Αρχαίο Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Σπουδαιότης και δυσκολίαι της ψυχολογίας.— Μέθοδος. — Δεν πρέπει μόνη η του ανθρώπου ψυχή να μελετάται. — Ζητήματα προς λύσιν. — Η ψυχή και το σώμα είναι αχωρίστως ηνωμένα. — Δια τούτο εις τον φυσιολόγον προ πάντων ανήκει η σπουδή της ψυχής.— Αναφοραί της φυσικής, των μαθηματικών και της πρώτης φιλοσοφίας.
Σπουδαιότης και δυσκολίαι της ψυχολογίας.— Μέθοδος. — Δεν πρέπει μόνη η του ανθρώπου ψυχή να μελετάται. — Ζητήματα προς λύσιν. — Η ψυχή και το σώμα είναι αχωρίστως ηνωμένα. — Δια τούτο εις τον φυσιολόγον προ πάντων ανήκει η σπουδή της ψυχής.— Αναφοραί της φυσικής, των μαθηματικών και της πρώτης φιλοσοφίας.
402a | Τῶν καλῶν καὶ τιμίων τὴν εἴδησιν ὑπολαμβάνοντες, μᾶλλον δ' ἑτέραν ἑτέρας ἢ κατ' ἀκρίβειαν ἢ τῷ βελτιόνων τε καὶ θαυμασιωτέρων εἶναι, δι' ἀμφότερα ταῦτα τὴν περὶ τῆς ψυχῆς ἱστορίαν εὐλόγως ἂν ἐν πρώτοις τιθείημεν. δοκεῖ δὲ καὶ πρὸς ἀλήθειαν ἅπασαν ἡ γνῶσις αὐτῆς μεγάλα συμβάλλεσθαι, μάλιστα δὲ πρὸς τὴν φύσιν· ἔστι γὰρ οἷον ἀρχὴ τῶν ζῴων. ἐπιζητοῦμεν δὲ θεωρῆσαι καὶ γνῶναι τήν τε φύσιν αὐτῆς καὶ τὴν οὐσίαν, εἶθ' ὅσα συμβέβηκε περὶ αὐτήν· ὧν τὰ μὲν ἴδια πάθη τῆς ψυχῆς εἶναι δοκεῖ, τὰ δὲ δι' ἐκείνην καὶ τοῖς ζῴοις ὑπάρχειν. |
1. Μολονότι νομίζομεν, ότι πάσα γνώσις και
επιστήμη είναι από τα ωραία και πολύτιμα πράγματα, αλλ' ότι άλλη εκ των
επιστημών υπερέχει άλλης ή διά την ακρίβειαν αυτής
(ως τα μαθηματικά), ή διότι είναι γνώσις πραγμάτων υψηλοτέρων και
θαυμασιωτέρων (ως η αστρονομία), όμως την ψυχολογίαν δυνάμεθα και δια
τους δύο τούτους λόγους δικαίως να θέσωμεν μεταξύ των πρώτων επιστημών.
Φαίνεται δε ότι η γνώσις της ψυχής είναι μεγάλη συμβολή εις την γνώσιν
της όλης αληθείας (της φιλοσοφίας) και μάλιστα της φύσεως (της φυσικής)·
διότι η ψυχή είναι τρόπον τινά η αρχή των όντων,
τα οποία έχουσι ζωήν. Ζητούμεν λοιπόν να εξετάσωμεν και να μάθωμεν
πρώτον την φύσιν και την ουσίαν της ψυχής, έπειτα και πάντα τα
συμβεβηκότα και τα φαινόμενα αυτής, από τα οποία άλλα μεν φαίνονται ότι
είναι ιδιάζοντα της ψυχής πάθη (1), άλλα δε ότι υπάρχουσι και εις τα ζώα ένεκα της ψυχής (2).
|
πάντῃ δὲ πάντως ἐστὶ τῶν χαλεπωτάτων λαβεῖν τινα πίστιν περὶ αὐτῆς. καὶ γάρ, ὄντος κοινοῦ τοῦ ζητήματος καὶ πολλοῖς ἑτέροις, λέγω δὲ τοῦ περὶ τὴν οὐσίαν καὶ τὸ τί ἐστι, τάχ' ἄν τῳ δόξειε μία τις εἶναι μέθοδος κατὰ πάντων περὶ ὧν βουλόμεθα γνῶναι τὴν οὐσίαν, ὥσπερ καὶ τῶν κατὰ συμβεβηκὸς ἰδίων ἀπόδειξις, ὥστε ζητητέον ἂν εἴη τὴν μέθοδον ταύτην· εἰ δὲ μὴ ἔστι μία τις καὶ κοινὴ μέθοδος περὶ τὸ τί ἐστιν, ἔτι χαλεπώτερον γίνεται τὸ πραγματευθῆναι· δεήσει γὰρ λαβεῖν περὶ ἕκαστον τίς ὁ τρόπος, ἐὰν δὲ φανερὸν ᾖ πότερον ἀπόδειξίς ἐστιν ἢ διαίρεσις ἢ καί τις ἄλλη μέθοδος, ἔτι πολλὰς ἀπορίας ἔχει καὶ πλάνας, ἐκ τίνων δεῖ ζητεῖν· ἄλλαι γὰρ ἄλλων ἀρχαί, καθάπερ ἀριθμῶν καὶ ἐπιπέδων. |
2. Αλλ' οπωςδήποτε είναι βέβαια δυσκολώτατον
πράγμα να αποκτήσωμεν αξιόπιστον (θετικήν) γνώσιν αυτής. Διότι, όπως
και εις πολλά άλλα πράγματα, ούτω και εδώ προβάλλει το ζήτημα τί είναι η
ουσία, τί είναι το πράγμα. Και ήθελε τις νομίσει αμέσως ότι μία μόνη
μέθοδος υπάρχει δι' όλα τα πράγματα, των οποίων θέλομεν να γνωρίσωμεν
την ουσίαν, όπως μία μόνη υπάρχει απόδειξις των ιδιαιτέρων ποιοτήτων
αυτών, και ότι επομένως πρέπει ταύτην να ζητήσωμεν την μέθοδον. Αλλ' εάν
δεν υπάρχη μέθοδος μία και κοινή προς γνώσιν του τί είναι τα πράγματα,
ακόμη δυσκολωτέρα γίνεται η πραγματεία αύτη. Διότι τότε θα χρειασθή να
εξετάσωμεν δι' έκαστον αυτών ποίαν ιδίαν οδόν θα ακολουθήσωμεν και όταν
γείνη φανερόν ποία είναι η οδός αύτη, ή απόδειξις (3) ή διαίρεσις (4)
ή και άλλη τις μέθοδος, πολλαί ακόμη πλάναι θα υπάρχωσι και απορίαι,
από ποίας δηλαδή αρχάς πρέπει να ορμηθή η ζήτησις. Διότι αι αρχαί των
διαφόρων πραγμάτων διαφέρουσιν αλλήλων· άλλαι λ.χ. είναι αι αρχαί των αριθμών και άλλαι αι των επιπέδων.
|
|
πρῶτον δ' ἴσως ἀναγκαῖον διελεῖν ἐν τίνι τῶν γενῶν καὶ τί ἐστι, λέγω δὲ πότερον τόδε τι καὶ οὐσία ἢ ποιὸν ἢ ποσόν, ἢ καί τις ἄλλη τῶν διαιρεθεισῶν κατηγοριῶν, ἔτι δὲ πότερον τῶν ἐν δυνάμει ὄντων ἢ μᾶλλον ἐντελέχειά τις· διαφέρει γὰρ οὔ τι |
3. Πρώτον δε είναι ίσως αναγκαίον να
διακρίνωμεν εις ποίον από τα γένη τού είναι ανήκει και τί είναι η ψυχή,
αν δηλαδή είναι τούτο το (ατομικόν) πράγμα και ουσία (5) ή είναι ποιόν (6) ή ποσόν (7) ή και άλλη τις από τας αλλαχού αριθμηθείσας κατηγορίας.
Προσέτι δε αν είναι εκ των εν δυνάμει όντων ή μάλλον εντελέχεια
(εντελής πραγματικότης)· η διάκρισις δε αύτη έχει ουχί σμικράν
σπουδαιότητα (8).
|
|
402b | μικρόν. | |
σκεπτέον δὲ καὶ εἰ μεριστὴ ἢ ἀμερής, καὶ πότερον ὁμοειδὴς ἅπασα ψυχὴ ἢ οὔ· εἰ δὲ μὴ ὁμοειδής, πότερον εἴδει διαφέρουσα ἢ γένει. νῦν μὲν γὰρ οἱ λέγοντες καὶ ζητοῦντες περὶ ψυχῆς περὶ τῆς ἀνθρωπίνης μόνης ἐοίκασιν ἐπισκοπεῖν· |
4. Πρέπει να εξετάσωμεν και αν η ψυχή διαιρείται εις μέρη ή είναι αμερής (9) και αν είναι πάσαι αι ψυχαί του αυτού είδους ή όχι (10).
Και, αν δεν είναι του αυτού είδους, τότε πρέπει να εξετασθή αν αύται
είναι διάφορα είδη του αυτού γένους ή διάφορα γένη. Διότι σήμερον οι
ομιλούντες και ερευνώντες περί ψυχής φαίνονται, ότι περί μόνης της
ανθρωπίνης ψυχής πραγματεύονται.
|
|
εὐλαβητέον δ' ὅπως μὴ λανθάνῃ πότερον εἷς ὁ λόγος αὐτῆς ἐστι, καθάπερ ζῴου, ἢ καθ' ἕκαστον ἕτερος, οἷον ἵππου, κυνός, ἀνθρώπου, θεοῦ, τὸ δὲ ζῷον τὸ καθόλου ἤτοι οὐθέν ἐστιν ἢ ὕστερον, ὁμοίως δὲ κἂν εἴ τι κοινὸν ἄλλο κατηγοροῖτο· |
5. Πρέπει δε να προσέξωμεν και όπως μη μείνη ανεξέταστον, αν είς μόνος ορισμός της ψυχής είναι π. χ. του ζώου εν γένει (11),
ή υπάρχει διάφορος εκάστης ψυχής ή εκάστου είδους ζώων, άλλος του ίππου
λ. χ., άλλος του κυνός, άλλος του ανθρώπου, άλλος του θεού· διότι το
καθόλου ζώον (12)
ή ουδέν πραγματικόν είναι ή είναί τι πολύ ύστερον παρά τα καθέκαστα
(αφηρημένον). Το αυτό δε λέγομεν και αν εις άλλον (διάφορον του ζώου)
κοινόν όρον ήθελεν αποδοθή η ψυχή.
|
|
ἔτι δέ, εἰ μὴ πολλαὶ ψυχαὶ ἀλλὰ μόρια, πότερον δεῖ ζητεῖν πρότερον τὴν ὅλην ψυχὴν ἢ τὰ μόρια. χαλεπὸν δὲ καὶ τούτων διορίσαι ποῖα πέφυκεν ἕτερα ἀλλήλων, καὶ πότερον τὰ μόρια χρὴ ζητεῖν πρότερον ἢ τὰ ἔργα αὐτῶν, οἷον τὸ νοεῖν ἢ τὸν νοῦν, καὶ τὸ αἰσθάνεσθαι ἢ τὸ αἰσθητικόν· ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. |
6. Προσέτι, εάν δεν υπάρχωσι μεν πολλαί
ψυχαί, υπάρχωσιν όμως πολλά μέρη (δυνάμεις) της ψυχής, τί εκ των δύο
πρέπει να μελετήσωμεν, την όλην ψυχήν προ των μερών, ή αντιστρόφως
πρότερον τα μέρη. Δύσκολον δε είναι και να προσδιορίσωμεν ποία είναι τα
μέρη, τα οποία εκ φύσεως διαφέρουσιν απ' αλλήλων, και αν τα μέρη, καθ'
εαυτά πρέπει να εξετάσωμεν πρότερον ή τα έργα, την ενέργειαν των μερών·
λ.χ. την νόησιν πρότερον ή τον νουν (13), την αίσθησιν (ενέργειαν) πρότερον ή το αισθητικόν (δύναμιν)· ομοίως δε και περί των άλλων.
|
|
εἰ δὲ τὰ ἔργα πρότερον, πάλιν ἄν τις ἀπορήσειεν εἰ τὰ ἀντικείμενα πρότερον τούτων ζητητέον, οἷον τὸ αἰσθητὸν τοῦ αἰσθητικοῦ, καὶ τὸ νοητὸν τοῦ νοῦ. |
7. Εάν δε πρέπη να μελετώνται πρότερον αι
ενέργειαι, πάλιν δύναται τις να ερωτήση αν πρέπει πρότερον αυτών να
εξετάζωμεν τα αντικείμενα, το αισθητόν ον λ. χ. πρότερον του αισθητικού,
το νοητόν προ του νου.
|
|
402b16 | ἔοικε δ' οὐ μόνον τὸ τί ἐστι γνῶναι χρήσιμον εἶναι πρὸς τὸ θεωρῆσαι τὰς αἰτίας τῶν συμβεβηκότων ταῖς οὐσίαις (ὥσπερ ἐν τοῖς μαθήμασι τί τὸ εὐθὺ καὶ τὸ καμπύλον, ἢ τί γραμμὴ καὶ ἐπίπεδον, πρὸς τὸ κατιδεῖν πόσαις ὀρθαῖς αἱ τοῦ τριγώνου γωνίαι ἴσαι), ἀλλὰ καὶ ἀνάπαλιν τὰ συμβεβηκότα συμβάλλεται μέγα μέρος πρὸς τὸ εἰδέναι τὸ τί ἐστιν· ἐπειδὰν γὰρ ἔχωμεν ἀποδιδόναι κατὰ τὴν φαντασίαν περὶ τῶν συμβεβηκότων, ἢ πάντων ἢ τῶν πλείστων, τότε καὶ περὶ τῆς οὐσίας ἕξομεν λέγειν κάλλιστα· πάσης γὰρ ἀποδείξεως ἀρχὴ τὸ τί ἐστιν, ὥστε καθ' ὅσους τῶν ὁρισμῶν μὴ συμβαίνει τὰ συμ- |
8. Είναι δε φανερόν, ότι ου μόνον η γνώσις
του τι είναι τα πράγματα είναι χρήσιμος εις το να ίδωμεν τας αιτίας των
συμβεβηκότων των όντων (ως λ.χ. εις τα μαθηματικά πρέπει να γνωρίζωμεν
τί είναι το ευθύ και το καμπύλον, ή τί η γραμμή και το επίπεδον, δια να
μάθωμεν με πόσας ορθάς είναι ίσαι αι γωνίαι του τριγώνου). Αλλά και
τανάπαλιν η γνώσις των συμβεβηκότων συντελεί μεγάλως εις το να
γνωρίσωμεν τί είναι το πράγμα. Διότι, όταν δυνάμεθα κατά τας εικόνας των πραγμάτων τας οποίας σχηματίζει η φαντασία
να εξηγώμεν τα συμβεβηκότα, ή πάντα ή τα πλείστα, τότε θα δυνάμεθα
κάλλιστα να δίδωμεν λόγον και περί της ουσίας. Διότι η ουσία, το τί
είναι το πράγμα, είναι η αρχή και βάσις πάσης αποδείξεως, και επομένως
εκείνοι εκ των ορισμών, όπου συμβαίνει να μένωσιν αγνώριστα τα
συμβεβηκότα
|
403a | βεβηκότα γνωρίζειν, ἀλλὰ μηδ' εἰκάσαι περὶ αὐτῶν εὐμαρές, δῆλον ὅτι διαλεκτικῶς εἴρηνται καὶ κενῶς ἅπαντες. | και να μη είναι εύκολον μήτε εικόνα τινά να σχηματίση τις περί αυτών, είναι προφανές ότι άπαντες ελέχθησαν αντιλογικώς και κενολογικώς. |
403a3 | ἀπορίαν δ' ἔχει καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, πότερόν ἐστι πάντα κοινὰ καὶ τοῦ ἔχοντος ἢ ἔστι τι καὶ τῆς ψυχῆς ἴδιον αὐτῆς· τοῦτο γὰρ λαβεῖν μὲν ἀναγκαῖον, οὐ ῥᾴδιον δέ. φαίνεται δὲ τῶν μὲν πλείστων οὐθὲν ἄνευ τοῦ σώματος πάσχειν οὐδὲ ποιεῖν, οἷον ὀργίζεσθαι, θαρρεῖν, ἐπιθυμεῖν, ὅλως αἰσθάνεσθαι, μάλιστα δ' ἔοικεν ἰδίῳ τὸ νοεῖν· εἰ δ' ἐστὶ καὶ τοῦτο φαντασία τις ἢ μὴ ἄνευ φαντασίας, οὐκ ἐνδέχοιτ' ἂν οὐδὲ τοῦτ' ἄνευ σώματος εἶναι. |
9. Απορίαν δε γεννώσι και τα πάθη της ψυχής,
αν είναι πάντα κοινά και του σώματος του έχοντος αυτήν, ή υπάρχει και
τι το οποίον ανήκει αποκλειστικώς εις την ψυχήν. Να μάθωμεν τούτο είναι
αναγκαίον, αλλ' όχι εύκολον. Είναι όμως φανερόν, ότι κατά τα πλείστα
ουδέν πάσχει, ουδέ ενεργεί η ψυχή άνευ του σώματος, ούτε οργίζεται, ούτε
θαρρεί, ούτε επιθυμεί, ούτε όλως αισθάνεται άνευ αυτού. Ίδιον δε αυτής
φαίνεται προ πάντων η νόησις· εάν δε και η νόησις είναι φαντασία ή δεν
δύναται να υπάρχη άνευ φαντασίας (14), τότε ουδ' αυτή θα ηδύνατο να υπάρχη άνευ σώματος.
|
εἰ μὲν οὖν ἔστι τι τῶν τῆς ψυχῆς ἔργων ἢ παθημάτων ἴδιον, ἐνδέχοιτ' ἂν αὐτὴν χωρίζεσθαι· εἰ δὲ μηθέν ἐστιν ἴδιον αὐτῆς, οὐκ ἂν εἴη χωριστή, ἀλλὰ καθάπερ τῷ εὐθεῖ, ᾗ εὐθύ, πολλὰ συμβαίνει, οἷον ἅπτεσθαι τῆς [χαλκῆς] σφαίρας κατὰ στιγμήν, οὐ μέντοι γ' ἅψεται οὕτως χωρισθέν τι εὐθύ· ἀχώριστον γάρ, εἴπερ ἀεὶ μετὰ σώματός τινος ἐστιν. ἔοικε δὲ καὶ τὰ τῆς ψυχῆς πάθη πάντα εἶναι μετὰ σώματος, θυμός, πραότης, φόβος, ἔλεος, θάρσος, ἔτι χαρὰ καὶ τὸ φιλεῖν τε καὶ μισεῖν· ἅμα γὰρ τούτοις πάσχει τι τὸ σῶμα. μηνύει δὲ τὸ ποτὲ μὲν ἰσχυρῶν καὶ ἐναργῶν παθημάτων συμβαινόντων μηδὲν παροξύνεσθαι ἢ φοβεῖσθαι, ἐνίοτε δ' ὑπὸ μικρῶν καὶ ἀμαυρῶν κινεῖσθαι, ὅταν ὀργᾷ τὸ σῶμα καὶ οὕτως ἔχῃ ὥσπερ ὅταν ὀργίζηται. ἔτι δὲ μᾶλλον τοῦτο φανερόν· μηθενὸς γὰρ φοβεροῦ συμβαίνοντος ἐν τοῖς πάθεσι γίνονται τοῖς τοῦ φοβουμένου. εἰ δ' οὕτως ἔχει, δῆλον ὅτι τὰ πάθη λόγοι ἔνυλοί εἰσιν· ὥστε οἱ ὅροι τοιοῦτοι οἷον "τὸ ὀργίζεσθαι κίνησίς τις τοῦ τοιουδὶ σώματος ἢ μέρους ἢ δυνάμεως ὑπὸ τοῦδε ἕνεκα τοῦδε", |
10. Εάν λοιπόν υπάρχη τι εκ των παθημάτων ή
των ενεργειών της ψυχής, όπερ ανήκει αποκλειστικώς εις αυτήν, τότε αύτη
θα ηδύνατο να χωρίζηται από του σώματος. Εάν όμως μηδέν ίδιον υπάρχη,
δεν θα ηδύνατο να υπάρξη χωριστή. Αλλά καθώς το ευθύ, καθ' όσον είναι
ευθύ (ευθεία γραμμή λ. χ.), δύναται να έχη πολλά συμβεβηκότα, λ.χ. να
εφάπτηται της χαλκής σφαίρας είς τι σημείον, αλλ' όμως, εάν χωρισθή το
ευθύ (η ευθύτης ως αφηρημένον) από του σώματος, δεν θα εφάπτηται της
σφαίρας, διότι το ευθύ δεν υπάρχει χωριστόν, αλλ' είναι πάντοτε μετά
τινος σώματος (15),
ούτω και πάντα τα πάθη της ψυχής είναι ηνωμένα μετά του σώματος, ο
θυμός, η πραότης, ο φόβος, ο έλεος, το θάρρος, η χαρά και η φιλία και το
μίσος. Διότι συγχρόνως με τα παθήματα ταύτα της ψυχής συμπάσχει κατά τι
και το σώμα. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι άλλοτε μεν, αν και ισχυρά
και σαφή παθήματα συμβαίνουσιν είς τινα, ουδόλως ερεθίζεται ούτε
φοβείται, ενίοτε όμως συγκινείται υπό μικρών και σκοτεινών παθημάτων,
όταν το σώμα εξερεθίζηται και έχη την διάθεσιν τοιαύτην, οποίαν έχει
όταν οργίζηταί τις. Έτι δε μάλλον φανερόν γίνεται τούτο εκ των εξής: ενώ
δηλ. ουδέν συμβαίνει το προξενούν φόβον, πολλοί όμως περιπίπτουσιν εις
πάθη ανθρώπου όστις φοβείται. Και, αν τούτο είναι αληθές, είναι φανερόν,
ότι τα πάθη είναι λόγοι ένυλοι (16). Και επομένως εκφράσεις τοιαύται, ως το οργίζεσθαι, σημαίνουσι κίνησιν του εν τοιαύτη διαθέσει όντος σώματος, ή κίνησιν μέρους τοιούτου ή δυνάμεως τοιαύτης υπό τούτου του πράγματος χάριν τούτου του σκοπού.
|
|
καὶ διὰ ταῦτα ἤδη φυσικοῦ τὸ θεωρῆσαι περὶ ψυχῆς, ἢ πάσης ἢ τῆς τοιαύτης. διαφερόντως δ' ἂν ὁρίσαιντο ὁ φυσικὸς [τε] καὶ ὁ διαλεκτικὸς ἕκαστον αὐτῶν, οἷον ὀργὴ τί ἐστιν· ὁ μὲν γὰρ ὄρεξιν ἀντιλυπήσεως ἤ τι τοιοῦτον, ὁ δὲ ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος |
11. Δια ταύτα είναι έργον του φυσικού
να μελετήση την ψυχήν ή όλην ή μερικώς. Άλλως θα ορίση ο φυσικός και
άλλως ο διαλεκτικός (φιλόσοφος) έκαστον πάθος της ψυχής, την οργήν λ.χ.
Διότι ο μεν θα είπη, ότι η οργή είναι επιθυμία να προξενήση τις λύπην
αντί λύπης ή ανάλογόν τι, ο δε ότι είναι βρασμός του αίματος ή της
|
|
403b | καὶ θερμοῦ. τούτων δὲ ὁ μὲν τὴν ὕλην ἀποδίδωσιν, ὁ δὲ τὸ εἶδος καὶ τὸν λόγον. ὁ μὲν γὰρ λόγος ὅδε τοῦ πράγματος, ἀνάγκη δ' εἶναι τοῦτον ἐν ὕλῃ τοιᾳδί, εἰ ἔσται· ὥσπερ οἰκίας ὁ μὲν λόγος τοιοῦτος, ὅτι σκέπασμα κωλυτικὸν φθορᾶς ὑπ' ἀνέμων καὶ ὄμβρων καὶ καυμάτων, ὁ δὲ φήσει λίθους καὶ πλίνθους καὶ ξύλα, ἕτερος δ' ἐν τούτοις τὸ εἶδος <οὗ> ἕνεκα τωνδί. τίς οὖν ὁ φυσικὸς τούτων; πότερον ὁ περὶ τὴν ὕλην, τὸν δὲ λόγον ἀγνοῶν, ἢ ὁ περὶ τὸν λόγον μόνον; ἢ μᾶλλον ὁ ἐξ ἀμφοῖν; ἐκείνων δὲ δὴ τίς ἑκάτερος; ἢ οὐκ ἔστιν εἷς ὁ περὶ τὰ πάθη τῆς ὕλης τὰ μὴ χωριστὰ μηδ' ᾗ χωριστά, ἀλλ' ὁ φυσικὸς περὶ ἅπανθ' ὅσα τοῦ τοιουδὶ σώματος καὶ τῆς τοι- αύτης ὕλης ἔργα καὶ πάθη, ὅσα δὲ μὴ τοιαῦτα, ἄλλος, καὶ περὶ τινῶν μὲν τεχνίτης, ἐὰν τύχῃ, οἷον τέκτων ἢ ἰατρός, τῶν δὲ μὴ χωριστῶν μέν, ᾗ δὲ μὴ τοιούτου σώματος πάθη καὶ ἐξ ἀφαιρέσεως, ὁ μαθηματικός, ᾗ δὲ κεχωρισμένα, ὁ πρῶτος φιλόσοφος; ἀλλ' ἐπανιτέον ὅθεν ὁ λόγος. ἐλέγομεν δὴ ὅτι τὰ πάθη τῆς ψυχῆς οὕτως ἀχώριστα τῆς φυσικῆς ὕλης τῶν ζῴων, ᾗ γε τοιαῦθ' ὑπάρχει <οἷα> θυμὸς καὶ φόβος, καὶ οὐχ ὥσπερ γραμμὴ καὶ ἐπίπεδον. | θερμότητος πέριξ της καρδίας. Εκ τούτων λοιπόν ο μεν αποδίδει την ύλην, ο δε την μορφήν και την έννοιαν. Διότι η έννοια, ο λόγος είναι η μορφή του πράγματος, και είναι αναγκαίον ούτος να υπάρχη εν ύλη τινί ωρισμένη, εάν μέλλη να υπάρχη το πράγμα. Ούτω λ.χ. η μεν έννοια της οικίας είναι τοιαύτη: οικία είναι σκέπασμα, όπερ εμποδίζει την εκ των ανέμων και βροχών και καυσώνων βλάβην ημών. Αλλ' ο μεν (φυσικός) θα είπη ότι είναι λίθοι και πλίνθοι και ξύλα, ο άλλος όμως θα είπη ότι η μορφή της οικίας είναι τοιαύτη και έχει τοιούτον σκοπόν. Τίς λοιπόν τούτων είναι ο φυσικός; άραγε ο ομιλών περί της ύλης, αγνοών δε τον λόγον; ή ο γνωρίζων μόνον τον λόγον (την έννοιαν); ή μάλλον ο συνενών και τα δύο. Αλλά οποίός τις είναι έκαστος εξ αυτών των δύο; Βεβαίως ουδείς εξετάζει τα πάθη της ύλης τα μη χωριστά απ' αυτής και καθ' όσον δεν είναι χωριστά, αλλά ο φυσικός ασχολείται περί πάντων, όσα είναι πάθη και ενέργειαι του τοιούτου ωρισμένου σώματος και της τοιαύτης ωρισμένης ύλης. Όσα δε δεν είναι τοιαύτα, άλλος παρά τον φυσικόν εξετάζει αυτά. Και διά τινα μεν ο άλλος ούτος είναι είς τεχνίτης, καθώς τύχη, τέκτων ή ιατρός. Εκείνα δε τα πάθη, τα οποία δεν είναι χωριστά, ταύτα, καθ' όσον δεν ανήκουσιν εις τούτο το ωρισμένον σώμα και εξετάζονται κατ' αφαίρεσιν, μελετά ο μαθηματικός, καθ' όσον δε θεωρούνται χωρισμένα, μελετά ο πρώτος φιλόσοφος (ο μεταφυσικός). Αλλ' ας επανέλθωμεν εις την αρχήν του λόγου ημών. Ελέγομεν ότι τα πάθη της ψυχής είναι αχώριστα από της φυσικής ύλης των ζώντων, εν τη οποία τα τοιαύτα υπάρχουσι, π.χ. ο θυμός και ο φόβος, και δεν είναι καθώς η γραμμή και το επίπεδον (τα οποία δύνανται να θεωρώνται χωριστά και άσχετα). (17) |
Σημειώσεις
1) Πάθη ή συμβεβηκότα τα οποία αποτελούσι την ουσίαν της ψυχής.
2) Διότι η ψυχή είναι η τελική αιτία του σώματος, του φυτού και του ζώου.
3) Μέθοδος Αριστοτελική.
4) Μέθοδος Πλατωνική.
5) Ότι η ψυχή είναι υπόστασις εδίδασκον οι Πυθαγορικοί και ο Πλάτων.
6) Ως έλεγον οι ιατροί οι ισχυριζόμενοι, ότι είναι αποτέλεσμα της κρίσεως.
7) Ως έλεγεν ο Ξενοκράτης ορίζων ότι η ψυχή είναι αριθμός.
8) Διότι πρόκειται να αποδειχθή αν η ψυχή είναι σωματική ή ασώματος, ήτοι καθαρά ενέργεια,
9) Αν η ψυχή είναι μία εις έκαστον ον, ή δύναται να διαιρήται εις πολλάς άλλας ψυχάς.
10)
Ο Αριστοτ. διακρίνει 3 ή μάλλον 4 είδη ψυχών, την θρεπτικήν ή φυτικήν,
την αισθητικήν (ζωικήν), την κινητικήν και την νοητικήν (λογικήν).
11)
Ήτοι ορισμός της εν πάσι τοις ζώοις ψυχής, όπερ φαίνεται αδύνατον,
διότι η ψυχή του κυνός, ή του ανθρώπου και η του θεού δεν δύνανται να
ορισθώσιν ομοίως.
12) Το αυτόζωον του Πλάτωνος (όρα Τίμαιον).
13) Η νόησις είναι ενεργεία νους, ούτω και τα άλλα.
14) Κατά τον Αριστοτ. δεν υπάρχει φαντασία άνευ της αισθήσεως, αύτη δε δεν υπάρχει άνευ του σώματος· άρα και νόησις δεν υπάρχει άνευ του σώματος.
15) Ούτω και η ψυχή δεν δύναται να είναι χωριστή από του σώματος.
16) Έννοιαι εν τη ύλη έχουσαι την ύπαρξιν αυτών, εκδηλούμεναι εν τω σώματι.
17)
Η γραμμή και η επιφάνεια δύνανται να θεωρώνται χωριστά, κατά τρόπον
αφηρημένον, και, ούτως εξετάζονται υπό των μαθηματικών. Αλλά τα πάθη της
ψυχής πρέπει να θεωρώνται εν ταις αναφοραίς των προς το σώμα, από του
οποίου αύτη ουδέποτε χωρίζεται.
http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/psyxhs/1_01.html | ||
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου