Του Νίκου Χ. Βικέτου
Γεν. Γραμματέα Ενώσεως Σμυρναίων / 28-9-2011
H Σμύρνη υπήρξε πόλη λαμπρή αλλά και πόλη πολύπαθη και τραγική. Η
δημιουργία της περιβάλλεται από το μύθο. ΄Αλλοι είπαν ότι την έχτισαν οι
Λέλεγες, άλλοι ότι την έχτισαν οι ΄Ιωνες ενός τμήματος της Εφέσου.
΄Αλλοι θεωρούν ως θεμελιωτή της το Θησέα το Θεσσαλό, τον εγγονό του
Αδμήτου, ή τον Θησέα τον Αθηναίο, ο οποίος της έδωσε το όνομα της
Αμαζόνας γυναίκας του, της Σμύρνας. Κάποιοι, τέλος, είπαν ότι ο ιδρυτής
της ήταν ο Τάνταλος, γιος του Δία.
Ιστορικά η ίδρυση της Σμύρνης τοποθετείται το έτος 1.100 π.Χ., όταν
οι Αιολείς από την Κύμη της Αιολίδος εγκαθίστανται στο μυχό του
σμυρναϊκού κόλπου, ιδρύοντας εκεί δική τους αποικία. Από τους Αιολείς η
Σμύρνη περιήλθε τον 8o αι. π.Χ. στην κυριαρχία των Κολοφωνίων, από τότε
παρέμεινε ιωνική πόλη.
Κατά τον 7ο αι. π.Χ., οι Σμυρναίοι απέκρουσαν με ηρωική αντίσταση
την επίθεση των Λυδών υπό τον Γύγη (660 π.Χ.), αλλά υποδουλώθηκαν τελικά
στον Αλυάττη (660 π.Χ.), ο οποίος, αφού κατέστρεψε την πόλη τους, τους
ανάγκασε να ζήσουν διασκορπισμένοι στα γύρω χωριά. Στην κατάσταση αυτή
έμειναν και επί της περσικής κυριαρχίας, μέχρις ότου ήρθε στη Μικρά Ασία
ο Μέγας Αλέξανδρος (334 π.Χ.). Ο μακεδόνας βασιλιάς συγκέντρωσε τους
διασκορπισμένους «κωμηδόν» Σμυρναίους και έχτισε για χάρη τους νέα πόλη
στους πρόποδες του Πάγου, εκεί όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη. Μετά το
θάνατο του Αλεξάνδρου, οι διάδοχοί του κατέστησαν τη Σμύρνη ακμαίο
πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο.
Η ανάπτυξη της Σμύρνης συνεχίστηκε και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους,
χάρη στα ειδικά προνόμια που απολάμβανε η πόλη και στο ενδιαφέρον των
ρωμαίων αυτοκρατόρων, από τους οποίους τιμήθηκε τρεις φορές με τον
επίζηλο τίτλο της «νεωκόρου».
Στο διάστημα της χιλιόχρονης ιστορίας του Βυζαντίου, η Σμύρνη γνώρισε
περιόδους ακμής αλλά και κατάπτωσης, που ήταν συνέπεια των μεγάλων
εσωτερικών αναστατώσεων της αυτοκρατορίας, των συνεχών πολέμων και των
επιδρομών που υπέστη. Το 1424 η πόλη περιήλθε στην απόλυτη κυριαρχία
των Οθωμανών Τούρκων. Αρχίζει η Τουρκοκρατία.
Κατά την Τουρκοκρατία (1424 – 1919) , και παρά τις δοκιμασίες που
υπέστη από σεισμούς, πυρκαγιές και επιδημίες, η Σμύρνη κατάφερνε πάντα
να ανασυγκροτείται μετά από κάθε συμφορά, με το ελληνικό στοιχείο να
ενισχύει σταδιακά την παρουσία του εκεί. Η αύξηση του ελληνικού
πληθυσμού ήταν μεγάλη, κυρίως μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1770
και ιδίως μετά το 1840, οπότε οι ΄Ελληνες εγκαθίστανται στην πόλη και
στα γύρω από τη Σμύρνη χωριά και κωμοπόλεις.
Δεν είναι όμως μόνο η πληθυσμιακή υπεροχή των Ελλήνων που διαμόρφωνε
τη φυσιογνωμία της πόλης. Είναι και η επικράτησή τους στο εμπόριο και
στη ναυτιλία με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κυριαρχία τους σε όλους
τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής. «Γκιαούρ
Ιζμίρ», δηλαδή άπιστη Σμύρνη, την αποκαλούσαν οι Τούρκοι, δίνοντας έτσι –
έστω και άθελά τους – τη δική τους ομολογία για την ελληνικότητά της.
Στις 2/15 Μαΐου 1919, τμήματα της 1ης Μεραρχίας του ελληνικού στρατού
αποβιβάζονται στην προκυμαία της Σμύρνης, μέσα σε παραλήρημα
ενθουσιασμού και έρχονται σε σύγκρουση με ένοπλα τουρκικά στοιχεία.
Στους 14 μήνες που μεσολάβησαν από την απελευθέρωση της Σμύρνης μέχρι
την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (1920), ο ελληνικός στρατός είχε
σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες. Κατέλαβε το Αϊδίνι, το Νύμφαιο, την
Πέργαμο, τη Μενεμένη, την Ανατολική Θράκη, την Αρτάκη, την Πάνορμο και
την Προύσα και απέκρουσε με επιτυχία τις επιθέσεις των τσετών που
παρενοχλούσαν πόλεις και χωριά με ελληνικούς πληθυσμούς.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920) η Ελλάδα
λαμβάνει: α) Ολόκληρη την Ανατολική Θράκη, από την Αδριανούπολη ώς την
Τσατάλτζα. β) Τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο. γ) Τη Σμύρνη και την ευρύτερη
περιοχή της, από τις πόλεις Αϊβαλί, Πέργαμο, Μενεμένη, Μαγνησία,
Κασαμπά, Βουρλά και ολόκληρη την Ερυθραία ώς τον Τσεσμέ, τα Αλάτσατα και
την Κάτω Παναγιά, και προς το νότο την Παλαιά και τη Νέα ΄Εφεσσο για
μια πενταετία. Μετά την παρέλευση του διαστήματος αυτού το τοπικό
Κοινοβούλιο θα είχε την ευχέρεια να ζητήσει με απλή πλειοψηφία από το
Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών την οριστική ένταξη της Σμύρνης στο
Βασίλειο της Ελλάδος.
Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας, η οποία
εν τούτοις άφηνε πολλές εκκρεμότητες και, το κυριότερο, αγνοούσε τους
Τούρκους εθνικιστές του Κεμάλ, ο οποίος ─ σε αντίθεση με το σουλτάνο ─
όχι μόνο δεν αναγνώρισε τη Συνθήκη των Σεβρών, αλλά έσπευσε να την
καταδικάσει, να διακηρύξει τη διατήρηση της ακεραιότητας της Τουρκίας,
να εξεγείρει την κοινή γνώμη και να ετοιμάσει ένα αξιόμαχο στρατό1. Την
ίδια στιγμή στην Ελλάδα τα πάθη του εθνικού διχασμού, που είχαν οξυνθεί
εξαιτίας της διαμάχης Βασιλικών – Βενιζελικών, οι αλλαγές σε πολιτικό
και στρατιωτικό πεδίο μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920,
η αντίδραση των Συμμάχων για την επαναφορά του Κωνσταντίνου στο θρόνο,
οι πολιτικές παλινωδίες των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων και η απομάκρυνση
εμπειροπόλεμων αξιωματικών είχαν αρνητικές επιπτώσεις στο μικρασιατικό
μέτωπο και δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την τελική
επίθεση του Κεμάλ, η οποία οδήγησε στην κατάρρευση του μετώπου
(Αύγουστος 1922) και στην οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού.
Ακολούθησε η μαζική ΄Εξοδος χιλιάδων χριστιανών από τις πόλεις και
τα χωριά της Μ. Ασίας προς τη Σμύρνη, με τη σκέψη ότι εκεί θα εύρισκαν
ασφάλεια, αφού οι Τούρκοι δε θα μπορούσαν να διαπράξουν βιαιοπραγίες
λόγω της πολυάριθμης παρουσίας ξένων.
Οι πρώτοι άτακτοι, οι διαβόητοι τσέτες, μπήκαν στη Σμύρνη στις 27
Αυγούστου (π.η.) και την επομένη έκαναν την εμφάνισή τους τα τμήματα του
τουρκικού στρατού με επικεφαλής τον Νουρεντίν πασά. Ακολούθησαν
ανήκουστες φρικαλεότητες, εν ψυχρώ δολοφονίες, βιασμοί, σφαγές,
λεηλασίες, ο μαρτυρικός θάνατος του μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης και ο
εμπρησμός της πόλης από τον τουρκικό στρατό. Χιλιάδες άνθρωποι, που
μέχρι τότε κρύβονταν ακόμα και μέσα σε τάφους για να σωθούν, έτρεξαν
αλλόφρονες προς την παραλία, αναζητώντας καταφύγιο στα συμμαχικά και
αμερικανικά καράβια που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Σμύρνης.
Μερικούς μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος / Οκτώβριος 1922), η Ανακωχή
των Μουδανιών θα τερματίσει τις εχθροπραξίες μεταξύ των εμπολέμων και θα
αποτελέσει το προοίμιο για το τι επρόκειτο να συμβεί με τη Συνθήκη της
Λωζάννης στις 30 Ιανουαρίου 1923, η οποία οριστικοποίησε τα τετελεσμένα
γεγονότα του ξεριζωμού και έσυρε την επιτύμβια πλάκα πάνω από τις
πανάρχαιες πατρίδες του μικρασιατικού και του θρακικού Ελληνισμού.
http://mikrasiatis.gr/?p=6090
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου