Ασημένιο δίδραχμο του Αλεξάνδρου των Φερών (369-357 π.Χ.) με τη μορφή του και παράσταση του πολεμικού ιππικού του |
του Κων. Α. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα
Τον 4ο π.Χ. αιώνα στη Θεσσαλία, υπήρξε μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ ευγενών και λαού. Ο Κριτίας, ένας από τους τριάκοντα τυράννους της Αθήνας, ξεσήκωσε τους Πενέστες κατά των γαιοκτημόνων. Ο Κριτίας απέτυχε, αλλά ο Λυκόφρων Α΄ των Φερών, εκμεταλλευόμενος την αναταραχή, έγινε τύραννος στις Φερές. Οι Φερές, στα νοτιοανατολικά της θεσσαλικής πεδιάδας και κοντά στους θαλάσσιους δρόμους, ήλεγχαν το εμπόριο εξάγοντας σιτηρά και εισάγοντας άλλα προϊόντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Φεραίοι να γίνουν φορέας προοδευτικών ιδεών στη Θεσσαλία, έχοντας και το πλεονέκτημα της απουσίας ευγενών στον τόπο τους. Εντούτοις οι Φερές δεν απέκτησαν δημοκρατία. Ο Λυκόφρων, πάντως, ενήργησε τυχοδιωκτικά θέλοντας να επεκτείνει την κυριαρχία του σ' όλη τη Θεσσαλία.
Στην ίδια περίοδο, η Λάρισα είχε περιπέσει σε σχετική παρακμή κυβερνώμενη ακόμη από τους Αλευάδες. Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 131) αναφέρει ότι στη Λάρισα λειτουργούσε η λεγόμενη «Ελεύθερη Αγορά», στην οποία συμμετείχαν μόνο οι «αγαθοί», δηλαδή οι ευγενείς γαιοκτήμονες που είχαν μεταμορφωθεί σε αριστοκράτες αστούς. Ο ανταγωνισμός ευγενών με τους δημοκρατικούς της Λάρισας και τους «δημοκρατικούς» του Λυκόφρονα οδήγησε αμφοτέρους στην αναζήτηση έξωθεν βοήθειας είτε από την αποδυναμωμένη Σπάρτη είτε από την ανερχόμενη Μακεδονία. Οι Σπαρτιάτες τότε ήλεγχαν τις νότιες εισόδους της Θεσσαλίας μέσω της Ηράκλειας Τραχίνας στο Μαλιακό, ενώ ο Περδίκας (Σημ. ΔΕΕ: Αναφέρεται προφανώς στον Περδίκκα Β΄ 448-413 π.Χ.) της Μακεδονίας, άρχιζε να εμφυσείται από το όραμα της ανάδειξης της Μακεδονίας σε κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα. Έτσι, μετά την επίδειξη ισχύος του Λυκόφρονα, που χτύπησε πολλές φορές τα λαρισαϊκά στρατιωτικά σώματα, την εξουσία στη Λάρισα πήρε μια μετριοπαθής ολιγαρχική ομάδα, που έδωσε σ’ όλους τους Λαρισαίους πολιτικά δικαιώματα. Ο κυνηγημένος ταγός της Λάρισας, Αρίστιππος, κατέφυγε στον Πέρση Κύρο αναζητώντας μισθοφόρους για να επανέλθει στην εξουσία, πράγμα που τελικά δεν πέτυχε. Στο μεταξύ ο Λυκόφρων συνεργαζόταν με τους Σπαρτιάτες που ίσως είχαν σκοπό να εισβάλουν. Ο Αρίστιππος, βρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζήτησε (401 π.Χ.) τη βοήθεια του Αρχέλαου (Σημ. ΔΕΕ: Ο σπουδαίος βασιλεύς της Μακεδονίας Αρχέλαος 413-399 π.Χ.) που είχε προεκτείνει την κυριαρχία του στην Περραιβία.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς, ευτυχής για τη συγκυρία, κατέλαβε τη Λάρισα, επανέφερε τους αριστοκράτες στην εξουσία παίρνοντας ομήρους δέκα αγόρια αριστοκρατικών οικογενειών της πόλης. Η Σπάρτη ήταν έτοιμη να επέμβει, ανησυχώντας για την αυξανόμενη επιρροή των Μακεδόνων, μα ένα γεγονός ανέτρεψε το σκηνικό. Το χειμώνα του 399 π.Χ. ο Αρχέλαος σκοτώθηκε (Σημ. ΔΕΕ: Για την ακρίβεια δολοφονήθηκε), στη διάρκεια κυνηγητικής εξόρμησης. Οι διάδοχοί του δεν ενδιαφέρθηκαν για τη Θεσσαλία κι έτσι ο Λυκόφρων με σπαρτιατική αρωγή κατέλαβε τη Φάρσαλο κι εγκατέστησε φρουρά. Στα επόμενα έτη παρατηρήθηκαν μικροσυγκρούσεις μεταξύ Λυκόφρονα και Μηδίου, που είχε ήδη αναλάβει ταγός στη Λάρισα. Απρόσμενος σύμμαχος του Μηδίου ήταν η Θήβα. Έτσι, με τη βοήθεια Θηβαίων και Αργείων, κατέλαβε το 395 π.Χ. τη Φάρσαλο κατασφάζοντας τη σπαρτιατική φρουρά, ενώ θηβαϊκές και αργείες δυνάμεις κατέλαβαν την Ηράκλεια. Το έργο του Σπαρτιάτη Αγησίλαου, που επέστρεφε τότε από την Περσία, φαινόταν δύσκολο. Γι’ αυτό πανηγυρίστηκε τόσο η νίκη του στο Ναρθάκι (394 π.Χ., στην οποία αναφερθήκαμε σε άλλο άρθρο). Μετά το θάνατο του Λυκόφρονα (370), ο γιος του Ιάσων πήρε την εξουσία στις Φερές. Ο Ιάσων ήταν ευφυής, καλόκαρδος και δίκαιος ηγεμόνας για όλους στη Θεσσαλία. Βλέποντας την αποδυνάμωση της Ελλάδας, εξαιτίας των αλλεπάλληλων πολέμων, οραματίστηκε να αναδείξει τη Θεσσαλία κυρίαρχη και, ενώνοντας κάτω από το σκήπτρο του όλους τους Έλληνες, να επιχειρήσει εκστρατεία εναντίον της Περσίας (Σημ. ΔΕΕ: Αυτός ήταν ο λόγος που έλαβε την προσωνυμία Φιλέλλην, δηλ. φιλόπατρις). Οι ηγεμόνες της Ηπείρου, Αλκέτας και Νεοπτόλεμος, δήλωσαν υποτέλεια στον Ιάσονα, ενώ πολλές πόλεις της Ν. Ελλάδας επιδίωκαν τη συμμαχία του. Μόνος αντίπαλός του παρέμεινε η Αθήνα και γι’ αυτό σχεδίαζε να δημιουργήσει αξιόμαχο στόλο για να την ανταγωνισθεί. Επίσης κινήθηκε διπλωματικά συνεννοούμενος με το βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Β΄ με σκοπό την συγκρότηση μιας αξιόμαχης στρατιάς. Όμως το σχέδιό του ματαιώθηκε και το όνειρο της θεσσαλικής κυριαρχίας «θάφτηκε» μαζί με το νεκρό του σώμα: Καθώς ετοιμαζόταν για αναχώρησή του στους Δελφούς (Πύθια), ενώ επιθεωρούσε το ιππικό, μια ομάδα επτά νεαρών τον δολοφόνησαν. Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι ηθικός αυτουργός υπήρξε ο αδελφός του Πολύδωρος.
Μετά το θάνατο του φιλόδοξου Ιάσονα, ταγοί της Θεσσαλίας αναγνωρίστηκαν οι γιοι του Πολύδωρος και Πολύφρων. Όμως μετά τη δολοφονία του πρώτου από τον δεύτερο, κάπου έξω από τη Λάρισα, μόνος κυρίαρχος έμεινε ο Πολύφρων. Η ταγεία του Πολύφρονα έμεινε αξέχαστη στους Θεσσαλούς ως η πιο αιμοσταγής τυραννία που είχε γνωρίσει η χώρα. Ανάμεσα στα θύματά του ήταν πολλοί άρχοντες της Φαρσάλου, με γνωστότερο τον Πολυδάμαντα, ενώ εξόρισε Λαρισαίους αντιπάλους του. Όμως, πριν ολοκληρώσει το φρικτό έργο, ο μικρότερός του αδελφός, Αλέξανδρος, τον δολοφόνησε, παίρνοντας στα χέρια του την εξουσία.
Ο νέος τύραννος των Φερών συνέχισε το έργο του αδελφού του διαπράττοντας ωμότητες και σφαγές στη Λάρισα, με θύματα, κυρίως, μέλη της οικογένειας των Αλευάδων. Πολλοί απ’ αυτούς κατάφεραν να ξεφύγουν επιζητώντας την προστασία του Αλεξάνδρου Β΄ (Σημ. ΔΕΕ: αδελφός του Φιλίππου Β΄ και θείος του Μ. Αλεξάνδρου) της Μακεδονίας. Κι ενώ ο Φεραίος Αλέξανδρος ετοίμαζε εκστρατεία κατά της Μακεδονίας, ο βόρειος συνώνυμός του τον πρόλαβε και με Λαρισαίους φυγάδες κατέλαβε τη Λάρισα. Αιφνιδιασμένος ο τύραννος, επέστρεψε στην πόλη του για να οργανωθεί. Λίγους μήνες αργότερα ο στρατός της Θήβας, έχοντας επικεφαλής τους Επαμεινώνδα και Πελοπίδα, απελευθέρωσε τη Λάρισα στηρίζοντας τους Αλευάδες, που πήραν πάλι την εξουσία στα χέρια τους. Ο τύραννος των Φερών άρχισε τότε να παρενοχλεί τους Θηβαίους, συλλαμβάνοντας μάλιστα αιχμάλωτο τον Πελοπίδα (367 π.Χ.), που όμως κατάφερε στη συνέχεια να απελευθερώσει ο Επαμεινώνδας. Το τέλος του Αλεξάνδρου των Φερών δεν άργησε να επέλθει. Στη μάχη που έγινε στις Κυνός Κεφαλές (Χαλκωδόνιον όρος) οι Φεραίοι κατατροπώθηκαν από δυνάμεις του Πελοπίδα (365 π.Χ.), ο οποίος όμως, πολεμώντας ριψοκίνδυνα, φονεύθηκε. Ο Αλέξανδρος κατάφερε να διαφύγει στις Φερές όπου τον περίμενε η μοίρα της οικογένειάς του: η δολοφονία του από συγγενή. Η σύζυγός του Θήβη έβαλε τα αδέλφια της Τισίφονο, Πυθόλαο και Λυκόφρονα Β΄ να τον σκοτώσουν. Οι τρεις δολοφόνοι ανέλαβαν από κοινού την «ταγεία» στη Θεσσαλία που είχε πια καταντήσει συνώνυμο της τυραννίας.
Στη διάρκεια αυτών των γεγονότων (363 π.Χ.) συστήθηκε το νέο «Κοινόν των Θετταλών», από όλες τις πόλεις της Θεσσαλίας πλην Φερών. Επειδή, όμως η δύναμη των Φερών υπό την ηγεσία των τριών αδελφών, ήταν υπολογίσιμη, οι Αλευάδες, εκ μέρους του Κοινού, ζήτησαν τη βοήθεια του νέου Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β΄ (358 π.Χ). Αυτός, χωρίς χρονοτριβή επέλασε στη Θεσσαλία, καταστρέφοντας τη Φαρκαδόνα και μετά τη μάχη του Κροκίου πεδίου, αφού ανέτρεψε την τυραννία του Δείνωνα (Κραννών), κατέλυσε το κράτος των Φερών και υπέταξε επίσημα τη Μαγνησία, την Περραιβία και ολόκληρη τη Θεσσαλία στη Μακεδονία (352 π.Χ.). Ο Φίλιππος επανέφερε την παλιά διαίρεση της χώρας σε τετραρχίες (Εστιαιώτιδα, Θεσσαλιώτιδα, Πελασγιώτιδα, Αχαΐα Φθιώτιδα). Στην Πελασγιώτιδα ο Φίλιππος τοποθέτησε στη διοίκηση τον Αλευάδη Θρασύδαιο, ενώ φρόντισε να έχει υπό την κατοχή του στρατηγικές θέσεις, εγκαθιστώντας μακεδονικές φρουρές. Μάλιστα στους Γόμφους έστειλε Μακεδόνες αποίκους, κάτι που πιθανόν έγινε και στους Γόννους. Να αναφέρουμε ότι για λόγους σκοπιμότητας νυμφεύτηκε το 353, τη Λαρισαία Φίλιννα και το 352 τη συγγενή του Φεραίου Ιάσονα Νικησίπολη. Από την πρώτη απέκτησε τον Αρριδαίο και από τη δεύτερη τη Θεσσαλονίκη (ονομάστηκε έτσι σε ανάμνηση της νίκης του στο Κρόκιον). Φερόμενος διαλλακτικά ο Φίλιππος, επέτρεψε στους Θεσσαλούς να έχουν την πρωτοκαθεδρία στη Δελφική Αμφικτυονία. Το 345 ο Αλεύας Σίμος, οργάνωσε ανταρσία και αυτοανακηρύχθηκε τύραννος. Επειδή ο Φίλιππος δεν αντέδρασε, λόγω συγκρούσεών του στην Ιλλυρία και τη Δαρδανία (Σκόπια), βρέθηκαν μιμητές του Σίμου και στις Φερές. Όταν ο Μακεδόνας βασιλιάς επέστρεψε θριαμβευτής, αντέδρασε αστραπιαία. Εξεστράτευσε κατά των στασιαστών, επικρατώντας με άνεση. Οι συνέπειες ήταν δραματικές: εξόντωσε μέχρις ενός τους τυράννους των θεσσαλικών πόλεων, τοποθέτησε ισχυρές μακεδονικές φρουρές παντού, απέσπασε από τη Θεσσαλία, εκτός από τη Μαγνησία, Αχαΐα Φθιώτιδα, Μαλίδα, Αινίδα, Δολοπία και Οιταία. Το σοβαρότερο μέτρο που επέβαλε ήταν ο ορισμός κυβερνήσεων που ονομάζονταν «δεκαρχίαι», τα μέλη των οποίων διορίζονταν από τον ίδιο το Φίλιππο. Το 342 ο Φίλιππος επέβαλε στους Θεσσαλούς να «εκλέξουν» τον ίδιο «ισόβιο άρχοντα του Κοινού των Θεσσαλών». Έτσι, πρώτη φορά, εμφανίζεται ταγός στη Θεσσαλία κάποιος μη Θεσσαλός. Μ’ αυτή την «εκλογή», ο Φίλιππος μπορούσε να εκμεταλλεύεται οικονομικά την εύφορη πεδιάδα, μέσω εισφορών, και να επιστρατεύει, θεσσαλικό στρατό.
www.scribd.com/oikonomoukon
εφ. Ελευθερία Λάρισας, 12/12/11, σ. 20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου