Του Γιάννη Κολοβού
Επικοινωνιολόγος
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 31 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2012) του περιοδικού Patria.
Ένας αδρός διαχωρισμός μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς γίνεται
με το ότι η Δεξιά έχει ως κεντρική της αξία της το έθνος (είτε ως
βιολογική κοινότητα, είτε ως πολιτισμική κοινότητα, είτε ως έναν
συνδυασμό και των δύο αυτών παραμέτρων), ενώ η Αριστερά έχει ως κεντρική
αξία την κοινωνία. Γενικά, η Αριστερά φαίνεται να βρίσκεται σε αμηχανία
απέναντι στην έννοια του «έθνους», καθώς το αντιλαμβάνεται ως
επιφαινόμενο οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων, δηλαδή ως κάτι που
έχει μόνο μία συναισθηματική και μη-πραγματική βάση ύπαρξης, ως κάτι
πλασματικό και ευμετάβλητο.
Οι αριστεροί θεωρητικοί προτάσσουν τον ταξικό
μονισμό ο οποίος ανάγει τα πάντα στις τάξεις και στην πάλη τους, και τον
οικονομικό ντετερμινισμό ο οποίος θεωρεί ότι η οικονομική βάση
διαμορφώνει το εποικοδόμημα. Αδυνατούν να κατανοήσουν ή δεν θέλουν να
παραδεχθούν την στενή σύνδεση του έθνους με την εθνική παράδοση
και τον εθνικό πολιτισμό. Πάντως, ακόμα και εκείνοι οι αριστεροί που
τολμούν να μιλούν για «εθνισμό», αποφεύγουν να αναφερθούν στο ενδεχόμενο
εθνοτικό υπόβαθρο του έθνους, δηλαδή στην σημασία της πραγματικής ή
εικαζόμενης κοινής καταγωγής. Και αυτό συμβαίνει επειδή πέφτουν σε μία
ηθικιστική πλάνη: επειδή θεωρούν ότι μία τέτοια αναφορά στην εθνοτική
συνιστώσα θα μπορούσε να οδηγήσει στον ρατσισμό επιλέγουν να την
αγνοήσουν, παρ’ όλο που οι εκφάνσεις της απαντώνται συνεχώς στις
πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές
επίπεδο.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Θεόδωρος Ζιάκας, στα πλαίσια της μαρξιστικής, υλιστικής αντίληψης της ιστορίας «το
έθνος δεν είναι μία πραγματική ιστορική κατηγορία, αλλά παράγωγο άλλων
πραγματικοτήτων, επιφαινόμενο που δεν μπορεί να μελετηθεί παρά μόνο αν
αναχθεί στο πραγματικό αντικείμενο που βρίσκεται πίσω του. Πιο
συγκεκριμένα: Το έθνος είναι το «ιδεολογικό νεφέλωμα» που περιβάλλει το
αστικό κράτος, μία «ψεύτικη συνείδηση», η απατηλή εξιδανίκευση του
αστικού κράτους». Ο μαρξισμός, δηλαδή, θεώρησε το έθνος ως ένα «τυπικό
φαινόμενο παραπλανητικής ιδεολογικής μυθοπλασίας και παρακάμφθηκαν τα
τεράστια προβλήματα που τίθενται γύρω από το πώς μπορεί ένα σύστημα
εξαπάτησης να κινητοποιεί τόσο τρομακτικά συγκινησιακά φορτία, σαν αυτά
που κουβαλάει κάθε εθνιστική ιδεολογία». Για τον λόγο αυτό ο μαρξιστικός υλιστικός ιστορικισμός «αδυνατεί να ερμηνεύσει τη διαχρονική εμβέλεια και μακροβιότητα, που έχουν τα πρότυπα των διαφόρων εθνικών παραδόσεων».
Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Michael Mann τονίζει ότι «ο
Μαρξ θεωρούσε ότι οι τάξεις είναι υπερεθνικές. Αλλά όταν το κίνημα της
εργατικής τάξης σημείωσε άνοδο, απευθύνθηκε σε εκείνο το πολιτικό
επίπεδο που ήταν σε θέση να επηρεάσει, δηλαδή στο έθνος-κράτος που
ενδυναμώθηκε. Έτσι οι τάξεις εθνικοποιήθηκαν και αυτή είναι μία
διαδικασία που συνεχίζεται». Το ίδιο έχει υποστηρίξει και ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard Roman Szporluk ο οποίος έχει επισημάνει ότι «όταν
ο κομμουνισμός νίκησε ανταγωνιστικά δόγματα, χρωστούσε την νίκη του
στην υιοθέτηση τουλάχιστον κάποιων από τις αρχές του εθνικισμού και στο
γεγονός ότι μετατράπηκε σε εθνικός, στην πραγματικότητα εθνικιστικός, ο
ίδιος. Και σίγουρα, ο εθνικισμός είναι αναμφισβήτητα μία ισχυρή δύναμη
στον κόσμο σήμερα».
Κατά τον Ζιάκα «η κλασική μαρξιστική θεωρία
για το έθνος, για το κράτος και την ιδεολογία, βρίσκεται πλέον σε
αγεφύρωτη αντίθεση με την ιστορική πρακτική και μάλιστα με την ιστορική
πρακτική της ίδιας της θεωρίας. Ο εθνισμός, αυτή η «ψεύτικη συνείδηση»,
αποδείχτηκε απείρως ισχυρότερος από τη θρυλική «ταξική συνείδηση», που
υποτίθεται μάλιστα ότι εδράζεται στην αντικειμενική πραγματικότητα.
Πουθενά η κοινωνική επανάσταση δεν μπόρεσε να εκδηλωθεί ανεξάρτητα από
μία έκρηξη του εθνισμού και πουθενά δεν μπόρεσε να επιβάλει τον δικό της
χαρακτήρα πάνω στον εθνισμό. Αντίθετα, αφομοιώθηκε παντού από τη δύναμη
του εθνισμού: Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βούλιαξε στο σωβινισμό. Η
ρωσική επανάσταση αφομοιώθηκε από τον μεγαλορωσικό εθνισμό μόλις «η
οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» έγινε αδήριτη εθνική
στρατηγική. Η Τρίτη Διεθνής έγινε όργανο της εθνικής ρωσικής πολιτικής.
Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστικών κρατών είναι ήδη από καιρό
στην ημερήσια διάταξη».
Σε αντίστοιχο συμπέρασμα καταλήγει ο καθηγητής Ψυχολογίας στον Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο J. Philippe Rushton επισημαίνοντας ότι «καθαρά
κοινωνικο-οικονομικές εξηγήσεις φαίνονται ανεπαρκείς να ερμηνεύσουν την
ταχεία άνοδο του εθνικισμού στο πρώην Σοβιετικό Μπλοκ και πολύ αδύναμες
για να εξηγήσουν την φονικότητα των συγκρούσεων μεταξύ των Τούτσι και
των Χούτου στην Ρουάντα, Ινδουιστών, Μουσουλμάνων και Σιχ στην Ινδική
υποήπειρο, και Κροατών, Σέρβων, Βοσνίων και Αλβανών στην πρώην
Γιουγκοσλαβία». Το κενό αυτό στην εξήγηση πολιτικών και κοινωνικών
συμπεριφορών έρχονται να καλύψουν νέες θεωρίες που δίνουν βάρος όχι μόνο
στον πολιτισμικό παράγοντα αλλά κυρίως στον εθνοτικό. Τέτοιες θεωρίες
είναι η θεωρία του εθνο-συμβολισμού (ethno-symbolism theory), η θεωρία
της εθνοτικής οικογενειοκρατίας (ethnic nepotism theory) και η θεωρία
της γενετικής ομοιότητας (genetic similarity theory). Κατά τον Rushton «η
εθνοτική ταυτότητα αναπτύσσεται τόσο σε υπαρκτή όσο και σε υποτιθέμενη
ομοιότητα. Στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, οι άνθρωποι έχουν γενετικό
κίνητρο να προτιμούν άλλους γενετικά όμοιους με αυτούς». Όμως, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, «η
γενετική ομοιότητα είναι, φυσικά, μόνον μία από τις πολλές πιθανές
επιρροές που δρουν στις πολιτικές συμμαχίες. Παρόλα αυτά, η γενετική
ομοιότητα θα πρέπει να αναμένεται να παίξει έναν ξεκάθαρο ρόλο στην
κοινωνική συμπεριφορά μικρών ομάδων αλλά ακόμα και μεγάλων, τόσο εθνικών
όσο και διεθνών».
Αλλά και ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι Tatu Vanhanen, μετά από μελέτη που κάλυψε 148 σύγχρονα κράτη με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου κατά την περίοδο 1990-1996, συμπέρανε ότι «ένα
σημαντικό τμήμα της οικουμενικότητας των εθνοτικών συγκρούσεων μπορεί
να εξηγηθεί από την εξελιχθείσα προδιάθεση των ανθρώπων προς την
εθνοτική οικογενειοκρατία (ethnic nepotism) η οποία θεωρείται ως μία
προέκταση της οικογενειοκρατίας. Τα μέλη μίας εθνοτικής ομάδας τείνουν
να δείχνουν προτίμηση προς τα μέλη της ομάδας τους σε σύγκριση με τα
μη-μέλη γιατί σχετίζονται πιο στενά με τα μέλη της ομάδας τους παρά με
τους ξένους. Αυτή η διάθεση να δείχνεται προτίμηση προς τους συγγενείς
σε σύγκριση με τους μη συγγενείς αποκτά σημασία στην κοινωνική ζωή και
στην πολιτική όταν άνθρωποι και ομάδες ανθρώπων πρέπει να ανταγωνιστούν
για περιορισμένους πόρους».
Γι’ αυτό και είναι ορθό το συμπέρασμα του Ζιάκα ότι «η
πραγματικότητα του εθνισμού είναι, εν τέλει, ανυπότακτη και
απροσδιόριστη και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αυτόνομος ιστορικός
συντελεστής. Αν ο ιστορικός υλισμός θέλει να είναι επιστημονική θεωρία
πρέπει να βρει τον τρόπο (και την τόλμη), να ενσωματώσει τον εθνισμό ως
θεμελιακή διάσταση, η οποία, ενώ συνυφαίνεται με την ταξική πάλη και την
οικονομία, ανήκει συγχρόνως σε ένα άλλο επίπεδο». Όπως υπογραμμίζει ο Ζιάκας «αυτό
που δεν μπόρεσε να συλλάβει ο μαρξισμός, ακόμα και στις πιο
επαναστατικές του εκδοχές, είναι ο βαθύτερος δεσμός που υπάρχει ανάμεσα
στη δυνατότητα του ατόμου να υπάρξει ως κοινωνικό υποκείμενο, ως
ελεύθερη προσωπικότητα από την μία μεριά και στην εθνική
υποκειμενικότητα της κουλτούρας από την άλλη. Το πρόσωπο-υποκείμενο δεν
μπορεί να ανθίσει στο πολιτιστικό κενό, ούτε ανάμεσα στα γρανάζια των
γραφειοκρατικών μηχανισμών μίας εξατομικευμένης κοινωνίας. Προϋποθέτει
υψηλά καλλιεργημένο κοινοτικό ήθος το οποίο μπορεί να υπάρξει μόνο στα
πλαίσια μίας αναπτυγμένης εθνικής κουλτούρας. Το ιστορικό σφάλμα της
μαρξιστικής διανόησης είναι ότι εγκλωβίζεται σε θέσεις άρνησης της
εθνικής πολιτιστικής παράδοσης». Και συνεχίζει διαπιστώνοντας ότι «ο
οικονομικός και ο ταξικός αναγωγισμός διαψεύσθηκαν σε ό,τι αφορά το
εθνικό φαινόμενο. Αν και «ψευδής συνείδηση» ο εθνισμός αποδείχτηκε
περισσότερο αληθινός, αντικειμενικός και ισχυρός από την «ταξική
συνείδηση». Οι εθνικές αντιθέσεις αποδείχθηκαν πολύ ισχυρότερες απ’ ό,τι
είχε υποθέσει ο μαρξισμός η δε εθνική αναγωγιμότητα ισχυρότερη από την
ταξική. Αποδείχθηκε ότι: α) το ταξικό και το εθνικό ζήτημα είναι
αδιαχώριστα και β) το εθνικό ζήτημα δεν μπορεί να αναχθεί στο ταξικό. Το
πόρισμα αυτό δεν διαψεύδει μόνο τον κοινωνιολογικό μονισμό της
μαρξιστικής θεωρίας. Γκρεμίζει ολόκληρο το επιβλητικό οικοδόμημα που
στηρίζεται πάνω του, δηλαδή ολόκληρο τον ιστορικό υλισμό».
Οι σωστές επισημάνσεις του Θεόδωρου Ζιάκα
επιβεβαιώθηκαν περίτρανα και στην πράξη με την κατάρρευση των
πολυεθνικών κομμουνιστικών κρατών στην Ανατολική Ευρώπη. Όπως τονίζει ο
καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο
Πειραιώς Παναγιώτης Ήφαιστος «η κατάρρευση της μεγαλύτερης
ιδεολογικο-υλιστικής εσχατολογίας επιβεβαίωσε απόλυτα τον κανόνα: Η
εθνική κοσμοθεωρία εν τέλει κατισχύει. Το επίπλαστο υλιστικό
εποικοδόμημα κατεδαφίστηκε συνάμα με το ιδεολογικό του περίβλημα και οι
κοινωνικές οντότητες και οι εθνικές τους κοσμοθεωρίες αναδύθηκαν σαν να
μην υπήρξε υλιστικό καθεστώς επί οκτώ περίπου δεκαετίες». Κατά τον Ήφαιστο «η
εμπειρία της πρώην ΕΣΣΔ είναι διδακτική. Αφενός η κατάρρευση του
υλιστικού εγχειρήματος οδήγησε σε επαναφορά του έθνους και αφετέρου οι
μετασοβιετικές εστίες σύγκρουσης στον χώρο της επικράτειας της πρώην
ΕΣΣΔ (αλλά και άλλων πρώην υλιστικών κρατών, όπως η πρώην Γιουγκοσλαβία)
εντοπίζονται εκεί όπου προκλήθηκαν τεχνητά ανθρωπολογικά πειράματα,
τεχνητές αλληλεξαρτήσεις μεταξύ οντοτήτων και τεχνητά σύνορα που
βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των
κρατών που προέκυψαν». Μάλιστα, ο ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Princeton Richard Falk υπογραμμίζει ότι «η εθνικιστική ιδεολογία παραμένει η ισχυρότερη πηγή ταυτότητας στον κόσμο σήμερα».
Ο καθηγητής Ιστορίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής Jerry Muller θεωρεί ότι «ο
εθνοτικός εθνικισμός έχει παίξει έναν βαθύτερο και διαρκέστερο ρόλο
στην σύγχρονη ιστορία απ’ ότι έχει γίνει κοινώς αντιληπτό. Ο εθνοτικός
εθνικισμός έχει επίσης αποδειχθεί ότι είναι πηγή συνοχής και
σταθερότητας. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και η εθνοτική ομοιογένεια δεν
είναι απλώς συμβατές, μπορούν να είναι συμπληρωματικές. Οι Ευρωπαϊκές
εθνοτικά ομοιογενείς πολιτείες έχουν δείξει μεγάλο βαθμό εσωτερικής
αλληλεγγύης, επιπλέον, διευκολύνοντας κυβερνητικά προγράμματα διαφόρων
ειδών, συμπεριλαμβανομένων των εγχώριων μεταβιβαστικών πληρωμών». Γι’ αυτό και ο Muller θεωρεί ότι «θα
ήταν λάθος να νομίσουμε ότι επειδή ο εθνικισμός είναι μερικώς
κατασκευασμένος είναι εξ’ αυτού εύθραυστος ή απείρως εύπλαστος. Ο
εθνοτικός εθνικισμός ανταποκρίνεται σε μερικές διαρκείς τάσεις του
ανθρώπινου πνεύματος οι οποίες ενισχύονται από την διαδικασία της
σύγχρονης δημιουργίας κρατών, είναι μία αποφασιστική πηγή τόσο
αλληλεγγύης όσο και εχθρότητας, και με την μία ή την άλλη μορφή θα
συνεχίσει να υπάρχει για πολλές γενιές ακόμα».
Πηγές
1. Muller Jerry Z. (2008) Us and Them: The Enduring Power of Ethnic Nationalism, Foreign Affairs, March-April 2008.
2. Rushton J. Philippe (1989) «Genetic similarity, human altruism, and group selection», Behavioral and Brain Sciences, vol. 12.
3. Rushton J. Philippe (2005) «Ethnic nationalism, evolutionary psychology and Genetic Similarity Theory», Nations and Nationalism, vol. 11, no. 4.
4. Smith Anthony D. (2004) «Chosen Peoples: Sacred Sources of National Identity», Oxford, Oxford University Press.
5. Szporluk Roman (1991) «Communism and Nationalism: Karl Marx versus Friedrich List», New York, Oxford University Press.
6. Vanhanen Tatu (1999) «Ethnic Conflicts explained by Ethnic Nepotism», Research in Biopolitics, vol. 7, Stamford, Connecticut, JAI Press.
7. Vanhanen Tatu (1999) «Domestic Ethnic Conflict and Ethnic Nepotism: a Comparative Analysis», Journal of Peace Research, vol. 36, no. 1.
8. Ζιάκας Θεόδωρος (1988) «Εθνισμός και Αριστερά», Αθήνα, εκδόσεις «Πελεκάνος».
9. Ήφαιστος Παναγιώτης (2009) «Κοσμοθεωρία των Εθνών: Συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου», Αθήνα, εκδόσεις «Ποιότητα».
10. Κοροβίνης Βαγγέλης και Ζιάκας Θεόδωρος (1988) «Αναζητώντας μία Θεωρία για το Έθνος», Αθήνα, εκδόσεις «Εκάτη».
11. Οικονομάκου Κατερίνα «Η κρίση, ήττα του νεοφιλελευθερισμού, όχι του καπιταλισμού», Ελευθεροτυπία 9/5/2009.
12. Πολυχρονίου Χρόνης «Οι ελίτ θεωρούν κοσμοπολιτισμό την ... αγορά δίχως σύνορα», Ελευθεροτυπία 20/2/2010.
1. Muller Jerry Z. (2008) Us and Them: The Enduring Power of Ethnic Nationalism, Foreign Affairs, March-April 2008.
2. Rushton J. Philippe (1989) «Genetic similarity, human altruism, and group selection», Behavioral and Brain Sciences, vol. 12.
3. Rushton J. Philippe (2005) «Ethnic nationalism, evolutionary psychology and Genetic Similarity Theory», Nations and Nationalism, vol. 11, no. 4.
4. Smith Anthony D. (2004) «Chosen Peoples: Sacred Sources of National Identity», Oxford, Oxford University Press.
5. Szporluk Roman (1991) «Communism and Nationalism: Karl Marx versus Friedrich List», New York, Oxford University Press.
6. Vanhanen Tatu (1999) «Ethnic Conflicts explained by Ethnic Nepotism», Research in Biopolitics, vol. 7, Stamford, Connecticut, JAI Press.
7. Vanhanen Tatu (1999) «Domestic Ethnic Conflict and Ethnic Nepotism: a Comparative Analysis», Journal of Peace Research, vol. 36, no. 1.
8. Ζιάκας Θεόδωρος (1988) «Εθνισμός και Αριστερά», Αθήνα, εκδόσεις «Πελεκάνος».
9. Ήφαιστος Παναγιώτης (2009) «Κοσμοθεωρία των Εθνών: Συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου», Αθήνα, εκδόσεις «Ποιότητα».
10. Κοροβίνης Βαγγέλης και Ζιάκας Θεόδωρος (1988) «Αναζητώντας μία Θεωρία για το Έθνος», Αθήνα, εκδόσεις «Εκάτη».
11. Οικονομάκου Κατερίνα «Η κρίση, ήττα του νεοφιλελευθερισμού, όχι του καπιταλισμού», Ελευθεροτυπία 9/5/2009.
12. Πολυχρονίου Χρόνης «Οι ελίτ θεωρούν κοσμοπολιτισμό την ... αγορά δίχως σύνορα», Ελευθεροτυπία 20/2/2010.
http://www.e-grammes.gr/article.php?id=5276
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου