(Αρριανός Γ.16.2, 21-22, ΣΤ.26.1-3, Πλούταρχος
Αλέξανδρος 42.6-κε, 43.3-5, Αγησίλαος 15, Διόδωρος ΙΖ.62, 63.1-4, 71.1,
73.4-6, 74.3-4, 80.3, 110.7, Κούρτιος 5.13.24, 6.1.16, 18-21, 2.17,
7.5.10-12, Ιουστίνος 11.15.5-κ.ε., 12.1.1-3, 7-11)
Κάποια στιγμή μετά τα μέσα Μαΐου του 330 π.Χ., μόλις το επέτρεψε ο καιρός, ο Αλέξανδρος πέρασε τη διάβαση Ντέχ-Μπίντ, υπέταξε τη χώρα των Παραιτακών και όρισε σατράπη της τον Οξοάρθη, γιο του πρώην σατράπη της Σουσιανής, του Αβουλίτη. Καθ’ οδόν πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος είχε συμμαχήσει με τους Σκύθες και τους Καδούσιους και προετοιμαζόταν για μάχη. Προέλασε με τη στρατιά του διατεταγμένη για αιφνίδια εμπλοκή και με τα σκευοφόρα να ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας. Η διοικητική μέριμνα πέτυχε άλλον έναν άθλο, αφού σε όλη τη διαδρομή μόνο στις Γαβές (Ισφαχάν) μπορούσε να ανεφοδιαστεί μία στρατιά κυρίως σε νερό. Δώδεκα ημέρες αργότερα μπήκε στη Μηδία, όπου πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος δεν διέθετε ούτε Σκύθες ή Καδούσιους συμμάχους ούτε αξιόλογη δύναμη και ότι είχε αρχίσει ξανά τη φυγή προς τις άνω σατραπείες. Ο Αλέξανδρος επιτάχυνε τον ρυθμό προέλασης, για να τον προλάβει, όταν σε απόσταση 3 σταθμών από τα Εκβάτανα παρουσιάσθηκε ο Βισθάνης, γιος του Αρταξέρξη του Ώχου. Αυτός είχε χάσει τα κληρονομικά του δικαιώματα στο θρόνο των Αχαιμενιδών, αφού τον δολοφονημένο πατέρα του διαδέχθηκε ο Δαρείος. Φαίνεται ότι είχε κουραστεί να υποχωρεί και προσβλέποντας στη γενναιοδωρία του Αλεξάνδρου, τον πληροφόρησε ότι ο Μέγας Βασιλεύς είχε φύγει από τα Εκβάτανα προ 5 ημερών, αυτή τη φορά παίρνοντας μαζί του περίπου 7.000 τάλαντα από τον θησαυρό των Μήδων, που και το τελευταίο αξιόλογο θησαυροφυλάκιο. Είχε και μία μικρή δύναμη από περίπου 6.000 πεζούς και 3.000 ιππείς.
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/C2gr.htm#paraetacene
Κάποια στιγμή μετά τα μέσα Μαΐου του 330 π.Χ., μόλις το επέτρεψε ο καιρός, ο Αλέξανδρος πέρασε τη διάβαση Ντέχ-Μπίντ, υπέταξε τη χώρα των Παραιτακών και όρισε σατράπη της τον Οξοάρθη, γιο του πρώην σατράπη της Σουσιανής, του Αβουλίτη. Καθ’ οδόν πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος είχε συμμαχήσει με τους Σκύθες και τους Καδούσιους και προετοιμαζόταν για μάχη. Προέλασε με τη στρατιά του διατεταγμένη για αιφνίδια εμπλοκή και με τα σκευοφόρα να ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας. Η διοικητική μέριμνα πέτυχε άλλον έναν άθλο, αφού σε όλη τη διαδρομή μόνο στις Γαβές (Ισφαχάν) μπορούσε να ανεφοδιαστεί μία στρατιά κυρίως σε νερό. Δώδεκα ημέρες αργότερα μπήκε στη Μηδία, όπου πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος δεν διέθετε ούτε Σκύθες ή Καδούσιους συμμάχους ούτε αξιόλογη δύναμη και ότι είχε αρχίσει ξανά τη φυγή προς τις άνω σατραπείες. Ο Αλέξανδρος επιτάχυνε τον ρυθμό προέλασης, για να τον προλάβει, όταν σε απόσταση 3 σταθμών από τα Εκβάτανα παρουσιάσθηκε ο Βισθάνης, γιος του Αρταξέρξη του Ώχου. Αυτός είχε χάσει τα κληρονομικά του δικαιώματα στο θρόνο των Αχαιμενιδών, αφού τον δολοφονημένο πατέρα του διαδέχθηκε ο Δαρείος. Φαίνεται ότι είχε κουραστεί να υποχωρεί και προσβλέποντας στη γενναιοδωρία του Αλεξάνδρου, τον πληροφόρησε ότι ο Μέγας Βασιλεύς είχε φύγει από τα Εκβάτανα προ 5 ημερών, αυτή τη φορά παίρνοντας μαζί του περίπου 7.000 τάλαντα από τον θησαυρό των Μήδων, που και το τελευταίο αξιόλογο θησαυροφυλάκιο. Είχε και μία μικρή δύναμη από περίπου 6.000 πεζούς και 3.000 ιππείς.
Ο Δαρείος στο μεταξύ είχε
αποκτήσει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: προπορευόταν 8 σταθμούς, σε έδαφος που
γνώριζε καλά, με μικρή και ευέλικτη δύναμη. Κανείς στο στρατόπεδο του
Αλεξάνδρου δεν μπορούσε να γνωρίζει πόσο χρόνο θα απαιτούσε η σύλληψή του, η
οποία χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αφού στην Περσέπολη ο ίδιος είχε πομπωδώς
σηματοδοτήσει την υλοποίηση και συνεπώς τη λήξη της εντολής του
Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Βέβαια
το ίδιο το Κοινό Συνέδριο δεν είχε
λήξει και θα συνέχιζε να προωθεί νέα στρατεύματα, οπλισμό και φαρμακευτικό
υλικό σε όλες τις φάσεις των επιχειρήσεων, ως τα βάθη της Ινδίας. Όσο ο
Αλέξανδρος κατόρθωνε να πείθει την
εκκλησία των
Μακεδόνων, μπορούσε και να πειθαναγκάζει τους Νότιους να
ακολουθούν. Φαίνεται όμως ότι οι πολυετείς και συνεχείς εχθροπραξίες είχαν
κάμψει το φρόνημα των συμμαχικών ελληνικών δυνάμεων. Ίσως πάλι η ψυχολογία
τους να είχε κλονισθεί, επειδή βάδιζαν πλέον σε εντελώς άγνωστες περιοχές,
έξω από κάθε χάρτη που είχαν φτιάξει ή δει ως τότε οι Έλληνες. Το πιθανότερο
ίσως είναι ότι έληξαν τα μισθοφορικά συμβόλαια, που είχαν υπογράψει οι
Έλληνες στρατιώτες με το Κοινό Συνέδριο. Μην ξεχνάμε ότι στα πεντέμισι
χρόνια της βασιλείας του Αλεξάνδρου, αυτοί ακριβώς οι άντρες πολεμούσαν
ακατάπαυστα επί 5 χρόνια, ένα χρόνο στα Βαλκάνια και 4 στην Ασία. Όταν
έφθασε λοιπόν στα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος
αποστράτευσε τις αρχικές δυνάμεις του
Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Κατά τον
Διόδωρο
και τον Ιουστίνο
ο Αλέξανδρος αποστράτευσε τους Έλληνες συμμάχους του, μετά το θάνατο του
Δαρείου. Εξόφλησε όλους τους οφειλόμενους μισθούς και επιπλέον τους κατέβαλε
τους αναλογούντες μισθούς μέχρι την επάνοδο στις πατρίδες τους και από
1 τάλαντο σε κάθε
ιππέα και 10 μνες σε κάθε πεζό. Όσοι επέλεξαν να τον ακολουθήσουν ως ιδιώτες
μισθοφόροι, πήραν από 3 τάλαντα. Κατά τον
Κούρτιο οι αποστρατευθέντες ιππείς πήραν
συνολικά 6.000 δηνάρια
και οι πεζοί 1.000. Κατά τον Ιουστίνο το συνολικό ποσό ανήλθε σε 13.000
τάλαντα. Κατά τον Αρριανό αποστράτευσε το θεσσαλικό ιππικό και τους άλλους
συμμάχους, αφού τους έδωσε 2.000 τάλαντα επιπλέον της συμφωνημένης αμοιβής
τους. Όσοι είχαν ακόμη διάθεση για περιπέτειες και περισσότερα πλούτη,
εγγράφηκαν οικειοθελώς στους καταλόγους των μισθοφόρων ως ιδιώτες πλέον και
όχι ως εθνικό στράτευμα. Ο Αλέξανδρος σε όλη την εκστρατεία είχε
διαχειρισθεί πολύ αποτελεσματικά τους ανθρώπινους πόρους, έτσι δεν ήταν
καθόλου λίγοι, όσοι προτίμησαν ως ιδιώτες μισθοφόροι να υπηρετήσουν τις
προσωπικές του φιλοδοξίες. Αυτοί ούτε εκπροσωπούσαν ούτε δέσμευαν τα κράτη
προέλευσης τους και από το σημείο αυτό η εκστρατεία αφορούσε κυρίως ένα μόνο
ελληνικό κράτος, την Μακεδονία. Έστειλε τους υπόλοιπους στα παράλια με
ιππικό συνοδείας υπό τον Επόκοιλο του Πολυειδή, διότι οι αποστρατευμένοι
Θεσσαλοί είχαν πουλήσει τους πολεμικούς τους ίππους. Επίσης, διέταξε τον
Μένητα, μόλις
φτάσουν στα παράλια να τους περαιώσει το ταχύτερο δυνατόν με
τριήρεις στην
Εύβοια, επειδή έμπειροι, πλούσιοι και πολλοί μισθοφόροι (περίπου 30.000
πεζοί και 5.000 ιππείς) δεν ήταν φρόνιμο να περιφέρονται ασκόπως.
Περίπου
ένα μήνα νωρίτερα ο
Αντίπατρος
με συμμαχική δύναμη 40.000 ανδρών είχε δώσει μάχη εκ παρατάξεως έξω από τη
Μεγαλόπολη της Αρκαδίας με 20.000 πεζούς και 200 ιππείς της συμμαχίας των
Σπαρτιατών. Η σύγκρουση πολύ σφοδρή και παρά τη σθεναρή αντίσταση των ίδιων
των Σπαρτιατών η συμμαχική τους δύναμη διαλύθηκε και σκοτώθηκε ο
Άγις. Ο
Αλέξανδρος το πληροφορήθηκε, όταν βρισκόταν ή όταν πλησίαζε στα Εκβάτανα,
και λέγεται ότι χαρακτήρισε τη μάχη της Μεγαλόπολης ως «μάχη ποντικών». Κατά
τον Κούρτιο, ο Αντίπατρος πληροφορήθηκε το περιφρονητικό σχόλιο και γι’ αυτό
έφερε το θέμα της τιμωρίας των Σπαρτιατών στο
Κοινό
Συνέδριο των Ελλήνων, άποψη που δεν αντέχει σε σοβαρή
κριτική. Είναι αδιανόητο να δεχθούμε ότι ο Αντίπατρος δεν είχε λάβει από τον
Αλέξανδρο ένα γενικό πλαίσιο δράσης, διότι τότε προκύπτει το παιδαριώδες
ερώτημα τι είδους επίτροπος ήταν ο
Αντίπατρος και τι είδους εξουσία άφησε στην Ελλάδα ο Αλέξανδρος. Η γενική
εικόνα που προκύπτει από τις αρχαίες πηγές είναι ότι την ουσιαστική εξουσία
στην Ευρώπη την είχε ο Αντίπατρος και ότι ο Αλέξανδρος είχε ως πρωταρχικό
μέλημα την κατάκτηση της Ασίας.
Η παραπομπή και κρίση των
Σπαρτιατών στο Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων
οπωσδήποτε προβλεπόταν από την
ιδρυτική του πράξη και εν πάσει περιπτώσει είναι λογικότερο ο Αντίπατρος να
ζήτησε οδηγίες από τον Αλέξανδρο, παρά να καθόρισε τις ενέργειές του με βάση
κάποιο σχόλιο. Ίσως ο Αντίπατρος να σκέφθηκε όπως και οι Σπαρτιάτες, όταν
νίκησαν τους Αθηναίους και αρνήθηκαν τις εισηγήσεις των συμμάχων τους να
καταστρέψουν την Αθήνα, διότι «δεν ήθελαν να βγάλουν το ένα από τα δύο μάτια
της Ελλάδας». Ίσως γι’ αυτόν το λόγο και παρά τα πολλά και διάφορα
επιχειρήματα, που ακούστηκαν στο Κοινό
Συνέδριο, τελικά αποφασίσθηκε να αθωωθούν οι Τεγεάτες, εκτός από τους
πρωτεργάτες της αποστασίας, να καταδικαστούν οι Αχαιοί, να επιβληθεί
πρόστιμο 120 ταλάντων
στους Ηλείους και να προωθηθεί το θέμα των Σπαρτιατών για λήψη οριστικής
απόφασης στον Αλέξανδρο. Προφανώς το θέμα διαβιβάσθηκε συνοδευόμενο με
κάποια θετική εισήγηση, διότι οι Σπαρτιάτες του έστελναν
πρέσβεις, για να ζητήσουν συγγνώμη
και να ανταλλάξουν εγγυήσεις, ενώ ο Αντίπατρος είχε πάρει ως
ομήρους 50
από τους επιφανέστερους Σπαρτιάτες, για να εξασφαλίσει την ηρεμία των
υπολοίπων.
Ο Παρμενίων είχε αναλάβει
το ευαίσθητο θέμα της μεταφοράς του
θησαυρού της Περσέπολης στα Εκβάτανα. Όταν
έφτασε με την τεράστια και βραδυκίνητη φάλαγγα των μεταφορικών κτηνών, τον
παρέδωσε στον Άρπαλο,
τον θησαυροφύλακα της στρατιάς. Αυτός με 6.000 Μακεδόνες, λίγους ιππείς και
ψιλούς είχε αναλάβει τη φύλαξή του
στην ακρόπολη των Εκβατάνων, της πρωτεύουσας της Μηδίας, η οποία λεγόταν ότι
είχε περίμετρο 50 στάδια (περίπου 9,2 χμ και έκταση περί τα 6,8 τχμ).
Από τα Εκβάτανα ξεκίνησε η
επόμενη φάση των επιχειρήσεων, που θα διεξάγονταν σε τρία μέτωπα
ταυτοχρόνως. Ο Παρμενίων διατάχθηκε να προελάσει με τους ξένους, τους Θράκες
και όλο το ιππικό πλην του εταιρικού προς την Υρκανία (Βαρκάνα = χώρα των
λύκων) μέσω της χώρας των Καδουσίων. Ο Κλείτος από τα Σούσα, όπου είχε
παραμείνει λόγω ασθενείας, έφτασε στα Εκβάτανα και με τη φρουρά, που είχε
συνοδεύσει ως εκεί το θησαυρό της Περσέπολης, προέλασε στην Παρθυαία (Παρθάβα).
Ο Αλέξανδρος επικεφαλής του ιππικού των εταίρων, των
προδρόμων, των μισθοφόρων του
Εριγύιου, της μακεδονικής φάλαγγας, των τοξοτών και των Αγριάνων έσπευσε να
καταδιώξει τον Δαρείο. Προέλασε από τα Εκβάτανα προς τις Ράγες (νότια της
Τεχεράνης) όχι επί της Βασιλικής Οδού, αλλά στο συντομότερο και δυσκολότερο
δρομολόγιο, με μία πορεία τόσο σύντονη, ώστε πολλοί στρατιώτες έμεναν πίσω
από το κύριο σώμα του στρατού και οι ίπποι πέθαιναν από την εξάντληση. Μετά
από 11 ημέρες εξοντωτικά ταχείας καταδίωξης και αφού κάλυψε 3.300 στάδια
(δηλαδή κάλυπτε 300 στάδια ή 55,5 χμ ημερησίως, όταν η
κανονική ταχύτητα
ήταν 196 στάδια ή 36 περίπου χμ ημερησίως) έφτασε σε απόσταση ενός σταθμού
από τις Κάσπιες Πύλες (Τάνγκ-ι-σαρ-νταράχ), τις οποίες είχε ήδη περάσει ο
Δαρείος. Κάποιοι από την ακολουθία του τον είχαν εγκαταλείψει και γύριζαν
στις πατρίδες τους, ενώ αρκετοί παραδόθηκαν στον Αλέξανδρο, ο οποίος έκρινε
τότε ότι δεν μπορούσε να τον προλάβει τον αντίπαλό του και ξεκούρασε εκεί το
στρατό του επί 5 ημέρες. Όρισε σατράπη της Μηδίας τον Πέρση, Οξυδάτη, τον
οποίο ο Δαρείος είχε φυλακίσει στα Σούσα. Αυτό τον καθιστούσε έμπιστο στα
μάτια του Αλεξάνδρου.
Από
τις Ράγες προέλασε προς τις πύλες, τις πέρασε και την επόμενη μέρα
προχώρησε ως το τέλος της κατοικημένης περιοχής (μάλλον την όαση Ντεχ Νεμάκ).
Επειδή πληροφορήθηκε ότι από εκεί και πέρα άρχιζε η έρημος, έστειλε τον
Κοίνο να συγκεντρώσει τρόφιμα. Τότε ο Βαγιστάνης, ένας ευγενής Βαβυλώνιος,
και ο Αντίβηλος, γιος του Μαζαίου, αυτόμολοι και οι δύο από το στρατόπεδο
του Δαρείου τον πληροφόρησαν ότι ο Βήσσος, σατράπης των Βακτρίων, ο
χιλίαρχος του ιππικού Ναβαρζάνης και ο Βαρσαέντης, σατράπης των Δραγγών και
Αραχωτών, είχαν συλλάβει το Δαρείο. Ήταν σαφές ότι έγινε πραξικόπημα από
άτομα με πατριωτικό ζήλο. Ο Μέγας Βασιλεύς
είχε αποτύχει ακόμη και να ανακόψει την ταχύτητα προέλασης του εισβολέα. Σε
δύο μεγάλες μάχες ηγήθηκε προσωπικά του στρατού και ήταν ο πρώτος, που
τράπηκε σε φυγή. Ο βασιλιάς αυτός έχασε το σύνολο σχεδόν των εδαφών της
αχανούς χώρας τους και με την ασταμάτητη φυγή του δεν μπορούσε να τονώσει
τον πατριωτισμό κανενός. Αντίθετα τους εξωθούσε όλους να αναζητήσουν μόνοι
τους τη σωτηρία, με όποιο τρόπο μπορούσαν. Έτσι συναγωνίζονταν όλοι ποιος θα
προσφέρει περισσότερα στον Αλέξανδρο, ώστε να πετύχει περισσότερα προνόμια
στην νέα τάξη πραγμάτων. Αυτό πολλαπλασίαζε την ισχύ του Αλεξάνδρου και
μείωνε την ισχύ τόσο του Δαρείου προσωπικά όσο και της περσικής αντίστασης
συνολικά. Ο Βήσσος προφανώς είχε κριθεί από τους υπόλοιπους πατριώτες ως ο
ικανότερος να ανακόψει την επιταχυνόμενη κατάρρευση του κράτους και να
συγκροτήσει αντιστασιακό μέτωπο.
Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την
καταδίωξη χωρίς να περιμένει τον Κοίνο. Πήρε μαζί του ένα ελαφρύ και
ταχυκίνητο τμήμα, αποτελούμενο από τους
εταίρους,
τους
πρόδρομους ιππείς, και τους πιο
εύρωστους και ελαφρά οπλισμένους πεζούς, αφήνοντας τους υπόλοιπους στον
Κρατερό. Οι άνδρες του είχαν μόνο τα όπλα τους και τρόφιμα και νερό για δύο
ημέρες. Έκανε άλλη μία σύντονη πορεία όλη τη νύχτα μέχρι το επόμενο
μεσημέρι. Συνέχισε την πορεία το επόμενο βράδυ και τα χαράματα έφτασε στο
στρατόπεδο, όπου είχε γίνει το πραξικόπημα. Δεν βρήκε τους εχθρούς, αλλά
πληροφορήθηκε ότι ο Βήσσος μετέφερε το Δαρείο σε
αρμάμαξα (κλειστή άμαξα) και ότι οι
Βάκτριοι ιππείς και οι άλλοι βάρβαροι τον είχαν ανακηρύξει αρχηγό τους. Ο
Αρτάβαζος,
τα παιδιά του και οι πιστοί στον Δαρείο Έλληνες μισθοφόροι δεν κατόρθωσαν να
αποτρέψουν το πραξικόπημα και κατέφυγαν στα βουνά μη θέλοντας να έχουν
ανάμιξη. Πληροφορήθηκε ακόμη ότι, αν τους προλάβαινε, οι δεσμοφύλακες του
Δαρείου σκόπευαν να τον παραδώσουν έναντι ανταλλαγμάτων, αν όμως εγκατέλειπε
την καταδίωξη, θα κυβερνούσαν από κοινού τις ελεύθερες σατραπείες. Τα
γεγονότα, που ακολούθησαν δείχνουν ότι η πληροφορία αυτή ή ήταν εξ αρχής
ανακριβής είτε ο Βήσσος είχε παραπλανήσει ως προς τις πραγματικές του
προθέσεις ακόμη και τους στενότερους συνεργάτες του.
Ο Αλέξανδρος έπρεπε
οπωσδήποτε να συλλάβει τον Βήσσο και τον Δαρείο. Τόσο στην
πρώτη όσο
και στη δεύτερη
επιστολή του δήλωνε ευθέως την πρόθεσή του να γίνει ο νέος
Μέγας Βασιλεύς, Βασιλεύς
Βασιλέων και Βασιλεύς της Ασίας. Ο Δαρείος θα γινόταν υποτελής
βασιλιάς, που θα κυβερνούσε τους Πέρσες για λογαριασμό του Αλεξάνδρου. Το
ενδεχόμενο αυτό ήταν εφιαλτικό για τους Πέρσες πατριώτες, διότι κάθε
αντάρτικη πατριωτική κίνηση κατά του Αλεξάνδρου, θα στρεφόταν πρώτα κατά του
νόμιμου Πέρση βασιλιά. Αυτό θα την καθιστούσε παράνομη και θα δυσκόλευε τη
στρατολόγηση ανταρτών. Οι Πέρσες πατριώτες λοιπόν δεν μπορούσαν να αφήσουν
το Δαρείο να συλληφθεί ζωντανός και να μετατραπεί σε ανδρείκελο. Ο
Αλέξανδρος πάλι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της Λερναίας Ύδρας
και να καταδιώκει βασιλιάδες, ηγεμόνες και οπλαρχηγούς. Έπρεπε να αποτρέψει
το αντάρτικο ή να το καταπνίξει εν τη γενέσει
του. Δεν είχε λοιπόν χρόνο για χάσιμο και συνέχισε την καταδίωξη παρά
την εξουθένωση των ανδρών του. Πορεύθηκαν όλο το βράδυ και το επόμενο
μεσημέρι έφτασαν σ’ ένα χωριό, όπου την προηγουμένη είχαν στρατοπεδεύσει οι
δεσμοφύλακες του Δαρείου. Άνδρες και ίπποι βρίσκονταν στα όρια της
κατάρρευσης από την ταλαιπωρία, αλλά ο Αλέξανδρος ζήτησε από τους ντόπιους
να του υποδείξουν το δρομολόγιο του Βήσσου και κάποιο άλλο πιο σύντομο.
Εκείνοι του τα υπέδειξαν
και τον προειδοποίησαν ότι το πιο σύντομο δρομολόγιο προχωρούσε 80 χμ μέσα
στην Μεγάλη Αλμυρά Έρημο και δεν είχε νερό. Σ’ αυτό το δρομολόγιο τοποθετεί
ο Πλούταρχος το γνωστό περιστατικό: ενώ
ήταν όλοι ταλαιπωρημένοι από την σύντονη και δύσκολη καταδίωξη και την
έλλειψη νερού, κάποιος προσέφερε στον Αλέξανδρο λίγο νερό μέσα σε ένα
κράνος. Εκείνος το αρνήθηκε επιδεικτικά, επειδή δεν υπήρχε νερό για τους
ιππείς του, κι εκείνοι κραύγασαν ενθουσιασμένοι να συνεχίσουν την καταδίωξη,
διότι με τέτοιο βασιλιά ούτε διψούσαν ούτε κουράζονταν ούτε θεωρούσαν τους
εαυτούς τους θνητούς. Το περιστατικό αυτό τοποθετείται από άλλους συγγραφείς
σε άλλα σημεία. Σύμφωνα με τον Κούρτιο
συνέβη κατά την
καταδίωξη του Βήσσου και
ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να πιει, διότι οι στρατιώτες το είχαν συλλέξει για τα
παιδιά τους, που διψούσαν. Κατά τον Αρριανό συνέβη στην
έρημο της Γεδρωσίας. Υπό τις συγκεκριμένες
συνθήκες της καταδίωξης χρειαζόταν
ψιλούς,
οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν με την αναγκαία ταχύτητα.
Διέταξε τότε 500 ιππείς να αφιππεύσουν και στους ίππους τους να ανεβούν
ισάριθμοι πεζοί, οι πιο γεροδεμένοι και διακεκριμένοι στις μάχες, αυτοί που
ο Κούρτιος αποκαλεί εσφαλμένα
διμάχους. Διέταξε ακόμη τον Νικάνορα του Παρμενίωνα,
τον αρχηγό των
υπασπιστών
και τον Άτταλο, τον αρχηγό των Αγριάνων, να οδηγήσουν τους άνδρες τους με
την ελάχιστη δυνατή εξάρτηση μάχης και τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα στο
δρομολόγιο του Βήσσου και των συνεργατών του. Οι υπόλοιποι πεζοί έπρεπε να
ακολουθήσουν με πλήρη εξάρτηση μάχης και
κανονική ταχύτητα προέλασης. Ο Αλέξανδρος
ξεκίνησε με το ταχυκίνητο απόσπασμά του κατά το σούρουπο και είχε διανύσει
περί τα 400 στάδια (περίπου 74 χμ) (απόσταση σχεδόν διπλάσια από το
κανονικό), όταν τα ξημερώματα εντόπισε τους βαρβάρους. Ήταν κι αυτοί
εξουθενωμένοι από την εξοντωτική υποχώρηση, προχωρούσαν άτακτα και είχαν
πετάξει τις ασπίδες τους, για να αυξήσουν την ταχύτητά τους. Μόλις είδαν τον
Αλέξανδρο και τους άνδρες του, οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή και οι
ελάχιστοι, που όρμησαν να αντισταθούν, με τις πρώτες τους απώλειες τράπηκαν
κι αυτοί σε φυγή. Ο Σατιβαρζάνης και ο Βαρσαέντης ζήτησαν από το Δαρείο να
τους ακολουθήσει έφιππος, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τα πράγματα είχαν εξελιχθεί
άσχημα και δεν ήταν δυνατόν να παραχωρήσουν στον Αλέξανδρο ακόμα μία νίκη,
τη σύλληψη του Μεγάλου Βασιλέως. Η
αιχμαλωσία και ποδηγέτησή του από τον εισβολέα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης
των πατριωτών Περσών, έτσι τον τραυμάτισαν θανάσιμα και διέφυγαν με 600
ιππείς υπό τον Βήσσο.
Οι διηγήσεις για τις
τελευταίες στιγμές του Δαρείου διαφέρουν από συγγραφέα σε συγγραφέα, όλες
όμως έχουν την ίδια επιδίωξη, δηλαδή την εξιδανίκευση της προσωπικότητας του
Αλεξάνδρου. Οι σχετικές παραλλαγές έχουν ως εξής:
-
Κατά τον Αρριανό ο Δαρείος πέθανε λίγο μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του και ο Αλέξανδρος δεν τον πρόλαβε ζωντανό.
-
Κατά τον Πλούταρχο, κάποιος Έλληνας μισθοφόρος ονόματι Πολύστρατος βρέθηκε κοντά στο ετοιμοθάνατο Δαρείο και του έδωσε λίγο νερό. Εκείνος στενοχωρήθηκε, που δεν μπορούσε να του ανταποδώσει την ευεργεσία, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι αντ’ αυτού θα τον ευεργετούσε ο Αλέξανδρος. Όταν βρήκε το άψυχο σώμα του Δαρείου, ο Αλέξανδρος έβγαλε τη χλαμύδα του και το σκέπασε.
-
Ο Διόδωρος λέει απλώς ότι ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε ζωντανό τον Δαρείο.
-
Σύμφωνα με άλλους ιστορικούς, τα γραπτά των οποίων δε διασώθηκαν, ο Αλέξανδρος πρόλαβε ζωντανό τον Δαρείο, τον συμπόνεσε για τις ατυχίες του και ο Δαρείος ζήτησε από τον Αλέξανδρο να εκδικηθεί τη δολοφονία του. Εκείνος δέχθηκε και καταδίωξε τον Βήσσο.
-
Ο Κούρτιος λέει ότι τον ημιθανή Δαρείο ανακάλυψε ο Μακεδόνας Πολύστρατος, αλλά το υπόλοιπο κείμενό του δεν διασώθηκε.
-
Κατά τον Ιουστίνο μετά από άκαρπη καταδίωξη πολλών χιλιομέτρων ο Αλέξανδρος επέτρεψε στους άντρες του να ξεκουραστούν και τότε ένας απ’ αυτούς βρήκε την αρμάμαξα, όπου ξεψυχούσε ο Δαρείος μαχαιρωμένος αρκετές φορές. Έφεραν ένα Πέρση αιχμάλωτο και ο Δαρείος είπε ότι τουλάχιστον παρήγορο μέσα στη δυστυχία του που θα μιλούσε σε κάποιον, που θα καταλάβαινε τη γλώσσα του και δεν θα χάνονταν τα τελευταία λόγια του. Μετά ζήτησε να μεταφέρουν στον Αλέξανδρο τις ευχαριστίες του, διότι αν και εχθρός φρόντισε την οικογένειά του, ενώ οι συγγενείς του δολοφόνησαν τον ίδιο. Επίσης παρακαλούσε τον Αλέξανδρο να φροντίσει για την ταφή του και τον διαβεβαίωνε ότι προσευχόταν στους θεούς να τον κάνουν κυρίαρχο όλου του κόσμου.
Ο Δαρείος
δολοφονήθηκε σε ηλικία
περίπου 50 ετών, τον μήνα Εκατομβαιώνα, δηλαδή μεταξύ 16ης Ιουλίου και 15ης Αυγούστου του
330 π.Χ. Μαζί του πέθανε και η Αχαιμενιδική αυτοκρατορία, η πρώτη πραγματική
αυτοκρατορία. Δεν φαίνεται να ήταν δειλός, αλλά η προσωπική γενναιότητα από
μόνη της δεν είναι αρκετό προσόν για έναν βασιλιά, πολύ περισσότερο για τον
κοσμοκράτορα. Το 336 π.Χ, όταν κατέλαβε το θρόνο του
Μεγάλου Βασιλέως, βρήκε το
εκστρατευτικό σώμα του Φιλίππου ήδη να επιχειρεί στη Μ. Ασία, επωφελούμενο
από την επανάσταση της Αιγύπτου. Λίγους μήνες αφότου υπέταξε και πάλι την
Αίγυπτο, του επιτέθηκε ο Αλέξανδρος κι έκτοτε βρισκόταν σε συνεχείς
εχθροπραξίες, στις οποίες απέτυχε να τον αναχαιτίσει. Και στις δύο μάχες,
που οδήγησε τα περσικά στρατεύματα ως ανώτατος στρατιωτικός διοικητής,
ηττήθηκε και τράπηκε σε φυγή από τους πρώτους, εγκαταλείποντας πίσω του τα
βασιλικά σύμβολα. Στη μάχη της Ισσού εγκατέλειψε την οικογένειά του και στη
μάχη των Γαυγαμήλων κατέστρεψε τη μεγαλύτερη στρατιά του πολέμου. Κρίνοντας
εκ του αποτελέσματος, ο Αρριανός, χωρίς να τον θεωρεί ως κακό βασιλιά, τον
αξιολογεί ως ανεπαρκή στρατιωτικό, και τον σκιαγραφεί με περιφρόνηση,
διαχωρίζοντάς τον εμμέσως από τους υπόλοιπους Πέρσες, που αγωνίσθηκαν
γενναία: «…στα μεν πολεμικά πράγματα
περισσότερο από κάθε άλλον ήταν δειλός και χωρίς υγιή σκέψη, στα δε άλλα δεν
άφησε πίσω του καμία σκληρή πράξη… φυγάς στο ίδιο του το βασίλειο, βασιλιάς
και δεσμώτης ταυτόχρονα, συρόταν ντροπιασμένος και προδομένος από τους πιο
έμπιστους ανθρώπους του. Αυτά συνέβησαν στο Δαρείος όσο ζούσε, όταν όμως
πέθανε, ο Αλέξανδρος τον κήδευσε με βασιλικές τιμές, ανέθρεψε και μόρφωσε τα
παιδιά του, σαν να ήταν ακόμη βασιλιάς ο Δαρείος, και τελικά έγινε γαμπρός
του».
Η καταδίωξη των δολοφόνων
του Δαρείου ήταν εντελώς αδύνατη, διότι οι Μακεδόνες είχαν εξουθενωθεί από
την ασταμάτητη καταδίωξη και είχαν τελειώσει τα τρόφιμα και το νερό τους.
Έτσι ο Αλέξανδρος σταμάτησε εκεί και έστειλε το σώμα του να ταφή στους
βασιλικούς τάφους δίπλα στους άλλους Πέρσες βασιλείς, δείχνοντας το σεβασμό
του προς τον νεκρό αντίπαλό του. Ο ίδιος κέρδισε πολιτικώς με αυτή την
ενέργεια, αφού δεν είναι λίγοι όσοι υποστήριξαν ότι ο Αλέξανδρος θρήνησε για
το θάνατο του αντιπάλου του. Ο Δαρείος πάλι υπέστη μεταθανατίως μία ακόμα
ήττα, αφού ο τάφος, που είχε αρχίσει να χτίζει για τον εαυτό του, ήταν
ημιτελής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου