χέρι. Ήσαν δύο στρατηγοί, ήρωες του Ιταλοελληνικού
πολέμου, δύο εκ των συντελεστών της νεωτέρας πολεμικής εποποιίας της Ελλάδος, ο
στρατηγός Τσολάκογλου, ο νικητής της Μόροβας και του Ιβάν, ο ελευθερωτής της Κορυτσάς,
και ο στρατηγός Μπάκος, ο νικητής του Τεπελενίου και της Κλεισούρας, ο
εκπορθητής της Τρεμπεσίνας!
Και είναι ευνόητος η συγκίνησις με
την οποίαν τους αντίκρυσα και ήτο φυσική η αγωνία με την οποίαν ανέμενα τας
ανακοινώσεις των.
“Είσθε ο πρώτος, τον οποίον
καλούμε”, μου είπε ο στρατηγός Τσολάκογλου. “Θέλομεν την συνδρομήν σου”, μου
προσέθεσεν ο στρατηγός Μπάκος».
Ακολούθησε μια συζήτηση ανάμεσα
στους τρεις άνδρες, η οποία ξεκίνησε – όπως ήταν επόμενο – από τις συνθήκες υπό
τις οποίες έγινε η συνθηκολόγηση. Συνεχίζοντάς την εξιστόρησή του, αναφέρει ο
Λιβιεράτος:
«...Μου εξέθεσαν παραστατικώτατα
την εικόνα της όλης καταστάσεως του μετώπου και μου εξήγησαν πώς αφ’ ης στιγμής
αι Γερμανικαί μηχανοκίνητοι φάλαγγες υπερεκέρασαν τον Ελληνικόν στρατόν και η
Γερμανική πολεμική αεροπορία, κυρίαρχος του Ελληνικού ουρανού, υπερίπτατο των
πολεμικών πεδίων και των Ελλήνων πολεμιστών, η συνθηκολόγησις είχε καταστή
μοιραία και αναπόφευκτος.
Εις το σημείον αυτό τους απηύθυνα
το ερώτημα: Διατί τότε δεν υπέγραψε το πρωτόκολλον της συνθηκολογήσεως ο
στρατηγός Πιτσίκας; Και μου απήντησαν και οι δύο: Ήτο σύμφωνος και ο Πιτσίκας.
Είχε συντάξει μάλιστα μαζί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και σχέδιον
πρωτοκόλλου συνθηκολογήσεως. Δεν το υπέγραψεν όμως διότι δεν ανελάμβανε την
ευθύνην της υπογραφής τούτου άνευ ρητής προς τούτο διαταγής του Αρχιστρατήγου.
Εμείς όμως εκρίναμεν, ως στρατιωτικοί ηγήτορες, έχοντες πλήρη συναίσθησιν της
κρισιμότητος της εν τω μετώπω δημιουργηθείσης καταστάσεως και βαθείαν
συνείδησιν της ιστορικής μας ευθύνης απέναντι των συμπολεμιστών μας και της
Πατρίδος μας, ότι δεν είχαμεν το δικαίωμα να θυσιάσωμεν ασκόπως τους
συμπολεμιστάς μας και να αφήσωμεν να μεταβληθή η ένδοξος κατά των Ιταλών νίκη
μας εις επονείδιστον ήτταν. Και μου προσέθεσεν ο στρατηγός Τσολάκογλου: Είχα,
άλλως τε, εις χείρας μου κρυπτογραφικόν τηλεγράφημα του Αρχιστρατήγου, το
οποίον μας υπεδείκνυε να αναλάβωμεν ημείς οι στρατηγοί του μετώπου την
πρωτοβουλίαν και την ευθύνην της συνθηκολογήσεως. Και τας ανελάβαμεν. Και με
μίαν φωνήν οι δύο στρατηγοί μού είπαν: Εάν δεν ανελαμβάναμεν εμείς την
πρωτοβουλίαν και την ευθύνην της συνθηκολογήσεως, η Γερμανική αεροπορία και αι
Γερμανικαί μηχανοκίνητοι φάλαγγες θα εθέριζαν τον στρατόν μας και θα
κατέστρεφαν όλας τας πόλεις της Ελλάδος και οι Ιταλοί από ηττημένοι θα εγίνοντο
νικηταί. Και ο ηρωικός και ένδοξος στρατός μας, ο στρατός που έκαμε θαύματα, θα
έφθανεν εις το κατάντημα να γίνη αιχμάλωτος των Ιταλών!
Ήσαν λόγοι ούτοι με τετραγωνικήν
λογικήν, μη επιδεχόμενοι καμμίαν συζήτησιν. Έκρινα ότι οι δύο αυτοί Έλληνες
στρατηγοί είχαν επιτελέσει ολόκληρον το καθήκον των απέναντι της Πατρίδος των,
του Ελληνικού στρατού και του Ελληνικού λαού».
Η συζήτηση του Αντ. Λιβιεράτου με
τον Γ. Τσολάκογλου και τον Γ. Μπάκο συνεχίστηκε για το ζήτημα της κατοχικής
κυβέρνησης:
«...Μου αφηγήθησαν πώς κατά τας
μετά των Γερμανών διαπραγματεύσεις της συνθηκολογήσεως είχαν διαπιστώσει εξ
εμπιστευτικών ανακοινώσεων του Γερμανού διπλωματικού απεσταλμένου και εξ
ακριτομυθιών ή εθελημένων της γλώσσης ελευθεριοτήτων Γερμανών αξιωματικών, την
υφισταμένην μεταξύ Γερμανών και Ιταλών οξείαν αντίθεσιν και την ζωηράν των
Γερμανών επιθυμίαν, όπως αποφευχθή η εγκαθίδρυσις Ιταλικού προτεκτοράτου εις
την Ελλάδα. Και ότι γενική υπήρξε του στρατού του μετώπου η αντίληψις, ότι
έπρεπε να επωφεληθώμεν οι Έλληνες προς το συμφέρον της χώρας και του λαού της
ευκαιρίας αυτής. Ούτω η περί σχηματισμού Ελληνικής κυβερνήσεως απόφασις ελήφθη
εκεί εις το μέτωπον, καταρτισθέντος και ενός καταλόγου Υπουργών. Την προεδρίαν
της Κυβερνήσεως, είχεν αποφασισθή να αναλάβη ο στρατηγός Τσολάκογλου, ως
εκπροσωπών τον εν τω μετώπω στρατόν. Και εις την Κυβέρνησιν αυτήν με εκάλεσαν
να μετάσχω.
Διά να αποφασίσω όμως να μετάσχω
εις την Κυβέρνησιν ταύτην, εζήτησα την διευκρίνισιν ωρισμένων θεμάτων. Και προς
τούτο, απηύθυνα εις τους δύο στρατηγούς ταύτα τα ερωτήματα:
Θα ήτο Κυβέρνησις ανεξάρτητος από
του κατακτητού; Ποίαι θα ήσαν αι εξουσίαι της; Τα Ιταλικά στρατεύματα θα
κατήρχοντο εις την Ελλάδα; Ποία θα ήτο εις την περίπτωσιν της καθόδου των η εν
τη κατεχομένη χώρα μας θέσις των; Και ποία θα ήτο η θέσις της σχηματισθησομένης
Κυβερνήσεως έναντι των Βουλγάρων, των κατεχόντων ήδη την Αν. Μακεδονίαν και
Θράκην; Έθετα ως απαράβατον αρχήν την εν ουδεμιά περιπτώσει επαφήν και
επικοινωνίαν της Ελληνικής Κυβερνήσεως προς τους Βουλγάρους, οι οποίοι είχαν
καταλάβει τας δύο αυτάς Ελληνικάς περιοχάς ουχί δικαιώματι πολέμου, αλλ’ ως
επιδρομείς μισθοφόροι των Γερμανών.
Εις τα δύο, πρώτον και δεύτερον,
ερωτήματά μου, η απάντησις των στρατηγών Τσολάκογλου και Μπάκου υπήρξεν άμεσος
και κατηγορηματική. Η Κυβέρνησις – μου είπαν – θα είναι ανεξάρτητος από του
κατακτητού και θα έχη όλας τας εξουσίας προς άσκησιν της πολιτικής της και με
απόλυτον ελευθερίαν θα λαμβάνη όλα τα κατά την κρίσιν της πρόσφορα μέτρα προς
αντιμετώπισιν των προβλημάτων της χώρας.
Επί των άλλων όμως ερωτημάτων μου
ευρέθησαν οι δύο στρατηγοί εν αδυναμία να μου δώσουν άμεσον απάντησιν. Δεν
είχαν επί των θεμάτων τούτων συζητήσει μετά των Γερμανών. Και ούτω προέκυψεν η
ανάγκη περαιτέρω συνεννοήσεως μετά του Γερμανού διπλωματικού απεσταλμένου.
Εις το μέγαρον της εν Αθήναις
Γερμανικής Πρεσβείας ήσαν από της εσπέρας της προηγουμένης ημέρας
εγκατεστημένοι ο διπλωματικός απεσταλμένος του Χίτλερ Πρεσβευτής Μπαίσλερ και
εις αντισυνταγματάρχης, αντιπρόσωπος του Γερμανού στρατάρχου Λιστ.
Προς αυτούς οι στρατηγοί
Τσολάκογλου και Μπάκος απηυθύνθησαν προς διευκρίνισιν των γερμανικών απόψεων
επί των ανακυψάντων αυτών ζητημάτων.
Και ως προς μεν τους Ιταλούς,
σαφώς εδήλωσεν ο Γερμανός διπλωματικός απεσταλμένος ότι δεν ήτο δυνατόν να
αποτραπή η κάθοδός των εις την Ελλάδα, εφ’ όσον η Ιταλία ήτο σύμμαχος της
Γερμανίας, παρείχεν όμως ρητήν διαβεβαίωσιν ότι εις περίπτωσιν σχηματισμού της
Ελληνικής Κυβερνήσεως, δεν θα είχαν ούτοι ανάμιξιν εις τα της διακυβερνήσεως
της χώρας μας. Θα επρόκειτο απλώς περί στρατιωτικής κατοχής. Ως προς τους
Βουλγάρους όμως ο Γερμανός Πρεσβευτής ήτο πολύ επιφυλακτικός. Ήτο φανερόν ότι
δεν ημπορούσε να αναλάβη διά λογαριασμόν της Κυβερνήσεώς του ρητήν έναντι της
σχηματισθησομένης Ελληνικής Κυβερνήσεως υποχρέωσιν προς επέμβασιν εις πάσαν
σημειουμένην βουλγαρικήν αυθαιρεσίαν ή βαρβαρότητα κατά των υπό βουλγαρικήν
κατοχήν Ελληνικών πληθυσμών. Δεν είχεν επί του θέματος τούτου τας αντιλήψεις
της Κυβερνήσεώς του. Και η μεταξύ τούτου και των δύο Ελλήνων στρατηγών
συζήτησις παρετείνετο. Εις κάποιαν όμως στιγμήν, η συζήτησις διεκόπη.
Εφιστάτο η προσοχή των Ελλήνων
στρατηγών επί της ανάγκης της επισπεύσεως του σχηματισμού της Ελληνικής
Κυβερνήσεως, καθ’ όσον είχε παρασχεθή εις τους Γερμανούς η πληροφορία ότι από
ώρας εις ώραν θα έφθανεν εις Αθήνας Ιταλός απεσταλμένος του Μουσσολίνι. Και
έπρεπε να ευρεθή ούτος προ γεγονότος τετελεσμένου».
Ο Λιβιεράτος άκουγε τις απόψεις
των δύο στρατηγών και ενημερωνόταν για τις προθέσεις τους. Πλην του ιδίου, είχε
κληθεί και ο καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις για τον ίδιο λόγο, ενώ ο Τσολάκογλου
είχε στα χέρια του ένα φύλλο χαρτί με τη σύνθεση, στην οποία είχε καταλήξει και
η οποία είχε ήδη από τη Θεσσαλονίκη τεθεί υπ’ όψη των Γερμανών. Η αρχική σκέψη
ήταν να χρησιμοποιηθούν ως υπουργοί μόνο στρατηγοί του Μετώπου, ώστε να
υπογραμμισθεί αφενός μεν το συμπαγές της προσπάθειας, αφετέρου δε ότι κυριαρχεί
η εθνικιστική αντίληψη περί «εθνικής σωτηρίας».
Ο Λιβιεράτος διαφώνησε προς αυτή
τη σκέψη, όπως αφηγείται:
«...Τόσον εγώ, όσον και ο
Καθηγητής κ. Ν. Λούβαρις εκηρύχθημεν εναντίον της στρατοκρατικής αυτής μορφής
της Κυβερνήσεως και υπεστηρίξαμεν την ανάγκην της συμμετοχής εις την Κυβέρνησιν
περισσοτέρων εκτός του στρατεύματος προσώπων. Και την άποψίν μας αυτήν τελικώς
την απεδέχθησαν οι δύο στρατηγοί.
Ο Καθηγητής κ. Ν. Λούβαρις
προέτεινε τον κ. Κ. Λογοθετόπουλον διά το Υπουργείον της Εθνικής Προνοίας και
Υγιεινής, τον κ. Ιάσ. Παπαδόπουλον διά το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας, τον
κ. Πλ. Χατζημιχάλην διά το Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, τον Διοικητήν της
Αγροτικής Τραπέζης κ. Ανδρ. Λαμπρόπουλον και τον Γεν. Διευθυντήν της Γεν.
Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού Π. Εξαρχάκην διά το Υπουργείον των Οικονομικών
και ίσως και άλλους, των οποίων τα ονοματεπώνυμα δεν συγκρατώ πλέον εις την
μνήμην μου.
Αλλά και άλλοι παρά των δύο
στρατηγών εκλήθησαν τηλεφωνικώς. Δεν ηθέλησαν όμως ούτοι να μετάσχουν εις την
Κυβέρνησιν, έκαστος δι’ ους εδήλωσε λόγους. Και ενθυμούμαι τρεις εξ αυτών: τον
Καθηγητήν κ. Ν. Λ., τότε ιατρόν και νυν Καθηγητήν της φυματιολογίας κ. Ν.
Οικονομόπουλον και τον τότε Αντιπρόεδρον του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ευάγγ.
Αλεξανδρόπουλον. Αλλά και ο υπό του Καθηγητού κ. Λούβαρι προταθείς κ. Ανδρ.
Λαμπρόπουλος επίσης δεν ηθέλησε να μετάσχη της Κυβερνήσεως.
Το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων θα το ανελάμβανεν ο κ. Ν. Λούβαρις. Τα Υπουργεία Δικαιοσύνης και
προσωρινώς της Αγορανομίας θα ανετίθεντο εις εμέ. Και το Υπουργείον των
Οικονομικών θα διηύθυνε προσωρινώς ο κ. Πλ. Χατζημιχάλης. Τον οριστικόν
Υπουργόν των Οικονομικών επεφυλάχθη ο στρατηγός Τσολάκογλου να αναζητήση μετά
τον οριστικόν σχηματισμόν της Κυβερνήσεώς του. Ούτως η Κυβέρνησις θα
κατηρτίζετο».
Αλλά δεν ήταν μόνο το τεχνικό
ζήτημα για τον σχηματισμό της κυβέρνησης. Υπήρχε ένα πολύ σημαντικότερο: ποια
ήταν τα γεωγραφικά όρια, τα οποία αναφέρονταν ως επικράτεια και ως τομέας
ευθύνης της νέας κυβέρνησης; Θα είχε η νέα κυβέρνηση λόγο και επί των βουλγαροκρατουμένων
εδαφών;
Στη σύσκεψη συμμετείχαν τώρα, πλην
των δύο στρατηγών και του Λιβιεράτου, οι Λούβαρις, Λογοθετόπουλος και
Χατζημιχάλης, οι οποίοι είχαν δεχθεί να γίνουν υπουργοί. Όλοι μαζί συζητούσαν
πλέον με τον Γερμανό διπλωμάτη Μπέντσλερ, ο οποίος επειγόταν να ολοκληρώσει τις
συζητήσεις και να ορκισθεί η κατοχική κυβέρνηση πριν εμφανισθούν εκπρόσωποι της
Ιταλίας. Όταν του τέθηκε το ζήτημα αν η Γερμανία θα αναλάμβανε την υποχρέωση να
παρεμβαίνει στα ζητήματα διοίκησης των βουλγαρικών κατοχικών αρχών, αφού η υπό
σχηματισμό ελληνική κυβέρνηση δεν επρόκειτο να έχει καμιά επικοινωνία μαζί της,
ο Μπέντσλερ διέκοψε τη συζήτηση και δήλωσε ότι θα επανέλθει μετά το μεσημέρι.
Προφανώς ήθελε να πάρει οδηγίες από το Βερολίνο επ’ αυτού.
Ο Λιβιεράτος, συνεχίζοντας την
αφήγησή του αναφέρει:
«...Τας μεσημβρινάς αυτάς ώρας
έσπευσα να επικοινωνήσω με μερικούς φίλους μου, των οποίων ήθελα να έχω τας
απόψεις τόσον ως προς τον σχηματισμόν Ελληνικής Κυβερνήσεως υπό εχθρικήν
κατοχήν, όσον και ως προς την συμμετοχήν μου εις την σχηματισθησομένην Κυβέρνησιν.
Οι περισσότεροι τούτων εθεώρησαν
τον υπό τας περιστάσεις εκείνας σχηματισμόν Ελληνικής Κυβερνήσεως ως
εξυπηρετικόν του Ελληνικού λαού. Και όλοι αυτοί με πολλήν ανακούφισιν
προσέβλεπαν εις την λύσιν ταύτην, είτε βραχυχρόνιος, είτε μακροχρόνιος ήτο η
εχθρική κατοχή, είτε ηττώντο είτε ενίκων τελικώς οι Γερμανοί. Εις πάσαν
περίπτωσιν έκριναν ούτοι την λύσιν ταύτην εξυπηρετικήν του Ελληνικού λαού.
Έπρεπε να επιβιώση ο Ελληνικός λαός. Και διά την επιβίωσιν τούτου πολύτιμος
εκρίνετο η συμβολή μιας Ελληνικής Κυβερνήσεως, συμπαραστάτιδος αυτού. Μόνον ως
προς την συμμετοχήν μου εις την Κυβέρνησιν αυτήν, τινές των φίλων μου τούτων
διετύπωσαν άλλοι επιφυλάξεις και άλλοι αντιρρήσεις, οι πρώτοι, έχοντες την
αντίληψιν ότι ήτο μοιραία η πολιτική μου φθορά εν τη αντιμετωπίσει των
κολοσσιαίων προβλημάτων, τα οποία από των πρώτων στιγμών του σχηματισμού της
Κυβερνήσεως θα ανέκυπταν ενώπιον αυτής και των οποίων η λύσις παρά μιας
Κυβερνήσεως, η οποία δεν θα διέθετε προς αντιμετώπισιν αυτών τα ανάλογα, προς
τας περιστάσεις και τας μεγάλας του λαού ανάγκας, μέσα, προ παντός τα
οικονομικά, οι δεύτεροι, εκφράζοντες τον φόβον μη εις την περίπτωσιν της νίκης
των Συμμάχων οι μέλλοντες να μετάσχουν εις μίαν υπό την εχθρικήν κατοχήν
Κυβέρνησιν, παρ’ όσας και αν ήθελαν προσφέρει υπηρεσίας εις τον Ελληνικόν λαόν,
εξετίθεντο μεταπελευθερωτικώς εις διώξεις.
Άλλοι όμως των φίλων μου τούτων
ετάχθησαν ανεπιφυλάκτως υπέρ της συμμετοχής μου εις την σχηματισθησομένην
Κυβέρνησιν, της οποίας το έργον έκριναν πολύτιμον διά τον Ελληνικόν λαόν. Και
τινες μάλιστα τούτων μου εζήτησαν να εισηγηθώ εις τους έχοντας την πρωτοβουλίαν
του σχηματισμού της Κυβερνήσεως δύο στρατηγούς και την ιδικήν των εις την
Κυβέρνησιν συμμετοχήν. Και οι μεθ’ ων επεκοινώνησα φίλοι μου ούτοι, ήσαν όλοι
μέλη του πολιτικού κόσμου της χώρας μας. Και κανείς, μα κανείς, δεν έσχε τότε
την έμπνευσιν να διατυπώση την ...σώτειραν ιδέαν “της υπό εχθρικήν κατοχήν
διακυβερνήσεως της χώρας υπό των δημοσίων υπαλλήλων”, την οποίαν μεταπελευθερωτικώς
τόσοι και τόσοι πολιτικοί και πνευματικοί της χώρας μας άνδρες προέβαλαν ως την
μοναδικήν διά τας περιστάσεις εκείνας λύσιν!
Δεν αναφέρω εδώ τους μεθ’ ων
επεκοινώνησα τότε φίλους μου, διότι άλλοι εξ αυτών δεν ευρίσκονται πλέον εις
την ζωήν και άλλοι δεν έδωσαν σημεία ζωής κατά τον κρίσιμον δι’ εμέ χρόνον της
δίκης»[11].
ΜΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΗ
Στο ενδιάμεσο των συζητήσεων, ένας
άλλος Γερμανός διπλωμάτης, ο Κουρτ φον Γκραίβενιτς[12], ο
οποίος ήταν διαπιστευμένος από το 1938 στην Αθήνα, προσπάθησε σ’ εκείνη τη φάση
να είναι ευεργετικός στην ελληνική πλευρά με κίνδυνο της σταδιοδρομίας του.
Πήρε ιδιαιτέρως τον Λούβαρι (ίσως και τον Λογοθετόπουλο) και τους σύστησε να
επιμείνουν, κατά τις διαπραγματεύσεις με τον Μπέντσλερ, να θέσουν όρους ως προς
τις ιταλικές και βουλγαρικές αξιώσεις, οι οποίες ήταν ακόμη απολύτως ασαφείς. Ο
ίδιος έχει γράψει στις αναμνήσεις του[13]:
«Στην περίπτωση αυτή το θεώρησα χρήσιμο να τους πω: “Με τις κατάλληλες
ερωτήσεις διευκρινίστε τη θέση της Γερμανίας όσον αφορά την ιταλική κατοχή και
επίσης τις βουλγαρικές αξιώσεις, ώστε να μην αισθάνεσθε προδομένοι”».
Ο Γκραίβενιτς θέλησε να είναι
έντιμος απέναντι στους Έλληνες, οι οποίοι του ήταν ήδη γνώριμοι και οι οποίοι
υπό καθεστώς πίεσης και ίσως σύγχυσης, οπωσδήποτε όμως πλήρους έλλειψης
πληροφοριών και προετοιμασίας, διαπραγματεύονταν τόσο σοβαρά ζητήματα. Εκείνος
έκανε ό,τι του υπαγόρευσε η συνείδησή του στην ώρα αυτή, προφανώς δε ανεξάρτητα
από το υπηρεσιακό καθήκον του, αλλά φαίνεται ότι δεν έγινε αντιληπτός, όπως
προκύπτει από τη συνέχεια των αναμνήσεών του: «Φυσικά δεν έλαβαν ικανοποιητικές
απαντήσεις, κάτι όμως που δεν τους εμπόδισε να αναλάβουν με ικανοποίηση τα
αξιώματά τους»[14].
Ο εν προκειμένω καλοπροαίρετος
Γερμανός διπλωμάτης δεν ονοματίζει ποιους αφορούσε ο υπαινιγμός του. Ούτως ή
άλλως θα πρέπει να εξαιρεθεί ο καθηγητής Λούβαρις, διότι εκείνος αρνήθηκε
τελικά να ορκισθεί υπουργός στην κυβέρνηση Τσολάκογλου[15],
όπως άλλωστε αναλυτικά εξηγεί στα απομνημονεύματά του. Ασφαλώς, ο καθένας από
όσους αποφάσιζε εκείνη την ώρα να εμπλακεί σε μια προσωπική περιπέτεια είχε τα
προσωπικά του κριτήρια και τι έπρεπε πρώτο να σταθμίσει. Ως προς δε τους δύο
στρατηγούς, τους προερχόμενους από το Μέτωπο, εκείνοι αντιμετώπιζαν πιο
προσωποποιημένο τον κίνδυνο ότι «έρχονται οι Ιταλοί εκπρόσωποι» και πρέπει να
βιαστούν να αποφασίσουν για την κατοχική κυβέρνηση, ναι ή όχι.
Η ΕΚΔΟΧΗ ΛΟΥΒΑΡΙ
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από τον
Λούβαρι δίνει τις αυθεντικές λεπτομέρειες για τις κρίσιμες εκείνες ώρες. Στα
απομνημονεύματά του δίνει την πληροφορία ότι το πρωινό της 29ης Απριλίου 1941
τον ζήτησε στο τηλέφωνο ο συνταγματάρχης Καραπατέας, με τον οποίο συναντήθηκε
στο Πανεπιστήμιο, προφανώς στο γραφείο του καθηγητή. Η συνάντηση
Λούβαρι-Καραπατέα δεν θα πρέπει να είναι τυχαία, αν γνωρίζουμε ότι ο
συνταγματάρχης είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο μη εκδηλωθέν κίνημα των
γερμανοφίλων που ανακάλυψε ο Μανιαδάκης το καλοκαίρι του 1940[16], ο
δε Λούβαρις είχε αναμιχθεί στο επίσης μη εκδηλωθέν κίνημα του Απριλίου 1941.
Ούτως οι άλλως οι δύο συνωμοσίες ήταν «συγκοινωνούντα δοχεία» και ο κύκλος των
συνωμοτούντων γερμανοφίλων ήταν ευρύς όπως έχει αναλυθεί. Στον κύκλο αυτόν
περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων και ο στρατηγός Γεώργιος Μπάκος.
Ευρισκόμενος ο Λούβαρις με τον
Καραπατέα στο γραφείο του, χτύπησε το τηλέφωνο και μίλησε με τον στρατηγό
Μπάκο, τον οποίο δεν γνώριζε μέχρι τότε προσωπικά. Τον κάλεσε να τον επισκεφθεί
επειγόντως στα γραφεία της γερμανικής πρεσβείας, όπου βρισκόταν με τον
Τσολάκογλου. Αφηγείται παραστατικά ο Λούβαρις στη συνέχεια:
«Εις το γραφείον του συμβούλου της
πρεσβείας ευρίσκοντο, πλην του Μπάκου, ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο
αντισυνταγματάρχης Λαδάς και ο κ. Αντ. Λιβιεράτος, ο οποίος είχε κληθή και
αυτός κατά τον αυτόν τρόπον. Ο Μπάκος έφερε καταφανή τα ίχνη του εκνευρισμού,
του μεγάλου πόνου και της ψυχικής πάλης, ενώ τουναντίον ο Τσολάκογλου έκρυπτε
το ηφαίστειον του στήθους του υπό την μορφήν εκείνην της ψυχραιμίας, η οποία
τον διέκρινε καθ’ όλον του τον βίον. Μετά τας τυπικάς συστάσεις ο Μπάκος με
παρεκάλεσε να λάβω μέρος εις την υπό σχηματισμόν κυβέρνησιν, τονίσας ότι
έπρεπεν αύτη να συγκροτηθή εντός ημισείας ώρας. Διαφορετικά, προσέθεσεν,
ολόκληρον το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών, ολόκληρος ο ελληνικός στρατός,
κινδυνεύει να παραμείνη αιχμάλωτος των κατακτητών και να μεταφερθή πιθανώς
εκτός της Ελλάδος. Τα μάτια του ωραίου αυτού πατριώτου εξέπεμπον υγράς εκ της
συγκινήσεως λαμπηδόνας και ο τόνος της φωνής του ωμοίαζε προς κραυγήν αγωνίας.
Μόλις κατώρθωσα να γίνω κύριος του εαυτού μου και να συγκρατήσω την συγκίνησίν
μου.
Παρ’ όλον το πένθος το οποίον
εσκίαζε την ψυχήν μου και παρά την αηδίαν την οποίαν μού εγέννα η σκέψις ότι θα
ήμην υποχρεωμένος να τελώ εις επαφήν με τους αντιπροσώπους του
εθνικοσοσιαλισμού και του φασισμού, προς ανάνδρους υποδουλωτάς ενός μικρού και
γενναίου λαού, ομολογώ ότι δεν μού ήτο δυνατόν να ακούσω με συναισθήματα
αποστροφής την πρότασιν στρατηγών, των οποίων το μέτωπον εστόλιζαν τόσον
πρόσφατοι δάφναι. Η εθνική ιστορία είναι άλλωστε γεμάτη από παραδείγματα
ηρωικών ανδρών, οι οποίοι εις αναλόγους περιστάσεις εθυσίασαν τον εαυτόν των
χάριν της ανακουφίσεως του λαού. Το δίλημμα, το οποίον ωρθώθη από την πρώτην
στιγμήν μέσα μου, έχανε ολίγον κατ’ ολίγον την οξύτητά του και από την φρικτήν
σύγκρουσιν των καθηκόντων προέβαλλεν η απόφασις, ασθενής και διστακτική ακόμη,
να προτιμήσω την οδόν εκείνην η οποία ωδήγει εις τον Γολγοθάν. Παρ’ όλα ταύτα
έμεινα αναποφάσιστος. Ενέδωκα όμως εις την παράκλησιν του Τσολάκογλου, όπως
φροντίσω περί συμπληρώσεως της κυβερνήσεως διά μελών μη στρατιωτικών. Διότι ο
πρόχειρος κατάλογος των υπουργησίμων απετελείτο κατά το μέγιστον μέρος από
ονόματα στρατιωτικά. Τούτο υπέδειξα εις τον στρατηγόν, χωρίς να συναντήσω
αντίρρησιν.
Ο Τσολάκογλου ενδιεφέρετο να
σχηματισθή κυβέρνησις, και δη με πρόσωπα όσον το δυνατόν αξιολογώτερα. Ήτο
πεπεισμένος περί της ανάγκης. Και την ανάγκην αυτήν την ησθάνετο ως μοίραν, η
οποία ως πρώτον θύμα της είχεν εκλέξει αυτόν τον ίδιον. Την θέλησιν αυτής της
μοίρας την αντίκρυζε με την αυτήν αποφασιστικήν ψυχραιμίαν, με την οποίαν
αντίκρυζε τον εχθρόν εις τα πεδία των μαχών, και με την άφοβον εκείνην ανάληψιν
ευθυνών, γνωρίσματα, που εθαυμάσαμεν όλοι κατά την διεξαγωγήν της δίκης
βραδύτερον.
Έσπευσα λοιπόν να καλέσω τους κ.κ.
Λογοθετόπουλον, Ιάσονα Παπαδόπουλον και Πλάτωνα Χατζημιχάλην, οι οποίοι
εδέχθησαν κατ’ αρχήν να συζητήσουν την συμμετοχήν των εις την κυβέρνησιν. Περί
άλλων τινών οι οποίοι εκλήθησαν μεταγενεστέρως, δεν υπάρχει λόγος να ομιλήσω.
Αυτοί ηρνήθησαν ευθύς εξ αρχής. Ο φόβος και η αγωνία ήσαν ζωγραφισμένα εις την
έκφρασιν του προσώπου των.
Έπειτα παρετήρησα εις τον
στρατηγόν Τσολάκογλου ότι το διάγγελμα της κυβερνήσεως, το οποίον είχε τεθή υπ’
όψει μου, ήτο υπερβαλλόντως δριμύ ως προς το μέρος εκείνο, το οποίον ανεφέρετο
εις τον Βασιλέα. Κατά την γνώμην μου έπρεπε να μεταβληθή, διότι δεν ήτο ορθόν
να θιγή ο Βασιλεύς, ο οποίος εσυμβόλιζε την ιδέαν της ελευθέρας Ελλάδος. Εις
τούτο συνεφώνησε και ο κ. Λιβιεράτος, μόνος εκ των λαϊκών μελών παρών κατά την
στιγμήν εκείνην. Ο στρατηγός εδέχθη προθύμως την γνώμην μου περί της ανάγκης
της τροποποιήσεως του διαγγέλματος, το οποίον είχεν εμπνευσθή υπό τρίτων και
είχε συνταχθή προ της ενταύθα αφίξεως των στρατηγών. Οι τρίτοι ούτοι είχον
προφανώς την αντίληψιν ότι η αποκήρυξις του Βασιλέως και της πολιτικής του θα
εμαλάκωνε τους κατακτητάς, θα περιώριζε τας υποψίας των και θα συνέβαλλεν ούτω
εις την διευκόλυνσιν του έργου της κυβερνήσεως προς ανακούφισιν του λαού από τα
δεινά της κατοχής.
Την άμβλυνσιν όμως της δριμύτητος
του διαγγέλματος αυτού έδει να εγκρίνη κατ’ αρχήν ο έκτακτος απεσταλμένος του
Χίτλερ προς σχηματισμόν της κυβερνήσεως πρεσβευτής Μπαίσλερ. Διότι είχε λάβει
ήδη γνώσιν αυτού. Ανέλαβα λοιπόν εγώ να τον συναντήσω. Είχεν εγκατασταθή εις
κάποιαν αίθουσαν της πρεσβείας και ούτε αυτός ούτε άλλος τις από το
διπλωματικόν προσωπικόν αυτής είχεν οιανδήποτε ανάμιξιν εις τας συζητήσεις μας.
Έπρεπεν όμως να αναγγελθώ εις αυτόν παρά των αρμοδίων».
Για να έλθει σε επαφή με τον Μπέντσλερ, ο Λούβαρις
αναζήτησε τον Γκραίβενιτς προκειμένου να μεσολαβήσει. Ο Φέλιξ Μπέντσλερ, ο
οποίος είχε άμεσες οδηγίες από το Βερολίνο, χειριζόταν μόνος του το ζήτημα του
σχηματισμού ελληνικής κυβέρνησης, αγνοώντας τους συναδέλφους του που
υπηρετούσαν από την προπολεμική περίοδο στην πρεσβεία. Άλλωστε ο Έρμπαχ ήταν
ωσεί απών, έχοντας περιπέσει για αδιευκρίνιστους λόγους υπό δυσμένεια, ενώ ο
στρατιωτικός και ο ναυτικός ακόλουθος (Χόχενμπεργκ και Λάντιχ) δεν υπήρχε λόγος
να αναμιχθούν σε θέμα κατ’ εξοχήν πολιτικό. Κατά την αφήγηση του Λούβαρι, στο
σημείο αυτό βρήκε τον Γκραίβενιτς, ο οποίος πριν τον οδηγήσει στον Μπέντσλερ,
τον πήγε στις τουαλέτες της πρεσβείας για να του μιλήσει εμπιστευτικά. «Μου
συνέστησε με θέρμην να μη μετάσχω της κυβερνήσεως», λέει ο Λούβαρις,
επικαλούμενος τη φιλία τους. «Σκεφθήτε», του είπε, «το μέλλον σας, την θέσιν
σας, την θλίψιν που θα σας στοιχίση η τυχόν απόφασίς σας να μετάσχητε της
κυβερνήσεως». Τα ίδια του είπαν ο Κλεμ φον Χόχενμπεργκ, ο Λάντιχ και
κατηγορηματικά ο Έρμπαχ[17].
Χωρίς κανείς να μπορεί με βεβαιότητα να υποστηρίξει
πώς ήταν τόσο επίμονος στην άποψή του ο Γκραίβενιτς, αν δηλαδή πρυτάνευε στη
σκέψη του εκείνη την ώρα φιλική διάθεση έναντι των Ελλήνων ή επαγγελματικός
ανταγωνισμός έναντι του απροσδόκητα επελθόντος συναδέλφου ως προϊσταμένου, πριν
οδηγήσει τον Έλληνα καθηγητή στο γραφείο που χρησιμοποιούσε ο Μπέντσλερ, του
είπε να επιμείνει στα εξής σημεία: α) Αν στην αρμοδιότητα της ελληνικής
κυβέρνησης θα περιλαμβανόταν και η Ανατολική Μακεδονία, β) αν η Γερμανία
αναλάμβανε την ευθύνη για το τι θα γινόταν η Ελλάδα μεταπολεμικά, και γ) αν η
Ελλάδα θα παραδινόταν στην Ιταλία ή όχι.
Το πρώτο θέμα, που συζήτησε ο Λούβαρις με τον
Μπέντσλερ, μόλις τον συνάντησε, ήταν το θέμα της απάλειψης των αντιβασιλικών
αναφορών στο κείμενο του διαγγέλματος της νέας κυβέρνησης, το οποίο μεν δεν
είχε δημοσιοποιηθεί ακόμη, αλλά ήδη κυκλοφορούσε[18]. «Ο
κύριος αυτός», γράφει ο Λούβαρις, «δεν εφάνη ότι συνεκινήθη από την απόφασίν
μας όπως τροποποιήσωμεν το διάγγελμα ως είχε δεχθή ο Τσολάκογλου, μαρτυρών ούτω
κατανόησιν του προσώπου του Βασιλέως, εν αντιθέσει προς ωρισμένους πολιτικούς
ηγέτας, οι οποίοι ησχολούντο ολίγον αργότερα, και δη κατά τας τραγικωτέρας
στιγμάς της ιστορίας του Έθνους εις σύνταξιν πρωτοκόλλων περί αποκηρύξεως του
Βασιλέως». Για το διαδικαστικό θέμα της αναβολής της ορκωμοσίας, ο Μπέντσλερ
φάνηκε ανένδοτος και δέχθηκε μόνο να καθυστερήσει για έξι ώρες. Συνεχίζει ο
Λούβαρις:
«Ως προς την αναβολήν του
σχηματισμού κυβερνήσεως ο Μπαίσλερ εδείχθη ανένδοτος. Εδέχθη μόνον εξάωρον
επιβράδυνσιν της συγκροτήσεώς της. Την επιβράδυνσιν αυτήν παρεχώρησε κατόπιν
της διατυπώσεως των δύο εκείνων ερωτημάτων, κατά την οποίαν παρήσαν και οι λοιποί
υποψήφιοι υπουργοί.
Είναι πιθανόν ότι προ της απειλής
των παρόντων και της απειλής της αποχωρήσεως ηθέλησε να συνεννοηθή με το
Βερολίνον και προς τούτο εχρειάζετο τον απαιτούμενον χρόνον.
Εις την πρεσβείαν επεστρέψαμεν την
τετάρτην απογευματινήν. Εις τους διαδρόμους ανέμενον μερικοί ιδικοί μας. Μεταξύ
αυτών και κάποιος εις τον οποίον είχεν επιδαψιλεύσει αφθόνως η Πολιτεία τιμάς
και αξιώματα κατά την διαρρεύσασαν τετραετίαν[19].
Προβάλλων γερμανικά παράσημα και σχέσεις φιλίας προς την Γερμανίαν του Χίτλερ
μού εξέφρασε την ελπίδα ότι θα θεωρηθούν ταύτα αρκετά διά την περαιτέρω
σταδιοδρομίαν του. Τι ημπορούσα να απαντήσω εις άνθρωπον, ο οποίος εβεβήλωνε
την τραγικότητα των στιγμών με την ατομιστικήν και ιδιοτελή παρουσίαν του;»
Στην απογευματινή συζήτηση, ο
Μπέντσλερ, προφανώς αναπτερωμένος από το νέο στοιχείο που γνώριζε πλέον, δηλαδή
τον διαγκωνισμό κάποιων Ελλήνων να συμμετάσχουν στην υπό συγκρότηση κυβέρνηση,
ήταν περισσότερο βιαστικός, ενδιαφερόμενος να ολοκληρώσει την αποστολή του πριν
από την άφιξη των Ιταλών διπλωματών. Ο Λούβαρις καταθέτει ότι, παρά τη γριφώδη
διπλωματική γλώσσα του Γερμανού, κατάλαβαν κατά τη συζήτηση ότι η Ανατολική
Μακεδονία είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους. Δείχνοντάς του σ’ έναν χάρτη το
σημείο αυτό, τον ρώτησε αν θα ανήκε στη δικαιοδοσία της νέας κυβέρνησης. Ο
Γερμανός διπλωμάτης έγινε σαφέστερος, λέγοντας ότι γι’ αυτό θα έπρεπε να
συνεννοηθούν οι συνομιλητές του με τους Βουλγάρους. Και στη συνέχεια έγινε
ομιλητικότερος:
«Μας διεβεβαίωσεν ότι η παραχώρησις της Αν. Μακεδονίας
είχεν υπαγορευθή υπό της ανάγκης πολιτικής σκοπιμότητος και ότι ήτο προσωρινή.
Το τελευταίον τούτο επανελάμβανον εις πάσαν ευκαιρίαν και μετά ταύτα οι
διπλωματικοί κύκλοι της Γερμανίας, ως και μερικοί ανώτατοι στρατιωτικοί. Αλλά προέβη
και περαιτέρω. Προ του κινδύνου της ματαιώσεως του σχηματισμού κυβερνήσεως
εδήλωσεν ότι η Γερμανία θα ανελάμβανε την μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας
μεσολάβησιν δι’ όλα τα ζητήματα τα αφορώντα εις την Αν. Μακεδονίαν και Δυτικήν
Θράκην. Και προσέθεσε: “Χάριν της χώρας σας σας εξορκίζω να μη αποχωρήσετε”».
Η μόνη παραχώρηση που είχε
επιτευχθεί από ελληνικής πλευράς δεν ήταν παρά η υπόσχεση ότι η Γερμανία θα
...μεσολαβούσε για θέματα των βουλγαροκρατουμένων περιοχών. Στη συνέχεια
αφηγείται ο καθηγητής Λούβαρις:
«Αι δηλώσεις αύται του Γερμανού
διπλωμάτου επέφεραν κάποιον κατευνασμόν εις τας ψυχάς των παρευρισκομένων εις
την συζήτησιν, η οποία συνεχίσθη, δαπανηθείσα εις την διευκρίνησιν των
λεπτομερειών ως προς τα ζωτικώτερα προβλήματα, τα οποία θα προέκυπτον ασφαλώς
εκ της βουλγαρικής κατοχής. Μόνον εις το δεύτερον ζήτημα απέφυγε να απαντήση ο
Μπαίσλερ.
Όταν προέβαλα εις αυτόν το
ερώτημα: “Αναλαμβάνει η Γερμανία την ευθύνην διά την μέλλουσαν τύχην της
Ελλάδος;”, απεκρίθη: “Δεν δύναμαι να απαντήσω”. Πράγματι ήτο δύσκολον να
απαντήση, προδιαγράφων διά της απαντήσεώς του την στάσιν της Γερμανίας έναντι
του Ιταλού συμμάχου της κατά την επιδίωξιν των σκοπών του εν τη ελληνική
χερσονήσω.
Αλλ’ η παράκαμψις απαντήσεως εκ
μέρους του προεκάλεσε νέαν ταραχήν. Η σιωπή είναι πολλάκις σημαντικωτέρα πάσης
απαντήσεως. Αφίνει να φαντασθή κανείς πολλά και κατά την περίπτωσιν αυτήν
μάλλον κακά παρά καλά. Η σιωπή εν τούτοις του Μπαίσλερ ήτο απλώς διπλωματική.
Πώς ήτο δυνατόν να αποκαλύψη την στιγμήν εκείνην την πολιτικήν, την οποίαν
ηκολούθησεν η Γερμανία έναντι των ιταλικών επιδιώξεων καθ’ όλον το διάστημα της
κατοχής;
Η σιωπή του Γερμανού διπλωμάτου
καθίστα οπωσδήποτε πιθανήν την υπόνοιαν ότι οι ηττημένοι Ιταλοί θα κατήρχοντο
εις την Ελλάδα ως συγκατακτηταί των Γερμανών. Τούτο άλλωστε είχε σκοπόν να
διευκρινήση η ερώτησίς μου και ο Γκραίβενιτς, ο οποίος μου συνέστησε να την
διατυπώσω, υπό γριφώδη πάντως μορφήν, είχε πληροφορηθή την ενδεχομένην κάθοδον
των Ιταλών. Οι κατακτηταί λοιπόν θα ήσαν αντί ενός δύο και τα δεινά του
ελληνικού λαού μεγαλύτερα. Έπρεπε να λησμονήση κανείς τον πόνον του, να
λησμονήση το νέον πλήγμα κατά του συναισθήματος της εθνικής αξιοπρεπείας, της
οποίας σύμβολον και έκφρασις χρησιμεύει έκαστος, και ο μάλλον ασήμαντος, όταν ο
ξένος εισέρχεται ως κατακτητής εις το ιερόν έδαφος της πατρίδος του, και να
αντικρύση τα πράγματα ως ανάγκην, η οποία απαιτεί αυτοθυσίαν.
Οι άλλοι εδέχθησαν να προβούν εις
την θυσίαν αυτήν και ανήλθον πολύ προ εμού εις τον Κρανίου τόπον, συνοδεύοντες
τον λαόν κατά την οδυνηράν άνοδόν του εις τον Γολγοθάν. Εγώ επροτίμησα να
δραπετεύσω. Αλλ’ όταν ηγέρθην όπως αποχωρήσω ο στρατηγός Μπάκος, ο οποίος
εφοβείτο προ πάντων την υπό των Ιταλών αιχμαλωσίαν του στρατού και η ψυχή του
ήτο ανάστατος από την σκέψιν του εξευτελισμού των νικητών από τους ηττημένους,
προέβη με αγωνιώδη φωνήν εις μίαν τελευταίαν έκκλησιν: “Κύριε καθηγητά, εν
ονόματι του τιμίου ελληνικού αίματος, που εχύθη εις τα αλβανικά βουνά, μη μας
εγκαταλείψετε”.
Ο αγνός πατριώτης επίστευεν ίσως
ότι το κύρος, το οποίον απελάμβανον μεταξύ των πνευματικών κύκλων της
Γερμανίας, με καθίστα πολύτιμον παράγοντα προς σωτηρίαν του λαού και προς
επίλυσιν των δυσχερών προβλημάτων, τα οποία έπρεπε να διευθετώνται εκάστοτε.
Δεν εγνώριζε προφανώς ούτε τον Χίτλερ, ούτε το περιβάλλον του, αλλ’ ούτε την περιφρόνησιν
του εθνικοσοσιαλισμού προς το πνεύμα και προς τους εκπροσώπους του. Διά τούτο
παρά την συγκλονιστικήν επίδρασιν, την οποίαν ήσκησεν επάνω μου η έκκλησις του
στρατηγού, η απόφασίς μου όπως αποχωρήσω παρέμεινε σταθερά. Η σύγκρουσις των
αντιτιθεμένων εις άλληλα καθηκόντων, η οποία ελυμαίνετο την ψυχήν μου, με είχε
κουράσει μέχρι βαθμού απιστεύτου. Αλλά ποίος άραγε θα είχε την δύναμιν να
περιγράψη την εναλλαγήν των ψυχικών καταστάσεων και την τραγικότητα του
διλήμματος, των οποίων είμεθα όλοι έρμαια κατά την διάρκειαν των ωρών αυτών, αι
οποίαι μας εφαίνοντο ατελεύτητοι; Έφυγα προ της συντάξεως του πρακτικού, το
οποίον περιείχε την απόφασιν περί σχηματισμού της κυβερνήσεως».
ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ
Ο Λούβαρις κάνει λόγο περί
συντάξεως ειδικού πρακτικού, βάσει της οποίας αποφασίστηκε η ανάληψη της
(περιορισμένης) εξουσίας από τους κατοχικούς υπουργούς. Παρά την κρισιμότητα
ενός τέτοιου καθοριστικού εγγράφου, ακόμη και ως προς τη νομική αν όχι ιστορική
πλευρά του, το πρακτικό αυτό ποτέ δεν έχει παρουσιασθεί μέχρι σήμερα στη
δημοσιότητα, ούτε έχει εντοπισθεί σε κάποιο αρχείο[20].
Επομένως, δεν έχουν γίνει γνωστοί οι ακριβείς δεσμευτικοί όροι, υπό τους
οποίους σχηματίστηκε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση.
Ο στρατηγός Τσολάκογλου δεν κάνει
καμιά σχετική μνεία στα απομνημονεύματά του. Κατά τον Λούβαρι, το πρακτικό αυτό
δεν ήταν παρά μια τυπική πράξη, που θα είχε χρησιμότητα αποκλειστικά έναντι των
Ιταλών για να τους παρουσιασθεί ως τετελεσμένο γεγονός η συγκρότηση ελληνικής
κυβέρνησης. Το μόνο σχετικό έγγραφο που υπάρχει διασώθηκε στα γερμανικά αρχεία,
χωρίς να είναι το τελικό και το πρωτότυπο. Οπωσδήποτε όμως έχει την αξία του,
διότι είναι εκείνο που ετοίμασαν οι Γερμανοί και είχε τεθεί υπ’ όψη του
Τσολάκογλου κατά τις πρώτες συζητήσεις στη Θεσσαλονίκη, ενώ δεν υπάρχει πληροφόρηση
ότι υπήρξε κάποια αντίδραση από ελληνικής πλευράς, «πλην ασημάντων προσθηκών».
Το περιεχόμενο εκείνου του πρωτοκόλλου, που θα πρέπει να είναι και το τελικό
σχεδόν, είχε «προς το παρόν» τρία άρθρα και περιελάμβανε τους ακόλουθους όρους[21]:
α. Η νέα κυβέρνηση αναλάμβανε την «αποκατάσταση της
ησυχίας, της τάξης και αποφυγή οποιασδήποτε εχθρικής ενεργείας εναντίον των
στρατευμάτων του Άξονα».
β. Αναλάμβανε επίσης την πιστή
τήρηση των όρων της συνθηκολόγησης. Ωστόσο, όπως θα δούμε σε άλλο σημείο,
εκείνοι που δεν τήρησαν πιστά τους όρους ήταν οι Γερμανοί, οι οποίοι
παραχώρησαν την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη στη Βουλγαρία, έστω και
υπό προσωρινή μορφή, διότι δεν προβλεπόταν στα κείμενα της συνθηκολόγησης
(ιδιαίτερα μάλιστα σ’ εκείνο, που είχε υπογράψει ο στρατηγός Κ. Μπακόπουλος,
παραδίδοντας την επίμαχη ελληνική περιοχή).
γ. Το άρθρο 2 ανέφερε επί λέξει:
«Η νέα κυβέρνηση θα ασκεί την πολιτική της σε στενότατη επαφή με τις Δυνάμεις
του Άξονα. Υποχρεώνεται να καταργήσει το μέχρι τώρα ισχύον Σύνταγμα και να
συντάξει νέο, σε τρόπο που να εξασφαλίζει τους προβλεπόμενους στο παρόν όρους.
Θα συνεργασθεί πιστά για την εφαρμογή της νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη που
έχουν προγραμματίσει οι Δυνάμεις του Άξονα». Με την εφαρμογή του άρθρου αυτού,
η κυβέρνηση Τσολάκογλου δεν θα ήταν «υπηρεσιακή» λόγω των εκτάκτων περιστάσεων
ως κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας και περισυλλογής (για να χρησιμοποιήσουμε
χαρακτηρισμούς που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί από την πλευρά των
πρωταγωνιστών της), αλλά ως πολιτική κυβέρνηση που θα «συνεργαζόταν πιστά» στο
πλαίσιο της νέας τάξης πραγμάτων και του Άξονα.
Ως προς τα περί νέας τάξης, οι Γερμανοί υπανεχώρησαν
αμέσως μετά, αφού ο Τσολάκογλου δεν δεχόταν ανέκκλητα, όπως του ζητήθηκε, την
εγκατάλειψη των εδαφών της Ανατ. Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης. Στην αναφορά
του Μπέντσλερ προς τον Ρίμπεντροπ (28 Απρ. 1941) γίνεται μνεία περί αυτού του
θέματος:
«Οι δυσχέρειες για την υποχρέωση συνεργασίας, ως προς
τη νέα τάξη στην Ευρώπη, θα αρθούν τότε μόνον, όταν η νέα τάξη θα μπορούσε να
θεωρηθεί από τους Έλληνες ότι δημιουργεί σ’ αυτούς την υποχρέωση να
εγκαταλείψουν μερικά τμήματα της χώρας τους. Από ιταλικής σκοπιάς αξιώθηκε να
αναλάβουν ρητή υποχρέωση αναγνώρισης των συνοριακών μεταβολών που ζητούν οι
Δυνάμεις του Άξονα. Υπό τις συνθήκες αυτές η φράση περί της νέας τάξης
πραγμάτων στην Ευρώπη θα απαλειφθεί από το διάγγελμα».
Η φράση τελικά δεν θα περιληφθεί στο διάγγελμα του
Τσολάκογλου και αυτό θα τον απαλλάξει ίσως από μια επιπρόσθετη κατηγορία όταν
μετά από τέσσερα χρόνια θα δικάζεται ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων.
Βεβαίως η υπόσταση της κατοχικής κυβέρνησης θα περάσει από διάφορες φάσεις στο
επόμενο διάστημα, όπως και ο Τσολάκογλου ως κατοχικός πρωθυπουργός θα έχει
διάφορες αμφιταλαντεύσεις, καθώς θα αναρωτιέται τι είναι συμφερότερο να πράξει.
Δημοσίως ποτέ δεν αποδέχθηκε ως τετελεσμένες τις απόπειρες προσάρτησης εθνικών
εδαφών από την Ιταλία και ιδίως από τη Βουλγαρία, ωστόσο όμως γνωρίζουμε ότι σε
συζήτηση που είχε στις 16 Μαΐου 1941 με τον Έλληνα διπλωμάτη Ιωάννη Πολίτη[22] αποδέχεται
την ιδέα κάποιας εξόδου των Βουλγάρων στο Αιγαίο, γεγονός που αυτομάτως αίρει
την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους. Σε επόμενη φάση, ο Τσολάκογλου,
αντιλαμβανόμενος ότι σε περίπτωση νίκης του Άξονα οι εδαφικές διεκδικήσεις
πρωτευόντως της Ιταλίας και δευτερευόντως της Βουλγαρίας επρόκειτο να
ικανοποιηθούν, είχε στρέψει την προσοχή του στο ενδεχόμενο η Ελλάδα να
διεκδικήσει τη Μικρά Ασία (!), όπως ήδη έχουμε αναφέρει.
Η μη ένταξη της υπό τον Τσολάκογλου κατεχόμενης
Ελλάδος στη «νέα τάξη» δεν ανήκε σε δική του πρωτοβουλία, αφού ο ίδιος για το
αντίθετο ενδιαφερόταν, πιστεύοντας ότι έτσι θα είχε δεδομένη τη γερμανική
υποστήριξη. Άλλωστε τη μη ένταξη την απέτρεπαν συστηματικά οι Ιταλοί,
προβάλλοντας «βέτο» σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερα δε κατά τις πρώτες αυτές μέρες
της Κατοχής. Οι οδηγίες του Ρίμπεντροπ προς τον Μπέντσλερ και τον Μάκενσεν στη
Ρώμη διαπνέονταν με απόλυτη σαφήνεια απ’ αυτό το πνεύμα.
Επί τη βάσει αυτού του πρωτοκόλλου-φαντάσματος
αντλούσε την οποία δύναμή της η κυβέρνηση Τσολάκογλου για να παραμένει στην
εξουσία. Ως άμεση φυσική συνέχειά της, με τις ίδιες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις,
θα είναι και η επόμενη κατοχική κυβέρνηση υπό τον καθηγητή Κωνσταντίνο
Λογοθετόπουλο. Μόνον η τρίτη κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, ο οποίος
άλλωστε ήταν νομικός (σε αντίθεση με τους δύο προκατόχους του), θα αγνοήσει την
ύπαρξη ή μη δεσμεύσεων με τους κατακτητές και θα «καταλάβει» την εξουσία
επαναστατικώ δικαίω.
Η ΕΚΔΟΧΗ ΛΙΒΙΕΡΑΤΟΥ
Το γεγονός είναι ότι η αποδοχή των
γερμανικών όρων δεν ήταν τυφλή από ελληνικής πλευράς, όταν σχηματιζόταν η
κατοχική κυβέρνηση. Έστω και με την παρότρυνση Γερμανών ή όχι, διατυπώθηκαν
ενστάσεις και – όπερ το κυριότερο – δεν έγιναν δεκτές οι εν λευκώ παραχωρήσεις
που θα ήθελαν οι κατακτητές. Ακόμη, φαίνεται να παραμερίστηκαν οι όποιοι
ρευστής συνείδησης Έλληνες είχαν επιδιώξει να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση.
Από όλες τις μεριές επισημαίνεται
ότι η ατμόσφαιρα ήταν θλιβερή και δεν υπήρχε αισιοδοξία, όπως όταν
σχηματίζονται υπό οιεσδήποτε περιστάσεις νέες κυβερνήσεις. Φυσικά, αυτή η
αισιοδοξία ισχύει για νέες κυβερνήσεις, που όμως είναι ελεύθερες.
Ο Λούβαρις δεν ήταν ο μόνος
«σκεπτικιστής». Σύμφωνα με την αφήγηση του Λιβιεράτου και ο ίδιος, πλην του
καθηγητή, ήταν μεταξύ εκείνων που πήραν προς στιγμήν την απόφαση να
αποχωρήσουν, αφήνοντας τον Τσολάκογλου μόνο του με τον Μπάκο. Ο τελευταίος,
έκδηλα συγκινημένος και μάλιστα «δακρύων», τους σταμάτησε, εκλιπαρώντας τους να
μην φύγουν.
Συνεχίζοντας λοιπόν την αφήγησή
του ο Αντ. Λιβιεράτος, αναφέρει τι ακολούθησε στην απογευματινή σύσκεψη των
Ελλήνων με τον Μπέντσλερ:
«Την 4ην μεταμεσημβρινήν ώραν της ιδίας ημέρας αι μετά
των Γερμανών συνεννοήσεις επανελήφθησαν. Ήτο τεθειμένον από της πρωίας το θέμα:
Η Γερμανική Κυβέρνησις εκαλείτο να αναλάβη έναντι της Ελληνικής Κυβερνήσεως την
υποχρέωσιν, όπως επεμβαίνη μετά πρόσκλησιν ταύτης και επιλύη τα εκάστοτε
μέλλοντα να ανακύπτουν εκ της βουλγαρικής των ελληνικών εδαφών κατοχής
ζητήματα, αφού αύτη είχεν επιτρέψει την βουλγαρικήν κατοχήν των ελληνικών αυτών
εδαφών και αφού η Ελληνική Κυβέρνησις, μη αναγνωρίζουσα την βουλγαρικήν κατοχήν
και διαμαρτυρομένη δι’ αυτήν, ουδεμίαν ήτο δυνατόν να έχη επαφήν και
επικοινωνίαν μετά των Βουλγάρων.
Και κατά την συζήτησιν ανέκυψε και
θέμα δεύτερον: Η Γερμανική Κυβέρνησις εκαλείτο να εγγυηθή διά την μελλοντικήν
τύχην της Ελλάδος. Το δεύτερον τούτο θέμα το έθεσεν, αν δεν με απατά η μνήμη, ο
κ. Ν. Λούβαρις.
Και η επί των θεμάτων τούτων
συζήτησις παρετείνετο. Ο Γερμανός απεσταλμένος παρείχε διαβεβαιώσεις περί του
προσωρινού της βουλγαρικής κατοχής, επιβληθείσης, ως έλεγεν, εκ της πολεμικής
διά την Γερμανίαν ανάγκης, αλλά και δεν ανελάμβανε διά λογαριασμόν της
Κυβερνήσεώς του την ην ημείς εζητούμεν να αναλάβη υποχρέωσιν. Και η νευρικότης
όλων ήτο έκδηλος.
Ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο οποίος
κάτω από την Ολυμπίαν αταραξίαν του έκρυπτε το ηφαίστειον της ψυχής του,
ανέλαβε εις κάποιαν στιγμήν να θέση τέρμα εις την παρατεινομένην συζήτησιν.
Εζήτησεν από τον Γερμανόν απεσταλμένον σαφή την απάντησιν επί της διατυπωθείσης
απόψεώς μας. Αλλ’ η απάντησις τούτου υπήρξε διπλωματική!
Τότε πολλοί των εξ ημών εκεί
παρισταμένων απεχωρήσαμεν του γραφείου του Γερμανού διπλωμάτου, αρνηθέντες εις
τον στρατηγόν Τσολάκογλου την συνεργασίαν μας.
Είχαμεν φθάσει εις τον διάδρομον
του μεγάρου της Γερμανικής Πρεσβείας, όταν επεφάνη εκεί ο αείμνηστος στρατηγός
Μπάκος, ο αγνός εκείνος ιδεολόγος και ηρωικός πολεμιστής.
Ήτο καταφανής η βαθυτάτη
συγκίνησις υπό της οποίας κατείχετο. Πελιδνός και δακρύων απηύθυνε προς όλους
μας έκκλησιν και μας ετάνυσε την χορδήν της ψυχής μας διά τους ηρωικούς
αιχμαλώτους πολεμιστάς μας, των οποίων η τύχη και η ζωή ήσαν αποτεθειμέναι εις
χείρας μας. Μας εξώρκισεν εν ονόματι των νεκρών και των ζώντων ηρώων πολεμιστών
να μη αποχωρήσωμεν. Και μας εσταμάτησεν εκεί εις τον διάδρομον. Μας υπεγράμμισε
την ανάγκην του αμέσου σχηματισμού Κυβερνήσεως και μας υπέμνησε την από στιγμής
εις στιγμήν αναμενομένην άφιξιν του διπλωματικού απεσταλμένου του Μουσσολίνι.
Εάν – μας είπε – δεν σχηματίσωμεν τώρα αμέσως Κυβέρνησιν, η Ελλάς θα καταστή
Ιταλικόν Προτεκτοράτον και οι ήρωες Έλληνες πολεμισταί θα καταστούν αιχμάλωτοι
των ηττημένων Ιταλών.
Δεινόν ήτο το δίλημμα! Και δεινή
κατέστη η θέσις μας. Και έκαστος εξ ημών εσκέπτετο τι έπρεπε να αποφασίση. Και
ο στρατηγός Μπάκος μάς εξώρκιζε, μας ικέτευε, μας εξελιπάρει!...
Όσοι δεν έζησαν τας στιγμάς αυτάς
και δεν είδαν τον στρατηγόν Μπάκον δακρύοντα και χειρονομούντα και δεν τον
ήκουσαν ομιλούντα και εκλιπαρούντα, δεν ημπορούν να συλλάβουν το μέγεθος του
ψυχικού μας συγκλονισμού.
Και εμείναμεν εκεί εις τον
διάδρομον δι’ ολίγας στιγμάς. Και ο στρατηγός Μπάκος επανήλθεν εις τον γραφείον
του Γερμανού διπλωματικού απεσταλμένου. Αντελήφθημεν όλοι μας ότι επέστρεφεν
εκεί διά να καταβάλη μίαν υστάτην προσπάθειαν παρά τω Γερμανώ αυτώ απεσταλμένω.
Και, μετ’ ολίγον, επανήρχετο εις
ημάς διά να μας ανακοινώση ότι ο Γερμανός απεσταλμένος παρείχε την
κατηγορηματικήν διαβεβαίωσιν ότι η Κυβέρνησίς του θα επενέβαινε παρά τη
Βουλγαρική Κυβερνήσει και ταις στρατιωτικαίς αρχαίς της βουλγαρικής κατοχής
προς ρύθμισιν των εκ της κατοχής τούτων ανακυπτόντων ζητημάτων.
Ούτως αι μακραί και επίμοχθοι
εκείνης της ημέρας συζητήσεις ετερματίσθησαν και η περί σχηματισμού Ελληνικής
Κυβερνήσεως απόφασις ελήφθη κατά τας πρώτας εσπερινάς ώρας.
Την ιδίαν στιγμήν έφθανεν εις τας
Αθήνας ο έκτακτος Ιταλός απεσταλμένος. ΗΤΟ ΟΜΩΣ ΠΛΕΟΝ ΑΡΓΑ. Είχεν ευρεθή προ
γεγονότος τετελεσμένου...».
Μάλλον δεν είναι ακριβής ο
πανηγυρισμός ότι οι Ιταλοί βρέθηκαν «προ τετελεσμένου». Οι Ιταλοί ήταν πλήρως
ενήμεροι μέσω Βερολίνου και είχαν αποδεχθεί όσα σημεία ήθελαν, ενώ για άλλα
υπέβαλλαν τις αντιρρήσεις τους αρμοδίως στον Ρίμπεντροπ. Απλώς δεν είχαν
παρευρεθεί στις συζητήσεις που έγιναν στη γερμανική πρεσβεία Αθηνών.
3. Οι στρατηγοί του Μετώπου γίνονται υπουργοί
Το απόγευμα της 29ης Απριλίου 1941
ο στρατηγός Τσολάκογλου ανακοίνωνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών τον
σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, η οποία θα ορκιζόταν το επόμενο πρωί. Η σύνθεσή
της είχε σχεδόν διαμορφωθεί, ύστερα από τις επαφές που είχε πραγματοποιήσει
εκείνη την ημέρα.
Ωστόσο απείχε από την αρχική
σύνθεση, η οποία είχε υποβληθεί στον Μπέντσλερ στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με το
πρώτο σχέδιο θα συμμετείχαν, πλην του Τσολάκογλου που θα είχε την προεδρία, οι
στρατηγοί Δεμέστιχας, Μπάκος, Μάρκου, Μουτούσης, Βραχνός και Κατσιμήτρος (ως
υπουργοί Εσωτερικών, Εθνικής Αμύνης, Ασφαλείας, Παιδείας και Επισιτισμού
αντίστοιχα), οι συνταγματάρχες Δημάρατος και Μπουλαλάς (Αγορανομίας και
Γεωργίας αντίστοιχα) και ο στρατηγός Νικ. Ραγκαβής (ως υπουργός γενικός
διοικητής Μακεδονίας).
Η προτίμηση στρατιωτικών δεν ήταν
τυχαία. Σκοπός ήταν να προβληθεί χαρακτήρας «εθνικής σωτηρίας» στη νέα
κυβέρνηση και ιδιαίτερα να υπάρχει απόλυτος συσχετισμός μεταξύ των στρατιωτικών
ηγετών που είχαν δράσει ένδοξα στο Μέτωπο και των νέων υπουργών. Αντικειμενικά
άλλωστε η Ελλάδα δεν ήταν μια χώρα ασυνήθιστη από στρατοκρατικές εμπειρίες. Από
το 1922, επί συνόλου 17 πρωθυπουργών, οι 6 ήταν εν ενεργεία ή απόστρατοι
αξιωματικοί – χωρίς να γίνει ειδική αναφορά στον αριθμό των στρατιωτικών
κινημάτων που είχαν επιχειρήσει επιτυχώς ή ανεπιτυχώς να καταλάβουν την αρχή.
Οπωσδήποτε το νέο στοιχείο θα ήταν ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης αποκλειστικά
από εν ενεργεία ανώτατους και ανώτερους αξιωματικούς που μέχρι την προηγούμενη
ημέρα διοικούσαν τον ελληνικό στρατό που πολεμούσε. Η εμμονή σ’ αυτόν τον
στρατοκρατικό χαρακτήρα της κατοχικής κυβέρνησης οφειλόταν οπωσδήποτε στον
Τσολάκογλου, τον στρατηγό που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση, και που με τη συνέχεια
αυτή της πρωτοβουλίας του εκείνης ήθελε να προβάλει το ενιαίο στις απόψεις των
στρατηγών του Μετώπου. Και βεβαίως να επιμερισθούν επικοινωνιακά οι ευθύνες της
συνθηκολόγησης στους άλλους στρατηγούς.
Οποιοσδήποτε αντικειμενικός κριτής
δεν μπορεί να αποφύγει τον πειρασμό να δει τη σκιά προσωπικής ματαιοδοξίας σ’
εκείνη την απόφαση. Αυτό τεκμαίρεται και από το γεγονός ότι ο Τσολάκογλου
μεταπολεμικά αναφέρθηκε με ανάλογο πνεύμα στην επίμονη επιδίωξη κάποιων
στρατηγών, που αρχικά είχαν παραλειφθεί, να συμμετάσχουν και αυτοί στην
κυβέρνηση.
Ήδη από τις συζητήσεις με τον
Μπέντσλερ στη Θεσσαλονίκη είχε εγκαταλειφθεί η μονόπλευρη χρησιμοποίηση των
στρατηγών και τουλάχιστον τρία υπουργεία (Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής
Οικονομίας) επρόκειτο να δοθούν σε ιδιώτες, ενώ το ζήτημα αν η θέση του
υπουργού Εξωτερικών θα καλυπτόταν αφέθηκε εκκρεμές, καθώς δεν ήταν βέβαιο αν το
υπουργείο θα διαλυόταν ή όχι. Εν τω μεταξύ, ύστερα από υπόδειξη του Ρίμπεντροπ,
αποφασίσθηκε να είναι μεγαλύτερη η αναλογία των ιδιωτών σε σχέση με τους
στρατηγούς.
Στην αναφορά, που έστειλε στο Βερολίνο ο Μπέντσλερ, αν
και δεν γίνονται κρίσεις για τα συγκεκριμένα πρόσωπα που προτείνονται για να επανδρώσουν
την κυβέρνηση Τσολάκογλου, προστέθηκε ότι ο «στρατηγός υποσχέθηκε να προσέξει
να μην εισχωρήσουν “ελευθεροτέκτονες” ανάμεσα στα μέλη του υπουργικού
συμβουλίου». Ασφαλώς και δεν θα είναι φαντασίωση του Γερμανού διπλωμάτη, αλλά
το θέμα είναι ότι στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, όπως αυτή ανακοινώθηκε από
τον ίδιο στην αναφορά του, υπήρχαν ορισμένοι τέκτονες (Κατσιμήτρος, Δημάρατος),
ενώ την ιδιότητα αυτή είχαν και οι Λογοθετόπουλος και Λούβαρις, ώστε φαίνεται
ότι το γεγονός αυτό δεν αποτελούσε σοβαρό ή ανυπέρβλητο κώλυμμα, αφού άλλωστε
και στις επόμενες κατοχικές κυβερνήσεις πήραν μέρος και άλλοι τέκτονες.
Η τελική σύνθεση της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης είχε
ως εξής:
Πρωθυπουργός: στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου.
Υπουργός Παιδείας και προσωρινώς Προνοίας, λίγο
αργότερα δε και αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως: Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος.
Υπουργός Εθνικής Αμύνης: στρατηγός Γεώργιος Μπάκος.
Υπουργός Δικαιοσύνης και προσωρινώς Αγορανομίας:
Αντώνιος Λιβιεράτος.
Υπουργός Εσωτερικών: στρατηγός Παναγιώτης Δεμέστιχας.
Υπουργός Ασφαλείας: στρατηγός Νικόλαος Μάρκου.
Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινώς
Οικονομικών: Πλάτων Χατζημιχάλης.
Υπουργός Συγκοινωνίας, Μεταφορών και ΤΤΤ: στρατηγός
Σωτήριος Μουτούσης.
Υπουργός Γεωργίας: στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος.
Η ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Υπ’ αυτή τη σύνθεση ορκίστηκαν τα
μέλη της νέας κυβέρνησης στις 30 Απριλίου 1941 το πρωί, ομνύοντας: «Ορκίζομαι
ενώπιον του Θεού και της Πατρίδος να εκτελώ τα καθήκοντά μου εντίμως και
ευσυνειδήτως και να καταβάλλω απάσας τας δυνάμεις μου, όπως εξυπηρετώ τα
συμφέροντα του Έθνους και του λαού»[23]. Η
ορκωμοσία έγινε στο γραφείο που χρησιμοποιούσε στα Παλαιά Ανάκτορα μέχρι πριν
λίγες ημέρες ο υπουργός διοικητής Πρωτευούσης Κώστας Κοτζιάς.
Έχουν γραφεί πολλά ως προς την
ορκωμοσία τους, με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
Χρύσανθος αρνήθηκε να την τελέσει. Πολλές από τις σχετικές αναφορές έχουν
έντονο το στοιχείο της υπερβολής. Η αυθεντικότερη περιγραφή είναι εκείνη του
αρχιμανδρίτη Γερβασίου Παρασκευόπουλου, που ήταν πρωτοσύγγελος του
Αρχιεπισκόπου[24]:
«...Την μεθεπομένην, ήτοι μετά την
εις Αθήνας άφιξιν του Τσολάκογλου δι’ αεροπλάνου και περί ώραν 9ην νυκτερινήν,
επισκέπτεται τον Αρχιεπίσκοπον Χρύσανθον, ο μετ’ ολίγον υπουργός της Εθνικής
Οικονομίας Χατζημιχάλης, συνδεόμενος προσωπικώς μετά του Αρχιεπισκόπου και
αγγέλλει εις αυτόν ότι απεφασίσθη να γίνη Κυβέρνησις υπό τον Τσολάκογλου της
οποίας θα μετάσχη και αυτός και παρακαλεί τον Αρχιεπίσκοπον να ορίση την ώραν
της ορκωμοσίας. Ο αοίδιμος Χρύσανθος ερωτά τότε: “Επαναστατικώ δικαίω γίνεται η
νέα Κυβέρνησις;” Και ο Χατζημιχάλης απαντά: “Όχι. Αλλ’ ένεκα των περιστάσεων
και διά να μη παραλύση η χώρα”. Και ο Αρχιεπίσκοπος: “Εγώ γνωρίζω ότι μια νέα
Κυβέρνησις ορκίζεται ή Συνταγματικώ Δικαίω ή επαναστατικώ τοιούτω. Ο Βασιλεύς
και η Συνταγματική Κυβέρνησις πολεμούν εις την Κρήτην επί ελληνικού εδάφους.
Πώς είναι δυνατόν εγώ να ορκίσω και ετέραν Κυβέρνησιν την στιγμήν που δεν
εκρίθη ο αγών και η Ελλάς ακόμη ζει;” Και ο Χατζημιχάλης απεχώρησε».
Κατά τη συζήτηση εκείνη ίσως να
αφέθηκε κάπως ασαφές αν όντως θα όρκιζε ή όχι την κυβέρνηση ο Χρύσανθος, διότι
στις εφημερίδες διοχετεύθηκε η είδηση ότι η ορκωμοσία θα γινόταν στις 9 π.μ.
ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου. Πιθανόν η κυβέρνηση να νόμισε ότι
τελικά θα δεχόταν ο Αρχιεπίσκοπος και ίσως να τον περίμενε να εμφανισθεί. Και
αφού πέρασε ο χρόνος, αποφάσισε να καλέσει τον προϊστάμενο κεντρικού ναού.
Ωστόσο, ο Αντώνιος Λιβιεράτος –
χωρίς να αντικρούει την προηγούμενη στιχομυθία – σημειώνει:
«Δεν προσήλθεν ο Αρχιεπίσκοπος
Χρύσανθος διά να ορκίση την Κυβέρνησιν Τσολάκογλου, αλλά και δεν απηγόρευσεν
εις τους υφισταμένους του ιερείς και άλλους της Εκκλησίας τιτλούχους όπως
προσέλθουν και την ορκίσουν. Και προσήλθε και την ώρκισε την ιδίαν εκείνην
πρωίαν της 30ής Απριλίου 1941, ο Αρχιμανδρίτης του ναού του Αγίου Γεωργίου
Καρύτση κ. [Νικόλαος] Παπαδόπουλος. Ούτω, είχε πληρωθή ο τύπος της ορκωμοσίας
της Κυβερνήσεως.
Δεν ενθυμούμαι ατυχώς το
ονοματεπώνυμον του ανωτέρου εκείνου αξιωματικού της Αστυνομίας των Πόλεων, ο
οποίος έλαβε την πρωίαν εκείνην την εντολήν του Πρωθυπουργού στρατηγού
Τσολάκογλου, όπως ειδοποιήση ένα οιονδήποτε κληρικόν και προσέλθη εις το
Πρωθυπουργικόν γραφείον και ορκίση την Κυβέρνησιν...».
Η ορκωμοσία των κατοχικών υπουργών
έγινε σε δύο κλιμάκια. Το πρώτο, που το αποτελούσαν οι Τσολάκογλου,
Λογοθετόπουλος, Λιβιεράτος, Χατζημιχάλης και Μπάκος, ορκίσθηκε στις 11 το πρωί.
Το δεύτερο, αποτελούμενο από τους στρατηγούς Δεμέστιχα, Μουτούση, Κατσιμήτρο
και Μάρκου, ορκίσθηκε στις 6.30 το απόγευμα από τον ίδιο αρχιμανδρίτη στην ίδια
αίθουσα. Οι στρατηγοί δεν είχαν προλάβει να φθάσουν από τα Ιωάννινα, παρά το
γεγονός ότι οι Γερμανοί διέθεσαν στρατιωτικό αεροπλάνο.
ΤΑ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
Από το βράδυ της 29ης Απριλίου
μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο της Αθήνας η προκήρυξη και οι «προγραμματικές
δηλώσεις» της νέας κατοχικής κυβέρνησης. Οι τελευταίες αυτές ήταν εξαιρετικά
λιγόλογες και κάπως αόριστες:
«Εν Αθήναις τη 29η Απριλίου 1941
Κύριον μέλημα της νέας
Κυβερνήσεως θα είναι:
1) Η επίλυσις του ζητήματος της
θέσεως των αξιωματικών και οπλιτών οίτινες παραμένουσιν νυν ως αιχμάλωτοι.
2) Η βοήθεια των αναπήρων και
παθόντων εν πολέμω και γενικώς η παροχή κοινωνικής προνοίας.
3) Η επίλυσις του ζητήματος του
επισιτισμού της χώρας. Ούτος θα ανατεθή εξ ολοκλήρου εις την Αγροτικήν
Τράπεζαν.
4) Η αποκατάστασις της εθνικής
και ιδιωτικής οικονομίας της χώρας.
5) Η παροχή εργασίας εις πάντας
και η ενίσχυσις της γεωργίας και βιομηχανίας.
6) Η αποκατάστασις του
συγκοινωνιακού ζητήματος και
7) Η απόλυτος τήρησις της τάξεως
και ασφαλείας».
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στις
αθηναϊκές εφημερίδες της επομένης, όπως και η «προκήρυξη» του στρατηγού
Τσολάκογλου «προς τον στρατόν και τον λαόν», από την οποία είχαν αφαιρεθεί οι
αντιβασιλικοί υπαινιγμοί, ύστερα από υπόδειξη του Λούβαρι:
«Έλληνες Μαχηταί, Ελληνικέ Λαέ,
Οι υπεύθυνοι της εθνικής συμφοράς
έφυγαν από τας Αθήνας και εγκατέλειψαν το πάτριον έδαφος. Υπό την ασφαλή
προστασίαν της θαλάσσης από τας επιθέσεις του αντιπάλου, απαιτούν από όλους μας
να συνεχισθή ο αγών, το μάταιον του οποίου Σεις όλοι οι παραμείναντες επί του
πατρίου εδάφους έχετε κατανοήσει.
Η σκληρά πραγματικότης είναι, ότι
μετά την κατάληψιν των Αθηνών υπό του γερμανικού στρατού και μετά την φυγήν των
Άγγλων, δεν δύναται να γίνη ουδείς πλέον λόγος περί συνεχίσεως του αγώνος.
Κυβέρνησις που ετράπη εις φυγήν
ουδέν δικαίωμα έχει να απαιτή από τον ελληνικόν λαόν θυσίας αι οποίαι
ισοδυναμούν με σφαγιασμόν και αυτοκτονίαν.
Έλληνες,
Πρέπει ν’ αναλάβωμεν την τύχην
της χώρας σθεναρώς εις τα χέρια μας και ν’ ατενίζωμεν κατάματα την σκληράν
πραγματικότητα. Διά ν’ ανταποκριθώμεν εις ταύτα απεφάσισα από κοινού μεθ’ όλων
των στρατηγών και αξιωματικών του αγωνισθέντος ελληνικού στρατού να σχηματίσω
υπό την προεδρίαν μου Κυβέρνησιν, ήτις θα εξασκή την εξουσίαν της ανεξάρτητα
της μέχρι τούδε Κυβερνήσεως της Ελλάδος, εδραζομένην επί μόνης κυριάρχου
θελήσεως του ελληνικού λαού.
Αυτή θα είναι η μόνη νόμιμος
Κυβέρνησις εν Ελλάδι και θα έχη ως εντολήν και μοναδικόν προορισμόν, τη
συγκαταθέσει των δυνάμεων κατοχής, ν’ αποκαταστήση την ησυχίαν και την τάξιν
εις τον δυστυχισμένον αυτόν τόπον και να χαρίση εις τον ελληνικόν λαόν την
ασφάλειαν διά μιάς υπευθύνου και δραστηρίας ενεργείας, ώστε κανείς να μη
αισθάνεται τον εαυτόν του εις τας σημερινάς δυσκόλους και τραγικάς στιγμάς, ως
απροστάτευτον.
Καθένας από Σας θα αισθάνεται ότι
υφίσταται ελληνική Κυβέρνησις ήτις στοργικώς και με όλας τας δυνάμεις θα
προσπαθή να σας ανακουφίζη από το βαρύ φορτίον που επεσώρευσεν ο πόλεμος.
Έλληνες,
Με γνωρίζετε ως διοικητήν
στρατευμάτων και γνωρίζετε τους λοιπούς στρατηγούς ως διοικητάς στρατευμάτων,
άτινα πάντα ημύνθησαν του πατρίου εδάφους εις ηρωικούς και αιματηρούς αγώνας.
Διά των αγώνων τούτων επετύχατε να κρατήσητε υψηλά την τιμήν των ελληνικών
όπλων και ν’ αναδειχθήτε άξιοι απόγονοι των ηρώων αγωνιστών του Μαραθώνος, των
Θερμοπυλών, της Σαλαμίνος και των Πλαταιών. Δι’ ον λόγον υπεχρεώθην τελικώς ως
εναπομείνας εις το μέτωπον ανώτερος Διοικητής των στρατευμάτων να δώσω εις Σας
την διαταγήν να καταθέσητε τα όπλα, διά τον ίδιον ακριβώς λόγον σας προσκαλώ
σήμερον να με ακολουθήσητε, προς αναστήλωσιν της φιλτάτης Πατρίδος. Ο λόγος
ούτος είναι ότι έπρεπε πλέον να σταματήση η άσκοπος αιματοχυσία.
Εφεξής δε μακράν παντός ξένου
συμφέροντος και οδηγούμενοι απλώς και μόνον από το ακραιφνές ελληνικόν
συμφέρον, ας προσπαθήσωμεν να ζήση η Ελλάς και να εξασφαλισθή εκ νέου εις τον
λαόν της η ειρήνη και η εργασία.
Κανένας να μη διστάση.
Πάντες ας συμβάλωμεν με όλας μας
τας δυνάμεις εις τούτο.
Βασίζομαι εις τον πατριωτισμόν
κάθε ενός από Σας.
Στρατηγός Γεώργ. Τσολάκογλου
Πρόεδρος της Κυβερνήσεως».
Η κοινή γνώμη δεν είχε λόγο να
αμφιβάλλει ότι ο σχηματισμός της κατοχικής κυβέρνησης ανταποκρινόταν σε μια
αναγκαιότητα, ούτε για την ειλικρίνεια των προθέσεων του Τσολάκογλου. Μέσα από
ένα μεγάλο σκοτάδι, όπως είναι η αρχή μιας Κατοχής, προέκυπτε ένα φως αμφίβολης
έντασης. Αλλά, ήταν ένα φως.
ΟΙ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ
Ένα μεγάλο ζητούμενο, που σήμερα
δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε χωρίς κοπιώδη έρευνα, ύστερα από τόσες
δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει, είναι ποια ήταν η εικόνα που είχε σχηματίσει η
κοινή γνώμη για την κατοχική κυβέρνηση και όσους την στελέχωσαν. Η απήχηση
εκείνης της ώρας έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την όποια σημερινή δικαιότερη
κρίση, διότι, εκτός από το στοιχείο του αυθορμητισμού, αποδίδει αυθεντικότερα
τις αρνητικές ή θετικές πιέσεις που ασκήθηκαν στα πρόσωπα για να πάρουν
επίμαχες αποφάσεις.
Καλώς ή κακώς, η έναρξη της
Κατοχής δεν αντιμετωπίσθηκε καθολικά από την κοινή γνώμη ως το ύψιστο κακό που
θα μπορούσε να συμβεί. Ήδη έχουμε αναφερθεί στην ανακούφιση που αισθάνθηκε ο
εκδότης Δημήτριος Λαμπράκης, μπορώντας πλέον – κατά την απερίφραστη δήλωσή του
– να μιλήσει ελεύθερα, όπως και σε πολλούς άλλους παράγοντες της δημόσιας ζωής,
οι οποίοι προς στιγμήν νόμισαν ότι μετά την «κατάλυση της τυραννίας» ανοιγόταν
μια νέα σελίδα «εθνικής αναγέννησης».
Η νέα κυβέρνηση, όπως συνηθίζεται
σε τέτοιου είδους πολιτικές μεταβολές, έλαβε πληθώρα συγχαρητηρίων
τηλεγραφημάτων και επιστολών από επώνυμους και ανώνυμους πολίτες, σπεύδοντες
αυθόρμητα ή απλώς για να φανούν αρεστοί. Η πληθωρική παρουσία στην κυβέρνηση
στρατηγών, ήδη δοξασμένων στα μάτια της κοινής γνώμης από την εποχή των
προελάσεων στο βορειοηπειρωτικό έδαφος, ευνοούσε πρωτοβουλίες για αποστολή
παρομοίων συγχαρητηρίων. Με μια αντίστοιχη αντιμετώπιση έγιναν δεκτοί οι
κατοχικοί υπουργοί και από τον Τύπο. Χωρίς αμφιβολία, το κολακευτικότερο
κείμενο, που γράφηκε τότε για τον Τσολάκογλου, ήταν εκείνο του Σπύρου Μελά.
Δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή», στη στήλη του χρονογραφήματος (30 Απριλίου
1941):
«Η φυσιογνωμία του στρατηγού
Τσολάκογλου, που ανεδέχθη χθες το πρωθυπουργικό αξίωμα εμπνέει την πιο
δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην κοινή γνώμη της Ελλάδος. Η φήμη πήρε το όνομά
του στα φτερά της από την αρχή του πολέμου. Μαχηταί, μετόπισθεν, λαός, τον
εγνώρισαν κατά τα ευτυχέστερα γεγονότα του αγώνος, στα χιονισμένα Αλβανικά
βουνά! Τον είδα, διοικητή Σώματος, επάνω στην ακμή της μάχης στη Χότιστε, στ’
αντερείσματα της Μόροβας με τα προκεχωρημένα κλιμάκια των Μονάδων του και δύο
από τους μεράρχους του να διευθύνη την επίθεση. Ψηλός, μελαχροινός, λεβεντάνθρωπος,
γενναίος, νηφάλιος, καρτερικός, ήθος απόλυτα στρατιωτικό, λακωνικότης στην
έκφραση. Ενεργητικός, ταχύς και ακούραστος. Η επταήμερη μάχη της Μόροβας τον
έφερε στην πρώτη γραμμή των στρατιωτικών αρχηγών μας. Ο αδιάκοπος πόλεμος
ολοκλήρων μηνών, στις χιονισμένες κορυφογραμμές της αφιλόξενης οροσειράς της
Κάμιας, εστερέωσε την εκτίμηση του Στρατού και Λαού στο πρόσωπό του. Η άψογη
και ανώδυνη σύμπτυξις του δεξιού μας στο Αλβανικό μέτωπο, όταν οι περιστάσεις
επέβαλαν την κίνηση αυτή αποτελεί ιδικό του τίτλο. Η ατυχής εξέλιξις των
επιχειρήσεων, τις τελευταίες εβδομάδες, τον βρήκαν στας επάλξεις άγρυπνο φρουρό
της τιμής του Ελληνικού στρατεύματος και των εθνικών συμφερόντων. Έθεσε τέρμα
στον αγώνα με αξιοπρεπή συνθηκολόγηση. Απ’ τα βουνά της Αλβανίας έρχεται τώρα
στην Κυβέρνηση του τόπου, για ν’ αναλάβη ένα άλλο αγώνα, πολύ σπουδαιότερο, που
θ’ απαιτήση εξαιρετική δραστηριότητα. Τον αγώνα της ανασυγκροτήσεως της Ελλάδος
και της προσαρμογής της στα δεδομένα της νέας καταστάσεως. Αυτό το έργο δεν
είναι τυχαίο. Η χώρα μας αποτελεί σήμερα μέρος μιας πανευρωπαϊκής οργανώσεως
που την διέπουν αρχαί σαφείς και αποκρυσταλλωμέναι, προς τας οποίας οι Έλληνες
καλούμεθα να προσανατολίσωμεν τον ρυθμόν της ζωής μας. Και θα χρειασθή
προσπάθεια σύντονος, ειλικρινής, γοργή και αποτελεσματική για να λυθούν όλα τα
προβλήματα που θέτουν οι ανάγκες αυτού του νέου προσανατολισμού. Στους πλατείς
ώμους του πρόκειται να σηκώση ο στρατηγός το βάρος του σοβαρού τούτου έργου. Οι
Έλληνες όλοι ανεξαιρέτως, έχομεν καθήκον να τον συντρέξωμεν ο καθένας από της
πλευράς του, να εκπληρώση την αποστολήν του. Ενωμένοι γύρω του, πειθαρχημένοι,
ας εργασθούμε, στην κατεύθυνση που επιβάλλουν οι πραγματικές καταστάσεις, για
να διευκολύνουμε, όσο μπορούμε, την προσπάθειάν του. Η καλή μας θέλησις, η αφοσίωσίς
μας στο καθήκον και η εργατικότης μας, είναι απαραίτητα στοιχεία για την
επιτυχία του, που θα είναι κι επιτυχία του συνόλου».
Δεν ήταν μια παρόρμηση της
στιγμής για τον μεγάλο δημοσιογράφο και συγγραφέα. Αυτό αποδεικνύεται από τα
επιπρόσθετα άλλα χρονογραφήματά του, τα οποία δημοσιεύθηκαν εκείνες τις ημέρες
και τα οποία, όταν κάποτε η χώρα απελευθερώθηκε, αντιπροσώπευσαν μεγάλο ηθικό
κόστος.
Πλην του Μελά και άλλοι
δημοσιογράφοι απέδωσαν παρόμοια θετικά σχόλια, αλλά γνώση αρνητικών
δημοσιευμάτων δεν μπορούμε να έχουμε, για τον απλούστατο λόγο ότι υπό καθεστώς
λογοκρισίας κάτι τέτοιο θα ήταν έξαρση παράνοιας. Αλλά δεν υπήρχε και λόγος
αρνητικών δημοσιευμάτων, αφού η κοινή γνώμη ήταν χωρισμένη σ’ εκείνους που
συναινούσαν υπέρ των στρατηγών που έγιναν κατοχικοί κυβερνήτες και σ’ εκείνους
που απλώς ήταν επιφυλακτικοί. Ακόμη δεν είχαν εμφανισθεί «αντιπολιτευόμενοι».
Το γεγονός ότι για πολλές μέρες ο
Σπύρος Μελάς διέθετε τον κονδυλοφόρο του για καταγραφή παρομοίων απόψεων, είναι
μια σαφής ένδειξη ότι το πνεύμα του δεν αντέβαινε στις απόψεις του μέσου
πολίτη. Άλλωστε δεν ήταν ο μόνος που δημοσιοποίησε ανάλογες θέσεις. Ο Μελάς
έγραψε τις επόμενες μέρες στη στήλη του της «Καθημερινής»:
«Αυτού καλείται να αγωνισθή τώρα ο
ήρως της Νιμέρτοκας και της Τρεμπεσίνας [Τσολάκογλου] για την ανασυγκρότησι της
Ελλάδος. Αφού την υπεράσπισε με το αίμα του και την λάμπρυνε με τα κατορθώματά
του, πρέπει τώρα πεσμένη, λαβωμένη, να την αναστήση με τον ιδρώτα του».
(2.5.1941)
«Χάρις εις την γενναιόφρονα
χειρονομία του Αρχηγού του Γερμανικού Έθνους οι πολεμισταί μας επιστρέφουν στα
σπίτια τους. Έτσι επιστρέφουν μ’ ευγνωμοσύνη σ’ αυτόν και μ’ ελαττωμένο τον
πόνο τους». (4.5.1941)
«Η Ευρώπη, αφού κατέλυσε την
περίοδο της ειρήνης και με τον πόλεμο το καθεστώς του κόσμου αυτού, επέβαλε παντού
μια καινούργια οργάνωσι όπου κυριαρχεί η διευθυνομένη αντιπλουτοκρατική
οικονομία... Πρέπει να νοιώσουμε βαθειά τι γίνεται γύρω μας. Και να
προσπαθήσουμε να συμμορφωθούμε με την καινούργια πραγματικότητα». (6.5.1941)
«...Ο κ. πρωθυπουργός εκάλεσε τους
δημάρχους “όπως αποκατασταθή παρά τω λαώ η ειλικρινής και ανυπόκριτος
συνεργασία μετά της Γερμανίας”. Θα τολμούσα να προσθέσω μία λέξι ακόμα: Και
ενεργητική. Ο μόνος τρόπος ν’ αντικρύσωμεν την “άνευ ορίων” καταστροφήν, όπως
την εχαρακτήρισεν εις τον ιστορικόν του λόγον ο Χίτλερ. Ο μόνος δρόμος για να
περισώσουμε ό,τι είναι δυνατόν να περισωθή ακόμη, είναι αυτός. Ειλικρινής και
ενεργητική συνεργασία με τον νικητήν.
[...] Για όλους εμάς, οι οποίοι
δεν ελιποτακτήσαμε, για λόγους καθαρώς τομαρικούς, αλλά μείναμε εδώ, να πιούμε
μέχρι τρυγός το πικρό ποτήριον της δυστυχίας μαζί με τον Ελληνικό λαό, ένα μ’
αυτόν όπως είχαμε γίνει ένα με τον φαντάρο στο μέτωπο, δεν μπορεί να υπάρχη
ούτε υπάρχει άλλη Ελλάς, απ’ αυτή που μένει ο αποστρατευθείς και καταματωμένος
πολεμιστής μας, αυτός που μας γέμισε με δόξα και τώρα μας εξασφαλίζει το σέβας
των νικητών.
Για μας δεν υπάρχει νησιώτικον
κράτος. Ποίον νησιώτικον κράτος άλλως τε, όταν οι Γερμανοί καταλαμβάνουν
δύο-δύο, τρία-τρία τα νησιά μας; Την Κρήτη; Την έχουμε και αυτή εδώ μαζί μας...
Η Ελλάς, όλη η Ελλάς ζη σήμερα εδώ για να υποστή όλον το βάρος του εθνικού
δράματος και να κυττάξη να συμμαζέψη τα αιματόβρεκτα ράκη της. Αυτό είναι μια
πρώτη πραγματικότης που πρέπει να αναγνωρισθή και να ρυθμίζη τις ενέργειές
μας». (7.5.1941)
«Οι Έλληνες είμαστε λαός
περίεργος. Είχαμε κράτος ολοκληρωτικό και πολεμούσαμε με την σημαία των
Δημοκρατιών... Τέτοιου είδους αντίφασις μετάγινε ποτέ στην πολιτική ιστορία;
... Φανταζόμουνα για μια στιγμή νίκη της σημαίας με την οποία πολεμούσαμε. Και
γελούσα μέχρι δακρύων. Τι θα εσήμαινε η νίκη αυτή;... Πολιτική αυτοκτονία του
νικητού. Τι θα γινότανε την επαύριον το ολοκληρωτικό καθεστώς μας; Στάχτη και
καπνός. Αι αντιφάσεις όμως τελειώνουν εδώ; Τι γυρεύουν σήμερα μερικοί,
ελάχιστοι ευτυχώς πια; Νοσταλγούν μετά την νίκη του ολοκληρωτικού καθεστώτος,
την φιλελεύθερη οικονομία και την φιλελεύθερη φλυαρία των πλουτοκρατικών
Δημοκρατιών. Ορίστε να συνεννοηθήτε...». (8.5.1941)
Ο σημαντικότερος από τους
σύγχρονους Έλληνες χρονογράφους αυτά έγραφε. Δεν ήταν σταγόνα στον ωκεανό, ούτε
ασφαλώς πληρωμένος ή καθοδηγημένος από ιδιοτέλεια. Ο χρονικογράφος της Κατοχής
Χρ. Χρηστίδης διασώζει στο ημερολόγιό του, μέσα σε λίγες λέξεις και ένα σύντομο
σχόλιο, την εικόνα που φερόταν να έχει για το θέμα ένας μορφωμένος νεαρός τότε
ιερωμένος, ο μετέπειτα επί δικτατορίας Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος[25]:
«...Έρχεται ο πατήρ Ιερώνυμος, με
τον οποίο συνεργαζόμαστε στην Υπηρεσία Προνοίας Στρατευομένων, κι ανταλλάσσουμε
δυο λόγια, χαραχτηριστικά. Τον ρωτώ πώς πάει η υπηρεσία του και μου απαντά πως
“είχε χαλαρωθεί λιγάκι, αλλά τώρα που έγινε επιτέλους νέα κυβέρνησις...”. Το
“επιτέλους” δεν εκφράζει βέβαια το αίσθημά του. Απλώς την πονηριά του και την
επιφυλαχτικότητά του».
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι μια άλλη
εγγραφή την ίδια ημέρα για το ίδιο θέμα στο ημερολόγιο του Χρηστίδη:
«Το μεσημέρι, στο εστιατόριο βλέπω
τον Γιάννη Εξηντάρη. Πριν από δυο μέρες συζητούσαμε κι είταν της γνώμης πως οι
Γερμανοί δεν θα δοκίμαζαν να σχηματίσουν “Εθνική Κυβέρνηση”. Είχαν λέει δώσει
ρητές διαβεβαιώσεις. Εγώ υποστήριζα πως θα έκαναν κυβέρνηση, γιατί αυτό είταν
το συμφέρον τους, αφού έτσι θα μπορούσαν ν’ αποσυνθέσουν τον ελληνικό λαό
καλύτερα. Σήμερα του το θυμίζω. Βέβαιο είναι πως ο γιατρός παίρνει τις
πληροφορίες του από τους κύκλους του “Ελευθέρου Βήματος”. Το χαρακτηριστικό των
περισσοτέρων που εκπροσωπούν τον “πολιτικό κόσμο” είναι πως από τις πιθανές
εξελίξεις προτιμούν πάντα εκείνη που θα τους ενοχλήσει ή θα τους κάνει να
ριψοκινδυνέψουν λιγότερο. Προτιμούν να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα, έστω
κι ανεπανόρθωτα, παρά να κουραστούν εκείνοι εγκαίρως για να τα αποτρέψουν. Γι’
αυτό περιορίζονται συνήθως σε απαισιόδοξες προβλέψεις – έτσι, για να είναι
καλυμμένοι – αλλά ποτέ σχεδόν δεν προκινδυνεύουν για ν’ αποφευχτούν οι
κίνδυνοι».
Ένα συγκλητικό έγγραφο του
Πανεπιστημίου Αθηνών είναι χαρακτηριστικό για τις εκφράσεις με τις οποίες
διατρανώνει τα συγχαρητήρια των καθηγητών[26]:
«Εξοχωτατε κ. Πρόεδρε,
Η Σύγκλητος του Εθνικού
Πανεπιστημίου, χαίρουσα επί τη συγκροτήσει της Εθνικής Κυβερνήσεως, υποβάλλει
τα θερμά αυτής συγχαρητήρια διά την εις τας στιβαράς χείρας της Υμετέρας
Εξοχότητος ανάθεσιν της προεδρίας αυτής. Το Πανεπιστήμιον των Αθηνών εκ των πρώτων
αντιλαμβανόμενον το μετά την τελευταίαν Εθνικήν περιπέτειαν κολοσσιαίον έργον
της ανασυγκροτήσεως της Χώρας, εις το οποίον η υφ’ Υμάς Κυβέρνησις θα αφιερώση
απάσας τας δυνάμεις της, αισθάνεται το καθήκον να διαδηλώση ότι τάσσεται παρά
το πλευρόν αυτής. Εν πεποιθήσει δε ότι σύμπαν το Ελληνικόν Κράτος θα συνδράμη
εκθύμως την υφ’ Υμάς Εθνικήν Κυβέρνησιν εις το εξόχως Μέγα Πατριωτικόν αυτής
έργον, εύχεται ολοψύχως, κύριε Πρόεδρε, όπως ο Θεός ενισχύση Υμάς εις την
γενναίαν Υμών προσπάθειαν.
Μετά μεγίστης τιμής
Ο Πρύτανις: Γ. Φωτεινός. Ο Αντιπρύτανις: Γ. Μπαλής. Ο
Προπρύτανις: Γρ. Παπαμιχαήλ. Ο Γεν. Γραμματεύς: Β.Α. Μακρής. Οι Συγκλητικοί: Γ.
Σωτηρίου, Ιω. Σπυρόπουλος, Αναστ. Αραβαντινός, Γ. Οικονόμος, Γ. Γεωργαλάς, Ερρ.
Σκάσσης, Ιω. Τρικαλληνός».
Υπάρχει σωρεία άλλων
συγχαρητηρίων, τα οποία δεν αφήνουν αμφιβολία ότι για ορισμένους η νέα εξουσία
δεν ήταν απλώς ανεκτή, αλλά κάτι περισσότερο. Αυτό αφορούσε και ορισμένους
επώνυμους της δημόσιας ζωής, περιλαμβανομένων και κάποιων πολιτικών ηγετών.
Κατά την άποψη νεώτερου ερευνητή[27], η
κατοχική κυβέρνηση «έγινε δεκτή μάλλον με κατανόηση και ανακούφιση από τον
πληθυσμό, ο οποίος μετά την εγκατάλειψή του από βασιλιά και κυβέρνηση Τσουδερού
την θεωρούσε απαραίτητη». Κατά τον ίδιο, η κοινή γνώμη θεωρούσε τους Γερμανούς,
έναντι των Ιταλών, «λιγότερο επικίνδυνους σχετικά με εδαφικά θέματα, πιο
ευθείς», ενώ ανεγνώριζε «ότι με την εισβολή τους είχαν απαλλάξει την χώρα από
την μεταξική δικτατορία».
[1] Περί της Μεγάλης Ιδέας που
ονειρεύτηκε ο στρατηγός Τσολάκογλου έχει γίνει αναφορά στις σελ. 235-236. Ο
πρώτος κατοχικός πρωθυπουργός την πίστευε με εμμονή, ώστε ακόμη και στις
παραμονές της 25ης Μαρτίου 1942 να προετοιμάσει τον γιορτασμό της εθνικής επετείου
με εθνικιστικό και αντιτουρκικό πνεύμα, που έγινε ευθέως αντιληπτό από την
κοινή γνώμη. Επ’ αυτού σημειώνει ένας αυτόπτης της εποχής, ο Περικλής Βυζάντιος
(Η ζωή ενός ζωγράφου, έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994, σελ. 240, εγγραφή 24 Μαρτίου
1942): «Από χτες γίνεται μια προπαγάνδα εκ μέρους της Κυβερνήσεως για τον εορτασμό
της 25ης Μαρτίου, της εθνικής εορτής για την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Το πράγμα
είναι αρκετά περίεργο. Η Κυβέρνηση των κατακτητών θέλει να γιορτάσει την
ανεξαρτησία μας. Φαίνεται πως πρόκειται να μας ανάψουν το μίσος κατά της
Τουρκίας...».
Πράγματι,
στο πρωθυπουργικό διάγγελμα εκείνης της εθνικής επετείου γίνεται νύξη, εν μέσω
λόγων περί γερμανοϊταλικής «προστασίας» και καταγγελιών τόσο της πλουτοκρατίας
όσο και του κομμουνισμού, περί ελπίδων της Ελλάδος ότι ως έθνος και ως ιστορική
φυλή θα καταλάβει στη «νέα ευρωπαϊκή και μεσογειακή τάξη» τη θέση που της
ανήκει, με κατακλείδα το «Ζήτω η Ελλάς».
[2] Ο Guenther
Altenburg (1894-1984)
υπήρξε διπλωμάτης καριέρας μέχρι το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Είχε
γεννηθεί στο Καίνιξμπεργκ, στο πανεπιστήμιο του οποίου σπούδασε νομικά και
αναδείχθηκε διδάκτορας. Από το 1920 υπηρέτησε στη διπλωματική υπηρεσία της
Γερμανίας, καταλαμβάνοντας προξενικές θέσεις στη Ρώμη, τη Σόφια και τη Βιέννη.
Το 1935 έγινε μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και από το 1938 υπηρέτησε
στο διπλωματικό γραφείο του υπουργού Εξωτερικών Ρίμπεντροπ. Στις 28 Απριλίου
1941 διορίσθηκε με διάταγμα του Χίτλερ ως πληρεξούσιος του Ράιχ για την Ελλάδα,
αρμόδιος για τα πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά συμφέροντα του Ράιχ στην
Ελλάδα. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1943, επανήλθε στην κεντρική υπηρεσία
και τον επόμενο χρόνο ανέλαβε ειδική αποστολή στη Βιέννη, όπου από τον
Δεκέμβριο 1944 εκπροσωπούσε το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών στις σχέσεις του
με τους αυτοεξόριστους Ρουμανούς και Βουλγάρους που είχαν καταφύγει εκεί. Μετά
τον πόλεμο δεν επανήλθε στη διπλωματική υπηρεσία, ανέλαβε δε ως γενικός
γραμματέας του γερμανικού τμήματος του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου με έδρα
την Κολωνία. Για την υπηρεσία του στην Ελλάδα οδηγήθηκε στη γερμανική
δικαιοσύνη, από την οποία αθωώθηκε το 1950. Μια νηφάλια αποτίμηση της παρουσίας
του στην Ελλάδα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε πολλές περιπτώσεις έκανε χρήσιμες
παρεμβάσεις, κυρίως προς τις γερμανικές στρατιωτικές αρχές.
[3] Ο Felix
Benzler (1891-1977),
καταγόμενος από το Αννόβερο, είχε αρχικά υπηρετήσει στον δικαστικό κλάδο της
Πρωσσίας και το 1918, μόλις έληξε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, εντάχθηκε στη
διπλωματική υπηρεσία. Υπηρέτησε σε προξενικές θέσεις στη Βέρνη, στο Άμστερνταμ
και στη Βουδαπέστη, από το 1937 ως επιτετραμμένος και σύμβουλος πρεσβείας στην
Ολλανδία μέχρι την κατάληψή της από τους Γερμανούς. Μόλις άρχισε η βαλκανική
εκστρατεία έφθασε στη Θεσσαλονίκη (16 Απριλίου 1941) για να χειρισθεί τα
ζητήματα που αφορούσαν το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, μεταξύ των οποίων η
διοίκηση της υπό Κατοχή Ελλάδος. Όταν ορκίσθηκε η κυβέρνηση του στρατηγού
Τσολάκογλου, με τον οποίο διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις επ’ αυτού, και έφθασε
ο Γκύντερ Άλτενμπουργκ, έφυγε για το Βελιγράδι. Εκεί παρέμεινε επί δύο χρόνια
ως «πληρεξούσιος του Ράιχ» για τη Σερβία (1941-43), με έδρα το Βελιγράδι, και
το 1944 τοποθετήθηκε ως επικεφαλής της γερμανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας
στην Ουγγαρία, με έδρα τη Βουδαπέστη. Μετά το τέλος του πολέμου δεν επανήλθε
στη διπλωματική υπηρεσία.
[4] Βλ. εκτενέστερη αναφορά για
την προσδοκία του Γκαίμπελς ότι ο Κοτζιάς θα διαδραμάτιζε ρόλο στη διοίκηση της
κατεχόμενης Ελλάδος, σελ. 134 (2ο μέρος, «Η Κατοχή στην Αθήνα και τη
Θεσσαλονίκη»). Επίσης, για τη στάση που τήρησε ο Κοτζιάς στο υπουργικό συμβούλιο
της 28ης Οκτωβρίου 1940, βλ. 60 (1ο μέρος, «Οι Γερμανοί στην Ελλάδα»).
[5] Για το ταξίδι των Κ. Κοτζιά,
Α. Αποστολίδη και Ι. Διάκου προς την Αμερική, βλ. περιοδικό Τότε, Σεπ.-Νοέμ.
2008.
[6] Ο Ανδρέας Αποστολίδης,
υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Μεταξά και πολλά χρόνια αργότερα
αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Καραμανλή, εθεωρείτο ως στενά συνδεόμενος με τους
Άγγλους. Όταν ως αρμόδιος υπουργός το 1938 ο Γεώργιος Σπυρίδωνος αρνήθηκε να
υπογράψει τις συμβάσεις, για τις οποίες ενδιαφερόταν ο περίφημος σερ Τζέραλντ
Τάλμποτ, αντικαταστάθηκε από τον Ανδρέα Αποστολίδη, ο οποίος αμέσως ρύθμισε το
ζήτημα.
[7] Το θέμα το είδαμε στη σελ.
108 (1ο μέρος, «Οι Γερμανοί στην Ελλάδα»).
[8] Βλ. περιληπτική εξιστόρηση
των προσπαθειών του στρατηγού Πλαστήρα, στο Χ. Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα,
τόμ. 1, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 153.
[9] Βλ. σελ. 89-91 (1ο μέρος,
«Οι Γερμανοί στην Ελλάδα»).
[10] Σειρά επιφυλλίδων του
Γιώργου Κ. Στεφανάκη με τον γενικό τίτλο «Άνθρωποι της Κατοχής», στην «Εστία»,
14-19 Απριλίου 2005.
[11] Ο Λιβιεράτος στο σημείο
εκείνο της αφήγησής του, που δόθηκε στη δημοσιότητα το 1955, εκφράζει τα
αισθήματα που τον είχαν κατακλύσει: «Εθεώρησα ότι είχα ηθικόν χρέος να μετάσχω
εις την Κυβέρνησιν εκείνην, της οποίας η ανάγκη και η ωφελιμότης ανεγνωρίζοντο
τότε παρά του συνόλου σχεδόν των μεταπελευθερωτικών κατηγόρων μας. Επρέσβευα
ότι είναι χρέος παντός δημοσίου ανδρός να αναλίσκεται εις την υπηρεσίαν της
χώρας και του λαού. Και δεν έκρινα τότε ότι ήτο εις εμέ επιτετραμμένον να
αρνηθώ να υπηρετήσω την χώραν και τον λαόν κατά τας δεινάς εκείνας περιστάσεις,
αφού της μοίρας το θέλημα έφερεν εις εμέ της ιστορικής ώρας το μήνυμα. Μικρά
και ταπεινή κατά τας τραγικάς εκείνας ώρας θα ήτο η σκέψις της αποφυγής της εκ
της συμμετοχής μου ταύτης τυχόν φθοράς μου, ως πολιτικού ανδρός, ή δοκιμασίας
μου, ως ανθρώπου».
[12] Ο Kurt-Fritz
von Graevenitz
(1898-1987) ήταν διπλωμάτης καριέρας, υπηρετώντας από το 1928 στη γερμανική
διπλωματική υπηρεσία. Είχε υπηρετήσει μεταξύ άλλων στην Κωνσταντινούπολη
(1931-34), στη Ρώμη (1935-36) και στην Τυνησία (1936-38) μέχρι τον Ιούλιο 1938
να μετατεθεί στην Αθήνα. Στην Ελλάδα παρέμεινε μέχρι την τελευταία ημέρα της
Κατοχής (12 Οκτωβρίου 1944) και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Βιέννη ως
διπλωματικός εκπρόσωπος του Ράιχ για τους αυτοεξόριστους Έλληνες χιτλερικούς
και τη σκιώδη κυβέρνηση που είχαν σχηματίσει. Μετά την κατάρρευση της
χιτλερικής Γερμανίας, ο Γκραίβενιτς εργάσθηκε στην εφημερίδα “Sueddeutsche Zeitung” μέχρι το 1951, οπότε επανήλθε στη διπλωματική υπηρεσία. Στην περίοδο
1955-59 υπήρξε γενικός πρόξενος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στην
Κωνσταντινούπολη, στη συνέχεια στη Ζυρίχη (1959-61) και πριν συνταξιοδοτηθεί
υπήρξε πρεσβευτής στο Μεξικό (1961-63).
[13] Το τμήμα των ανεκδότων
αναμνήσεων του Κουρτ φον Γκραίβενιτς, που αναφέρεται στα χρόνια της υπηρεσίας
του στην Αθήνα, παραχωρήθηκε από τον επίσης διπλωμάτη γιο του στον συγγραφέα
του παρόντος. Ολόκληρο το κείμενο δημοσιεύεται σε άλλο σημείο του παρόντος.
[14] Η σαφής αιχμή του
Γκραίβενιτς ότι οι Έλληνες υποψήφιοι υπουργοί κατέλαβαν τελικά «με ικανοποίηση»
τα αξιώματά τους υπονοεί ότι προέταξαν προσωπικό συμφέρον ή ματαιοδοξία.
[15] Θα πρέπει να επισημανθεί ότι
σε πολλά βιβλία που έχουν εκδοθεί πρόσφατα ή κατά το παρελθόν, τόσο στην Ελλάδα
όσο και στο εξωτερικό, υπάρχει μια σύγχυση ως προς τη συμμετοχή του Λούβαρι
στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση. Ο Λούβαρις έγινε υπουργός μόνο στην τρίτη
κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, αν και είχε αρνηθεί να πάρει μέρος, μεταπεισθείς
τελικά από τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Ωστόσο, επειδή περιλαμβανόταν στον
αρχικό κατάλογο των υπουργών του Τσολάκογλου, ο οποίος μάλιστα δημοσιεύθηκε
στις αθηναϊκές εφημερίδες της 30ής Απριλίου 1941, αγνοείται η συνέχεια, ότι
δηλαδή τελικά δεν ορκίστηκε, ακριβώς επειδή είχε σ’ αυτή την περίπτωση
μεταπεισθεί από τον Γκραίβενιτς.
[16] Περί όλων αυτών γίνεται
εκτενής αναφορά στο πρώτο μέρος του παρόντος έργου (σελ. 39-44). Ο
συνταγματάρχης Παύλος Καραπατέας ήταν διοικητής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας
μέχρι να αποκαλυφθεί ο ρόλος του στο πρώτο κίνημα των γερμανοφίλων.
[17] Ο Λούβαρις υποστηρίζει ότι
προς τους Γκραίβενιτς και Χόχενμπεργκ προέβαλε την άποψη ότι «παραδείγματα
θυσίας των ολίγων υπέρ των πολλών εκ της ελληνικής ιστορίας, και την γνώμην ότι
η άρνησίς μου θα εμαρτύρει ανανδρίαν έναντι επιτακτικού καθήκοντος». Στη
συνέχεια αφηγείται: «Αλλ’ εκείνοι επέμειναν εις την αντίληψιν ότι πάσα θυσία θα
αποβή μοιραία προ της ωμότητος του γερμανικού ολοκληρωτισμού. Την ωμότητα
ταύτην και το αδίστακτον των μεθόδων των Νάτσι εγνώριζον, αλλοίμονον, τόσον
καλά όσον και αυτοί. Εχρημάτισα αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυς ότι ο θρυλούμενος
φιλελληνισμός του Χίτλερ δεν ημπορούσε να με εξαπατήση. Ίσως ολίγοι πλην εμού
είχον εις την χώραν μας σαφή ιδέαν περί των επιδιώξεων του ιδεολήπτου αυτού
ημιπαράφρονος και περί του αληθούς νοήματος του δήθεν φιλελληνισμού του. Ο
τελευταίος ούτος, ανεφέρετο εις τους αρχαίους Έλληνας, οι οποίοι ανήκαν εις
τους προγόνους των Γερμανών του «Αρχηγού». Εν ονόματι της εθνολογικής αυτής
προλήψεως ηξίου υπέρ εαυτού την Ελλάδα. Οι νεώτεροι Έλληνες ήσαν πανσπερμία
φυλών ασιατικών και ευρωπαϊκών και ουδεμίαν σχέσιν ήτο δυνατόν να έχουν προς
τους ξανθούς αποικιστάς της ελληνικής χερσονήσου. Εθνικοσοσιαλιστικά διδακτικά
βιβλία προωρισμένα διά τας γερμανικάς σχολάς των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης,
ουδεμίαν κατέλειπον περί τούτου αμφιβολίαν».
[18] Όπως αναφέρει ο Μπέντσλερ
στην αναφορά του προς το Βερολίνο, που συντάχθηκε στις 28 Απριλίου 1941 (το
κείμενό της δημοσιεύεται στη σελ. 111 του πρώτου μέρους του παρόντος), το
διάγγελμα είχε συνταχθεί στο ...Βερολίνο, προφανώς από το ελληνικό τμήμα του γερμανικού
υπουργείου Εξωτερικών. Το κατά πόσο όμως είναι εκείνο που τελικά δόθηκε στη
δημοσιότητα είναι κάπως αμφίβολο.
[19] Ο Λούβαρις δεν διευκρινίζει
ποιος ήταν ο ενδιαφερόμενος, προφανώς όμως πρώην υπουργός της κυβέρνησης
Μεταξά.
[20] Λόγο περί υπογραφής
«συμβολαίου» με τους Γερμανούς έχει κάνει ο Πλάτων Χατζημιχάλης, κατοχικός
υπουργός Εθνικής Οικονομίας, όταν την παραμονή της ορκωμοσίας του είχε
επισκεφθεί τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο για να του ζητήσει να ορκίσει τα μέλη της
κυβέρνησης (Γ. Τασούδη, ό.π., σελ. 380). Σε όσα αρχεία κατοχικών υπουργών είχε
πρόσβαση ο συγγραφέας του παρόντος ή με όσους εξ αυτών συνομίλησε, κανένας δεν
δέχθηκε ότι υπήρχε τέτοιο «συμβόλαιο», χωρίς όμως να αμφισβητείται η ύπαρξή
του. Στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων ο Γεώργιος Παπανδρέου, που κατέθεσε ως
μάρτυς κατηγορίας, ανέφερε ότι ο Τσολάκογλου «του διάβασε τα ιταλογερμανικά
πρωτόκολλα, με βάση τα οποία ανέλαβε την εξουσία».
[21] Το περιεχόμενο του
πρωτοκόλλου είναι εντεταγμένο στην από 28.4.1941 αναφορά του Φέλιξ Μπέντσλερ
προς το Βερολίνο, η οποία δημοσιεύεται στην σελ. 111 του πρώτου μέρους, όπως
και οι επακόλουθες παρατηρήσεις και εντολές του Ρίμπεντροπ.
[22] Το κατά τεκμήριο πλήρες
κείμενο της συζήτησης έχει αποτυπωθεί από τον Ιω. Πολίτη υπό μορφή μνημονίου,
το έχουμε δημοσιεύσει δε στις σελ. 236-239 του δευτέρου μέρους του παρόντος
έργου. Η επίμαχη φράση, που φέρεται να του είπε ο Τσολάκογλου, είναι: «Ο Στρατηγός
έφερε τον λόγον εις το ζήτημα των βουλγαρικών διεκδικήσεων εξηγών μοι ότι κατά
τα τελευταία έτη είχεν ωριμάσει εις την διεθνή κοινήν γνώμην η αντίληψις ότι
ωφείλετο εις την Βουλγαρίαν παραχώρησίς της».
[23] Ο τύπος αυτός της ορκωμοσίας
καθιερώθηκε για τα κυβερνητικά στελέχη που αναλάμβαναν αξιώματα, ενώ τον
Αύγουστο 1941 – ύστερα από σχετική απαίτηση των Ιταλών – τροποποιήθηκε και
επιβλήθηκε σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους με τον εξής: «Υπόσχομαι ενώπιον
του Θεού και της Πατρίδος, ότι θα εκπληρώσω τα καθήκοντά μου ευσυνειδήτως, και
ότι θα παρέχω πάσαν νόμιμον συνεργασίαν εις τας Στρατιωτικάς και Πολιτικάς
Ιταλικάς αρχάς εν τω συμφέροντι του Ελληνικού Έθνους και του Ελληνικού Λαού». Η
απαίτηση αυτή των Ιταλών ήταν σχετική με την αδιαφορία ορισμένων υπηρεσιών να
ανταποκρίνονται στις αξιώσεις τους και η κατοχική κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε να
την αποδεχθεί, παρά το γεγονός ότι η φράση «εν τω συμφέροντι του Ελληνικού
Έθνους και του Ελληνικού Λαού» είχε διττή ερμηνεία, αν δηλαδή το συμφέρον αυτό
αφορούσε κάθε μεμονωμένη εφαρμογή του όρκου ή αν γενικότερα το συμφέρον
αναφερόταν στην ανάγκη συνεργασίας με τον κατακτητή. Οπωσδήποτε η πρωτοφανής
αυτή διατύπωση, που επιβλήθηκε στο σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων με την
οργάνωση ομαδικών τελετών ορκοδοσίας, δεν τιμά τους κατοχικούς υπουργούς που
την αποδέχθηκαν. Σημειωτέον ότι οι Γερμανοί δεν θεώρησαν αναγκαίο να αξιώσουν
παρόμοια ορκοδοσία συνεργασίας με τις γερμανικές κατοχικές αρχές.
[24] Το κείμενο εκείνο του αρχιμ.
Γερβασίου Παρασκευόπουλου έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό «Ανάπλασις», τεύχος
Νοεμβρίου 1954, σελ. 328.
[25] Βλ. Χρ. Χρηστίδη, ό.π., σελ.
4, εγγραφή 29 Απριλίου 1941. Σημειωτέον ότι ο Ιερώνυμος Κοτσώνης ήταν τότε
στενός συνεργάτης του Χρυσάνθου.
[26] Ακρόπολις, 6 Μαΐου 1941.
[27] Αννίβα Βελλιάδη, Κατοχή –
Γερμανική πολιτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα 1941-1944, Εκδ. Ενάλιος,
Αθήνα 2008, σελ. 61.
http://aera2012.blogspot.gr/2012/04/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου