Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ


Του Σαράντου Καργάκου
Ιστορικού - Συγγραφέως

 
Δεν ξέρω πώς θα φανεί αν σε όμιλο Ευρωπαίων ηγετών ακουσθεί –έστω και χάριν παιδιάς– ο λόγος του μεγάλου Γερμανού ελληνιστή Βιλαμόβιτς: «Όποιος επιθυμεί να γίνει άνθρωπος, πρέπει πρώτα να γίνει Έλληνας»! Βέβαια αυτά λέγονταν σε μια εποχή που φράσεις σαν αυτή του Ουγκώ «Η Ελλάς είναι η γη συμπεπυκνωμένη και η γη είναι η Ελλάς διογκωμένη», δεν περνούσαν για κακόγουστα αστεία. Ας Θυμηθούμε τι έλεγαν Ευρωπαίοι. Αμερικανοί, Νοτιοαφρικανοί και Αυστραλοί για τους πατέρες μας την επαύριο του «Όχι»!
Το ζήτημα, όπως γράφει ο ποιητής, είναι τι λένε τώ­ρα. Τώρα κανονικά όφειλαν να κλαίνε. Να κλαίνε για μια Ελλάδα που ήταν της γης καμάρι, της γης μαργαριτάρι και ανίδεοι και ανάξιοι πολιτικοί την έκαναν ρημάδι. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σαν το μοναχό Τέτζελ πουλάμε indulgentia (= συγχωροχάρτια) στον ελληνικό λαό. Το πρόβλημα μιας προσεχούς κατεδαφίσεως ήταν ορατό από τις αρχές της δεκαετίας του ᾽80. Το κέντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος είχε μετατοπισθεί. Αντί οι πολι­τικοί να ενδιαφέρονται για τα προβλήματα των πολιτών, οι πολίτες ήσαν αυτοί –χάρη στην παρεμβολή των «μήντια» και της «ντουντούκας»– που ενδιαφέρονταν για τα προβλήματα των πολιτικών. Είχαμε μπει στη ζώνη της μικροπολιτικής. Και της μικροπρέπειας.
Είχε αρχίσει να επιβάλλεται ο κομματισμός. Το αξο­νικό κέντρο της πολιτικής δεν ήταν πια τα εσωτερικά μας προβλήματα, αλλά τα εσωτερικά των κομμάτων. H δημοσιογραφία σταδιακά, τέταρτος πυλώνας της δη­μοκρατίας, είχε μεταβληθεί σε μικρό και πικρό κου­τσομπολιό, κάτι που έφερε γρήγορα και τη δική της παρακμή. Έτσι η δημοκρατία μετατράπηκε σε κoμματαρχία, ενώ ο Τύπος, για να σταθεί, έγινε κάτι μεταξύ εντύπου και «ψιλικών». Και κάτι πιο σοβαρό: εδώ και καιρό τα κόμματα τείνουν να υποκατασταθούν από ποικίλες κομματικές κάστες.
Συνήθως για ό,τι κακό συνέβαινε στον τόπο αυτό, στρέφαμε το βλέμμα προς τα δύο μεγάλα κόμματα, που εν πολλοίς έχουν, κυρίως εν αμαρτίαις, διδυμοποιηθεί. Από πολλές απόψεις μου θυμίζουν το «διδυμαίο κόμ­μα» που αυτό δεν έχει καμμία σχέση με την πολιτική, αλλά με τη μουσική! Είναι ένας μουσικός όρος που δη­λώνει τη διαφορά ανάμεσα στον ελάσσονα και στον μεί­ζονα τόνο –αν θυμάμαι καλά. Από τη μουσική μπορώ να πάρω κι έναν άλλο όρο για να εκφράσω τη σμίκρυνση –ως προς την απόδοσή τους– των ελληνικών κομμάτων. Πρόκειται για τον όρο «κομμάτιον», ένα ολιγόστιχο άσμα που ήταν το πρώτο από τα επτά μέρη της κωμικής παρεμβάσεως. Κανονικά και οι επτά δικές μας κωμικές κομματικές παρεμβάσεις θα έπρεπε να αποκαλούνται «κομμάτια». Αυτά, άλλωστε, εκφράζεται και με τη λαϊκή αφοριστική ρήση «Άει στα κομμάτια».
Και δεν είναι δύσκολο να πάει κανείς στα κομμάτια γεωγραφικώς, αρκεί να πάρει το δρόμο προς τα Πράμαντα της Ηπείρου, όπου ενδέχεται να συναντήσει –αν υπάρχει ακόμη– τον οικισμό Κομματάκια. Ήταν –θυμάμαι– ωραίο χωριό, μόνο που τα δικά μας «κομματάκια» δεν κάνουνε... χωριό. Έκαναν και κάνουν τα πάντα... «σπερνοκόλλυβα», όπως λέγαμε επί καταστά­σεων καταστροφής στη Μάνη.
Όλα όμως έχουν και τα όριά τους, έκτος από την κουταμάρα. Τα ελληνικά κόμματα πολιτεύτηκαν και πο­λιτεύονται (μακάρι ο κ. Σαμαράς να με διαψεύσει) ανοήτως και ανηθίκως. Εδώ και καιρό έχουν πάρει την κα­τιούσα. Για την πολιτική είχα διατυπώσει προ τριακον­ταετίας την ακόλουθη αρχή: «Αν δεν ξέρεις πού να στα­ματήσεις, καλύτερα να μην ξεκινήσεις». Ιδίως αν ο δρόμος είναι κατηφορικός.
Αυτό που σήμερα, φειδόμενος της πολιτικής, φρονώ, είναι τούτο: Για να μη γίνουν τα κόμματα τε­λεία, πρέπει να βάλουμε παύλα. Ή, μάλλον, τελεία και παύλα στην άγονη και άσκοπη αντιπαράθεση που μας έφερε στο χείλος του κρημνού ή κάτω από το σχοινί της αγχόνης. Απαιτείται –προτού συρθούμε σε νέα εκλογική αναμέτρηση– μια συνεννόηση «εις μικρόν» για τον καταρτισμό μιας σοβαρής και στιβαρής εθνικής πολιτικής. Διότι είναι γνωστό στους παροικούντες εις την Ιερουσαλήμ ότι υπάρχουν σενάρια υφαρπαγής (και η θάλασσα είναι μέρος του εθνικού εδάφους), σενάρια τεμαχισμού και διαμελισμού. Της χώρας εννοώ.
Η πολιτική μας, εν όψει νέων δυσχερειών, πρέπει να υποβληθεί σ᾽ ένα είδος λογοθεραπείας, όχι με την έννοια της ιάσεως της αφωνίας και της κακοφωνίας αλλά με την έννοια του αναπροσανατολισμού της φωνής των πολιτικών προς την κατεύθυνση του εθνικού και όχι του κομματικού συμφέροντος. Είναι απα­ραίτητο η πολιτική να επαναπροσδιορισθεί προς το νόημα και όχι προς την κραυγή. Να διαθέτει μεν λόγο, αλλά μετά λόγου, δηλαδή μετά νοήματος. Για να μην υποχρεωνόμεθα συχνά να μετανοούμε πικρά με τα κωμικά mea culpa.
Κλείνω και τούτα τα δυσάρεστα με μία σύσταση προς τη «λαϊκοδημοκρατική» κοινωνία μας. Συμμερί­ζομαι την αγωνία της. Αυτήν αναπνέω κι εγώ με τη γλίσχρα σύνταξη των 1078 ευρώ κι ας δουλεύω από ηλι­κίας 12 ετών. Ωστόσο, το πρόβλημα έχει πλέον μετατεθεί από το «εγώ» και το «συ» προς το Μακρυγιάννειο «Εμείς». Πρέπει, λοιπόν, να ακούγεται περισσό­τερο η φωνή του έθνους και όχι η φωνή των κομμάτων και των συνδικάτων. Κανένα κόμμα δεν μπορεί να υπο­καταστήσει το έθνος. Είναι κομμάτι του έθνους –αν φυσικά πιστεύει σ᾽ αυτό–, είναι κομμάτι του όλου. Κι όπως έλεγε ό Αριστοτέλης, «ἀναιρουμένου του ὅλου, οὐκ ἔσται ποῦς οὐδέ χεῖρες». Όταν χάνεται το όλο, δεν θα υπάρχουν ούτε πόδια ούτε χέρια!

http://www.sarantoskargakos.gr

1 σχόλιο:

  1. Σαράντος Ἰ. Καργάκος16 Μαρτίου 2014 στις 12:28 μ.μ.

    Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τίς πάμπολλες ἀναδημοσιεύσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή