Γράφει ο Ἀρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος Ἱστορικός – D.S.Litt.- Δρ. Ἀρχαίας Ἱστορίας Πανεπιστημίου B.I.U. Μαδρίτης.
Στὸ χρονικὸν διάστημα ἀπὸ τῆς λήξεως τοῦ Β’ Μεσσηνιακοῦ Πολέμου, μὲ τὴν ἃλωση τῆς Εἲρας τὸ 657 π.Χ. μέχρι τὸν Γ’ Μεσσηνιακὸν Πόλεμον (469-464/3 π.Χ.) ἐμφανίζεται ἓνα κενὸ στὶς γραπτὲς μας πηγὲς ἐν σχέσει μὲ τοὺς Μεσσηνίους.
Ὃμως μετὰ
τοὺς Μηδικοὺς Πολέμους, ἓνας ἰσχυρὸς σεισμὸς ποὺ ἒπληξεν τὴν Σπάρτη καὶ
κατέστρεψεν πολλὰ κτίρια ἀλλὰ ἐστοίχησεν καὶ τὴν ζωὴν χιλιάδων
Λακεδαιμονίων, ἒδωσεν τὴν εὐκαιρίαν στοὺς Μεσσηνίους νὰ ἐξεγερθοῦν τὸ
469 π.Χ. Ἒτσι, ἡ Σπάρτη ἐξασθενημένη ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ ἰσχυροῦ καὶ
καταστρεπτικοῦ σεισμοῦ, εὑρέθη ἐπίσης ἀναγκασμένη νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ
τὴν Mεσσηνιακὴν ἐξέγερση, τὴν ὁποῖαν μετὰ πολλῆς δυσκολίας, μετὰ
παρέλευση ἀρκετῶν ἐτῶν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῶν συμμάχων της κατώρθωσε νὰ
τὴν καταστείλει. Ἀκόμη καὶ τὴν βοήθειαν τῶν Ἀθηναίων ἀναγκάσθηκε νὰ
ζητήσει ἡ Σπάρτη πρὸ τῆς μεγάλης ἀπειλῆς ποὺ ἀντιμετώπιζε, προκειμένου
νὰ καταβάλει τοὺς ἐξεγερθέντες Μεσσηνίους ποὺ εἶχαν ὀχυρωθεῖ στὴν Ἰθώμη,
καὶ νὰ ἐπανακτήσει τὸν ἒλεγχον τῆς Μεσσηνιακῆς χώρας. Ἐν τέλει, ἡ
Σπάρτη ἀναγκἀσθηκε νὰ συμβιβασθεῖ ἐπιτρέπουσα στοὺς Μεσσηνίους νὰ
διαφύγουν ἀσφαλεῖς ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν συμφωνηθέντων ὃρων ἀνακωχῆς
καὶ ἐκεχειρίας, δεῖγμα τῆς ἀδυναμίας της νὰ καθυποτάξει τοὺς
ἐξεγερθέντες. Οἱ ἐξόριστοι Μεσσήνιοι μὲ τὴν μεσολάβηση τῶν Ἀθηναίων
ἐγκαταστάθησαν στὴν Ναύπακτον.
Οἱ βασικὲς πηγὲς γιὰ τὸν Γ’ Μεσσηνιακὸν
Πόλεμον εἶναι οἱ Θουκυδίδης, Διόδωρος, Πλούταρχος, Παυσανίας καὶ
Στράβων. Ὡστόσον, ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε τὴν ὓπαρξη κάποιων μαρτυριῶν
καὶ ἀναφορῶν στὴν ἀρχαῖα γραμματεία ποὺ ὑποδεικνύουν ὃτι τοῦ Γ’
Μεσσηνιακοῦ Πολέμου εἶχεν προηγηθεῖ μία ἂλλη Mεσσηνιακὴ ἐξέγερση στὶς
ἀρχὲς τοῦ 5ου π.Χ. αἰ. Στὴν διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας θὰ
ἀσχοληθοῦμε καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα.
Γιὰ παράδειγμα, ὁ Πλάτων στοὺς «Νόμους»
του κάνει διπλὴν ἀναφορὰν σὲ ἐξέγερση τῶν Μεσσηνίων ποὺ ἒλαβεν
διάσταση πολέμου μεταξὺ Σπαρτιατῶν καὶ Μεσσηνίων καὶ συνέπεσεν μὲ τοὺς
χρόνους τῶν Μηδικῶν Πολέμων (Πλάτων, Νόμοι 692d καὶ 698e).
Παραπλησίως, ὁ Στράβων (8.4.10) κάνει λόγον γιὰ τέσσερις Μεσσηνιακοὺς
Πολέμους πρὶν τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μεσσηνίας καὶ τὴν ἐθνικὴν
ἀποκατάσταση τῶν Μεσσηνίων ἀπὸ τὸν Ἐπαμεινώνδα τὸ 370/369 π.Χ.
Πιθανολογοῦμεν ὃτι ὁ Γ’ Μεσσηνιακὸς
Πόλεμος ποὺ ἀναφέρει ὁ Στράβων ταυτίζεται μὲ τὴν ἀναφορὰν τοῦ Πλάτωνος,
ἐνῶ ὁ Δ’ Μεσσηνιακὸς Πόλεμος τοῦ Στράβωνος πρὲπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν
ἐξέγερση τῶν Μεσσηνίων τὰ ἒτη 469-464/3 π.Χ.1 Ἂλλωστε, καὶ ὁ
Παυσανίας (4.23.6) ἀναφέρει μετακίνηση ἐκπατρισμένων Μεσσηνίων στὴν
Σικελία κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Mεσσηνιακῆς καταγωγῆς Ἀναξίλα, τυράννου
τοῦ Ῥηγίου, ὁ ὁποῖος ἐκυβέρνησεν τὸ Ῥήγιον στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου π.Χ. αἰ.
καὶ κατέληξεν στὴν ἳδρυση τῆς Μεσσήνης τὸ 490/489 π.Χ. (βεβαίως ὁ
Παυσανίας τοποθετεῖ τὴν μετανάστευση τῶν Μεσσηνίων στὴν Σικελίαν ὑπὸ
τοὺς Γόργον καὶ Μάντικλον μετὰ τὴν λήξη τοῦ Β’ Μεσσηνιακοῦ Πολέμου, ποὺ
ὃμως χρονολογεῖται στὰ μέσα τοῦ 7ου αἰ.).
Ὁ Ἡρόδοτος, ὁ ἱστορικὸς τῶν Μηδικῶν
Πολέμων, δὲν ἀναφέρει Mεσσηνιακὴ ἐξέγερση στοὺς χρόνους ποὺ τὴν
τοποθετεῖ ὁ Πλάτων, κάτι ποὺ καθιστᾶ τὸ ὃλον θέμα κάπως προβληματικό.
Ὡστόσον, ὓπάχει στὴν Ἱστορία τοῦ Ἡροδότου ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἒμμεση
ἀναφορὰ στὴν Mεσσηνιακὴν ἐξέγερση συγχρόνως μὲ τὰ Μηδικά, καὶ
συγκεκριμένως ἓνας ὑπαινιγμὸς τοῦ Μιλησίου Ἀρισταγόρα, ἀρχηγοῦ τῆς
Ἰωνικῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ ὁποῖος σὲ συνομιλία του μὲ τὸν βασιλέα τῆς
Σπάρτης Κλεομένην μὲ σκοπὸν τὴν ἐξασφάλιση σπαρτιατικῆς στρατιωτικῆς
συνδρομῆς πρὸς τοὺς ἐξεγερθέντες Ἲωνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (499 π.Χ.). Ὁ
Ἀρισταγόρας ἐπεσήμανε στὸν Κλεομένην ὃτι καλύτερον εἶναι γιὰ τὴν Σπάρτη
νὰ ἐνισχύσει τοὺς Ἲωνες στὴν ἐπανάστασή τους ἐναντίον τῶν Περσῶν καὶ νὰ
ἐλέγξει τὰ πλούσια ἐδάφη τῆς Ἰωνίας παρὰ νά μάχεται γιὰ τὸν ἒλεγχον τῆς
Πελοποννήσου ἀντιμαχόμενη τοὺς Ἀργείους, Ἀρκάδες, καὶ Μεσσηνίους
(Ἡρόδοτος 5.49.8). Πιθανῶς ἡ ἐκστρατεία τοῦ Κλεομένους στὴν Ἀρκαδία ποὺ
ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος (6.74) νὰ συνδέεται μὲ τὰ ἀνωτέρω.
Τὸ χρονικὸν διάστημα μεταξὺ τῆς πρεσβείας
τοῦ Ἀρισταγόρα στὴν Σπάρτη τὸ 499 π.Χ., καὶ τῆς μεταναστεύσεως τῶν
Μεσσηνίων στὴν Σικελίαν μετὰ τὸ κάλεσμα τοῦ Ἀναξίλα τὸ 490 π.Χ., ἐν
συνδυασμῶ μὲ τὴν ἀναφορὰν τοῦ Πλάτωνος γιὰ πόλεμον Σπαρτιατῶν καὶ
Μεσσηνίων πρὶν τὴν μάχην τοῦ Μαραθῶνος, συντείνουν στὸ νὰ δεχθοῦμε ὃτι
ὑπῆρξε μία μακροχρόνια μεσσηνιακὴ ἐξέγερση, ποὺ διήρκησε τοὐλάχιστον μία
δεκαετία2, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθεῖ ὡς Γ’ Μεσσηνιακὸς
Πόλεμος (499-490 π.Χ.), καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ Mεσσηνιακὴ ἐξέγερση τῶν ἐτῶν
469-464/3 π.Χ. νὰ ἀποτελεῖ τὸν Δ’ Μεσσηνιακὸν Πόλεμον. Ἂλλωστε, οἱ
ἐξεγέρσεις τῶν Μεσσηνίων εἱλώτων ἦσαν συχνὲς καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας οἱ
Σπαρτιάτες ἀναγκάσθησαν νὰ ἐπιβάλλουν τὸν σκληρὸν ἒλεγχον τῆς εἱλωτείας
στοὺς Μεσσηνίους, ὃπως παρατηρεῖ ὁ Πλάτων (Πλατ. Νόμοι 777 b-c ).
Οἱ Σπαρτιάτες ζοῦσαν ὑπὸ τὸν διαρκῆ φόβον πιθανῶν ἐξεγέρσεων , καὶ πρὸς
τοῦτο καθιέρωσαν τὸν θεσμὸν τῆς κρυπτείας πρὸς κατασκόπευση τῶν
ἐπικίνδυνων εἱλώτων καὶ τὴν συστηματικὴν δολοφονίαν τῶν πιὸ δραστηρίων
καὶ ἐπικινδύνων εἱλώτων.
Μετὰ τὶς ἀνωτέρω ἀναγκαῖες διευκρινίσεις,
μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε στὴν περιγραφὴ τῆς μεσσηνιακῆς ἐξεγέρσεως τῶν
ἐτῶν 469- 464/3 π.Χ. Θὰ ἀκολουθήσουμε τὴν κλασσικὴν καὶ πιὸ διαδεδομένην
κατάταξη, ποὺ οἱ περισσότεροι ἱστορικοὶ ἀποδέχονται ἀκολουθοῦντες τὸν
Παυσανίαν ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Γ’ Μεσσηνιακὸν Πόλεμον. Παρ’ ὃλον ποὺ δὲν
ἒχουμεν μίαν συνεκτικὴ καὶ ὁλοκληρωμένη περιγραφὴ τῶν γεγονότων, μέσῳ
ὃμως διαφόρων σκόρπιων καὶ περιστασιακῶν ἀναφορῶν τῆς ἀρχαίας
δημοκρατίας, εἲμεθα εἰς θέσιν νὰ ἀνασυνθέσουμε τὴν ἐξέλιξη τοῦ Γ’
Μεσσηνιακοῦ Πολέμου.
Ἓνας ἰσχυρὸς σεισμὸς ἒπληξεν τὴν
Πελοπόννησον τὸ 469 π.Χ. καὶ προκάλεσε μεγάλες ζημίες στὴν Σπάρτη, μὲ
γκρεμισμένα οἰκήματα καὶ 20.000 νεκρούς κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια. Στὸν
καταστρεπτικὸν σεισμὸν ἀναφέρονται ὁ Θουκυδίδης (1.101.2-3), ὁ Διόδωρος
(11.63), ὁ Πλούταρχος (Πλουτ. Κίμων 16), καὶ ὁ Παυσανίας
(4.24.6-8). Ὃλοι συμφωνοῦν ὃτι ὁ σεισμὸς ἦταν λίαν καταστροφικὸς καὶ
ἒδωσεν τὴν εὐκαιρία στοὺς Μεσσηνίους καὶ τοὺς εἳλωτες νὰ ἐξεγερθοῦν. Οἱ
Λακεδαιμόνιοι “ὑπὸ τοῦ γενομένου σεισμοῦ, ἐν ὧι καὶ οἱ Εἳλωτες αὐτοῖς
καὶ τῶν περιοίκων Θουριᾶταί τε καὶ Αἰθαῆς ἐς Ἰθώμην ἀπέστησαν. Πλεῖστοι
δὲ τῶν Εἱλώτων ἐγένοντο οἱ τῶν παλαιῶν Μεσσηνίων τότε δουλωθέντων
ἀπόγονοι’ ἧι καὶ Μεσσήνιοι ἐκλήθησαν οἱ πάντες. Πρὸς μὲν οὖν τοὺς ἐν
Ἰθώμῃ πόλεμος καθειστήκει Λακεδαιμονίοις” (Θουκ. 1.101.2-3).
Ἡ αἰτία τοῦ σεισμοῦ ἦταν ἡ ὀργὴ τοῦ
Ποσειδῶνος, ἐπειδὴ οἱ Λακεδαιμόνιοι προσέβαλαν τὸν θεὸν ὃταν σκότωσαν
κάποιους εἳλωτες ποὺ εἶχαν καταφύγει ἱκέτες στὸν ναὸν τοῦ Ποσειδῶνος στὸ
Ταίναρον. “Ἀντεκέλευον δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς
Λακεδαιμονίους τὸ ἀπὸ Ταινάρου ἂγος ἐλαύνειν’ οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι
ἀναστήσαντές ποτε ἐκ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος τῶν Εἱλώτων ἱκέτας
ἀπαγαγόντες διέφθειραν, δι’ ὃ δὴ καὶ σφίσιν αὐτοῖς νομίζουσι τὸν μέγαν
σεισμὸν γενέσθαι ἐν Σπάρτῃ” (Θουκ. 1.128.1). Ὁ Παυσανίας
δίδει τὴν ἲδιαν ἐξήγηση, ὃτι κάποιοι ἀσεβεῖς Λακεδαιμόνιοι ἐφόνευσαν
κάποιους εἳλωτες ποὺ κατέφυγαν ἱκέτες στὸ Ταίναρον.
Ὁ Ποσειδῶν τιμώρησε τὴν ἀσέβειά τους
προκαλῶν τὸν καταστρεπτικὸν σεισμὸν ποὺ ἰσοπέδωσε τὴν Σπάρτην καὶ
ὁδήγησε στην ἐξέγερση τῶν Μεσσηνίων εἱλώτων. ” Ἀπήντησεν ἐκ
Ποσειδῶνος μήνιμα, καί σφισιν ἐς ἒδαφος τὴν πόλιν πᾶσαν κατέβαλεν ὁ
θεός. Ἐπὶ δὲ τῆι συμφορᾶι ταύτῃ καὶ τῶν εἱλώτων ὃσοι Μεσσήνιοι τὸ
ἀρχαῖον ἦσαν, ἐς τὸ ὂρος τὴν Ἰθώμην ἀπέστησαν” (Παυσ. 4.24.6).
Ἀπὸ τὸν Θουκυδίδην πληροφορούμεθα ὃτι
στὴν ἐξέγερση συμμετεῖχαν εὐρέως οἱ Mεσσηνιακῆς καταγωγῆς εἳλωτες, ἀλλὰ
καὶ οἱ περίοικοι κάτοικοι τῆς Θουρίας καὶ τῆς Αἰθαίας, οἱ ὁποῖοι ἐν
συνόλῳ χαρακτηρίζονται ὡς Μεσσήνιοι. Ὁ Παυσανίας περιορίζει τοὺς
ἐξεγερθέντες μόνον σὲ Μεσσηνίους εἳλωτες, δὲν ἀναφέρεται σὲ περιοίκους ἢ
ἂλλες ὁμάδες ἐξεγερθέντων (Παυσ. 3.11.8 καὶ 4.24.6). Ὁ Πλούταρχος
(Πλουτ. Κίμων 16.7) καὶ ὁ Διόδωρος (11.63.4 καὶ 11.64.4) ὁμιλοῦν
γιὰ Μεσσηνίους καὶ εἳλωτες τῆς Λακωνικῆς, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει ὃτι ἡ
ἐξέγερση ἒλαβεν μεγάλες διαστάσεις καὶ ἐπεξετάθη σὲ Μεσσηνία καὶ
Λακωνία.
Οἱ ἐξεγερθέντες εἳλωτες εἰσώρμησαν
αἰφνίδιως στὴν σεισμόπληκτη Σπάρτη, ἡ ὁποῖα ἒκειτο σὲ ἐρείπια, ὃμως ἡ
ἒγκαιρη ἀντίδραση τοῦ βασιλέως Ἀρχιδάμου ποὺ ἐκάλεσεν τοὺς Σπαρτιάτες
στὰ ὃπλα καὶ τοὺς παρέταξε γιὰ μάχη ἀποτρέπων τὸν ἂμεσον κίνδυνον
(Πλουτ. Κίμων 16.6-7, Διοδ. 11.64.1). Ὁ Θουκυδίδης γράφει ὃτι “φόβος μέγιστος”
κατέλαβεν τοὺς Λακεδαιμονίους λόγῳ τῆς ἐξεγέρσεως (Θουκ. 3.54.5), οἱ
ὁποῖοι εὑρέθησαν σὲ δυσχερεστάτην θέση, ὣστε ἀναγκάσθησαν νὰ ζητήσουν
βοήθεια ἀπὸ Ἀθηναίους, Πλαταιεῖς καὶ Αἰγινῆτες (Θουκ. 2.27.2).
Τὴν ἀδυναμίαν τῶν Σπαρτιατῶν νὰ
καταστείλουν τὴν έξέγερση φανερώνει ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἡροδότου στὸν
Σπαρτιάτη Ἀρίμνηστον, (ποὺ εἶχεν πολεμήσει στὴν μάχην τῶν Πλαταιῶν καὶ
ἐφόνευσεν τὸν Μαρδόνιον) ὁ ὁποῖος ἒχασεν τὴν ζωὴν του μαζὶ μὲ τοὺς 300
ἂνδρες ποὺ διοικοῦσε σὲ μάχη μὲ τοὺς Μεσσηνίους στὴν Στενύκλαρον (Ἡροδ.
9.64.2). Προφανῶς ὁ Ἀρίμνηστος εἰσέβαλεν στὴν Μεσσηνία γιὰ νὰ
καταστείλει τὴν μεσσηνικαὴν ἐξέγερση, ἀλλὰ ὑπἐστη βαρειὰ ἧττα καὶ τὸ
στρατιωτικὸν του σῶμα κατεσφάγη.
Οἱ Μεσσήνιοι κατέφυγαν στὴν ὀχυρὰ θέση
τοῦ ὂρους Ἰθώμη, οπου οἱ Λακεδαιμόνιοι δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς καταβάλουν.
Τότε, ἐζήτησαν τὴν βοήθειαν τῶν Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἒμπειροι σὲ
πολιορκία τειχῶν. Ὁ Κίμων ἒσπευσεν τὸ 462 π.Χ. σὲ
βοήθειαν τῆς Σπάρτης μὲ 4000 ὁπλῖτες. Ὡστόσον, οἱ Σπαρτιάτες τὸν
απέπεμψαν διότι ὑποπτεύθησαν ὃτι οἱ Ἀθηναῖοι θὰ βοηθοῦσαν ἐν τέλει τοὺς
ἐξεγερθέντες εἰς βάρος τῶν Σπαρτιατῶν. Γράφει ὁ Θουκυδίδης: “Λακεδαιμόνιοι
δέ ὡς αὐτοῖς πρὸς τοὺς ἐν Ἰθώμῃ ἐμηκύνετο ὁ πόλεμος, ἂλλους τε
ἐπεκαλέσαντο ξυμμάχους καὶ Ἀθηναίους’ οἱ δ’ἦλθον Κίμωνος στρατηγοῦντος
πλήθει οὐκ ὀλίγῳ. Μάλιστα δ’ αὐτοὺς ἐπεκαλέσαντο ὃτι τειχομαχεῖν ἐδόκουν
δυνατοὶ εἶναι, τοῖς δὲ πολιορκίας μακρᾶς καθεστηκυίας τούτου ἐνδεᾶ
ἐφαίνετο’ βίᾳ γὰρ ἂν εἷλον τὂ χωρίον. Καὶ διαφορὰ ἐκ ταύτης τῆς
στρατείας πρῶτον Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις φανερὰ ἐγένετο. Οἱ γὰρ
Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὴ τὸ χωρίον βίᾳ οὐχ ἡλίσκετο, δείσαντες τῶν Ἀθηναίων
τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιίαν, καὶ ἀλλοφύλους ἃμα ἡγησάμενοι, μή
τι, ἣν παραμείνωσιν, ὑπὸ τῶν ὲν Ἰθώμῃ πεισθέντες νεωτερίσωσι, μόνους τῶν
ξυμμάχων ἀπέπεμψαν, τὴν μὲν ὑποψίαν οὐ δηλοῦντες, εἰπόντες δὲ ὃτι οὐδὲν
προσδέονται αὐτῶν ἒτι. Οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἒγνωσαν οὐκ ἐπὶ τῶ βελτίονι λόγῳ
ἀποπεμπόμενοι, ἀλλά τινος ὑπόπτου γενομένου, καὶ δεινὸν ποιησάμενοι καὶ
οὐκ ἀξιώσαντες ὑπὸ Λακεδαιμονίων τοῦτο παθεῖν” (Θουκ. 1.102.1-4, πρβλ. Διοδ. 11.64.2, Παυσ. 4.24.6-7).
Αὐτὸ ἐθεωρήθη μεγάλη προσβολὴ γιὰ τὸ
γόητρο τῶν Ἀθηναίων, ποὺ ἐτιμώρησαν τὸν Κίμωνα, γνωστὸν γιὰ τὶς
φιλο-λακωνικὲς θέσεις, μὲ ὀστρακισμὸν (Πλουτ. Κίμων 17.3). Μετὰ
τὴν ἀναχώρηση τῶν Ἀθηναίων ἡ πολιορκία τῆς Ἰθώμης συνεχίσθηκε ἀπὸ τοὺς
Λακεδαιμόνιους ἓως ὃτου πληροφορήθησαν τὴν ὓπαρξη ἑνὸς δελφικοῦ χρησμοῦ
ποὺ προσέταζε νὰ μὴν βλάψουν τοὺς ἱκέτες τοῦ Ἰθωμάτα Διὸς ἀλλὰ νὰ τοὺς
ἀφήσουν. Ἒτσι, οἱ Λακεδαιμόνιοι συνθηκολόγησαν μὲ τοὺς Μεσσηνίους καὶ
ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν ὃρων τῶν ἱερῶν σπονδῶν τοὺς ἐπετράπη νὰ
ἀναχωρήσουν μαζὶ μὲ τὰ γυναικόπαιδα, μὲ τὸν ὃρον νὰ μὴν ἐπιστρέψουν ποτὲ
στὴν Πελοπόννησον, εἰδ’ ἂλλως θὰ συλλαμβάντο καὶ θὰ ἒπεφταν ξανὰ σὲ
καθεστὼς εἱλωτίας. Οἱ Ἀθηναῖοι ὲδέχθησαν τοὺς ἐξορίστους Μεσσηνίους ἐξ
αἰτίας τῆς κοινῆς ἒχθρας ποὺ εἶχαν γιὰ τοὺς Λακεδαιμονίους, καὶ τοὺς
ἐγκατέστησαν στὴν Ναύπακτον (Θουκ. 1.103.1-3, Παυσ. 4.24.7), τὴν ὁποῖαν
εἶχεν καταλάβει ὁ Ἀθηναῖος στρατηγὸς Τολμίδης ἀπὸ τοὺς Ὀζόλες Λοκροὺς
ποὺ τὴν κατεῖχαν πρὶν καὶ τὴν παρεχώρησαν στοὺς Μεσσηνίους (Διοδ.
11.84.7-8).
Οἱ Σπαρτιάτες ἐθεώρησαν ὃτι ἀπηλλάγησαν
ἀπὸ τὴν ἀπειλὴν τῶν Μεσσηνίων, ὃμως οἱ Μεσσήνιοι τῆς Ναυπάκτου οὐδἐποτε
ἐλησμόνησαν τὰ πατρογονικὰ τους ἐδάφη οὐτε ἐγκατέλειψαν τὸ ὂνειρον τῆς
ἐπιστροφῆς, κάτι ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸ 370/69 π.Χ. μὲ τὸν συνοικισμὸν
τῆς Μεσσήνης ἀπὸ τὸν Ἐπαμεινώνδα.
Παραπομπές – Βιβλιογραφία
1. Luraghi, N., The Ancient Messenians. Construction of Ethnicity and Memory, Cambridge University Press 2008, p. 173-174, 181.
2. Luraghi, N., ὃ. π., σελ. 174.http://chilonas.wordpress.com/
Ο πόλεμος έγινε συνεχώς για τον χρυσό του Ταυγέτου που όποιος τον έιχε θα γινότανε πολύ ισχυρός!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι Λακεδαιμόνιοι προτίμησαν να τον κρατήσουν κρυφό και έτσι έμεινε μέχρις σήμερα!
Αναφερώμστε σε τεράστιες ποσότητες χρυσού σε συμπαγείς μάζες!!
Δικαίος Γεώργιος