O θάνατος του Ιωάννη Η' βρήκε τόν Κωνσταντίνο στό
Μυστρά. Εκεί εστέφθη ως "Κωνσταντίνος ΙΑ' Αυτοκράτωρ Ρωμαίων",
στίς 6 Ιανουαρίου 1449.H στέψη έγινε στόν Κωνσταντίνο καί όχι στόν ανάξιο καί καιροσκόπο Δημήτριο, ύστερα από επιμονή της μητέρας τους, Έλενας Δραγάση,
η οποία είχε προηγουμένως στείλει τόν Γεώργιο Σφρατζή στόν σουλτάνο Μουράτ γιά νά ζητήσει τήν έγκρισή του.
Ο Κωνσταντίνος είχε γεννηθεί στίς 9 Φεβρουαρίου 1404 καί ήταν ήδη 45 ετών. Είχε παντρευτεί τό 1428, στό κάστρο του
Χλεμουτσίου της Γλαρέντζας, τήν Θεοδώρα, κόρη του Φράγκου ηγεμόνα Τόκκο, αλλά η άτυχη κοπέλα πέθανε ένα χρόνο μετά στό Σανταμέρι Αχαΐας.
Τό 1441 ξαναπαντρεύτηκε τήν Αικατερίνη, κόρη του Λατίνου άρχοντα της Λέσβου Γατελούζου, αλλά κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας,
από τούς Τούρκους, του Παλαιοκάστρου της Λήμνου, η Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία κυοφορούσε τό παιδί του Κωνσταντίνου,
πέθανε σύμφωνα μέ τόν Schlumberger από τόν τρόμο της. Ατυχος λοιπόν ο Κωνσταντίνος
σέ όλες τίς φάσεις της ζωής του. O τελευταίος αυτοκράτορας της
Ελληνικής Αυτοκρατορίας παρελήφθη υπό καταλανικών πλοίων,
δυστυχώς τό βυζαντινό ναυτικό ήταν ανύπαρκτο, καί εισήλθε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 12 Μαρτίου 1449, εν μέσω επεφημιών από
τό πλήθος των χριστιανών κατοίκων. Τό Ελληνικό κράτος τό αποτελούσε τότε μόνο η Βασιλεύουσα, μέ πληθυσμό λιγότερο από εκατό
χιλιάδες κατοίκους, η πόλη της Σηλυμβρίας, η Πέρινθος, η Μεσημβρία, οι Επιβάτες καί η Αγχίαλος στήν Θράκη, μερικά νησιά
του Αιγαίου καί η Πελοπόννησος, τήν οποία τήν μοιράζονταν οι δεσπότες Δημήτριος καί Θωμάς πού σπαταλούσαν τόν καιρό τους
φιλονικώντας ο ένας μέ τόν άλλον.
Τό 1451 πέθανε ο Μουράτ καί τόν διαδέχθηκε στό θρόνο ο γιός του Μωάμεθ Β'. Ο Μωάμεθ ήταν μόλις 21 ετών, η μητέρα του ήταν χριστιανή σκλάβα καί έτσι γνώριζε ελληνικά εκτός από τουρκικά καί αραβικά, ενώ ήταν γνώστης της ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μόνη σκέψη πού απασχολούσε τόν νέο σουλτάνο ήταν η κατάκτησις της Κωνσταντινουπόλεως, της βασιλίδος των πόλεων, τήν οποία είχαν πολιορκήσει ματαίως ο πατέρας του, Μουράτ καί ο παππούς του, Βαγιαζήτ. Σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ, τόν μεγαλύτερο βυζαντινολόγο πού έζησε στίς αρχές του 20ου αιώνα καί έγραψε χιλιάδες σελίδες γιά τήν ιστορία του Βυζαντίου:
http://www.agiasofia.com/greek/alosis2.html
Τό 1451 πέθανε ο Μουράτ καί τόν διαδέχθηκε στό θρόνο ο γιός του Μωάμεθ Β'. Ο Μωάμεθ ήταν μόλις 21 ετών, η μητέρα του ήταν χριστιανή σκλάβα καί έτσι γνώριζε ελληνικά εκτός από τουρκικά καί αραβικά, ενώ ήταν γνώστης της ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μόνη σκέψη πού απασχολούσε τόν νέο σουλτάνο ήταν η κατάκτησις της Κωνσταντινουπόλεως, της βασιλίδος των πόλεων, τήν οποία είχαν πολιορκήσει ματαίως ο πατέρας του, Μουράτ καί ο παππούς του, Βαγιαζήτ. Σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ, τόν μεγαλύτερο βυζαντινολόγο πού έζησε στίς αρχές του 20ου αιώνα καί έγραψε χιλιάδες σελίδες γιά τήν ιστορία του Βυζαντίου:
"...χαρακτηριστικόν του μεγάλου εκείνου στρατηλάτου ήτο παράδοξον κράμα της απηνούς ωμότητος Τούρκου ηδυπαθούς καί φανατικού, καταστροφέως ανοικτίρμονος απάντων των εχθρών της ιδίας αυτού θρησκείας άνευ διακρίσεως ηλικίας καί φύλου καί παραδόξου ζήλου υπέρ τινών ζητημάτων φιλισοφικών, θεολογικών καί καλλιτεχνικών. Ωφειλε δέ βεβαίως τάς ιδιότητας ταύτας καί τήν μεγάλη αυτού νοημοσύνην, προσόντα άλλως σπάνια παρά τή τουρκική φυλή, εις τήν καταγωγή της μητρός, ήτις ήτο δούλη, πιθανώτατα έλκουσα τό γένος εκ Χριστιανών."
Ο Μωάμεθ ανακυρήχθηκε σουλτάνος στήν οθωμανική πρωτεύουσα, τήν
Αδριανούπολη (Εριδνέ), καί αμέσως διέταξε νά ταφή μεγαλοπρεπώς
στήν Προύσα, ο προκάτοχός του Μουράτ. Αφού, ακολουθώντας τό οθωμανικό
έθιμο, στραγγάλισε τά αδέλφια του, διατήρησε στίς θέσεις τους τόν μεγάλο
βεζύρη Χαλίλ πασσά καί τόν άλλο ευνοούμενο του πατέρα του Ισαάκ πασσά.
Κατόπιν στράφηκε στούς αντιπάλους του ηγεμόνες καί
κυρίως αυτόν της Καραμανίας, γιά νά απαλλαγεί από τούς εσωτερικούς
εχθρούς καί νά ασχοληθεί απρόσκοπτα μέ τά μεγαλεπήβολα
σχέδιά του. Όλα τά τότε γνωστά έθνη έσπευσαν νά αποστείλουν πρέσβεις γιά
νά συγχαρούν τό νέο ηγεμόνα. Μεταξύ των απεσταλμένων
ήταν αυτοί των δύο κατ'όνομα αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως καί Τραπεζούντος, των δεσποτών της Πελοποννήσου, του
Σέρβου κράλη Γεωργίου Βράνκοβιτς, των ηγεμόνων της Λέσβου Γατελούζων, των Γενουατών της Χίου καί του Γαλατά, των ιπποτών
της Ρόδου καί πολλών άλλων.
Ο ανυπόμονος σουλτάνος αμέσως ξεκίνησε τήν κατασκευή φρουρίου στήν δυτική πλευρά του Βοσπόρου, απέναντι από τό "Ανατολού Χισάρ", τό οποίο είχε κατασκευάσει ο Βαγιαζήτ. Κατ' αυτόν τόν τρόπο απέκλειε τά στενά του Βοσπόρου καί ήλεγχε πλήρως τόν επισιτισμό της Θεοφύλακτης. Ο Κωνσταντίνος ήταν ανίσχυρος νά εμποδίσει τήν περαίωση των εργασιών, καί παρ'ότι ήθελε νά αντιμετωπίσει στρατιωτικά τούς Τούρκους, δέν τόν άφησαν οι σύμβουλοί του. Ο τουρκικός στρατός λεηλάτησε όλα τά γύρω χωριά, κατέσφαξε τούς κατοίκους των Επιβατών, άρπαξε όλα τά ζώα, μέ αποτέλεσμα πλήθος προσφύγων νά συρεύσουν εντός των τοιχών της Πόλης. Ο αποκλεισμός πλέον είχε γίνει αφόρητος. Τό νέο φρούριο ήταν έτοιμο τόν Αύγουστο του 1452, καί είχε κτισθή στή θέση του μεγαλοπρεπούς ναού του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Οι Ρωμηοί τό ονόμασαν "Κεφαλοκόπτη", ενώ οι Οθωμανοί "Ρούμελη Χισσάρ". Ο Μεχμέτ εγκατέστησε χάλκινα τηλεβόλα ικανά νά ρίχνουν ογκώδεις λίθους αρκετά μέτρα μακριά καί διόρισε διοικητή της φρουράς τόν Φιρούζ αγά μέ τήν εντολή νά επιτηρεί τά στενά. Ολα τά πλοία ήταν υποχρεωμένα νά κατεβάζουν τά ιστία, νά αγκυροβολούν κάτω από τό φρούριο καί νά πληρώνουν διόδια. Φυσικά τά πλοία, αρχικά αγνοούσαν τίς διαταγές του Τούρκου διοικητή, ώσπου στίς 26 Νοεμβρίου 1452 συνέβη τό ακόλουθο συμβάν τό οποίο μας τό διοιγείται στό ημερολόγιό του ο Βενετός χειρούργος Νικόλαος Barbaro:
Ο ανυπόμονος σουλτάνος αμέσως ξεκίνησε τήν κατασκευή φρουρίου στήν δυτική πλευρά του Βοσπόρου, απέναντι από τό "Ανατολού Χισάρ", τό οποίο είχε κατασκευάσει ο Βαγιαζήτ. Κατ' αυτόν τόν τρόπο απέκλειε τά στενά του Βοσπόρου καί ήλεγχε πλήρως τόν επισιτισμό της Θεοφύλακτης. Ο Κωνσταντίνος ήταν ανίσχυρος νά εμποδίσει τήν περαίωση των εργασιών, καί παρ'ότι ήθελε νά αντιμετωπίσει στρατιωτικά τούς Τούρκους, δέν τόν άφησαν οι σύμβουλοί του. Ο τουρκικός στρατός λεηλάτησε όλα τά γύρω χωριά, κατέσφαξε τούς κατοίκους των Επιβατών, άρπαξε όλα τά ζώα, μέ αποτέλεσμα πλήθος προσφύγων νά συρεύσουν εντός των τοιχών της Πόλης. Ο αποκλεισμός πλέον είχε γίνει αφόρητος. Τό νέο φρούριο ήταν έτοιμο τόν Αύγουστο του 1452, καί είχε κτισθή στή θέση του μεγαλοπρεπούς ναού του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Οι Ρωμηοί τό ονόμασαν "Κεφαλοκόπτη", ενώ οι Οθωμανοί "Ρούμελη Χισσάρ". Ο Μεχμέτ εγκατέστησε χάλκινα τηλεβόλα ικανά νά ρίχνουν ογκώδεις λίθους αρκετά μέτρα μακριά καί διόρισε διοικητή της φρουράς τόν Φιρούζ αγά μέ τήν εντολή νά επιτηρεί τά στενά. Ολα τά πλοία ήταν υποχρεωμένα νά κατεβάζουν τά ιστία, νά αγκυροβολούν κάτω από τό φρούριο καί νά πληρώνουν διόδια. Φυσικά τά πλοία, αρχικά αγνοούσαν τίς διαταγές του Τούρκου διοικητή, ώσπου στίς 26 Νοεμβρίου 1452 συνέβη τό ακόλουθο συμβάν τό οποίο μας τό διοιγείται στό ημερολόγιό του ο Βενετός χειρούργος Νικόλαος Barbaro:
"Η μεγάλη βομβάρδα του νέου φρουρίου εβύθισε τό πλοίον του Αντωνίου Ρίτζου, όπερ κατέπλεεν εκ του Ευξείνου καί έφερε φορτίον κριθής χάριν εφοδιασμού της Κωνσταντινουπόλεως. Συνέβη δέ τούτο τη 26η Νοεμβρίου 1452. Ο καραβοκύριος του πλοίου τούτου εζωγρήθη εν τη θαλάσση, εστάλη εις τήν Αδριανούπολη όπου ο σουλτάνος διέταξε τόν ανασκολοπισμόν αυτού. Οι δέ λοιποί εδιχοτομήθησαν διά πρίονος..."
Από τότε η διέλευση των ιταλικών πλοίων από τόν Εύξεινο Πόντο καί η μεταφορά εφοδίων γιά τούς Έλληνες κατοίκους της
πρωτεύουσας έγινε πολύ δύσκολη. Στό μεταξύ ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε νά συγκροτήσει το στρατό και να βελτιώσει τήν άμυνα
της Πόλης, έστελνε πρεσβείες στήν Δύση εκλιπαρώντας γιά βοήθεια ενώ επιχείρησε καί επιδρομές μέ τά ελάχιστα πλοία
πού διέθετε στίς ακτές της Μικράς Ασίας. Παράλληλα συνέχισε τήν ενωτική στάση, υποστηριζόμενος μάλιστα από τόν
ιστορικό της ΄Αλωσης Σφραντζή, ο οποίος
επιθυμούσε τήν «κατ΄ οικονομίαν» ένωση, μία παράκαμψη από τόν ορθόδοξο δρόμο πού γινόταν γιά τό καλό της Εκκλησίας καί δέν
σήμαινε ότι, όταν περνούσαν οι δύσκολες μέρες, η Εκκλησία δέν θά μπορούσε νά ξαναβρεί τόν ορθό δρόμο.
Έτσι ο Ελληνας αυτοκράτορας υποδέχθηκε θερμά τόν ληγάτο του πάπα, καρδινάλιο Ισίδωρο, Ρωμηό καταγώμενο από τό Μοριά, ο οποίος θά φρόντιζε γιά τίς διαπραγματεύσεις
σχετικά μέ τήν υποταγή της Ελληνικής Εκκλησίας στήν Λατινική. Τόν Ισίδωρο συνόδευσε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης
Λεονάρδος μαζί μέ μερικές εκατοντάδες Ιταλούς τοξότες. Διαζώζεται μάλιστα επιστολή του Λεονάρδου πρός τόν πάπα Νικόλαο Ε'
η οποία περιέγραφε τά καθέκαστα της άλωσης της Πόλης. Οι εκπρόσωποι του πάπα μαζί μέ τήν ενωτική μερίδα καί μέ τήν παρουσία
του βασιλιά καί του πατριάρχη Γρηγορίου, συλλειτούργησαν από κοινού στήν Αγία Σοφία, στίς 12 Δεκεμβρίου 1452, ημέρα εορτής
του Αγίου Σπυρίδωνος, καί διακύρηξαν πανηγυρικώς τήν ένωσιν των εκκλησιών. Ο δέ Γεώργιος Σχολάριος, ο μετέπειτα πρώτος
πατριάρχης της αλώσεως, επικεφαλής των ανθενωτικών, από τό κελλί του στήν μονή του Παντοκράτορος εκτόξευε απειλές καί
κατάρες γιά τήν προδοσία της πίστεως. Ανθενωτικός ήταν καί ο πρωθυπουργός Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς ο οποίος
είπε τό περίφημο εκείνο: "Κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακι όλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν
λατινικήν." Καί βέβαια θά δούμε αργότερα πως πλήρωσε τήν πολιτική του αυτή επιλογή ο Νοταράς καί η οικογένειά του.
Τό μόνο όπλο πού είχε απομείνει στόν αυτοκράτορα ήταν η περίφημη βυζαντινή διπλωματία. Μέσω αυτής προσπαθούσε νά συνάψει συμμαχίες ικανές νά τόν βοηθήσουν νά αντιμετωπίσει τήν τουρκική λαίλαπα. Μετά τούς δύο αποτυχημένους γάμους πού έκανε ο τελευταίος Παλαιολόγος προσπάθησε νά διαπραγματευθεί μέ πολλούς ηγεμόνες ώστε μέσως του γάμου του μέ τίς κόρες τους νά εξασφαλίσει στρατιωτική βοήθεια γιά τήν χώρα του. Ήρθε λοιπόν σέ διαπραγματέυσεις μέσω του φίλου του Φρατζή, μέ τόν δόγη της Βενετίας Φραγκίσκο Φόσκαρη, μέ τόν ηγεμόνα του Τάραντα, μέ τόν αντιβασιλέα της Πορτογαλίας Πέτρο, μέ τόν αυτοκράτορα της Τραπεζούντος Ιωάννη Δ' Κομνηνό καί μέ πολλούς άλλους. Σκεπτόταν μάλιστα νά νυμφευθεί τήν Άννα Νοταρά, κόρη του πρωθυπουργού Νοταρά ακόμα καί τή χήρα του Μουράτ, τή χριστιανή πριγκίπισσα Μάρα της Σερβίας, που ασκούσε επιρροή στό νέο σουλτάνο, τόν Μεχμέτ Β΄. Η σουλτάνα, ωστόσο, αρνήθηκε τήν πρόταση. Τελικά η νύφη πού επιλέχθηκε ήταν η κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας του Καυκάσου (Γεωργίας), Γεώργιου. Κατά τήν ώρα όμως της αναχωρήσεως της γιά τήν Κωνταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος δέν ζούσε πιά.
Ο Μωάμεθ συγκέντρωσε τόν Φεβρουάριο του 1453 στά ανάκτορά του στήν Αδριανούπολη τούς αξιωματικούς του καί τούς κάλεσε νά πολεμήσουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις τούς Ρούμ γιατί η Κωνσταντινούπολη δέν επρόκειτω νά αντέξει περισσότερο. Όλες οι ελληνικές πόλεις της Θράκης κατελήφθησαν από τόν Καρατζά βέη. Η Πέρινθος, η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, η Βιζύη, ο πύργος του Αγίου Στέφανου, οι Επιβάται καί άλλες παράλιες πόλεις της Προποντίδας καί του Εύξεινου Πόντου λεηλατήθηκαν καί παραδόθηκαν στίς φλόγες. Σύμφωνα μέ τόν προδότη ιστορικό Κριτόβουλο:
Τό μόνο όπλο πού είχε απομείνει στόν αυτοκράτορα ήταν η περίφημη βυζαντινή διπλωματία. Μέσω αυτής προσπαθούσε νά συνάψει συμμαχίες ικανές νά τόν βοηθήσουν νά αντιμετωπίσει τήν τουρκική λαίλαπα. Μετά τούς δύο αποτυχημένους γάμους πού έκανε ο τελευταίος Παλαιολόγος προσπάθησε νά διαπραγματευθεί μέ πολλούς ηγεμόνες ώστε μέσως του γάμου του μέ τίς κόρες τους νά εξασφαλίσει στρατιωτική βοήθεια γιά τήν χώρα του. Ήρθε λοιπόν σέ διαπραγματέυσεις μέσω του φίλου του Φρατζή, μέ τόν δόγη της Βενετίας Φραγκίσκο Φόσκαρη, μέ τόν ηγεμόνα του Τάραντα, μέ τόν αντιβασιλέα της Πορτογαλίας Πέτρο, μέ τόν αυτοκράτορα της Τραπεζούντος Ιωάννη Δ' Κομνηνό καί μέ πολλούς άλλους. Σκεπτόταν μάλιστα νά νυμφευθεί τήν Άννα Νοταρά, κόρη του πρωθυπουργού Νοταρά ακόμα καί τή χήρα του Μουράτ, τή χριστιανή πριγκίπισσα Μάρα της Σερβίας, που ασκούσε επιρροή στό νέο σουλτάνο, τόν Μεχμέτ Β΄. Η σουλτάνα, ωστόσο, αρνήθηκε τήν πρόταση. Τελικά η νύφη πού επιλέχθηκε ήταν η κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας του Καυκάσου (Γεωργίας), Γεώργιου. Κατά τήν ώρα όμως της αναχωρήσεως της γιά τήν Κωνταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος δέν ζούσε πιά.
Ο Μωάμεθ συγκέντρωσε τόν Φεβρουάριο του 1453 στά ανάκτορά του στήν Αδριανούπολη τούς αξιωματικούς του καί τούς κάλεσε νά πολεμήσουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις τούς Ρούμ γιατί η Κωνσταντινούπολη δέν επρόκειτω νά αντέξει περισσότερο. Όλες οι ελληνικές πόλεις της Θράκης κατελήφθησαν από τόν Καρατζά βέη. Η Πέρινθος, η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, η Βιζύη, ο πύργος του Αγίου Στέφανου, οι Επιβάται καί άλλες παράλιες πόλεις της Προποντίδας καί του Εύξεινου Πόντου λεηλατήθηκαν καί παραδόθηκαν στίς φλόγες. Σύμφωνα μέ τόν προδότη ιστορικό Κριτόβουλο:
"... ο της Ευρώπης σατράπης ευθύς στρατιά αγείρας κατατρέχει μέν τά περί τήν πόλιν άπαντα καί τό άστυ μέχρις αυτών των πυλών, καί ληίζεται, κατατρέχει δέ καί Συλημβρίαν καί τά περί αυτήν, αφιστά τε τά περί τήν ταύτη θάλασσαν, Πέρινθον τε καί τά λοιπά, προσχωρεί δέ αυτώ καί τό των Επιβατών φρούριον ομολογία, ξυναφιστά δέ καί τά περί τόν Μέλανα πόντον όσα Ρωμαίοις υπήκοα ήν, χειρούται τε πρός τούτοις καί τό εν Μεσημβρία φρούριον..."
Προηγουμένως ο Μεχμέτ είχε αποστείλει στήν Πελοπόννησο τόν φοβερό στρατηγό Τουραχάν μέ τούς γιούς του Αχμέτ καί Ομάρ προκειμένου
νά εμποδίσει τούς δεσπότες Θωμά καί Δημήτριο νά στείλουν ενισχύσεις στόν βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Τουραχάν εκυρίευσε
τό Εξαμίλιον στόν ισθμό, λεηλάτησε τήν Αρκαδία, ερήμωσε τήν Μεσσηνία αλλά ο γιός του Αχμέτ αιχμαλωτίσθηκε από
τόν Ματθαίο Ασάνη στό Λεοντάριον (Μεγαλούπολη). Ο σκοπός όμως επετεύχθη καί ελληνική βοήθεια από τόν Μοριά ποτέ δέν
έφθασε στήν Πόλη. (Παρατίθεται απόσπασμα από τό έργο του Χαλκοκονδύλη). Αντιθέτως έφθασε ιταλική βοήθεια καί μάλιστα
τελείως απρόσμενα. Ο Ενετός Ιάκωβος Κόκκος μέ τρείς εμπορικές γαλέρες έφθασε τυχαία αλλά ο Γενουάτης Ιωάννης
Ιουστινιάνης (Giovanni Giustiniani) μέ δύο πλοία καί επτακόσιους κατάφρακτους στρατιώτες, ήλθε στήν μεγάλη
χριστιανική πόλη
από δική του πρωτοβουλία γιά νά τήν υπερασπισθεί καί νά μήν πέσει στά
χέρια των αλλοθρήσκων. Ο Ιουστινιάνης, ο επονομαζόμενος Λόγγος ήταν άνδρας θαραλλέος, επαγγελματίας στρατιωτικός καί
η βοήθειά του θά αποδεικνύονταν πολύτιμη στίς τελευταίες εκείνες ώρες της Βυζαντινής πρωτεύουσας. Τήν κατά τά άλλα
κοσμοπολίτικη καί πολυεθνική Κωνσταντινούπολη μόνο Έλληνες καί Ιταλοί εδέησαν νά τήν υπερασπισθούν. Ω τί ειρωνεία! Αρχαίοι
Έλληνες καί Αρχαίοι Ρωμαίοι τήν είχαν ιδρύσει. Ουδείς άλλος Ευρωπαίος ηγέτης δέχτηκε νά βοηθήσει.
Στά τέλη Μαρτίου 1453, ο Κωνσταντίνος μέ τήν βοήθεια των Βενετών ναυτών του Αλουΐσιου Διέδου καί του Γαβριήλ Τρεβιζά βάθυνε τήν μεγάλη τάφρο στήν Ξυλόπορτα δίπλα στόν Κεράτιο κόλπο ενώ τήν φύλαξη τεσσάρων πυλών τήν ανέθεσε στούς Βενετούς Κονταρίνη, Κόρνερ, Μοτσενίγον καί Δολφίν. Στίς 2 Απριλίου ο αυτοκράτορας τοποθέτησε τήν αλυσίδα πού θά έκλεινε τόν Κεράτιο Κόλπο (Χρυσούν Κέρας), από τόν Πύργο του Αγίου Ευγενίου στήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τόν Γαλατά ο οποίος ως γνωστόν βρισκόταν υπό Γενουατικήν κυριαρχίαν. Πίσω από αυτή τήν αλυσίδα η οποία είχε μήκος πολλές εκατοντάδες μέτρα τοποθετήθηκαν δέκα μεγάλα πλοία γιά νά παρεμποδίσουν τήν καταστροφή της από τόν εχθρό. Τά χερσαία τείχη της Επταλόφου πόλης είχαν μείνει απαραβίαστα γιά ολόκληρο τό διάστημα της χιλιόχρονης ύπαρξής τους. Τό μεγαλύτερο μέρος τους είχε κατασκευασθεί από τό Μέγα Θεοδόσιο, γι'αυτό ονομάζονται καί "Θεοδοσιανά Τείχη". Εκτείνονταν από τό Επταπύργιον (Γεντί Κουλέ) της Προποντίδος μέχρι τό Παλάτι των Βλαχερνών στόν Κεράτιο Κόλπο, καλύπτοντας επτά χιλιόμετρα ενώ διακόπτονταν από 96 μικρούς καί μεγάλους πύργους. Τό Θεοδοσιανό λοιπόν τείχος αποτελείτω από δύο παράλληλα τείχη, τό εσωτερικό τείχος είχε ύψος 22 μέτρα ενώ τό εξωτερικό τείχος πού χωριζόταν μέ μία περίβολο από τό εσωτερικό είχε ύψος 7 μέτρα. Εξωτερικά προστατεύονταν από μία τάφρο πλάτους 20 μέτρων, η οποία τήν εποχή της αλώσεως ήταν γεμάτη μέ θαλασσινό νερό. Η πρώτη από τίς πύλες ξεκινώντας από τήν Προποντίδα ήταν η Χρυσή Πύλη (Γεντί Κουλέ Καπού), από τήν οποία εισέρχονταν οι θριαμβευτές αυτοκράτορες έπειτα από κάποια νίκη τους, η δεύτερη ήταν η Πύλη της Συλημβρίας, η οποία οδηγούσε στήν πόλη της Συλημβρίας καί βρισκόταν κοντά στό αγίασμα του Μπαλουκλή. Η τρίτη πύλη ήταν η Πύλη του Πολυανδρίου ή Ρουσία Πύλη, ακολουθούσε η Πύλη του Ρωμανού (Τόπ Καπού), η Πύλη της Αδριανούπολης ή Χαρισίου (Εδιρνέ Καπού), η μοιραία Κερκόπορτα ή πύλη Ξυλοκέρκου καί πρός τόν Κεράτιο Κόλπο ήταν η Καλιγαρία Πύλη (Εγρί Καπουσί) η οποία βρισκόταν κοντά στό Παλάτι των Βλαχερνών (Τεκφούρ Σεράϊ), στό παλάτι του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου καί στόν Πύργο του Ανεμά. Τά πελώρια τείχη ίσως νά άντεχαν στίς επιθέσεις των βαρβάρων αν δέν είχαν υπάρξει τά φοβερά κανόνια τού Ούγγρου Ουρβανού των οποίων οι βολές τά κατενίκησαν σύμφωνα μέ τήν διήγηση του Σλουμβερζέ:
Στά τέλη Μαρτίου 1453, ο Κωνσταντίνος μέ τήν βοήθεια των Βενετών ναυτών του Αλουΐσιου Διέδου καί του Γαβριήλ Τρεβιζά βάθυνε τήν μεγάλη τάφρο στήν Ξυλόπορτα δίπλα στόν Κεράτιο κόλπο ενώ τήν φύλαξη τεσσάρων πυλών τήν ανέθεσε στούς Βενετούς Κονταρίνη, Κόρνερ, Μοτσενίγον καί Δολφίν. Στίς 2 Απριλίου ο αυτοκράτορας τοποθέτησε τήν αλυσίδα πού θά έκλεινε τόν Κεράτιο Κόλπο (Χρυσούν Κέρας), από τόν Πύργο του Αγίου Ευγενίου στήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τόν Γαλατά ο οποίος ως γνωστόν βρισκόταν υπό Γενουατικήν κυριαρχίαν. Πίσω από αυτή τήν αλυσίδα η οποία είχε μήκος πολλές εκατοντάδες μέτρα τοποθετήθηκαν δέκα μεγάλα πλοία γιά νά παρεμποδίσουν τήν καταστροφή της από τόν εχθρό. Τά χερσαία τείχη της Επταλόφου πόλης είχαν μείνει απαραβίαστα γιά ολόκληρο τό διάστημα της χιλιόχρονης ύπαρξής τους. Τό μεγαλύτερο μέρος τους είχε κατασκευασθεί από τό Μέγα Θεοδόσιο, γι'αυτό ονομάζονται καί "Θεοδοσιανά Τείχη". Εκτείνονταν από τό Επταπύργιον (Γεντί Κουλέ) της Προποντίδος μέχρι τό Παλάτι των Βλαχερνών στόν Κεράτιο Κόλπο, καλύπτοντας επτά χιλιόμετρα ενώ διακόπτονταν από 96 μικρούς καί μεγάλους πύργους. Τό Θεοδοσιανό λοιπόν τείχος αποτελείτω από δύο παράλληλα τείχη, τό εσωτερικό τείχος είχε ύψος 22 μέτρα ενώ τό εξωτερικό τείχος πού χωριζόταν μέ μία περίβολο από τό εσωτερικό είχε ύψος 7 μέτρα. Εξωτερικά προστατεύονταν από μία τάφρο πλάτους 20 μέτρων, η οποία τήν εποχή της αλώσεως ήταν γεμάτη μέ θαλασσινό νερό. Η πρώτη από τίς πύλες ξεκινώντας από τήν Προποντίδα ήταν η Χρυσή Πύλη (Γεντί Κουλέ Καπού), από τήν οποία εισέρχονταν οι θριαμβευτές αυτοκράτορες έπειτα από κάποια νίκη τους, η δεύτερη ήταν η Πύλη της Συλημβρίας, η οποία οδηγούσε στήν πόλη της Συλημβρίας καί βρισκόταν κοντά στό αγίασμα του Μπαλουκλή. Η τρίτη πύλη ήταν η Πύλη του Πολυανδρίου ή Ρουσία Πύλη, ακολουθούσε η Πύλη του Ρωμανού (Τόπ Καπού), η Πύλη της Αδριανούπολης ή Χαρισίου (Εδιρνέ Καπού), η μοιραία Κερκόπορτα ή πύλη Ξυλοκέρκου καί πρός τόν Κεράτιο Κόλπο ήταν η Καλιγαρία Πύλη (Εγρί Καπουσί) η οποία βρισκόταν κοντά στό Παλάτι των Βλαχερνών (Τεκφούρ Σεράϊ), στό παλάτι του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου καί στόν Πύργο του Ανεμά. Τά πελώρια τείχη ίσως νά άντεχαν στίς επιθέσεις των βαρβάρων αν δέν είχαν υπάρξει τά φοβερά κανόνια τού Ούγγρου Ουρβανού των οποίων οι βολές τά κατενίκησαν σύμφωνα μέ τήν διήγηση του Σλουμβερζέ:
"Τό διπλούν καί οχυρόν τείχος της Κωνσταντινουπόλεως τό πολλάκις αντιστάν νικηφόρως εις τάς επιθέσεις πλείστων όσων εθνών της Εσπερίας καί της Ανατολής θά διετέλει καί ταύτην τήν φοράν αμυντήριον των Ελλήνων κατοίκων δυσάλωτον, άν μή ήθελε βομβαρθισθή καί διασπαραχθή, έπειτα δέ κατασκαφή υπό των νέων εκείνων οργάνων καταστροφής, των γιγαντιαίων χαλκών πυροβόλων του σουλτάνου των εκτινασσόντων μακράν τας ουχ ήττον γιγαντιαίας λιθίνας αυτών σφαίρας, ων αι φρικταί καταστροφαί επέτρεψαν τέλος εις τά τουρκικά τάγματα νά επιχειρήσωσιν επιτυχώς τήν τελικήν έφοδον."
http://www.agiasofia.com/greek/alosis2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου