Γράφει ο Γιώργης Καλογεράκης δάσκαλος
Ιστορική τοποθέτηση
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1918 με το παλαιό ημερολόγιο, στις 18 Σεπτεμβρίου με το νέο, στο μέτωπο της Μακεδονίας γύρω από την Δοϊράνη, σε μία σκληρή μάχη συγκρούστηκαν τα στρατεύματα της Κρητικής Μεραρχίας με τα Βουλγαρικά των κεντρικών αυτοκρατοριών. Η μάχη ήταν ολοήμερη και σκληρή, αφήνοντας πίσω στο τέλος της πολλούς νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο πλευρές των αντιμαχομένων. Για την περιγραφή της ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο
«Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμο 1914 – 1918», έκδοση ΔΙΣ, Αθήνα 1961, τόμος 2ος, σελ. 142 - 149 ).
…την Μεραρχία Κρήτης, η οποία διοικείτο από τον υποστράτηγο Σπηλιάδη Παναγιώτη, την αποτελούσαν το 8ο και 9ο Σύνταγμα Κρητών, το 29ο Σύνταγμα Πεζικού, τις Κ1 και Κ2 Μοίρες Ορειβατικού πυροβολικού, με δύο πυροβολαρχίες η κάθε μια και από την Διλοχία Σκαπανέων. Τα τμήματά της αγνοούσαν τελείως την εδαφική διαμόρφωση του εδάφους στο οποίο θα έκαναν την επίθεση, όπως αγνοούσαν και το πως ήταν οργανωμένος ο εχθρός. Επί πλέον οι στρατιώτες και αξιωματικοί ήταν υποχρεωμένοι να συνεργαστούν με τον Βρετανικό στρατό για πρώτη φορά, χωρίς να έχουν προσανατολιστεί με επάρκεια για τις αντιλήψεις των βρετανών σχετικά με τις μεθόδους και την τακτική που εφαρμόζει στις μάχες…
…η Μεραρχία διέθεσε δυο συντάγματα στην πρώτη γραμμή, δεξιά το 29ο Σύνταγμα Πεζικού, ( Ταγματάρχης Τυπάλδος Βασίλειος ), που υποστηριζόταν από την Κ2 Μ.Ο.Π.
( Ταγματάρχης Πυροβολικού Ταβουλάρης Κυριάκος ) και αριστερά το 9ο Σύνταγμα Κρητών ( Συνταγματάρχης Μίνης Παναγιώτης ) που υποστηριζόταν από την Κ1 Μ.Ο.Π.
( Ταγματάρχης Μαγιάκος Πέτρος). Το 8ο Σύνταγμα Κρητών ( Αντισυνταγματάρχης Πετροπουλάκης Δημήτριος ) έμεινε σε εφεδρεία…
…την 03.00 της 5 Σεπτεμβρίου 1918, τα Συντάγματα της Μεραρχίας Κρήτης που είχαν οριστεί για την επίθεση, εξόρμησαν με απόλυτη σιγή προς τη προκεχωρημένην γραμμή του εχθρού, χωρίς καμιά προπαρασκευή πυροβολικού…
…Το 29ο Σύνταγμα Πεζικού που έκανε την επίθεση από την δεξιά πλευρά προχωρούσε σε έδαφος ομαλό, γεμάτο από θάμνους όμως και με κάλυψη από μικρά δάση, αδιάβατα σε μερικά σημεία. Την 05.30 το Σύνταγμα, κάτω από τα πρώτα πυρά του εχθρού, άνοιξε με ειδικά ψαλίδια περάσματα στα εχθρικά συρματοπλέγματα. Ο εχθρός μετά από σύντομη και ασθενή αντίσταση υποχώρησε προς την πρώτη του γραμμή…
…το 9ο Σύνταγμα Κρητών που έκανε την επίθεση από την αριστερή πλευρά, αφού προχώρησε γρήγορα, έφθασε στις 04.45 μπροστά στα συρματοπλέγματα της προκεχωρημένης εχθρικής γραμμής. Αφού ανοίχτηκαν αμέσως με ψαλίδια περάσματα στα συρματοπλέγματα, το Σύνταγμα όρμησε εναντίον των θέσεων του εχθρού, δεχόμενο ήδη τα πρώτα πυρά του εχθρού. Τα δυο τάγματα της πρώτης γραμμής αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση του εχθρού, κατέλαβαν την προκεχωρημένη του γραμμή και εξακολούθησαν την προέλασή τους μέχρι την γραμμή Λόγκ Γουντ – Γκεβεσεκλή ( Ρεματιά ), στην οποία έφτασαν στις 07.00. Στην γραμμή αυτή το Σύνταγμα σταμάτησε για να ανασυνταχτεί, περιμένοντας να ανοιχτούν ρήγματα στα εχθρικά συρματοπλέγματα από τα πυρά του πυροβολικού, για να επιτεθεί κατά της πρώτης εχθρικής γραμμής…
…στις 14.45 έγινε ένα άτυχο περιστατικό, το οποίο υπήρξε η κύρια αιτία της αποτυχίας της δεύτερης επίθεσης. Οι οβίδες του εχθρικού πυροβολικού προκάλεσαν φωτιά στα ψηλά και ξερά χόρτα, μπροστά από τις κατεχόμενες θέσεις από τα τμήματα του 9ου Συντάγματος. Η φωτιά βοηθούμενη από τον δυνατό άνεμο που φυσούσε εξαπλώθηκε γρήγορα, και κύκλωσε απειλητικά δύο από τους λόχους του 1/9 Τάγματος, στους οποίους πολλοί άνδρες έπαθαν εγκαύματα. Οι λόχοι αυτοί, που από το πρωί ήδη είχαν δοκιμαστεί σκληρά από τα σφοδρά εχθρικά πυρά, υποχώρησαν με σχετική αταξία, προς τη χαράδρα Γκεβεσεκλή Ντερέ. Η κίνηση αυτή εκλόνισε την παράταξη του Συντάγματος και δεν μπόρεσε το Σύνταγμα να πάρει μέρος στην δεύτερη επίθεση…
…από το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου άρχισε η αντικατάσταση των μονάδων της Μεραρχίας από την 28η Βρετανική Μεραρχία. Τα Συντάγματα αποσύρονταν διαδοχικά από την γραμμή του μετώπου και συγκεντρώνονταν στα μετόπισθεν.
Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν 144 νεκροί απο τους οποίους 11 αξιωματικοί και 573 τραυματίες απ τους οποίους 33 αξιωματικοί…
…στις 6 Σεπτεμβρίου το πυροβολικό των δύο αντιπάλων σίγησε, επικράτησε στο τμήμα αυτό του μετώπου πλήρης ηρεμία. Ο απολογισμός της επιθέσεως εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας Μπλάγκα Πλάνινα περιορίστηκε μόνο στην κατάληψη της προκεχωρημένης εχθρικής γραμμής. Ολόκληρη η κύρια τοποθεσία του εχθρού παρέμεινε άθικτη και οι αντικειμενικοί σκοποί της επίθεσης δεν είχαν πετύχει…
Η Πηνελόπη Δέλτα
για την μάχη
της Δοϊράνης
Στο προσωπικό ημερολόγιο της Πηνελόπης Δέλτα, υπάρχει μία εγγραφή για την μάχη της Δοϊράνης.
Κηφισιά, Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 1918
Πολεμούν στη Δοϊράνη και σ’όλο το μέτωπο από Δοϊράνη ως το Περιστέρι. Πήραμε τη Χούμα και τη Ντουτίκα, μα η Δοϊράνη βαστά και οι θυσίες είναι μεγάλες. Έφθασαν 1200 πληγωμένοι χθες, ως προχθές έλεγαν πως έπεσαν 3 ως 4000. Ίσως να είναι και περισσότεροι. Σκοτώθηκε ο συνταγματάρχης Μανωλάκης. Ήταν άρρωστος και βλέποντας πως δεν τον βαστούν τα πόδια του, ζήτησε φορείο και διέταξε να τον παν στην πρώτη γραμμή. Οι άντρες του, φανατισμένοι, όρμησαν στην έφοδο και σε κάθε άλμα τους διέταζε και κείνος να τον μεταφέρουν στην πρώτη γραμμή για να διευθύνει τη μάχη. Ως που έπεσε μια οβίδα και σκότωσε τρεις από τους τέσσερις τραυματιοφορείς, πληγώνοντας τον τέταρτο. Τον Μανωλάκη τον πλήγωσε βαριά στο πρόσωπο και του έκοψε το δεξί χέρι και πόδι. Όταν τον μετέφεραν πίσω, ζήτησε λίγο τσάι και ξεψύχησε. Είναι από τα πρώτα θύματα.
Η μάχη εξακολουθεί. Οι Σέρβοι, που πολεμούν με Γάλλους και δικούς μας, έφθασαν στο Δεμίρ-Καπού, στον Αξιό και το πήραν. Δικός μας τομεύς είναι από τη Ντένα ως τη Δοϊράνη όπου είναι και Άγγλοι. Η Δοϊράνη είναι φοβερά οχυρωμένη και έχει μεγαλύτερες δυνάμεις από ότι είχαμε υπολογίσει.
(Αρχείο της Πηνελόπης Δέλτα, τόμος Α΄, Ελευθέριος Βενιζέλος, Αθήνα 1978, σελ. 43)
Η συμμετοχή του τόπου μας
Στην μάχη της Δοϊράνης η συμμετοχή των στρατιωτών του Δήμου Καστελλίου ήταν καθοριστική έχοντας και το δικό της τίμημα.
Τρεις νεκροί Μανόληδες, ο Λοχαγός Λαμπράκης Μανόλης από το χωριό Αμαριανό, ο στρατιώτης Λιανάκης Μανόλης από το χωριό Γεράκι και ο στρατιώτης Μπιτζαράκης Μανόλης από το χωριό Μπιτζαριανώ.
Τρεις τραυματίες ο Οικονομάκης Νικόλαος από το χωριό Αποστόλοι, ο Πολεμαρχάκης Νικόλαος και ο Μαραυγάκης Αθανάσιος από το χωριό Καστέλλι.
Δύο μετάλλια ανδρείας στον Πολεμαρχάκη Νικόλαο από το Καστέλλι, Οικονομάκη Νικόλαο από τους Αποστόλους και μια τιμητική προαγωγή στον βαθμό του λοχία του στρατιώτη Χαλκιαδάκη Γεωργίου από το Καστέλλι.
Λιανάκης Εμμανουήλ
του Νικολάου
Ο Λιανάκης Μανόλης ήταν γιος του Νικολάου και της Μαρίας Αγριμανάκη από το χωριό Γεράκι Πεδιάδος. Τα άλλα παιδιά του Νικολάου Λιανάκη ήταν ο Στέλιος, η Ελένη, η Καλλιόπη και ο Γιώργης. Ο Μανόλης Λιανάκης υπηρετούσε στο 9ο Σύνταγμα Κρητών, της Μεραρχίας Κρήτης. Έλαβε μέρος στις 5 Σεπτεμβρίου 1918 με το Σύνταγμά του στην μάχη της Δοϊράνης. Στις 14.45 μ. μ. στην διάρκεια της μάχης, τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού μετέδωσαν φωτιά στα ξερά χόρτα στις θέσεις που κατείχε το 9ο Σύνταγμα Κρητών. Ο Μανόλης Λιανάκης τυλίχτηκε στις φλόγες και κάηκε ζωντανός. Ήταν τραυματισμένος και μη μπορώντας να μετακινηθεί, δεν απέφυγε το μοιραίο. Η Μεραρχία Κρήτης απέδωσε πολεμικό σταυρό στον Μανόλη Λιανάκη μετά θάνατον. Η επιστολή που στάλθηκε στον πατέρα του υπάρχει, και γράφει :
Μεραρχία Κρήτης
Επιτελικόν γραφείον 113
Αριθμός 120 30 / 113
Προς
Την Αστυνομικήν Διεύθυνσιν Ηρακλείου
Αναγγείλατε παρακαλώ εις την οικογένειαν της εις του χωρίου Γεράκι Ηρακλείου καταγομένου στρατιώτου Λ ι α ν ά κ η
Ε μ μ α ν ο υ ή λ του Νικολάου ότι ούτος ηρωικώς μαχόμενος υπέρ πατρίδος έπεσεν ενδόξως την 5ην Σεπτεμβρίου 1918 εν τη μάχη της Πλάγκα Πλάνινα του Μπέλες.
Αι οικογένειαι των ανδρείων τούτων συμμαχητών μου έστωσαν υπερήφανοι διότι εδόθη αυταίς ευκαιρίαν να προσενέγκωσι την υψίστην προς την πατρίδα θυσίαν δια του αίματος των τέκνων των τούτων εν τω ιερώ αγώνι. Η πατρίς θα ……… δια τους ημετέρους ήρωας τούτους. Αι μεταγενέστεραι γεναιαί θα στέφωσι δια κλάδων δάφνης τους τάφους αυτών. Η ιστορία και η ποίησις μετά θαυμασμού και ευγνωμοσύνης θα διαμνημονεύωσι ……. και θα παρορμώσι τους επιγενομένους προς μίμησιν.
Δι ημερησίας διαταγής προς πάντας τους Σώματος και τους σχηματισμούς της Μεραρχίας διαμνημονεύωσι ευφήμως τους ανωτέρω άνδρας και απένειμον πολεμικούς σταυρούς επιδοθησομένους ευκαιρία εις τας οικογενείας αυτών προς αιωνίαν ανάμνησιν της υπερτάτης υπέρ της πατρίδος υπηρεσίας των.
Παρακαλώ όπως αντίγραφον του παρόντος εγγράφου επιδοθή μερίμνη υμών εις εκάστην των οικογενειών των πεσόντων προς δε τούτω τοιχοκολληθώσι ταύτα και εις το κεντρικότερον μέρος της κωμοπόλεως ή χωρίου εξ ου κατάγονται όπως λάβωσι γνώσιν πάντες οι ομοχώριοί των.
Γνωρίσατε παρακαλώ ημών την λήψην της παρούσης και εκτέλεσιν των ανωτέρω.
Τ.Τ. 903 Τη 18 Οκτωβρίου 1918
Μεραρχία Κρήτης
Ι. Σπηλιάδης - Υποστράτηγος
Η μητέρα του Μανόλη Λιανάκη, Μαρία, μην μπορώντας να αντέξει τον χαμό του πρωτότοκου γιου της πέθανε μετά από σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο πατέρας του Νικόλαος ξαναπαντρεύτηκε με την Διαμάντω, το γένος Καγουδάκη και απέκτησε άλλο ένα γιο. Επειδή είχε χαθεί ο γιος του Μανόλης στον πόλεμο, τον ονόμασε κι αυτόν Μανόλη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο δεύτερος Μανόλης Λιανάκης χάθηκε με τον ίδιο τρόπο που χάθηκε και ο αδελφός του. Πριν λίγα χρόνια σε μεγάλη ηλικία, κάηκε από φωτιά στο σπίτι που ζούσε στην περιοχή Γαζέπη Μύλο. Στο Γεράκι ζει σήμερα ο αδερφός του Μανόλη Λιανάκη, Γιώργης με την γυναίκα του Παρασκή. Για τον θάνατο του αδερφού του θυμάται : …όταν ήθελα να φύγει ο αδερφός μου στον πόλεμο μαζί με άλλα χωριανάκια από το χωριό εγλεντίζανε επαδέ σ’ένα σπίτι. Ο αδερφός μου επήρε το τουφέκι του πατέρα μας και έπαιζε μπαλωθιές. Και η μάνα μας του’λεγε μην παίζεις μπαλωθιές γιατί τα φυσέκια είναι λίγα και θα τα κάψεις και θα μαλώνει ο πατέρας σου. Απηλοήθηκε ο αδερφός μου και τσ’είπε ετούτα είναι και μένα μάνα οι χαρές μου ! Σαν να το’ξερε ότι δεν ήθελα να ξανάρθει. Ο Μανόλης δεν εσκοτώθηκε στη μάχη. Ήτονε τραυματισμένος. Εκάνανε οπισθοχώρηση οι εδικοί μας στρατιώτες γιατί είχε πάρει φωτιά ο κάμπος και ο αδερφός μου δεν εμπόριενε να προπατήξει γιατί είχε τραυματιστεί. Εφώνιαζε στση εδικούς μας να τονε πάρουνε. Η φωτιά όμως ήρχουντονε και εσίμωνε κοντά τους και δεν εμπορέσανε να τονε βγάλουνε. Ο χωριανός μας από δω ο Γιώργης ο Μακράκης που επολέμησε κι αυτός στην ίδια μάχη τον είδε που τον ήπιασε η φωτιά και εκέντανε. Εγώ εγεννήθηκα το 1910 και δεν τονε καλοθυμούμαι τον αδερφό μου. Αυτά τα’κουσα από την μεγαλύτερη αδερφή μου την Ελένη…
Χαλκιαδάκης
Γεώργιος
O Χαλκιαδάκης Γεώργιος από το Καστέλλι ήταν γιος του Νικολάου Χαλκιαδάκη ή Πατούχα και της Ειρήνης το γένος Λαγουδιανού. Τα αδέρφια του στρατιώτη Χαλκιαδάκη Γεωργίου ήταν η Ζαμπία, η Χαρίκλεια, η Μαριάνθη, η Καλλιόπη και ο Μανόλης. Ο Γεώργιος που ανήκε στο Ηρακλειώτικο 9ο Σύνταγμα Κρητών και ήταν πολυβολητής, στην μάχη της Δοϊράνης πολέμησε με αυτοθυσία και στο τέλος της, ο Διοικητής του Γεωργούλης τον προήγαγε σε λοχία στέλνοντας μάλιστα και στον τότε Δήμαρχο Καστελλίου το σχετικό τηλεγράφημα. Το ίδιο τηλεγράφημα δημοσιεύτηκε και στην Ηρακλειώτικη εφημερίδα «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ», το Σάββατο 10 Νοεμβρίου 1918 και είναι το παρακάτω: Αριθ.246 Τη 10 Οκτωβρίου 1918
Προς τον Πρόεδρον του Αγροτικού Δήμου
Καστελλίου Πεδιάδος Ηρακλείου
Εις Καστέλλι Πεδιάδος
Έχω την τιμήν να σας πληροφορήσω ότι ο υπό τας διαταγάς μου υπηρετών συνδημότης σας Χαλκιαδάκης Γεώργιος λαβών μέρος εις τας εναντίον των Βουλγάρων μάχας από 5-17 Σεπτεμβρίου ε.ε. διεκρίθη ως επιδείξας υπέροχον ανδρείαν και προήχθη επ’ανδραγαθία εις τον βαθμόν του λοχίου. Την πληροφορίαν ταύτην κ. Πρόεδρε σας παρακαλώ να ευαρεστηθήττε να μεταβιβάσητε εις τους οικείους του συνοδεύοντες αυτήν και με θερμά προσωπικά μου συγχαρητήρια.
Ο Διοικητής της 2ας Πολυβολαρχίας
9ου Συντάγματος Κρητών
Α. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ
Σημείωση : Ο λοχίας Χαλκιαδάκης Γεώργιος σκοτώθηκε τρία χρόνια αργότερα στην Μικρά Ασία την 1η Ιουλίου 1921.
Η διάσωση του Αντωνίου Μπετεινάκη από τον στρατιώτη Νικόλαο Πολεμαρχάκη
Ο Αντώνιος Μπετεινάκης νεαρός αξιωματικός στην μάχη της Δοϊράνης, (από τις Αρχάνες, εκτελέστηκε τον Οκτώβρη του 1943 στην Αγυιά Χανίων από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής), τυλίχτηκε κι αυτός στις φλόγες της φωτιάς που άρπαξαν τα ξερόχορτα από τις οβίδες των Βουλγάρων. Ο Αντώνης Μπετεινάκης είχε τραυματιστεί στην διάρκεια της μάχης και δεν μπορούσε να μετακινηθεί.
Βρέθηκε κοντά του ο Καστελλιανός στρατιώτης Πολεμαρχάκης Νικόλαος και τον έσωσε. Την στιγμή μάλιστα της διάσωσής του ο Νικόλαος Πολεμαρχάκης χτυπήθηκε από σφαίρα ψηλά στο αριστερό του χέρι και τραυματίστηκε. Για την πράξη του αυτή τιμήθηκε με μετάλλιο ανδρείας. Για την ηρωική πράξη του πατέρα του ο γιος του Πολεμαρχάκης Γεώργιος σήμερα θυμάται :
…όταν έγινε η επίθεση στους γερμανοβουλγάρους από τα δικά μας στρατεύματα επήρε φωτιά ο κάμπος της Δοϊράνης. Εκεί ετραυματίστηκε ο Μπετείνης, έτσι έλεγε ο πατέρας μου τον αξιωματικό Αντώνη Μπετεινάκη από τση Αρχάνες. Οι πιο πολλοί δικοί μας επρολάβανε κι εφύγανε μέσα από τη φωτιά. Ο Μπετείνης έμεινε γιατί ήταν τραυματίας και εφώναξε με δυνατή φωνή :
-Δεν υπάρχει κανείς να με βοηθήσει, δεν υπάρχει ;
Ο πατέρας μου άκουσε τη φωνή του αξιωματικού του και κάνει δεξά ζερβά μια κίνηση να τονε δει. Τον είδε και σύρνει ένα γλάκι και φτάνει και τονε πιάνει από το αμπέχο, έτσι έλεγε ο πατέρας μου. Τονε τράβηξε δυνατά και τον έβγαλε από τη φωτιά. Εκείνη την ώρα που τονε σήκωσε επήρε μια σφαίρα στο χέρι ψηλά. Δεν τον άφησε παρά μόνο όταν εβγήκανε κι οι δυο από τση φλόγες. Εγλιτώσανε και οι δυο και ο πατέρας μου και ο Μπετείνης. Του δώσανε μετά και πολεμικό σταυρό για την πράξη του, τον έχομε στο πατρικό μας σπίτι. Αυτή την ιστορία ο πατέρας μου την έχει διηγηθεί πολλές φορές.
Μαραυγάκης Αθανάσιος
Ο Αθανάσιος Μαραυγάκης ήταν ένα από τα οχτώ παιδιά του Μανόλη Μαραυγάκη ή Μαραυγομανόλη και της Μαρίας από το Καστέλλι. Υπηρετούσε στο 9ο Σύνταγμα Κρητών, (οι στρατιώτες του 9ου Συντάγματος Κρητών όλοι από τους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου). Στην μάχη της Δοϊράνης τραυματίστηκε από σφαίρα στον μηρό. Την ώρα της πυρκαγιάς βρέθηκαν δίπλα του Καστελλιανοί στρατιώτες και τον έβγαλαν από τις φλόγες. Μεταφέρθηκε στο ορεινό Χειρουργείο και όταν ανάρρωσε επέστρεψε στο Καστέλλι. Στο μεταξύ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει. Το τραύμα του Αθανασίου Μαραυγάκη δεν τον εμπόδισε τρία χρόνια αργότερα, το 1921, να επιστρατευτεί, να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας και να βιώσει την οπισθοχώρηση και την καταστροφή.
Λαμπράκης Εμμανουήλ του Δημητρίου – Λοχαγός
Ο Μανόλης Λαμπράκης από το χωριό Αμαριανό ήταν γιος του Δημητρίου και της Φλουρής το γένος Ψυλλάκη από την Κασταμονίτσα. Γεννήθηκε το 1887. Οι γονείς του μετακόμισαν από το Αμαριανό στις αρχές του 1900 στο χωριό Αστρίτσι. Η μητέρα του το έτος 1916 σκοτώθηκε πέφτοντας κατά λάθος από την σκάλα του σπιτιού τους και από ύψος 2,5 μέτρων. Ο Μανόλης ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειάς του. Ακολούθησαν ο Γιώργης, ο Γιάννης που έφυγε στην Αμερική το 1912 και δεν επέστρεψε ποτέ, η Ελένη και ο Μιχάλης, που χάθηκε στα γεγονότα των Αθηνών το 1916, στις διαμάχες μεταξύ των οπαδών Βασιλιά - Βενιζέλου.
Ο Λαμπροδημήτρης αφού έχασε τον πρώτο του γιο Μανόλη στην μάχη της Δοϊράνης το 1918, τον τελευταίο του γιο Μιχάλη στα γεγονότα του Διχασμού το 1916 και τον Γιάννη που έφυγε μετανάστης στην Αμερική μη δίνοντας σημεία ζωής, δεν άντεξε και το 1925 πέθανε.
Στο Αστρίτσι σήμερα ζει ο γιος της Ελένης, μοναδικής κόρης του Λαμπρογιώργη, ο Σήφης Λυδατάκης και θυμάται για τον θείο του τον Μανόλη Λαμπράκη : …στον Ευρωπαϊκό πόλεμο που πολεμούσαμε στο πλευρό των Αγγλογάλλων, είχανε ξεσηκωθεί οι Γερμανοί να καταλάβουνε όλο τον κόσμο όπως το κάνανε και το 1940. Πολεμούσαμε στην Δοϊράνη και την ημέρα της μάχης στις 5 του Σεπτέμβρη το 1918 έπεσε μια οβίδα στο παρατηρητήριο που ήτανε μέσα ο θειος μου ο Μανόλης με άλλους μαζί στρατιώτες. Όσοι ήτανε μέσα σκοτωθήκανε όλοι. Έτσι επήγε ο Λαμπρομανόλης. Αυτός ήτανε καλό παλικάρι. Ένας άντρας ψηλός και πολύ δυνατός. Είχε γίνει Λοχαγός με την αντρειοσύνη του. Τση βαθμούς τσ’έπαιρνε στις μάχες. Ποτέ του δεν επρόσεχε, δεν επροφύλασσε τον εαυτό του…
Για τον Λοχαγό Μανόλη Λαμπράκη, η εφημερίδα του Ηρακλείου «Νέα εφημερίς», στις 11 Οκτωβρίου 1918 γράφει στις σελίδες της :
«ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ»,
Ηράκλειο 11
Οκτωβρίου 1918
Ανηγγέλθη από προχθές ο ένδοξος θάνατος του Λοχαγού Εμμανουήλ Δ. Λαμπράκη, εκ του χωρίου Αμαριανώ Πεδιάδος, εις τον διακεκριμένον συμπολίτην μας δημοδιδάσκαλον κ. Ιωάννην Φιωράκην, ανάδοχον του ήρωος, δια τηλεγραφήματος του Διοικητού του Συντάγματός του έχοντος ως εξής.
«Δεχτείτε συλλυπητήρια και συγχαρητήρια επί τω ηρωικώ και ενδόξω θανάτω λοχαγού Λαμπράκη Εμμανουήλ, γενναίως πεσόντος κατά την μάχην της 5ης Σεπτεμβρίου πρόποδας Μπέλλες».
Μέτωπον 30 Σεπτεμβρίου 1918
Ο Διοικητής του Συντάγματος
Π. Καλομενόπουλος
Ο λοχαγός ο οποίος έπεσεν αγωνιζόμενος τον ωραιότερον αγώνα κατά των Σκυθών που υπέκλεψαν την Μακεδονικήν γην, ήτο αρτιώτατος τύπος της Κρητικής παλικαριάς, στερεός αλλά και λυγερός με ψυχήν αναδίδουσαν φλόγας διαθέρμου και αδυσωπήτου πατριωτισμού, εις την λάμψιν των οποίων αντεκατοπτρίσθη η υστάτη θυσία του ως μία Ακριτική ιεροτελεστία, εκεί υψηλά εις το μέτωπον, επί των στεναζόντων βουνών της Ελληνικής Χερσονήσου.
Προσκληθείς να υπηρετήση εις τον στρατόν τοσούτον κατεθέλχθη εις την στρατιωτικήν ζωήν, ώστε δεν ηθέλησεν πλέον να απομακρυνθή αυτής παραμείνας ως λοχίας εις το Πεζικόν.
Λαβών ενεργότατον μέρος εις τους δύο Βαλκανικούς πολέμους του 12 και 13 έδειξε λαμπράς στρατιωτικάς αρετάς αι οποίαι τον προήγαγον εις Ανθυπολοχαγόν και ταχύτατα εις Υπολοχαγόν. Τον Σεπτέμβριον του 1916 ότε εξερράγη το Εθνικόν κίνημα ευρέθη εις Θεσσαλίαν μεταξύ των αντιδραστικών στρατευμάτων τα οποία διέφθειρεν ο προδότης βασιλεύς και οι οικτροί Αυλόδουλοι Κυβερνήται του.
Η πατριωτική καρδία του Κρητός αξιωματικού εσκίρτησε με τον πλατύν ρυθμόν των μεγάλων ενθουσιασμών. Εγκατέλειψε το σώμα του και δια ατελευτήτων διωγμών και κινδύνων διήλθε την Θεσσαλίαν, την Μακεδονίαν τρομοκρατουμένην τότε υπό των βασιλικών στρατευμάτων και αφού επολιορκήθη εντός της ουδετέρας ζώνης την οποίαν είχον ορίσει οι Σύμμαχοι, έφθασε τέλος εις την Θεσσαλονίκην, Ακρόπολιν τότε του δρώντος Ελληνισμού.
Εδώ άρχεται η νέα δράσις, η νέα δημιουργία, αι νέαι ανδραγαθίαι.
Η πνοή της μεγάλης κινήσεως τον προήγαγεν επαξίως εις λοχαγόν. Αι κακουχίαι της σκληράς στρατιωτικής πάλης τον κατέβαλον και τυχών αναρρωτικής αδείας κατήλθεν εις Κρήτην δια τελευταίαν φοράν όπως αποχαιρετίση τον πατέρα του, τους φίλους και συγγενείς του. Επέστρεψε πάλιν εις Θεσσαλονίκην, μετέβη εις το μέτωπον, ένθα αγωνισθείς εις την τελευταίαν γιγαντομαχίαν εξηγόρασε δια του θανάτου του την ελευθερίαν της προδομένης χώρας, η οποία περιέβαλε τον νεκρόν του εις ατέρμονα εναγκαλισμόν. Επί της ιεράς σωρού του, η ευγνωμονούσα πατρίς θα πλέξη το εγκώμιον της θυσίας του με στέφανα δάφνης, από τους σκιερούς δαφνοκήπους οίτινες επυκνώθησαν εις την αιματοβαμμένην τροχιάν των Ελληνικών στρατιών.
Ο τραυματισμός
του Οικονομάκη
Νικολάου
Στην ίδια μάχη τραυματίστηκε και ο Νικόλαος Οικονομάκης, από το χωριό Αποστόλοι Πεδιάδος, ο οποίος μάλιστα τιμήθηκε με μετάλλιο ανδρείας. Για τον τραυματισμό και την δράση του στη μάχη της Δοϊράνης αποκαλυπτική είναι η ημερήσια διαταγή της Μεραρχίας Κρήτης που ακολουθεί.
Ημερήσια Διαταγή Μεραρχίας Κρήτης της 28ης Σεπτεμβρίου 1918
Ποιούμεν ευφημοτάτη μνείαν των κάτωθι αξιωματικών και οπλιτών, και προτείνω όπως απονεμιθώσι αυτοίς αι κάτωθι Βρετανικαί ηθικαί αμοιβαί δια τας έναντι εκάστου τούτων ενφαινομένας πράξεις ανδρείας επί του πεδίου της μάχης κατά την επίθεσιν της 5-6 Σεπτεμβρίου 1918…………………………….
Δ. Βρετανικόν Στρατιωτικόν Μετάλλειον δια πράξεις ανδρείας 8ου Συντάγματος, 3ον Τάγμα, 9ου Λόχου, Οικονομάκη Νικολάου, διότι κατά την επιχείρησιν της 5ης έως 7ης Σεπτεμβρίου 1918 ημιδιμοιρίτης τυγχάνων δια του παραδείγματος ορμής και γενναιότητός του, παρέσυρε το τμήμα του μέχρις ελαχίστης αποστάσεως των συρματοπλεγμάτων του εχθρού, καθ’ην στιγμήν έτερα τμήματα ευρίσκοντο όπισθεν περί τα 200 μέτρα.
Τραυματισθείς δε παρέμεινε παρ’όλην την σοβαρότητα του τραύματός του, μέχρις ότου μη δυνάμενος πλέον να ανθέξει, απεσύρθη εκ της γραμμής τη βοηθεία ενός στρατιώτη.
Ο Μέραρχος
Παναγιώτης Σπηλιάδης
Μπιτζαράκης
Εμμανουήλ
του Μιχαήλ
Μπιτζαρομανόλης
Ο Μπιτζαράκης Μανόλης γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Μπιτζαριανώ Πεδιάδος του Δήμου Καστελλίου. Γιος του Μιχάλη και της Ειρήνης Μπιτζαράκη. Ο Μιχάλης Μπιτζαράκης είχε και δυο κόρες, την Πηνελόπη και την Αγγελική. Στις αρχές του 1918, ο Μανόλης Μπιτζαράκης παντρεύτηκε την Σοφία Γαλανάκη από το Καστέλλι και την άνοιξη του ίδιου έτους επιστρατεύτηκε για τον πόλεμο. Η χώρα μας βρισκόταν σε πόλεμο, συμμαχώντας με τις δυνάμεις της Αντάντ εναντίον των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Βουλγαρίας. Ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη.
Στην μάχη της Δοϊράνης, στις 5 Σεπτεμβρίου 1918, ο Μπιτζαρομανόλης σκοτώθηκε. Ένας κοντοχωριανός του, ο Αναστασάκης Γεώργιος, από το διπλανό χωριό Πάνω Καρουζανώ και συμπολεμιστής του, τον βρήκε βαριά τραυματισμένο στην διάρκεια της μάχης. Είχε τρυπηθεί στο στήθος από την ξιφολόγχη ενός Βούλγαρου. Ο Μπιτζαρομανόλης πέθανε στα χέρια του.
Ο Αναστασάκης Γεώργιος επέστρεψε σώος μετά την λήξη του πολέμου και διηγήθηκε την ιστορία του Μπιτζαρομανόλη την οποία η Καρδουλάκη Αικατερίνη από το χωριό Λαγού, έκανε τραγούδι.
Το χωριό Μπιτζαριανώ και το σπίτι του Μπιτζαρομανόλη
Το χωριό Μπιτζαριανώ βρίσκεται λίγο έξω από το Καστέλλι και βόρεια, χτισμένο σε μια καταπράσινη πλαγιά. Είναι πολύ γραφικό. Όλη η γύρω περιοχή είναι κατάφυτη και ένα μικρό ποταμάκι ρέει στην μια άκρη του χωριού. Τα παλιά χρόνια αυτό το ποταμάκι είχε πολλά νερά, αρκετά για να κινούνται επτά νερόμυλοι, τα απομεινάρια τους στέκουν ακόμη στις παρυφές του χωριού.
Στα δυτικά του Μπιτζαριανού, στέκεται ένα σπίτι, αρχοντόσπιτο και ακατοίκητο. Οι πόρτες του με πελέκια, ομορφοχτισμένο, με μια μεγάλη αυλή. Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού για να μπεις στο εσωτερικό του, το πρώτο πράγμα που βλέπεις είναι μια μεγάλη παλιά φωτογραφία στον απέναντι τοίχο. Δείχνει έναν όμορφο νεαρό, να σε κοιτάζει μέσα στα μάτια. Φθαρμένη από το πέρασμα του χρόνου και καταφύγιο για τις αράχνες.
Είναι ο Μπιτζαρομανόλης. Εκεί στο ίδιο σημείο κρεμασμένη 84 χρόνια. Την κρέμασε η μάνα του Μπιτζαρομανόλη Ειρήνη, για να βλέπει τον σκοτωμένο γιο της.
Στο σπίτι αργότερα κατοίκησε η κόρη της και αδερφή του Μπιτζαρομανόλη Πηνελόπη. Η φωτογραφία δεν άλλαξε θέση. Ούτε όταν κατοίκησε και η κόρη της Πηνελόπης η Ευαγγελία Τσολάκη.
Σήμερα το σπίτι είναι ακατοίκητο και η Ευαγγελία Τσολάκη θυμάται :
…όταν κρέμασε η γιαγιά μου την φωτογραφία του Μανόλη εγαβρώσανε τα χέρια τση. Και άφησε κατάρα σε όποιον ξεκρεμάσει τον Μανόλη από κει. Η μάνα μου την πρόσεχε τη φωτογραφία. Εγώ όταν παντρεύτηκα με τον άντρα μου, χτίσαμε καινούριο σπίτι και φύγαμε από το πατρικό. Η μάνα μου είχε πεθάνει. Την πήραμε τη φωτογραφία και την κρεμάσαμε στο δικό μας. Την νύχτα μ’ονείρεψε η μάνα μου και μου λέει να τηνε πάω πίσω να τη βάλω στη θέση τση τη φωτογραφία του μπάρμπα μου του Μανόλη. Την άλλη βραδιά είδα το ίδιο όνειρο. Το πρωί που σηκώθηκα, αφού το ίδιο όνειρο το’δα δυο φορές, επήρα τη και την επήγα πάλι στο ίδιο μέρος και τηνε κρέμασα.
Έτσι η φωτογραφία του Μπιτζαρομανόλη βρίσκεται στην ίδια ακριβώς θέση 86 χρόνια, με μοναδικό διάλειμμα δύο ημερών. Και θα βρίσκεται εκεί μέχρι το σπίτι « να πάει κάτω, να χαλάσει », όπως μου είπαν οι απόγονοί του.
Αξίζει να πω ότι η φωτογραφία, όταν επισκέφτηκα το σπίτι, δεν ήταν ίσια, είχε γείρει λίγο προς τα αριστερά. Όταν σήκωσα τα χέρια μου να την ακουμπήσω για να την ισιώσω, με μια φωνή, δεν μ’αφήσανε οι απόγονοί του, λέγοντάς μου για την κατάρα που υπάρχει.
-Μην την ακουμπάς γιατί τα χέρια σου θα γαβρώσουνε (θα πάθουν αγκύλωση ) !!!
ΤΟΥ ΜΠΙΤΖΑΡΟΜΑΝΟΛΗ
Κάθε πρωί με τη δροσιά π’ ανοίγει το περβόλι
ακούσετε να σας επώ του Μπιτζαρομανόλη.
Πόλεμος εκυρήχτηκε και πόλεμος είν’ πάλι
και πήραν τον τον γλεντιστή του Μπιτζαρομιχάλη.
Όταν ετοιμαζόντανε και ήθελε να πιαίνει 5
του φώναξ’ η γυναίκα του - Και που μ’ αφήνεις ξένη !
-Σώπασε Σοφιάκι μου και θα ξαναγυρίσω
σε χρόνια πέντε δώδεκα θε να’ ρθω να σε σμίξω.
-Ποιος θα βαστά , ποιος θα γρικά και ποιος θα νταγιαντίσει
τη διορία πού’ βαλες μέχρι που να γυρίσεις! 10
-Η διορία πού’ βαλα λίγη και θα περάσει
μόνο αν ’ κούσεις πως χαθώ μη μου πολυξεχάσεις.
Η κακομοίρα η μάνα του πως το βαστά η καρδιά της
τέτοιο πρωτοπαλίκαρο να φύγει από κοντά της.
-Υγιέ μου παλικάρι μου και πως θα χωριστούμε 15
κι ο ένας τ’ αλλού τηνε μιλιά να μη τηνε γρικούμε.
-Μα τη φωτογραφία μου θα βγάλω να σου πέψω
μάνα γλυκιά να με θωρείς τα μάτια σου ν’ αρνέψω.
-Με τη φωτογραφία σου στέκω και κουβεντιάζω
μα κείνη δε μου απαντά και βαριαναστενάζω. 20
Κι η αδερφή του η Πηνελιά ήταν απελπισμένη
-Έ Μπιτζαρομανόλη μου ποιος θα σε περιμένει;
-Σώπασε αδέρφι μη με κλαις και μη στενοχωράσαι
αγάπα τη γυναίκα μου και μένα να θυμάσαι.
Σηκώνεται και χαιρετά όλους τση χωριανούς του 25
τση φίλους και τση συγγενείς ακόμα και τσ’ εχθρούς του
-Έχετε υγεία χωριανοί να σηκωθώ να φύγω
ν’ αφήσω και το σπίτι μου σα μαραμένο φύλλο.
Στην Πλακωτή επήγαινε και κοίταζε τη βρύση
και ήκλαιγε και ήλεγε άραγες θα γυρίσει; 30
Και ήκλαιγε και ήλεγε :- Άγιε Στέφανέ μου
μες στη φωτιά με πέμπουνε , Θε μου ξεμπέρδευέ μου!
Και ήκλαιγε και ήλεγε : - Παντελεήμονά μου
μες στη φωτιά με πέμπουνε , έλα κι εσύ κοντά μου!
Στου Δοξαστάκη κάθισε κι ήπιενε δυο τσιγάρα 35
κι από τα χείλη του’ βγαινε κρυφή-κρυφή φουνάρα.
Στου πεθερού του πήγαινε να τσ’ αποχαιρετήξει
και τάξε πως το κάτεχε δεν ήθελα γυρίσει.
Σαν έμπαινε στην πόρτα ντως και στα κατώφιλιά ντως
σέρνει βαρύ αναστεναγμό και κάβγει την καρδιά ντως. 40
Και τρέχει η κουνιάδα του και τον σφιχταγκαλιάζει.
-Ηντά’ χεις κουνιαδάκι μου και βαριαναστενάζεις ;
-Σώπα δεν έχω τίποτα και δεν αναστενάζω
μόνο θα πάω στο στρατό και κείνο λογαριάζω.
-Κουνιάδε μου για το στρατό μην τό’ χεις σε κακό σου 45
κι άλλοι πολλοί θε νά’ ναι εκεί δεν θά’σαι μοναχός σου.
Και παίρνουν τον και βγάνουν τον απ’ έξω στο περβόλι
παρηγοριά του κάνουνε του Μπιτζαρομανόλη.
Μα όσο εβράδιαζε ο Θεός και πήγαινε η μέρα
τσ’ αποχαιρέτηξε κι αυτός με τη δεξά του χέρα. 50
-Έχετε γεια κουνιάδες μου γιατί θα φύγω τώρα
να μη μ’ αναζητήξουνε οι λοχαγοί στη χώρα.
Και φτάνει στο Ηράκλειο κι αμέσως στο καΐκι
πο’ κεί τονε βαρκάρανε για τη Θεσσαλονίκη.
Πο’ κεί τον μεταθέσανε για τη Μακεδονία 55
μα η μάνα του δε τον θωρεί κι έχει στενοχωρία.
Κάνουν οι Τούρκοι κίνημα κι ένα σαλεματάκι
κι ο πρώτος απού πιάσανε ήτονε ο Μπιτζαράκης.
Μ’ αυτός με την παλικαριά τους ήφυγ’ ο Μανόλης
μα τονε πρόσεξ’ η τουρκιά και του ξεκλούθηξ’ όλη. 60
Και ξανακάνει κίνημα και τονε ξαναπιάνουν
τότες του κακορίζικου βαριά φωτιά του βάνουν.
-Τούρκοι όσοί’ στε φίλοι μου κι όσοί’ στε γνώριμοί μου
χαρίσετέ μου τη και με σήμερο τη ζωή μου.
Τούρκοι μη με σκοτώσετε μπροστά σας σας το λέω 65
άλλοι με πέψανε και με κι ούτε κι εγώ δε φταίω.
-Μα άλλοι σα σε πέψανε έπρεπε να προσέξεις
ετούτη την παλικαριά πού’ καμες να μισέψεις.
-Αφήστε με να σας επώ δυο λόγια με το θάρρος,
Τούρκοι μη με σκοτώσετε δεν έχει η μάνα μου άλλον. 70
Κι ένας αγάς του μίλησε κι ένας αγάς του λέει :
-Εμείς θα σε σκοτώσομε κι η μάνα σου ας κλαίει.
Και παίζουνε μια μαχαιριά και φτάνει στην καρδιά του
σέρνει ο Μανόλης μια φωνή μ’ όλη την αντριγιά του.
Και παίζουνε μια μαχαιριά και φτάνει στην καρδιά του 75
κι όσοι τονε γνωρίζανε ετρέξανε κοντά του.
Κι όσοι τονε γνωρίζανε κι ακούσαν τη φωνή του
δεν τη δειλιάσαν την τουρκιά κι ετρέξανε μαζί του.
Κι ένας του κοντοχωριανός Γιώργης Ανεστασάκης
εσίμωσε και του’ πενε : - Μανόλη Μπιτζαράκη! 80
Μανόλη και πως το’ παθες κρίμα στην ομορφιά σου
και κρίμα εις τη νιότη σου και την παλικαριά σου
-Μα σε μια βρύση κάθισα να πιω νερό λιγάκι
και κει με πλάκωσ’ η Τουρκιά , χάνομ’ Ανεστασάκη!
Και πρόλαβε και του’ δωσε ένα ποτήρι γάλα 85
ήπιενε δυο σταλαγματιές με βάσανα μεγάλα.
Αυτός του συχνομίλιενε ο Μπιτζαρομανόλης
-Ανεστασάκη πάρε το από μένα το ρολόι!
Μ’ αυτός του συχνομίλιενε και του’ λεγε με θάρρος
-Πάρε το το ρολόι μου να μη το πάρει άλλος! 90
-Μανόλη ετσά που σε θωρώ δε θέλω’ γώ ρολόι
να’ ταν η μάνα σου επαέ να κάμει μοιρολόι.
-Γιώργη , και σαν δεν είν’ εδώ η μάνα που με γέννα
γράψε τση μια επιστολή πως χάνομαι στα ξένα.
-Πως θα της γράψω επιστολή ετούτο το σεφέρι 95
να το διαβάσει να το δει το άγριο χαμπέρι!
Και πιάνει γράφει τση χαρτί μαυροκορδελιασμένο
ο Μπιτζαράκης μάθετε πως είναι σκοτωμένος.
και όχι πως επέθανε με θάνατ’ όπως πρέπει
μια μαχαιριά του παίξανε και του’ φαε τον μπέτη. 100
Και πέστε το στη μάνα του να μην τον περιμένει
μόνο να κάνει κόλλυβα να τονε μνημονεύει.
Το πρώτο γράμμα πού’ γραψε και έπεψε στην Κρήτη
επρόλαβε και το’ λαβε ο Μπιτζαροδημήτρης.
Σαν είδαν την επιστολή μαυροκορδελιασμένη 105
Εσίμωσ’ η γυναίκα του με δάκρυα του λέει :
-Άνοιξε την επιστολή να δούμε ήντα γράφει
μπας κι είναι τ’ αξαδέρφου μας που λένε πως εχάθη.
Κι ανοίγουν την επιστολή κι ήγραφ’ Ανεστασάκης
μάθε τε ξένοι κι εδικοί πέθαν’ ο Μπιτζαράκης. 110
Και παίρνει την επιστολή στη μάνα του φωνάζει
η μάνα του ώστε να τη δει κλαίει κι αναστενάζει.
-Υγιέ μου κανακάρη μου τι έχεις παθομένο
και φέρνουνε το γράμμα σου μαυροκορδελιασμένο!
Μέσα στο μοιρολόι της και μέσα εκεί που κλαίει 115
έφτασε κι η γυναίκα του πού’ τονε στο Καστέλι.
Έφτασε κι η γυναίκα του πού’ τονε στο Καστέλι
την πεθερά της ρώταγε κι έκλαιγε σαν κοπέλι.
Αυτοί δεν το πιστεύανε πως ήταν πεθαμένος
όταν επαίρναν τα προυκιά τότ’ ήταν μπιστεμένο. 120
Όταν επαίρναν τα προυκιά και τ’ αυγοδώματά της
έκλαιγε κι η κουνιάδα του κι ήβγανε τα μαλλιά της.
Κουνιάδο μου, κουνιάδο μου, την όμορφη μιλιά σου
Και δε νεδιάζεις να τους δεις που παίρνουν τα προυκιά σου !
Κουνιάδο μου ως τα φέραμε τα παίρνομε και πάλι
Δεν ήταν κρίμα να χαθείς νέος και παλικάρι ; 126
Σημείωση : Για την λαϊκή ποιήτρια δημιουργό του παραπάνω τραγουδιού Αικατερίνη Καρδουλάκη που μεγάλωσε ακούγοντας ότι οι μόνοι εχθροί μας δεν είναι άλλοι από τους Τούρκους, δεν θα μπορούσε ο Μπιτζαρομανόλης να σκοτωθεί παρά από Τούρκο. Γι’αυτό στο τραγούδι, ο Μπιτζαρομανόλης, συλλαμβάνεται από Τούρκους και τελικά σκοτώνεται απ’αυτούς ενώ η πραγματικότητα είναι ότι φονεύτηκε από Βουλγάρους.
Το τραγούδι το κατέγραψα από την Ουρανία Παγωνάκη, στο χωριό Πάνω Καρουζανώ το έτος 2002.
ΤΣΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
Τη λευτεριά πουλούσανε στση Πόλης το παζάρι
και τηνε συνορίζουνται ρηγάδες κι αμιράδες.
Άλλος τιρντίζει με φλουριά, άλλος με τα τσεκίνια,
κι άλλος με πέτρες ακριβές και με τση γης τα πλούτη.
Μ’αυτή πομένει απούλητη, ξαγορασμό δεν έχει.
Εκειά που σηκωθήκανε να φύγου, να σκολάσου,
προβαίνει ένας Κρητικός μια κοπανιά στο φόρο,
στετός αλαφροπάτητος, μπαρουτοκαπνισμένος,
στου δράκου τα συγκόματα, στου Διγενή το διώμα,
με τη βροντή στα χείλια του, την αστραπή στα μάτια,
με φυσεκλίκια σταυρωτά, με γκρα βαρύ στον ώμο
και με σημάδια στο κορμί και με πληγές στο μπέτη.
Δεν τη μετρά με τα φλουριά, μηδέ με τα μετζίτια,
μηδέ με πέτρες ακριβές, μετρά τη με τα βόλια,
με τη ζωή, το θάνατο, τη βαροκαμπανίζει.
Εκείνος την εκέρδισε και με τα’κείνο πήγε…
(Κωστή Φραγκούλη, Τα Δίφορα)
Γιώργος Καλογεράκης
δάσκαλος
http://www.patris.gr/articles/43026/10540?PHPSESSID=
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου