«Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου, ήλιος αλλού δε λάμπει!» Ο πρώτος στίχος από το ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη με τίτλο: «Στην Πατρίδα»,
είναι αναμφίβολα ένα ξεχείλισμα της ευγενικής ψυχής αυτού του
πολυτάλαντου συνανθρώπου μας. Αυτό το ποίημα άλλωστε, όπως και όλα τα
ποιήματα του είναι μια εκδήλωση λατρείας στην Πατρίδα και ταυτόχρονα
ένας κατανυκτικός ύμνος προς κάθε υπέροχο ιδανικό. Ο Λορέντζος Μαβίλης
ήταν μια σπουδαία φυσιογνωμία σε πολλούς τομείς. Είχε γεννηθεί στις
6 Σεπτεμβρίου του 1860 στην Ιθάκη. Πατέρας του ήταν ο Παύλος Μαβίλης,
Πρόεδρος των Δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας και μητέρα του η Ιωάννα
Καποδίστρια–Σούφη, ανιψιά του πρώτου Κυβερνήτη. Η καταγωγή του από την
πλευρά του πατέρα του ήταν Ισπανική. Ο παππούς του ο Δον Λορέντζο
Μαβίλη, ένας Ισπανός ευγενής, ήταν Πρόξενος της χώρας του στην Κέρκυρα,
όπου μετά από σφοδρό έρωτα παντρεύτηκε μια όμορφη Κερκυραία και
εγκαταστάθηκε όπως συνήθως συμβαίνει ακόμα και σήμερα, στον τόπο της
γυναίκας του.
Η
μητέρα του Λορέντζου Μαβίλη είχε μεγαλώσει σε ένα αγρόκτημα
συναναστρεφόμενη ανθρώπους του λαού. Η απλοϊκή τους γλώσσα και τα λαϊκά
τους έθιμα ήρθαν να προστεθούν στα ευγενικά συναισθήματα της ψυχής της
και να σχηματίσουν ένα υπέροχο χαρακτήρα, γεμάτο αγάπη για την Πατρίδα.
Αυτά τα στοιχεία μπόρεσε να τα μεταδώσει ακέραια στο αγαπημένο παιδί
της. Ο μικρός Λορέντζος, δηλαδή Λαυρέντιος γιατί αυτό ήταν το όνομα του
εξελληνισμένο, ξεκίνησε τις σπουδές του από το εκπαιδευτήριο
«Καποδίστριας», που είχε ιδρυθεί στην Κέρκυρα το 1873 από τον Λεωνίδα
Βλάχο και απ’ τα θρανία του οποίου είχαν περάσει κορυφαίοι διανοούμενοι.
Εκεί από πολύ νωρίς ο Μαβίλης έδειξε τις ικανότητες του. Γι’ αυτό και ο
δάσκαλος του, Ιωάννης Ρωμανός, δεν άργησε να τον συστήσει στην
Αναγνωστική Εταιρία της Κέρκυρας η οποία υπάρχει ακόμα και σήμερα και
είναι το αρχαιότερο πνευματικό ίδρυμα της νεότερης Ελλάδας. Η Εταιρία
αυτή είχε ιδρυθεί από το 1836 κατά το πρότυπο της Αναγνωστικής Εταιρίας
της Γενεύης, όπου ήταν μέλη ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Ανδρέας Κάλβος και
πολλοί άλλοι λόγιοι Επτανήσιοι. Θεμελιωτές της ήταν μέλη της μυστικής
οργανώσεως των Καρμπονάρων που εμπνέονταν από φιλελεύθερες και
πατριωτικές ιδέες, λόγο για τον οποίο η Εταιρία υπήρξε κύριος
συμπαραστάτης σε εθνικές και πολιτικές επιδιώξεις των Επτανησίων, με
βασικό της επίτευγμα την καθιέρωση της ελευθεροτυπίας και την επιβολή
της Ελληνικής γλώσσας στο Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων. Η Αναγνωστική
Εταιρία είχε επίσης άμεση σχέση με το ισχυρό πολιτικό και διπλωματικό
κίνημα που πέτυχε την Ένωση της Επτανήσου με τη μητέρα Ελλάδα.
Το
1878 ο Λορέντζος Μαβίλης εισήλθε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο έφυγε για τη Γερμανία όπου συνέχισε τις
σπουδές του σε φιλολογία, γλωσσολογία και φιλοσοφία. Οι επιδόσεις του
ήταν εξαιρετικές. Παράλληλα δεν έπαυσε να ασχολείται με τη ποίηση και γενικά με τη λογοτεχνία συνθέτοντας κυρίως σονέτα, δηλαδή δεκατετράστιχα ποιήματα που αποτελούνται από δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα.
Δεν άφησε και μια άλλη του αδυναμία, το σκάκι. Μανιώδης σκακιστής με
εξαιρετικές επιδόσεις δημοσίευε σε γερμανικά έντυπα την επίλυση σχετικών
προβλημάτων. Ασχολήθηκε
όμως και με σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε ινδικά
αποσπάσματα κυρίως από το έπος «Μαχαμπχαράτα». Το έπος αυτό μέσα από την
εξιστόρηση της διαμάχης ανάμεσα σε δύο βασιλικούς κλάδους που
συμβολίζουν το Καλό και το Κακό, αναφέρεται γενικά στην αντιπαράθεση
αυτών των δύο στοιχείων και διδάσκει την εφαρμογή των ηθικών αξιών. Τον
Απρίλιο του 1884 είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το
ποιητικό του έργο, με τη δημοσίευση του αριστουργήματος που είχε τίτλο «Εις τον γυρισμό της». Θα ακολουθήσουν πλήθος δημοσιεύσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο
Λορέντζος Μαβίλης ήταν γλωσσομαθέστατος! Μιλούσε άριστα Ιταλικά,
Ισπανικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Ινδικά. Στις 15 Ιουνίου του 1890,
αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας στο Πανεπιστημίου Έρλαγκεν (Erlangen) της Βαυαρίας. Η θεματική της διατριβής του αναφερόταν στο έργο του βυζαντινού χρονογράφου Ιωάννη Σκυλίτση.
Οι
σπουδές του είχαν τελειώσει και γι’ αυτό επέστρεψε στην Κέρκυρα. Η ζωή
του εκεί ήταν ευχάριστη. Ήταν ένας χαρακτηριστικός τύπος bon viveur της εποχής του, ένας αριστοκράτης που σύχναζε στα ακριβά σαλόνια, αγαπούσε τη διασκέδαση και τη κοσμική ζωή. Η dolce vita όμως δεν ήταν δυνατόν να τον απομακρύνει από τις έντονες πατριωτικές ανησυχίες του. Δεν άργησε να προσχωρήσει στην Εθνική
Εταιρεία και να γίνει ο Πρόεδρος της σ’ ένα από τα πέντε τμήματά της,
σ’ αυτό που ίδρυσε στην Κέρκυρα ο Παύλος Μελάς. Η Εταιρία αυτή ήταν
μυστική και είχε ιδρυθεί στην Αθήνα το 1894 κατά το πρότυπο της Φιλικής
Εταιρίας. Έργο της ήταν η αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και η
επαγρύπνηση για τα συμφέροντα των υποδούλων Ελλήνων με σκοπό την
προπαρασκευή της απελευθερώσεως των. Παράλληλα συνέχισε και το
πνευματικό του έργο. Δεν ήταν δυνατόν να εγκαταλείψει το χαρτί και το
μολύβι, συνεχώς έγραφε και έγραφε αριστουργήματα. Ο ίδιος όμως δεν
εξέδωσε καμμία ποιητική συλλογή. Η μετριοφροσύνη του και η σεμνότητα του
δεν του το επέτρεψαν. Τα άπαντα Μαβίλη κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο του
στην Αλεξάνδρεια το 1915, με τη φροντίδα του καλού φίλου του και
συμπατριώτη του Κ. Θεοτόκη. Οι κριτικές όλου του έργου του τον εξύμνησαν
θριαμβευτικά. Η πληρέστερη όμως αλλά και πιο αντικειμενική ήταν εκείνη
του Γρηγορίου Ξενόπουλου: «Ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους».
Αυτό είναι η αλήθεια! Το έτος 1896 δεν ήρθε απλά να ταράξει τα νερά της
ζωής αυτού του μεγάλου λογοτέχνη, αλλά να σηκώσει μεγάλη φουρτούνα. Η
Ελλάδα είχε αρχίσει να αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της
Μακεδονίας και της Κρήτης. Ο Λορέντζος Μαβίλης αποφάσισε να αφήσει μέσα
στο μελανοδοχείο την πένα του και να κλείσει τα βιβλία. Σταμάτησε λοιπόν
να γράφει ποιήματα. Η Πατρίδα εκείνη τη στιγμή χρειαζόταν μαχητές. Γι’
αυτό έτρεξε εθελοντής στην Κρήτη ξοδεύοντας πολλά χρήματα για τις
ανάγκες του Αγώνα. Πρώτος στις μάχες για την απελευθέρωση της
Μεγαλονήσου, συμμετείχε με απαράμιλλη μαχητικότητα δείχνοντας τη μεγάλη
του φιλοπατρία όπως ακριβώς την είχε εξυμνήσει μέσα από τα πανέμορφα
ποιήματα του. Δεν του έφθανε όμως μόνο η Κρήτη. Το 1897 στον
Ελληνοτουρκικό πόλεμο, τον βρίσκουμε εθελοντή στην Ήπειρο να αγωνίζεται
και πάλι με πίστη και αυταπάρνηση για την ελευθερία. Δεν ήταν μόνος του
αλλά είχε μαζί του και άλλους εβδομήντα εθελοντές που στρατολόγησε ίδιος
καλύπτοντας με δικά του χρήματα όλα τους τα έξοδα. Διακρίθηκε στη μάχη
που έγινε στα «Πέντε Πηγάδια» και πολεμώντας στο Λούρο τραυματίσθηκε στο
χέρι του. Ο Ήρωας όμως δεν πτοήθηκε.
Μετά
τα πολεμικά κατορθώματα και χωρίς να εγκαταλείψει τη λογοτεχνία, ο
Λορέντζος Μαβίλης στράφηκε στην πολιτική. Το 1910 εξελέγη βουλευτής και
σαν μέλος της αναθεωρητικής Βουλής υπερασπίσθηκε σθεναρά τη δημοτική
γλώσσα, όταν συζητήθηκε το άρθρο 107 του τότε Συντάγματος. Απαντώντας
μάλιστα σε κάποιους που τη χαρακτήριζαν «χυδαία» τους είπε: «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα αλλά μόνο χυδαίοι άνθρωποι!».
Βέβαια η γλώσσα που υπερασπιζόταν ο Κερκυραίος λόγιος δεν είναι αυτή
που μιλάμε σήμερα. Ξεκινήσαμε να μιλήσουμε τη δημοτική και φθάσαμε να
αποκοπούμε τελείως από τη νεοελληνική γραμματεία. Ο Μαβίλης υποστήριζε
τη «γλώσσα του λαού»
με την προϋπόθεση όμως ότι αυτή θα καλλιεργήτο και θα εμπλουτιζόταν με
όλα τα στοιχεία της κληρονομιάς του παρελθόντος. Είμαι βέβαιος ότι θα
αισθανόταν μεγάλη απογοήτευση αν έβλεπε τη σημερινή μας κατάσταση!
Ο
Μαβίλης είχε έναν ακέραιο χαρακτήρα και γνήσιο ενδιαφέρον για το καλό
της Πατρίδας. Πίστευε στην απόλυτη αξιοκρατία και ήταν συνεπέστατος.
Μέσα από μια παλιότερη επιστολή του προς τον επίσης διανοούμενο φίλο
του, Ανδρέα Κεφαλλήνο, αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας του: «Ό,τι
κατορθώσω εις την ζωή μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς ν’
απαρνηθώ ούτε μια μόνο πράξη, ούτε μια μόνο στιγμή της περασμένης μου
ζωής, ή αλλιώς δεν θα κατορθώσω τίποτε».
Όμως όλα αυτά και ειδικά μάλιστα το ότι δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για
ρουσφέτι, δεν τον άφησαν να συνεχίσει την πολιτική του καριέρα. Αυτός ο
θαυμάσιος και τόσο χρήσιμος άνθρωπος δεν ξαναβγήκε ποτέ ξανά βουλευτής.
Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα πάντα στηριζόντουσαν στο πελατειακό
σύστημα. Οι κυβερνώντες πολιτικοί όσο περισσότερο είναι οργανωμένοι στο
να εξυπηρετούν τους «δικούς τους ανθρώπους»
με μοναδικό κριτήριο την κομματική τους ταυτότητα, τόσο περισσότερο θα
έχουν το κόμμα τους στην εξουσία. Σε αντίθετη περίπτωση το κόμμα τους
είναι καταδικασμένο να περάσει σύντομα στην αντιπολίτευση.
Το
1912 ο Μαβίλης ήταν 53 ετών. Για τα δεδομένα της εποχής του ήταν γέρος
στα χρόνια. Μέσα του όμως χτυπούσε αγέραστη μια γενναία Ελληνική καρδιά,
έτοιμη και όλο φλόγα για νέους αγώνες. Με το προανάκρουσμα του
Βαλκανικού Πολέμου, ο γενναίος ευπατρίδης έσπευσε άλλη μια φορά
εθελοντής για να πολεμήσει. Δεν είχε πια τις οικονομικές δυνατότητες για
να εξοπλίσει πάλι ένα δικό του στρατιωτικό τμήμα. Όλα του τα χρήματα τα
είχε ξοδέψει στον Αγώνα για τη Κρήτη και στον άτυχο Ελληνοτουρκικό
Πόλεμο του 1897. Το μόνο που του είχε μένει ήταν ο εαυτός του. Γι’ αυτό
κατετάγη εθελοντής με το βαθμό του Λοχαγού στο Σώμα των Γαριβαλδινών. Οι
Γαριβαλδινοί ή Γαριβάλδηδες αρχικά ήταν ένα εθελοντικό σώμα από
ρομαντικούς Ιταλούς πολεμιστές που ιδρύθηκε το 1862. Ονομαζόντουσαν και «Ερυθροχιτώνες»
από το χρώμα του χιτωνίου τους που ήταν κόκκινο για να μην φαίνεται το
αίμα. Οι μαχητές αυτοί δεν σταματούσαν να πολεμούν ακόμα και αν
τραυματιζόντουσαν! Το σώμα αυτό άλλοτε ονομαζόταν Φάλαγγα, άλλοτε Τάγμα ή
Λεγεώνα και άλλοτε απλά Σώμα των Γαριβαλδινών από το όνομα του ιδρυτού
του. Αυτός ήταν ο Ιωσήφ Γαριβάλδη (G. Garibaldi),
ένας Ιταλός πατριώτης που είχε γεννηθεί το 1807 στη Νίκαια και πίστευε
στην ελευθερία σαν πανανθρώπινο αγαθό. Γι’ αυτό δεν πολέμησε μόνο για
την Πατρίδα του αλλά και για την ελευθερία πολλών άλλων λαών. Έφτασε
μέχρι τη Λατινική Αμερική όπου πολέμησε επικεφαλής οκτακοσίων εθελοντών
συμπατριωτών του. Το ηρωικό Σώμα των Γαριβαλδινών μετά το θάνατο του
ιδρυτού του δεν σταμάτησε τη δράση του. Συνέχισε κανονικά και με την
ίδιο ενθουσιασμό με τους απογόνους του. Στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του
1897, οκτακόσιοι Γαριβαλδινοί έσπευσαν και πολέμησαν στο πλευρό των
Ελλήνων και στη Μάχη του Δομοκού στις 5 Απριλίου, απέκρουσαν τους Τούρκους στην πιο κρίσιμη στιγμή και τους απώθησαν σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τη γραμμή της άμυνας τους.
Μόλις
λοιπόν άρχισε στην Ελλάδα η επιστράτευση για το Βαλκανικό Πόλεμο,
ακούστηκε αμέσως στην Ιταλία το φλογερό σάλπισμα του Στρατηγού
Γαριβάλδη. Καλούσε στα όπλα παλιούς αλλά και νέους αγωνιστές της
ελευθερίας για να σπεύσουν στο πλευρό των Ελλήνων οι οποίοι ήταν έτοιμοι
να πολεμήσουν για την απελευθέρωση των αδελφών τους που βρισκόντουσαν
κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Στο Σώμα όμως των Γαριβαλδινών είχαν σπεύσει
να καταταγούν και πλήθος Έλληνες εθελοντές υπό την ηγεσία του
Συνταγματάρχου των «Ερυθροχιτώνων» Αλεξάνδρου Ρώμα, ο οποίος ανέλαβε να
καλύψει και όλα τα έξοδα της επιχειρήσεως. Συγκεντρώθηκαν τελικά δυόμισι
χιλιάδες Γαριβαλδινοί, Έλληνες και ξένοι. Ο Αλέξανδρος Ρώμας ήταν
απόγονος του Φιλικού κόμη Διονυσίου Ρώμα και συγγενής σημαντικών
πολιτικών παραγόντων της εποχής. Ο ίδιος είχε διατελέσει Πρόεδρος της
Βουλής των Ελλήνων, το 1897 έως το 1902 και το 1909, που ήταν η χρονιά
που ίδρυσε τους «Έλληνες Ερυθροχιτώνες». Είχε διατελέσει επίσης Υπουργός
Παιδείας και Δικαιοσύνης. Πέθανε δυο χρόνια αργότερα το 1914.
Ας
επιστρέψουμε όμως στα γεγονότα του 1912. Η Λεγεώνα των Γαριβαλδινών
προωθήθηκε στην Ήπειρο για να ενισχύσει τις δυνάμεις του Στρατηγού
Κωνσταντίνου Σαμπουτζάκη. Ανάμεσα τους εκτός από το Λορέντζο Μαβίλη και η
θρυλική μορφή μια γυναίκας εθελόντριας νοσοκόμας, της Ασπασίας Ράλλη,
κόρης του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ανιψιάς του Ρώμα και συζύγου του
πολιτευτή Αττικής Ιωάννη Ράλλη. Επικεφαλής του Σώματος ήταν ο ίδιος ο
Στρατηγός Γαριβάλδης ο οποίος είχε φθάσει στην Ελλάδα συνοδευόμενος από
το γιο του Πιπίνο και τη θυγατέρα του. Η συμβολή των Γαριβαλδινών παντού
ήταν σημαντικότατη. Η μάχη του Δρίσκου όμως τους έδωσε τη μεγαλύτερη
δόξα. Το όρος Δρίσκος βρίσκεται κοντά στα Γιάννενα και ήταν ένα από τα
κάστρα που έπρεπε να κυριευθούν για την απελευθέρωση της πόλεως. Εκεί
έφθασαν πρώτα οι Έλληνες Γαριβαλδινοί με επικεφαλής το Συνταγματάρχη
Αλέξανδρο Ρώμα. Ήταν το πρωί της 26ης
Νοεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Στυλιανού και το Μπιζάνι βρισκόταν σε
στενή πολιορκία. Αμέσως ρίχτηκαν στη μάχη. Μετά από δίωρο συμπλοκή οι
πολυάριθμοι Τούρκοι αντίπαλοι τους τράπηκαν σε άτακτο φυγή και
σκορπίστηκαν έντρομοι στην πεδιάδα των Ιωαννίνων, εγκαταλείποντας ακόμα
και τα όπλα τους. Πολλοί απ’ αυτούς συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Η νίκη ήταν
μεγάλη και ενθουσίασε τους μαχητές. Ο ενθουσιασμός τους όμως έγινε
μεγαλύτερος το βράδυ της ίδιας μέρας όταν είδαν με χαρά να καταφθάνει ο
Στρατηγός Γαριβάλδης με τους Φιλέλληνες Ερυθροχίτωνες και εθελοντές από
τη Κρήτη. Οι μαχητές δεν κοιμήθηκαν όλη τη νύκτα. Φρόντισαν για την
οχύρωση της τοποθεσίας που κατείχαν. Το ίδιο έκαναν όμως και οι Τούρκοι
ανοίγοντας ορύγματα και τοποθετώντας απέναντι από το Δρίσκο τα τηλεβόλα
τους. Η επόμενη μέρα ξημέρωσε φαινομενικά ήρεμη. Στις 09.00 όμως το πρωί
άρχισε δριμύτατος βομβαρδισμός από το Τουρκικό πυροβολικό ενώ ένα
ισχυρό Τουρκικό Σώμα από το χάνι της Λεύκας άρχισε να κινείται εναντίον
τους. Μετά το μεσημέρι η δύναμη των Γαριβαλδινών ενισχύθηκε με τρία
πεδινά πυροβόλα που παρά την παλαιότητα τους αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμα. Η
μάχη συνεχίσθηκε φονικότατη. Τραυματίσθηκε ο Επιτελάρχης Μπαρδόπουλος
αλλά συνέχισε να πολεμάει. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο Λοχαγός Αλέξανδρος
Βραχνός και ο Κρητικός Οπλαρχηγός Μακρής. Πολλοί μαχητές είχαν
τραυματιστεί. Όσοι όμως μπορούσαν συνέχιζαν να μάχονται κρατώντας
σθεναρά τις θέσεις τους. Την επομένη μέρα δηλαδή στις 28 Νοεμβρίου
κατέφθασαν ενισχύσεις του εχθρού. Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι και ισχυρές
πυροβολαρχίες. Οι Γαριβαλδινοί δεχόντουσαν ισχυρά πυρά από την Καστρίτσα
νοτιοανατολικά της λίμνης, από το χάνι της Λεύκας, μεταξύ των χωριών
Καστρίτσας και Βασιλικής καθώς και από άλλα πυροβόλα της περιοχής.
Αργότερα τέσσερις ώρες μετά, η κατάσταση ήταν απελπιστική και τα
πυρομαχικά μετά από τριήμερο μάχη σε πολλά σημεία είχαν εξαντληθεί. Σε
αυτή τη φάση η εθελόντρια νοσοκόμα Ασπασία Ράλλη βλέποντας την εξέλιξη
της μάχης και τη μεγάλη ανάγκη για μαχητές, παράτησε τις γάζες και τους
επιδέσμους και κρατώντας το όπλο έτρεξε στο πλάι του θείου της
Συνταγματάρχη Αλεξάνδρου Ρώμα. Η γενναιότητα της και η μαχητική της
ικανότητα κατέπληξε τους συμπολεμιστές της.
Ο τραυματίας από την προηγούμενη μέρα Επιτελάρχης Μπαρδόπουλος όμως
δέχεται και άλλη σφαίρα και πέφτει νεκρός. Το ίδιο και ο Κρητικός
Οπλαρχηγός Γερακάρης. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά τραυματίσθηκε ο
Συνταγματάρχης Αλέξανδρος Ρώμας, ο οποίος όμως δεν απεχώρησε από τη
μάχη.
Ο
Λοχαγός Λορέντζος Μαβίλης βρισκόταν και αυτός στη μάχη, πρώτος στην
εκτέλεση του Καθήκοντος. Μια σφαίρα όμως τον πετυχαίνει στο πρόσωπο.
Αιμόφυρτος ψιθυρίζει: «Επερίμενα πολλές τιμές, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου».
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Ήρωα γιατί εκείνη τη στιγμή τον
βρίσκει και δεύτερη σφαίρα Ο Συνταγματάρχης Αλέξανδρος Ρώμας τότε τρέχει
κοντά του και του δίνει το χέρι του. «Σε συγχαίρω απ’ την καρδιά μου!»
του λέει με ενθουσιασμό. Ο Μαβίλης όμως δεν μπόρεσε να απαντήσει. Το
αίμα είχε κλείσει το λαιμό του! Τα πόδια του λύγισαν και έπεσε ανήμπορος
πια στο έδαφος. Μέσα στο πρόχειρο χειρουργείο όπου μεταφέρθηκε, ο
Λοχαγός Μαβίλης με νοήματα ζητά χαρτί και μολύβι, θέλοντας κάτι να
γράψει. Δυστυχώς δεν πρόλαβε. Ο θάνατος ήρθε και τον άρπαξε χωρίς οίκτο.
Ένας Ιερέας, ο παπα Φώτης του έκλεισε για πάντα τα μάτια ενώ την ίδια
στιγμή χαιρετούσαν στρατιωτικά όσοι τραυματίες βρισκόντουσαν εκεί και
μπορούσαν έστω και ελάχιστα να κινηθούν. Ο Λορέντζος Μαβίλης εκείνη τη
στιγμή πέρασε στην Αθανασία. Στο Πάνθεο των Ηρώων. Το άψυχο σώμα του
έμεινε ξαπλωμένο με σταυρωμένα τα χέρια και σκεπασμένο με τη ματωμένη
χλαίνη του στο εκκλησάκι της Αγία Παρασκευής, μέχρι να το δεχθεί
φιλόξενα στα σπλάχνα της η Ηπειρωτική Γη. Η γενναία ψυχή του όμως πέταξε
ψηλά και φτερουγίζει ακόμα και σήμερα στις ελεύθερες πια βουνοκορφές,
ευτυχισμένη για πάντα, αφού είχε κερδίσει αυτό που τόσο ποθούσε ο ίδιος:
τον Ηρωικό Θάνατο!
Το
Ελληνικό πυροβολικό αν και ανεπαρκές προσπαθούσε να αντισταθμίσει τη
δράση του αντιστοίχου Τουρκικού. Η μάχη όμως συνεχιζόταν κανονικά όχι
μόνο στο Δρίσκο αλλά και στα άλλα υψώματα. Μετά από πολλές μέρες και
μέσα στο κρύο του χειμώνα ο γενναίος Στρατός μας μπόρεσε να νικήσει τον
υπέρτερο σε αριθμό μαχητών αλλά και υλικό εχθρό. Στις 22 Φεβρουαρίου του
1913, οι Έλληνες με επικεφαλής τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο
εισήλθαν θριαμβευτικά στα Γιάννενα! Η Ήπειρος ήταν ελεύθερη!
http://www.greece.org/main/index.php?option=com_content&view=article&id=827&Itemid=842
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου