Ο σκληρός αγώνας για επιβίωση δεν άφηνε
στους πρόσφυγες περιθώρια αυτολύπησης και μιζέριας. Δεν μίλαγαν για όσα
τους είχαν συμβεί . Εδειχναν να θέλουν να ξεχάσουν Πρόσφυγες, με
καταγωγή από Λυθρί και Αλάτσατα κυρίως, πρωτοήρθαν στην Κηφισιά το
καλοκαίρι του 1914, όταν 75.000 Ελληνες της Χερσονήσου της Ερυθραίας
εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας ή αναγκάστηκαν να φύγουν στην
Ελλάδα, δήθεν για λόγους ασφαλείας. Οι περισσότεροι παλιννόστησαν το
1919 με την ανακωχή, για να επιστρέψουν κατατρεγμένοι μετά την
Καταστροφή του 1922 και να εγκατασταθούν τελικά, σε διάστημα περίπου
τεσσάρων ετών, στον προσφυγικό συνοικισμό της Ν. Ερυθραίας.
Η αγωνία και ο σκληρός αγώνας για επιβίωση δεν άφηναν στους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς περιθώρια αυτολύπησης και μιζέριας. Ισως αυτός είναι ο λόγος που δεν μίλαγαν οι περισσότεροι για όσα τους είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια των διωγμών πριν από το ’19 και τις τραγικές εμπειρίες τους κατά την Καταστροφή του ’22. Εδειχναν να θέλουν να ξεχάσουν. Το σπίτι τους όμως ήταν πάντα ανοιχτό για τους φίλους τους και τους φίλους των παιδιών τους. Ετσι μου δόθηκε και μένα η ευκαιρία να τους γνωρίσω καλύτερα και καρπός πολύωρων συναντήσεων είναι ένας σημαντικός αριθμός μαγνητοφωνημένων μαρτυριών που «δίνουν φωνή στο σιωπηλό παρελθόν», συμπληρώνουν τα κενά της συλλογικής μνήμης και αναδεικνύουν όσα η επίσημη Ιστορία αποσιωπά.
Αξιοσημείωτη είναι η μαρτυρία του Ν. Ερυθραιώτη Φώτη Βαρδαξή, ο οποίος γεννήθηκε στο Σιβρισάρι, στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου της Ερυθραίας, το 1910. Η αφήγηση προσωπικών του βιωμάτων, πριν και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και ο αγώνας του να επιβιώσει και να ριζώσει σε ένα νέο πολιτιστικό περιβάλλον δείχνουν το σθένος, το ήθος και τη σοβαρότητα του ανθρώπου και επιπλέον μας οδηγούν σε συμπεράσματα που ξεπερνούν την ατομική περιπτωσιολογία.
Ο Φώτης Βαρδαξής ήταν 91 ετών όταν τον συνάντησα στο φιλόξενο σπίτι της κόρης του Βασιλείας στη Ν. Ερυθραία, λίγο πριν ξεκινήσει το προσκυνηματικό του ταξίδι στη γενέτειρά του, το Σιβρισάρι, με τη συντροφιά του Θοδωρή Κοντάρα.
Με καλοδέχτηκε και το ήρεμο, φωτεινό πρόσωπό του αντανακλούσε την αυτοπεποίθηση και την ικανοποίηση ενός μαχητικού ανθρώπου, που αντιμετώπισε δυσμενείς συνθήκες ζωής από τα παιδικά του χρόνια, αλλά κατάφερε να ξεπεράσει δυσκολίες, να επιβιώσει, να προοδεύσει προσωπικά, να δημιουργήσει οικογένεια και να υπηρετήσει το κοινό συμφέρον, με συναίσθημα ευθύνης και συνέπεια στις αρχές του, ως πρόεδρος της Κοινότητας της Ν. Ερυθραίας (1961-1967 και 1975-1978). Το 2008, στις 25 Αυγούστου, ο Φώτης Βαρδαξής έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών.
«Γεννήθηκα στο Σιβρισάρι το 1910. Πρώτα περνούσαμε καλά εδώ, μου έλεγε η μάνα μου. Το οκτώ, 1908, έγινε το Σύνταγμα. Πριν από αυτό δεν παίρνανε χριστιανούς στρατιώτες, αλλά αναμείχθηκαν οι Γερμανοί κι από τότε όλα αλλάξανε (…) Το ’15 που χάσαμε τον πατέρα μας (σ.σ. συνελήφθη ως φυγόστρατος) γεννήθηκε η αδελφή μου η Μυρσίνη… Το ’19 ήρθαν οι Ελληνες στρατιώτες… Ετσι και έγινε και περνάγαμε καλά, και η μητέρα μου ήταν καλά, μέχρι το ’22.
»Το ’22, μετά την κατάρρευση του μετώπου, όταν ο στρατός υποχωρούσε, μας έφερε το μαντάτο ένας φίλος του θείου μου. Δεν είχαμε άλλη ειδοποίηση… Ο θείος Στέλιος, αδελφός της μάνας μου, και ένας άλλος θείος, άνδρας της αδελφής της, μας πήρανε και φύγαμε νωρίτερα από το χωριό και πήγαμε στα Βουρλά. Είχαμε συγγενείς στη Σκάλα… Φορτώσαμε δυο άλογα που είχε η γιαγιά μου με ό,τι μπορούσαμε να μεταφέρουμε και φύγαμε νύχτα. Ητανε τέλη Αυγούστου. Πίστευαν οι δικοί μου ότι εκεί θα είμαστε ασφαλείς (…) Στα Βουρλά είχανε μαζευτεί άνθρωποι από όλα τα γύρω χωριά. Ο τελάλης φώναζε συνεχώς: «Μη φοβάστε. Να πετάξετε τα όπλα. Θα είμαστε πιο καλά απ” ό,τι ήμασταν πριν. Το είπε και ο Δεσπότης» και άλλα διάφορα.
»Τ” Αγιαννιού, στις 29 Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο), άρχισε μεγάλη σφαγή. Κατεβήκανε οι Τσέτες που λέγανε αυτοί… Τον πρώτο που είδα να σκοτώνουνε ήτανε ένας πρώην δήμαρχος, Τσαλαβούτας ονόματι. Είχε βάλει τούρκικη σημαία στο σπίτι του και φέσι στο κεφάλι του για να γλιτώσει. Από το σπίτι του μας χώριζε ένας τοίχος. Επειτα ήρθανε μέσα στο σπίτι της εξαδέλφης μου, είδανε γυναικόπαιδα, δεν μας πειράξανε. Οι άνδροι ήτανε κρυμμένοι στην αποθήκη. Τους ανακάλυψαν και τους σκοτώσανε μπρος στα μάτια μας. Του θείου μου του Στέλιου του σχίσανε το κεφάλι… του χύθηκαν τα μυαλά έξω.
»Μείναμε κάπου 15 νομάτοι. Ο μόνος άνδρας ανάμεσά τους ήμουνα εγώ, 12 χρονώ… Πού να πάμε; Οι Τούρκοι, μπουλούκια, μπουλούκια, καίγανε μαγαζιά, σπίτια, σκοτώνανε… Το αποτέλεσμα: Πηγαίναμε στο νοσοκομείο, βάζανε φωτιά. Πηγαίναμε στο σχολείο, βάζανε φωτιά. Πηγαίναμε στην εκκλησία, βάζανε φωτιά. Απ” όπου περνούσαμε ερείπια, πυρκαγιές, άνθρωποι και ζώα σε πανικό (…)
»Στις 14 του Σεπτέμβρη (με το νέο), μια τουρκική περίπολος μας έβγαλε έξω. Πρέπει να φύγετε, μας είπαν. Είναι τέτοια η διαταγή. Θα πάτε στη Σκάλα να μπαρκάρετε…Φύγαμε όλοι. Στα μισά του δρόμου, σε μια μεγάλη αλάνα ήταν κόσμος πολύς. Παιδιά σαν εμένα και μεγαλύτεροι. Μόνο άνδρες. Θα ήταν καμιά πεντακοσαριά. Στο δρόμο τούρκικος όχλος και στρατιώτες κακοποιούσαν, λήστευαν και άρπαζαν γυναίκες. (σ.σ. Με την «ψυχή στο στόμα» έφτασε στην παραλία. Βρήκε τη μάνα του να οδύρεται). Δίπλα τουμπανιασμένα σώματα στην άμμο χωμένα. Αλλα πλέανε στη θάλασσα.
«Πάμε να προλάβουμε να μπούμε στο καράβι πριν νυχτώσει». Είχε πολλά καράβια. Είχανε βγάλει αγήματα έξω. Είχανε κάνει κλοιό. (σ.σ. Τα κατάφεραν και μπήκαν μέσα). Τη νύχτα ακούγονταν απ” έξω οιμωγές που έσχιζαν την καρδιά. (σ.σ. Φτάσανε στη Σάμο, στο Βαθύ, και από εκεί κάποια στιγμή στην Κηφισιά και μετά στη Ν. Ερυθραία).
»Οταν έγινε η Κατοχή ήμουνα στο ΕΑΜ γραμμένος. Με στείλανε εξορία, με δείρανε, με φυλακίσανε, μου πήραν τα δελτία…».
Type rest of the post here
Η αγωνία και ο σκληρός αγώνας για επιβίωση δεν άφηναν στους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς περιθώρια αυτολύπησης και μιζέριας. Ισως αυτός είναι ο λόγος που δεν μίλαγαν οι περισσότεροι για όσα τους είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια των διωγμών πριν από το ’19 και τις τραγικές εμπειρίες τους κατά την Καταστροφή του ’22. Εδειχναν να θέλουν να ξεχάσουν. Το σπίτι τους όμως ήταν πάντα ανοιχτό για τους φίλους τους και τους φίλους των παιδιών τους. Ετσι μου δόθηκε και μένα η ευκαιρία να τους γνωρίσω καλύτερα και καρπός πολύωρων συναντήσεων είναι ένας σημαντικός αριθμός μαγνητοφωνημένων μαρτυριών που «δίνουν φωνή στο σιωπηλό παρελθόν», συμπληρώνουν τα κενά της συλλογικής μνήμης και αναδεικνύουν όσα η επίσημη Ιστορία αποσιωπά.
Αξιοσημείωτη είναι η μαρτυρία του Ν. Ερυθραιώτη Φώτη Βαρδαξή, ο οποίος γεννήθηκε στο Σιβρισάρι, στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου της Ερυθραίας, το 1910. Η αφήγηση προσωπικών του βιωμάτων, πριν και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς και ο αγώνας του να επιβιώσει και να ριζώσει σε ένα νέο πολιτιστικό περιβάλλον δείχνουν το σθένος, το ήθος και τη σοβαρότητα του ανθρώπου και επιπλέον μας οδηγούν σε συμπεράσματα που ξεπερνούν την ατομική περιπτωσιολογία.
Ο Φώτης Βαρδαξής ήταν 91 ετών όταν τον συνάντησα στο φιλόξενο σπίτι της κόρης του Βασιλείας στη Ν. Ερυθραία, λίγο πριν ξεκινήσει το προσκυνηματικό του ταξίδι στη γενέτειρά του, το Σιβρισάρι, με τη συντροφιά του Θοδωρή Κοντάρα.
Με καλοδέχτηκε και το ήρεμο, φωτεινό πρόσωπό του αντανακλούσε την αυτοπεποίθηση και την ικανοποίηση ενός μαχητικού ανθρώπου, που αντιμετώπισε δυσμενείς συνθήκες ζωής από τα παιδικά του χρόνια, αλλά κατάφερε να ξεπεράσει δυσκολίες, να επιβιώσει, να προοδεύσει προσωπικά, να δημιουργήσει οικογένεια και να υπηρετήσει το κοινό συμφέρον, με συναίσθημα ευθύνης και συνέπεια στις αρχές του, ως πρόεδρος της Κοινότητας της Ν. Ερυθραίας (1961-1967 και 1975-1978). Το 2008, στις 25 Αυγούστου, ο Φώτης Βαρδαξής έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών.
«Γεννήθηκα στο Σιβρισάρι το 1910. Πρώτα περνούσαμε καλά εδώ, μου έλεγε η μάνα μου. Το οκτώ, 1908, έγινε το Σύνταγμα. Πριν από αυτό δεν παίρνανε χριστιανούς στρατιώτες, αλλά αναμείχθηκαν οι Γερμανοί κι από τότε όλα αλλάξανε (…) Το ’15 που χάσαμε τον πατέρα μας (σ.σ. συνελήφθη ως φυγόστρατος) γεννήθηκε η αδελφή μου η Μυρσίνη… Το ’19 ήρθαν οι Ελληνες στρατιώτες… Ετσι και έγινε και περνάγαμε καλά, και η μητέρα μου ήταν καλά, μέχρι το ’22.
»Το ’22, μετά την κατάρρευση του μετώπου, όταν ο στρατός υποχωρούσε, μας έφερε το μαντάτο ένας φίλος του θείου μου. Δεν είχαμε άλλη ειδοποίηση… Ο θείος Στέλιος, αδελφός της μάνας μου, και ένας άλλος θείος, άνδρας της αδελφής της, μας πήρανε και φύγαμε νωρίτερα από το χωριό και πήγαμε στα Βουρλά. Είχαμε συγγενείς στη Σκάλα… Φορτώσαμε δυο άλογα που είχε η γιαγιά μου με ό,τι μπορούσαμε να μεταφέρουμε και φύγαμε νύχτα. Ητανε τέλη Αυγούστου. Πίστευαν οι δικοί μου ότι εκεί θα είμαστε ασφαλείς (…) Στα Βουρλά είχανε μαζευτεί άνθρωποι από όλα τα γύρω χωριά. Ο τελάλης φώναζε συνεχώς: «Μη φοβάστε. Να πετάξετε τα όπλα. Θα είμαστε πιο καλά απ” ό,τι ήμασταν πριν. Το είπε και ο Δεσπότης» και άλλα διάφορα.
»Τ” Αγιαννιού, στις 29 Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο), άρχισε μεγάλη σφαγή. Κατεβήκανε οι Τσέτες που λέγανε αυτοί… Τον πρώτο που είδα να σκοτώνουνε ήτανε ένας πρώην δήμαρχος, Τσαλαβούτας ονόματι. Είχε βάλει τούρκικη σημαία στο σπίτι του και φέσι στο κεφάλι του για να γλιτώσει. Από το σπίτι του μας χώριζε ένας τοίχος. Επειτα ήρθανε μέσα στο σπίτι της εξαδέλφης μου, είδανε γυναικόπαιδα, δεν μας πειράξανε. Οι άνδροι ήτανε κρυμμένοι στην αποθήκη. Τους ανακάλυψαν και τους σκοτώσανε μπρος στα μάτια μας. Του θείου μου του Στέλιου του σχίσανε το κεφάλι… του χύθηκαν τα μυαλά έξω.
»Μείναμε κάπου 15 νομάτοι. Ο μόνος άνδρας ανάμεσά τους ήμουνα εγώ, 12 χρονώ… Πού να πάμε; Οι Τούρκοι, μπουλούκια, μπουλούκια, καίγανε μαγαζιά, σπίτια, σκοτώνανε… Το αποτέλεσμα: Πηγαίναμε στο νοσοκομείο, βάζανε φωτιά. Πηγαίναμε στο σχολείο, βάζανε φωτιά. Πηγαίναμε στην εκκλησία, βάζανε φωτιά. Απ” όπου περνούσαμε ερείπια, πυρκαγιές, άνθρωποι και ζώα σε πανικό (…)
»Στις 14 του Σεπτέμβρη (με το νέο), μια τουρκική περίπολος μας έβγαλε έξω. Πρέπει να φύγετε, μας είπαν. Είναι τέτοια η διαταγή. Θα πάτε στη Σκάλα να μπαρκάρετε…Φύγαμε όλοι. Στα μισά του δρόμου, σε μια μεγάλη αλάνα ήταν κόσμος πολύς. Παιδιά σαν εμένα και μεγαλύτεροι. Μόνο άνδρες. Θα ήταν καμιά πεντακοσαριά. Στο δρόμο τούρκικος όχλος και στρατιώτες κακοποιούσαν, λήστευαν και άρπαζαν γυναίκες. (σ.σ. Με την «ψυχή στο στόμα» έφτασε στην παραλία. Βρήκε τη μάνα του να οδύρεται). Δίπλα τουμπανιασμένα σώματα στην άμμο χωμένα. Αλλα πλέανε στη θάλασσα.
«Πάμε να προλάβουμε να μπούμε στο καράβι πριν νυχτώσει». Είχε πολλά καράβια. Είχανε βγάλει αγήματα έξω. Είχανε κάνει κλοιό. (σ.σ. Τα κατάφεραν και μπήκαν μέσα). Τη νύχτα ακούγονταν απ” έξω οιμωγές που έσχιζαν την καρδιά. (σ.σ. Φτάσανε στη Σάμο, στο Βαθύ, και από εκεί κάποια στιγμή στην Κηφισιά και μετά στη Ν. Ερυθραία).
»Οταν έγινε η Κατοχή ήμουνα στο ΕΑΜ γραμμένος. Με στείλανε εξορία, με δείρανε, με φυλακίσανε, μου πήραν τα δελτία…».
Type rest of the post here
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου