του Σάββα Ιωανίδη
Από το υπέροχο βιβλίο των εκδόσεων Κυριακίδη, ‘’Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντας και της γύρω περιοχής (και στοιχεία για την εκεί ελληνική γλώσσα)’’
Το βιβλίο είναι μεταγραφή από το πρωτότυπο του 1870.
Οι Έλληνες μετά τον Τρωικό πόλεμο, αφού έγιναν εμπορικότεροι, μιμούμενοι τους Φοίνικες, οι οποίοι αποίκισαν πολλά νησιά και παράλια της Μεσογείου, άρχισαν να οργανώνουν αποικίες σε διάφορα μέρη. Ανάμεσα σ’ αυτές σημαντικότερες ήταν σι αποικίες των Αθηναίων στην Ιωνία (της Μ.
Ασίας). Απ’ αυτές η Μίλητος, που ανέπτυξε μεγάλο εμπόριο και απόχτησε απ’ αυτό μεγάλη δύναμη, πρώτη από τις άλλες αποικίες, μπόρεσε να ιδρύσει αποικίες στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο. Εδώ πρώτη αποικία της έγινε η Σινώπη τον 9ο αιώνα.
Αυτή η εποχή της ίδρυσης των ελληνικών αποικιών αποτελεί μια από τις ωραιότερες και πιο σημαντικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας• γιατί μ’ αυτές και η Ελλάδα αυξήθηκε και διευρύνθηκε και συγχρόνως τα περισσότερα και ωραιότερα μέρη του τότε γνωστού κόσμου εκπολίτισε και εξημέρωσε, αφήνοντας στη γενική ιστορία φαινόμενο λαμπρότατο και ωφελιμότατο. Ακόμα κι αν παραλείψουμε τις άλλες ελληνικές αποικίες και δούμε μόνο τις αποικίες στον Εύξεινο, είναι αρκετό για να κατανοήσουμε το γρήγορο και ωφέλιμο για την ανθρωπότητα αποτέλεσμα της διάδοσης του πολιτισμού, το οποίο ούτε στις σημερινές ευρωπαϊκές αποικίες παρουσιάζεται, παρότι διαθέτουν όλες τις σύγχρονες ευκολίες. Γιατί, αφότου αποικίστηκε η Σινώπη, μέσα σε λίγα χρόνια όλη η προηγουμένως αφιλόξενη και απολίτιστη παραλία του Ευξείνου Πόντου γεμίζει από ελληνικές αποικίες, και το ελληνικό εμπόριο και ο πολιτισμός σκορπίζονται παντού• οι Συμπληγάδες Πέτρες παύουν να κλείνουν το Βόσπορο και ο Άξεινος (αφιλόξενος) Πόντος, που τώρα έγινε Εύξεινος (φιλόξενος), όπως λέχτηκε, γίνεται ελληνική θάλασσα και ελεύθερη σ όλους τους Έλληνες. Γιατί, εκτός από τη Μίλητο που αποίκισε τη Σινώπη, ύστερα και οι Μεγαρείς αποικίζουν την Ηράκλεια του Πόντου και οι Αθηναίοι την Αμισό.
Όμως η Σινώπη, που χτίστηκε στο Κέντρο του Ευξείνου και είχε λιμάνι πάρα πολύ ευρύχωρο και ασφαλές και έδαφος πολύ καρποφόρο, μέσα σε σύντομο χρόνο μπόρεσε και αυτή να ιδρύσει τόσες αποικίες εκεί, ώστε έγινε πάρα πολύ «πολύτεκνη», όπως και η μητρόπολή της Μίλητος και κατάφερε να κάνει τον Εύξεινο δική της λίμνη. Οι αποικίες της έγιναν μεγάλες και ονομαστές. Για μερικές απ’ αυτές σώζονται όχι μόνο τα ονόματά τους αλλά και τα ονόματα των επιφανών ανδρών τους, παρά τις καταστροφές που ο χρόνος προξένησε, καθώς μας διηγείται η ιστορία. Ανάμεσα στις αποικίες αυτές της Σινώπης πρώτη θεωρείται η Τραπεζούντα και για την αρχαιότητα και για τη σημασία της, γιατί κατάφερε να γίνει επί τρεις χιλιετηρίδες ένδοξη και ονομαστή, ξεπερνώντας και τη μητρόπολή της σε πολλές εποχές. Επειδή, λοιπόν, διατήρησε την ακμή της ως προς τον πληθυσμό της, την πολιτική της αξία και το εμπόριο, θεωρείται η πρώτη από τις πόλεις του Ευξείνου. Και επειδή συνήθως η Τραπεζούντα φαίνεται σαν μητρόπολη όλης της περιοχής και η ιστορία καθεμιάς από αυτές τις πόλεις αναφέρεται σ’ αυτήν, εκτίθεται πρώτα η ιστορία της από την ίδρυσή της μέχρι τις μέρες μας. Για δε τις άλλες πόλεις της περιοχής που περιγράψαμε θα γίνει λόγος στην ιδιαίτερη στατιστική της αρχαίας και της σύγχρονης κατάστασής τους.
Η Τραπεζούντα (και καμιά φορά ο Τραπεζούντας σε αρσενικό γένος) κατά τις ακριβέστερες πληροφορίες των αρχαίων ιστορικών, χτίστηκε κατά το 756 π.Χ., δηλαδή λίγο νωρίτερα από τη Ρώμη και από το Βυζάντιο.
Οικιστής της πόλης θεωρείται ο Άσκρης, πιθανώς Μιλήσιος, γιατί σύμφωνα με το αποικιακό δίκαιο των Ελλήνων ο οικιστής έπρεπε να προέρχεται από τη μητρόπολη της αποικιζόμενης πόλης. Ο οικιστής αυτός έπρεπε να διακρίνεται για την καταγωγή του και για τις πολιτικές και στρατιωτικές του ικανότητες• αυτός όφειλε πρώτα πρώτα να επισκεφθεί την περιοχή όπου θα ιδρυόταν η αποικία, ώστε να είναι προετοιμασμένος και ενημερωμένος τόσο για τη στρατιωτική, εμπορική και γεωργική της θέση όσο και για το καλό κλίμα και την κατάσταση των ανέμων και των υδάτων. Και η εκλογή αυτής της θέσης της Τραπεζούντας αποδεικνύει ότι ο οικιστής της διέθετε αντίληψη πολιτική και προπάντων εμπορική• πράγματι, καμιά άλλη πόλη στον Εύξεινο Πόντο, ούτε κι η ίδια η Σινώπη, δεν είχε τόσο κατάλληλη εμπορική Θέση, όσο η Τραπεζούντα. Γιατί, μπαίνοντας κανείς στον Πόντο δε βρίσκει καμιά άλλη πόλη που να μπορεί τόσο εύκολα και σε κάθε εποχή του χρόνου να συγκοινωνεί με τόση ασφάλεια με το εσωτερικό της Ασίας. Γιατί άλλες από τις πόλεις εμποδίζονται από βουνά που το χειμώνα επί πολλούς μήνες είναι αδιάβατα και άλλες εμποδίζονται και από βουνά και από μεγάλους ποταμούς• μόνο η Τραπεζούντα επικοινωνεί κάθε εποχή με ολόκληρη την Ασία διαμέσου χαμηλού και ομαλού δρόμου που περνά κάτω από οροπέδια εύκολα και χωρίς κανένα εμπόδιο από πλημμύρες ποταμών. Και σ’ αυτό ακριβώς το πλεονέκτημα η Τραπεζούντα οφείλει το μεγαλείο και την ύπαρξή της.
Τραπεζούντα ονομάστηκε από τους τραπεζοειδείς σχεδόν λόφους από τους οποίους περιστοιχίζεται αυτή, όπως πολλές άλλες πόλεις ονομάστηκαν έτσι από το ομώνυμο φυτό που ευδοκιμεί σ’ αυτές ή από το σχήμα τους. Η περιοχή γύρω απ’ αυτήν ονομάζεται Τραπεζούντα ή μάλλον Τραπεζουσία και ο κάτοικός της Τραπεζούντιος. Μονάχα ο Παυσανίας θεωρεί την Τραπεζούντα αποικία της αρκαδικής Τραπεζούντας. Δεν έχει όμως καμιά πιθανότητα αλήθειας η άποψη αυτή, γιατί όλοι οι αρχαιότεροι απ’ αυτόν ιστορικοί, και ιδίως ο Ξενοφώντας, τη θεωρούν αποικία της Σινώπης και γιατί μεσογειακή πόλη της Αρκαδίας δεν ήταν δυνατό να κάνει αποικία μέσα στον κόλπο του Ευξείνου Πόντου και να την διατηρεί ασφαλή ανάμεσα σε άλλες αποικίες, ιδίως, ιωνικές και σε τόσο άγριες και φιλοπόλεμες εθνότητες.
Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, αφού ιδρύθηκε η Τραπεζούντα, κάτω από την προστασία της Σινώπης και, έχοντας θέση κατάλληλη για εμπόριο, αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα, ώστε και η ίδια ίδρυσε αποικίες προς τα ανατολικά της παράλια, όπως είναι η Αθήνα του Πόντου και πάνω απ’ αυτήν η Νέα Τραπεζούντα, καθώς επίσης και άλλες εκεί γύρω. Επειδή δε κανείς από τους αρχαίους ιστορικούς δεν αναφέρει για την πολιτική και διοικητική κατάστασή της κατά τους πρώτους αιώνες, είναι άγνωστα σε μας και το πολίτευμα των πόλεων του Ευξείνου Πόντου και οι κατοπινές πολιτικές τύχες αυτών. Είναι δυνατό όμως να υποθέσουμε ότι η Τραπεζούντα για πολύ καιρό ήταν δημοκρατική και ανεξάρτητη, σαν ιωνική αποικία που ήταν, πληρώνοντας ως μόνο Φόρο, όπως και ο Ξενοφώντας βεβαιώνει, το αποικιακό της χρέος προς τη Σινώπη. Απ’ όσα μάλιστα λένε ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφώντας, τα μέρη αυτά του Πόντου, και ιδίως η παραλιακή λωρίδα, ποτέ δεν υποδουλώθηκαν στους Πέρσες• γιατί, σύμφωνα μ’ αυτούς, ούτε οι Κόλχοι ούτε οι Χαλδαίοι αναγνώριζαν την περσική κυριαρχία, αλλά ζούσαν αυτόνομοι• και αφού οι πάνω από την Τραπεζούντα περιοχές ήταν ανεξάρτητες, πολύ περισσότερο ίσχυε αυτό για τις παραλιακές πόλεις της Κολχίδας. Η δε περσική μοναρχία, η οποία υποδούλωσε όλες τις παραλιακές ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες, δε θα παραιτούνταν από τα κυριαρχικά της δικαιώματα πάνω στις πόλεις που ήταν γύρω από την Τραπεζούντα• γι’ αυτό και ο ίδιος ο Ξενοφώντας μιλώντας για την Τραπεζούντα δε λέει τίποτα άλλο παρά ότι πλήρωνε φόρο στη μητρόπολή της. Και τούτο γιατί ο Κύρος, ο πρώτος Πέρσης κατακτητής των ελληνικών πόλεων, έστρεψε αμέσως την προσοχή του στις Σκυθικές χώρες, όπου και καταστράφηκε• ο δε Καμβύσης ασχολήθηκε με την Αίγυπτο και την Αραβία• ο Δαρείος, πάλι, μπλεγμένος με τους πολέμους στον Ίστρο (Δούναβη) και στην Ελλάδα, δε βρήκε καιρό να εκστρατεύσει σ’ αυτά τα μέρη, όπου μάλιστα έπρεπε να περάσει μέρη άγρια και φτωχά, όπως των Χαλδαίων και των Κόλχων τέλος, ο Ξέρξης, συγκεντρώνοντας όλη την προσοχή του στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα, δε φαίνεται να έκανε τίποτα ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα προς αυτά τα μέρη• ύστερα άρχισαν οι περσικοί πόλεμοι στην Ελλάδα και οι πόλεμοι του Κίμωνα κατά των Περσών, οπότε καταστράφηκε η ναυτική τους δύναμη και έσβησε η διάθεση των Περσών για κατακτήσεις.
Για όλα τα παραπάνω, λοιπόν, πρέπει η Τραπεζούντα και όλες οι γύρω της παραλιακές πόλεις να ήταν ανεξάρτητες και αυτόνομες μέχρι την εποχή των Αλεξανδρινών χρόνων καθώς και της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, θεωρούμενες από τους Ρωμαίους ως ελεύθερες πόλεις και διατηρώντας την αυτονομία τους και κόβοντας δικά τους νομίσματα, όπως θα δούμε παρακάτω. Σε μερικές απ’ αυτές η αυτονομία τους καταργήθηκε επί των Μιθριδατικών χρόνων για λίγο διάστημα, καθώς και επί Σεβήρου κατά το 205 μ.Χ. Τέλος, οριστικά καταργήθηκε η αυτονομία τους, καθώς και όλων των ελληνικών πόλεων, επί του Μ. Κων/ντίνου, οπότε τα πάντα ισοπεδώθηκαν πολιτικά και διοικητικά.
Ποιους πολέμους διεξήγαγαν η Τραπεζούντα και όλες οι γύρω της παραλιακές πόλεις κατά την εποχή πριν από τον Ξενοφώντα δε γνωρίζουμε καθόλου, παρότι δε θα έμεναν εντελώς ήσυχες, αφού περιτριγυρίζονταν από τέτοιους βαρβάρους• με βεβαιότητα μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, επειδή η Σινώπη συμμάχησε με τους Αθηναίους, ήταν αναγκαίο και η Τραπεζούντα και οι υπόλοιπες πόλεις να ήταν σύμμαχοι τους. Επίσης, δεν ξέρουμε σε ποιο επίπεδο βρισκόταν η καλλιτεχνική και η φιλολογική τους επίδοση, επειδή εδώ ούτε αναφέρονται
καλλιτεχνικά εργαστήρια, ούτε σώζονται μέχρι σήμερα ονόματα συγγραφέων και διανοουμένων της εποχής εκείνης. Παρότι όμως δε συναντάμε κατά την αρχαιότητα σ’ αυτά τα μέρη ούτε συγγραφείς ούτε καλλιτέχνες, όμως σαν ιωνική φυλή που ήταν οι Τραπεζούντιοι έπρεπε να έχουν κλίση στα γράμματα και στις καλές τέχνες, αφού εξάλλου, ιδίως οι Τραπεζούντιοι, φημίζονταν κατά τον Βησσαρίωνα ως φίλοι των γραμμάτων• ελάχιστα γλυπτά αντικείμενα σώζονται στις πόλεις αυτές, κι αυτά κομματιασμένα, παρόλο που αυτά ήταν αναγκαία και για το χαρακτήρα των Ελλήνων και για
τη λατρεία τους• αυτό, βέβαια, πρέπει να το αποδώσουμε στην έλλειψη μαρμάρου. Χρησιμοποιώντας ντόπια πέτρα, που ήταν εύθραυστη και επηρεαζόταν εύκολα από τις κλιματικές αλλαγές και το χρόνο, δεν ήταν δυνατό να μας αφήσουν κάποιο αξιόλογο μνημείο, όπως μας βεβαιώνει γι’ αυτό και ο Αρειανός και σι δυσανάγνωστες επιγραφές της εποχής των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, που βρέθηκαν σ’ αυτά τα μέρη.
Τέτοια ήταν η κατάσταση των μερών αυτών από τα πρώτα χρόνια της ελληνικής ιστορίας μέχρι τη διάβαση από εδώ των Μυρίων, οι οποίοι οδηγούνταν από το φιλόσοφο και στρατηγό Ξενοφώντα• γι’ αυτή τη διάβαση πρέπει να σημειώσουμε μερικά γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή αυτή, δεδομένου μάλιστα ότι απ’ αυτά αντλούμε πολλές πληροφορίες ιστορικές και τοπογραφικές για τα μέρη αυτά, τα οποία αποτελούν και το αντικείμενο της πραγματείας μου αυτής.
Η περιγραφή της Ανάβασης του Κύρου από τον Ξενοφώντα ή, καλύτερα, η ονομαζόμενη Κάθοδος των Μυρίων από την Περσία στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα μέρη της ελληνικής ιστορίας• γιατί και τα παλιά ένδοξα κατορθώματα των Ελλήνων επιβεβαίωσαν και την ασύγκριτη πολεμική τέχνη και υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού απέδειξαν. Ακόμη, πολλοί από τους Έλληνες στρατιωτικούς πήραν θάρρος από αυτήν, για να τολμήσουν να τα βάλουν με την περσική δύναμη. Ο πιο τυχερός από αυτούς ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος, που κατάφερε να την καταλύσει.
Είναι γνωστό από την ιστορία ότι ο Κύρος ο Νεότερος θέλοντας να αρπάξει τη βασιλεία από τον μεγαλύτερο αδελφό του Αρταξέρξη, συγκέντρωσε πολλούς βαρβάρους και Περίπου 14.000 Έλληνες, στηρίζοντας σ’ αυτούς τις ελπίδες του για ευτυχή έκβαση των φιλόδοξων σχεδίων του• και, βέβαια, οι ελπίδες του δε διαψεύστηκαν, αφού οι Έλληνες νίκησαν εύκολα και έτρεψαν σε φυγή πολλές δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες του Αρταξέρξη και ο ίδιος προσκυνούνταν ως βασιλιάς. Μεθυσμένος όμως δυστυχώς από τις νίκες του ορμά ασυγκράτητος εναντίον του αδελφού του που έφευγε για να τον σκοτώσει με τα χέρια του, και εκεί —καθώς έγινε πεισματώδης συμπλοκή— σκοτώθηκε ο Κύρος. Οι σωματοφύλακές του αμέσως προσχώρησαν στον Αρταξέρξη, όπως και όλος ο βαρβαρικός στρατός. Οι Έλληνες όμως που έμειναν τότε μακριά από την πατρίδα τους, μέσα σε εχθρική χώρα, πολεμούνταν από φίλους και εχθρούς. Γι’ αυτό αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι. Βλέποντας τότε οι βάρβαροι ότι οι Έλληνες ήταν ακατάβλητοι και πάντα αναδεικνύονταν νικητές καταφεύγουν στην πονηριά. Προσκάλεσαν με όρκους τους δέκα στρατηγούς των Ελλήνων, για να συνθηκολογήσουν, ώστε ελεύθερα και με τη βοήθεια του βασιλιά να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Καταπατώντας όμως τους όρκους τους σκοτώνουν τους στρατηγούς, οπότε οι Έλληνες φτάνουν στο έπακρο της στενοχώριας και της απελπισίας. Τότε ακριβώς ο Ξενοφώντας τους δίνει θάρρος και εκλέγουν 10 άλλους στρατηγούς, μεταξύ των οποίων και τον ίδιο. Στη συνέχεια, με πολλούς κόπους, στερήσεις και άλλα δεινοπαθήματα και δεχόμενοι συνεχώς επιθέσεις και από το στρατό του βασιλιά και από τις άγριες φυλές που διέσχιζαν τα μέρη τους, περνούν τα καρδουχικά όρη και τις πηγές του ποταμού Τίγρη. Ύστερα προχωρώντας πάντοτε προς τα βόρεια φθάνουν στην Αρμενία και από εκεί, περνώντας τις πηγές του Ευφράτη στην περιοχή μεταξύ Ερζιγγιάνης και Ερζερούμ, στρέφονται λίγο ανατολικά προς τη χώρα των Ταόχων, στα σημερινά σύνορα Ρωσίας και Τουρκίας κοντά στο Κάρσιο όρος• έτσι αποφεύγουν βέβαια τις επιθέσεις των στρατηγών του Αρταξέρξη, όχι όμως και τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες• από εκεί στρέφονται προς βορρά και περνώντας από τις σκυθικές χώρες μεταξύ του Βατούμ και του Καρς έρχονται στο όρος Θήχη, που βρίσκεται πάνω και δυτικά του Βατούμ, στο Κατιρλιτάγι• εκεί αντικρίζοντας τη Θάλασσα ύστερα από τόσο καιρό ενθουσιάζονται και αγκαλιάζονται μεταξύ τους τρέχοντας και φωνάζοντας «θάλασσα», «Θάλασσα». Προχωρώντας από εκεί επί 4 μέρες προς τα δυτικά διαμέσου των Μακρώνων, φτάνουν στα σύνορα των Κόλχων, πίσω από τα σημερινά Σούρμενα, και στην περιοχή του Όφη. Εκεί όμως βρήκαν πάλι μεγάλη αντίσταση, καθώς προσπαθούσαν να περάσουν ένα δύσβατο και ψηλό βουνό που φυλαγόταν από τους Κόλχους• αλλά, αφού απέκρουσαν κι αυτούς, ήρθαν και κατέλυσαν στα χωριά των βαρβάρων, όπου βρίσκοντας πολύ δηλητηριασμένο μέλι (που σήμερα το ονομάζουν «παλαλόν» και τρώγοντας πολύ απ’ αυτό έγιναν άλλοι σαν μεθυσμένοι, άλλοι σαν τρελοί κι άλλοι σαν νεκροί• αυτό, όπως ήταν φυσικό, τους προκάλεσε μεγάλη στενοχώρια, γιατί όλος ο στρατός βρισκόταν ξαπλωμένος κάτω σαν να είχε πάθει καταστροφική ήττα• αλλά, ευτυχώς, κανείς τους δεν έπαθε τίποτα και μέσα σε 24 ώρες πάλι συνήλθαν και σε 3-4 μέρες ξαναπόκτησαν τις δυνάμεις τους. Από εκεί προχώρησαν επί 12 ώρες και ήρθαν στην Τραπεζούντα [όπου έμειναν 30 μέρες• στο διάστημα αυτό, με την προτροπή των Τραπεζουντίων, εξορμώντας λεηλατούσαν την περιοχή που βρισκόταν πάνω από την Τραπεζούντα, και που πάντα ήταν εχθρική προς αυτήν, χωρίς όμως να βλάπτουν και τη γειτονική περιοχή που ήταν φιλική]. Ύστερα, λοιπόν, από Τόση απελπιστική πορεία και από τόσα δεινοπαθήματα και στερήσεις και μεγάλους κινδύνους, βλέποντας για πρώτη φορά Έλληνες και ακούγοντας ελληνική ομιλία, ένιωσαν πράγματι απερίγραπτη χαρά και έχυσαν άφθονα δάκρυα χαράς φιλώντας ο ένας τον άλλο με ελληνικό ασπασμό• αλλά και οι Τραπεζούντιοι ανταπαντώντας στη φυσική αυτή χαρά και συγκινημένοι, τους φιλοξένησαν πρόθυμα επί 30 μέρες δίνοντάς τους δώρα φιλοξενίας και βόδια και αλεύρι κριθαρένιο και κρασί και προσφέροντάς τους προϊόντα για αγορά• γιόρτασαν ακόμη μαζί τους και πρόσφεραν όλοι μαζί θυσίες στο Σωτήρα Δία και στον Ηρακλή και στους άλλους θεούς• και τη γιορτή αυτή την επισφράγισαν με αγώνες που τελέστηκαν στο χώρο όπου στρατοπέδευαν, πέρα από τη γέφυρα του Πυξίτη και ανάμεσα σ’ αυτόν
και στη Χότζη• ανάμεσα σ’ αυτούς τους αγώνες πιο διασκεδαστικός ήταν ο ιππικός, γιατί όταν έτρεχαν προς τα κάτω βιαστικά για να περάσουν ο ένας τον άλλο κατρακυλούσαν και ξεφώνιζαν γι’ αυτό, προσφέροντας στους θεατές άφθονο γέλιο. Καθώς διέμεναν, μάλιστα, εκεί οι Έλληνες, ύστερα
από προτροπή των Τραπεζουντίων και για να εξασφαλίσουν λεία για τον εαυτό τους, εκστράτευσαν με το μισό στράτευμά τους προς τα μεσημβρινά βουνά εναντίον των Δριλών, που πάντα ήταν εχθροί με τους Τραπεζουντίους• παρότι είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ακριβώς το μέρος όπου έγινε η επιδρομή των Ελλήνων, υποθέτουμε ότι βρισκόταν ανάμεσα στο Καπίκιοϊ και στη Λιβερά, και η μεταξύ των δύο χωριών τοποθεσία, που λέγεται «λεκάνα», θα ήταν αυτή όπου οι Δρίλες φύλαγαν τα κοπάδια τους. Εκεί όμως βρήκαν μεγάλη αντίσταση και παρά λίγο θα οπισθοχωρούσαν με μεγάλη
ζημία, αν ο Ξενοφώντας δεν πρόφταινε με στρατηγικό τέχνασμα να μαζέψει τους Έλληνες και να καταλάβουν το χωριό• έτσι οι βάρβαροι έφυγαν στα ορεινά δάση, ενώ βρήκαν εκεί άφθονη και περιζήτητη λεία από βόδια και άλλα ζώα και από κάθε λογής πράγματα• αυτά όλα τα παρέλαβαν και χωρίς να χάσουν κανέναν γύρισαν στην Τραπεζούντα. Ενώ από τη μέρα που έφτασαν οι Έλληνες, με κάθε τρόπο προσπαθούσαν οι Τραπεζούντιοι να διευκολύνουν την αναχώρησή τους για την πατρίδα. Έτσι πρώτα πρώτα ο Χειρίσοφος, ένας από τους στρατηγούς, πήγε στο Βυζάντιο για να ζητήσει εκεί από το ναύαρχο των Σπαρτιατών πλοία• παράλληλα ναύλωσαν κι άλλα πλοία και, τέλος, διέταξαν τους κατοίκους των χωριών ανάμεσα στην Τραπεζούντα και την Κερασούντα να στρώσουν το δρόμο ανάμεσα στις δύο πόλεις, πράγμα που έκαναν πρόθυμα σε σύντομο χρόνο, επιθυμώντας να απαλλαγούν από τέτοιους επισκέπτες• τελικά, βλέποντας ο Ξενοφώντας ότι δεν έρχονται πλοία και ότι τα πλοία στην Τραπεζούντα δεν ήταν αρκετά, αφού έβαλε στα πλοία αυτά γυναίκες, παιδιά, γέροντες και αρρώστους και κάθε αποσκευή, πήρε τους άλλους και προχωρώντας απ’ τη στεριά έφτασε στην Κερασούντα σε τρεις μέρες, επειδή ο δρόμος ήταν στρωμένος• μαζί του είχε σαν οδηγό και διερμηνέα έναν Τραπεζούντιο, που ονομαζόταν Τιμησίθεος. Και ήταν τέτοια η κάθοδος των Ελλήνων στην Τραπεζούντα και η αδελφική υποδοχή τους, ώστε οι Έλληνες με ευγνωμοσύνη την διακήρυτταν σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας απ’ όπου περνούσαν, ενώ ο Ξενοφώντας την εξιστόρησε σε μια από τις ωραιότερες ιστορίες του και την απέδωσε με ευγνωμοσύνη στην πόλη αυτή για αιώνια ανάμνηση. Στην Κερασούντα έμειναν 10 μέρες, όπου, αφού μετρήθηκαν όσοι έμειναν από τους Έλληνες οπλίτες, βρέθηκαν 8.600, γιατί οι άλλοι έχασαν τη ζωή τους είτε από τους εχθρούς, είτε από το κρύο είτε από τις αρρώστιες.
Από εκεί αναχώρησαν με πλοία όσοι και προηγουμένως είχαν φύγει με πλοία από την Τραπεζούντα, ενώ οι άλλοι προχώρησαν από τη στεριά προς τα Κοτύωρα. Αλλά στα μισά του δρόμου εμποδίστηκαν από τους ορεινούς Μοσονοίκους και αναγκάστηκαν να συμμαχήσουν με άλλους Μοσονοίκους, που ζούσαν πάνω από την Κερασούντα και είχαν διαφορές με τους ομοφύλους των. Έτσι παίρνοντας το δρόμο προς τα νότια πολέμησαν τους βαρβάρους, που είχαν μαζευτεί στο ψηλότερο από τα βουνά, που ονομάζεται όρος Αγίου Βασιλείου• εκεί τους νίκησαν και, αφού αιχμαλώτισαν ακόμα και το βασιλιά τους, τους καταδίωξαν και έφτασαν μέχρι τους Χάλυβες κοντά στην πεδιάδα της Νικόπολης• από εκεί επιστρέφοντας πέρασαν τη χώρα των Τιβαρηνών ύστερα από συμφωνίες και, μετά από 12 μέρες πορεία από την Κερασούντα, έφτασαν στα Κοτύωρα, ελληνική πόλη, αποικία των Σινωπέων στην παραλία των Τιβαρηνών. Εκεί κάθησαν 45 μέρες περιμένοντας πλοία, ενώ τα τρόφιμά τους τα έβρισκαν από τα γύρω χωριά και από τον υπόλοιπο Πόντο, τον οποίο ο Ξενοφώντας ονομάζει Παφλαγονία• γιατί οι Κοτυωρείς δεν πρόσφεραν σ’ αυτούς τη φιλοξενία των Τραπεζουντίων και των Κερασουντίων, αλλά έκλεισαν τις πύλες της πόλης τους και δεν τους άφησαν να αγοράσουν πράγματα• γι’ αυτό και αυτοί αναγκάστηκαν να λεηλατήσουν τη γύρω περιοχή. Τελικά οι Σινωπείς μαθαίνοντας αυτά και επειδή φοβήθηκαν μήπως πάθει τίποτα η πόλη τους, έστειλαν πρέσβεις, οι οποίοι ήρθαν στο ελληνικό στρατόπεδο και κατάφεραν να τους σταματήσουν από τις λεηλασίες, δίνοντάς τους τρόφιμα και άλλα πράγματα, τα οποία τους στάλθηκαν από τη Σινώπη. Ύστερα τους έβαλαν σε πλοία και τους έστειλαν στην πατρίδα τους κι αυτοί, αφού ήρθαν στην Ηράκλεια και πέρασαν εκεί διάφορες άλλες ταλαιπωρίες, έφτασαν στην Ελλάδα.
Ασίας). Απ’ αυτές η Μίλητος, που ανέπτυξε μεγάλο εμπόριο και απόχτησε απ’ αυτό μεγάλη δύναμη, πρώτη από τις άλλες αποικίες, μπόρεσε να ιδρύσει αποικίες στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο. Εδώ πρώτη αποικία της έγινε η Σινώπη τον 9ο αιώνα.
Αυτή η εποχή της ίδρυσης των ελληνικών αποικιών αποτελεί μια από τις ωραιότερες και πιο σημαντικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας• γιατί μ’ αυτές και η Ελλάδα αυξήθηκε και διευρύνθηκε και συγχρόνως τα περισσότερα και ωραιότερα μέρη του τότε γνωστού κόσμου εκπολίτισε και εξημέρωσε, αφήνοντας στη γενική ιστορία φαινόμενο λαμπρότατο και ωφελιμότατο. Ακόμα κι αν παραλείψουμε τις άλλες ελληνικές αποικίες και δούμε μόνο τις αποικίες στον Εύξεινο, είναι αρκετό για να κατανοήσουμε το γρήγορο και ωφέλιμο για την ανθρωπότητα αποτέλεσμα της διάδοσης του πολιτισμού, το οποίο ούτε στις σημερινές ευρωπαϊκές αποικίες παρουσιάζεται, παρότι διαθέτουν όλες τις σύγχρονες ευκολίες. Γιατί, αφότου αποικίστηκε η Σινώπη, μέσα σε λίγα χρόνια όλη η προηγουμένως αφιλόξενη και απολίτιστη παραλία του Ευξείνου Πόντου γεμίζει από ελληνικές αποικίες, και το ελληνικό εμπόριο και ο πολιτισμός σκορπίζονται παντού• οι Συμπληγάδες Πέτρες παύουν να κλείνουν το Βόσπορο και ο Άξεινος (αφιλόξενος) Πόντος, που τώρα έγινε Εύξεινος (φιλόξενος), όπως λέχτηκε, γίνεται ελληνική θάλασσα και ελεύθερη σ όλους τους Έλληνες. Γιατί, εκτός από τη Μίλητο που αποίκισε τη Σινώπη, ύστερα και οι Μεγαρείς αποικίζουν την Ηράκλεια του Πόντου και οι Αθηναίοι την Αμισό.
Όμως η Σινώπη, που χτίστηκε στο Κέντρο του Ευξείνου και είχε λιμάνι πάρα πολύ ευρύχωρο και ασφαλές και έδαφος πολύ καρποφόρο, μέσα σε σύντομο χρόνο μπόρεσε και αυτή να ιδρύσει τόσες αποικίες εκεί, ώστε έγινε πάρα πολύ «πολύτεκνη», όπως και η μητρόπολή της Μίλητος και κατάφερε να κάνει τον Εύξεινο δική της λίμνη. Οι αποικίες της έγιναν μεγάλες και ονομαστές. Για μερικές απ’ αυτές σώζονται όχι μόνο τα ονόματά τους αλλά και τα ονόματα των επιφανών ανδρών τους, παρά τις καταστροφές που ο χρόνος προξένησε, καθώς μας διηγείται η ιστορία. Ανάμεσα στις αποικίες αυτές της Σινώπης πρώτη θεωρείται η Τραπεζούντα και για την αρχαιότητα και για τη σημασία της, γιατί κατάφερε να γίνει επί τρεις χιλιετηρίδες ένδοξη και ονομαστή, ξεπερνώντας και τη μητρόπολή της σε πολλές εποχές. Επειδή, λοιπόν, διατήρησε την ακμή της ως προς τον πληθυσμό της, την πολιτική της αξία και το εμπόριο, θεωρείται η πρώτη από τις πόλεις του Ευξείνου. Και επειδή συνήθως η Τραπεζούντα φαίνεται σαν μητρόπολη όλης της περιοχής και η ιστορία καθεμιάς από αυτές τις πόλεις αναφέρεται σ’ αυτήν, εκτίθεται πρώτα η ιστορία της από την ίδρυσή της μέχρι τις μέρες μας. Για δε τις άλλες πόλεις της περιοχής που περιγράψαμε θα γίνει λόγος στην ιδιαίτερη στατιστική της αρχαίας και της σύγχρονης κατάστασής τους.
Η Τραπεζούντα (και καμιά φορά ο Τραπεζούντας σε αρσενικό γένος) κατά τις ακριβέστερες πληροφορίες των αρχαίων ιστορικών, χτίστηκε κατά το 756 π.Χ., δηλαδή λίγο νωρίτερα από τη Ρώμη και από το Βυζάντιο.
Οικιστής της πόλης θεωρείται ο Άσκρης, πιθανώς Μιλήσιος, γιατί σύμφωνα με το αποικιακό δίκαιο των Ελλήνων ο οικιστής έπρεπε να προέρχεται από τη μητρόπολη της αποικιζόμενης πόλης. Ο οικιστής αυτός έπρεπε να διακρίνεται για την καταγωγή του και για τις πολιτικές και στρατιωτικές του ικανότητες• αυτός όφειλε πρώτα πρώτα να επισκεφθεί την περιοχή όπου θα ιδρυόταν η αποικία, ώστε να είναι προετοιμασμένος και ενημερωμένος τόσο για τη στρατιωτική, εμπορική και γεωργική της θέση όσο και για το καλό κλίμα και την κατάσταση των ανέμων και των υδάτων. Και η εκλογή αυτής της θέσης της Τραπεζούντας αποδεικνύει ότι ο οικιστής της διέθετε αντίληψη πολιτική και προπάντων εμπορική• πράγματι, καμιά άλλη πόλη στον Εύξεινο Πόντο, ούτε κι η ίδια η Σινώπη, δεν είχε τόσο κατάλληλη εμπορική Θέση, όσο η Τραπεζούντα. Γιατί, μπαίνοντας κανείς στον Πόντο δε βρίσκει καμιά άλλη πόλη που να μπορεί τόσο εύκολα και σε κάθε εποχή του χρόνου να συγκοινωνεί με τόση ασφάλεια με το εσωτερικό της Ασίας. Γιατί άλλες από τις πόλεις εμποδίζονται από βουνά που το χειμώνα επί πολλούς μήνες είναι αδιάβατα και άλλες εμποδίζονται και από βουνά και από μεγάλους ποταμούς• μόνο η Τραπεζούντα επικοινωνεί κάθε εποχή με ολόκληρη την Ασία διαμέσου χαμηλού και ομαλού δρόμου που περνά κάτω από οροπέδια εύκολα και χωρίς κανένα εμπόδιο από πλημμύρες ποταμών. Και σ’ αυτό ακριβώς το πλεονέκτημα η Τραπεζούντα οφείλει το μεγαλείο και την ύπαρξή της.
Τραπεζούντα ονομάστηκε από τους τραπεζοειδείς σχεδόν λόφους από τους οποίους περιστοιχίζεται αυτή, όπως πολλές άλλες πόλεις ονομάστηκαν έτσι από το ομώνυμο φυτό που ευδοκιμεί σ’ αυτές ή από το σχήμα τους. Η περιοχή γύρω απ’ αυτήν ονομάζεται Τραπεζούντα ή μάλλον Τραπεζουσία και ο κάτοικός της Τραπεζούντιος. Μονάχα ο Παυσανίας θεωρεί την Τραπεζούντα αποικία της αρκαδικής Τραπεζούντας. Δεν έχει όμως καμιά πιθανότητα αλήθειας η άποψη αυτή, γιατί όλοι οι αρχαιότεροι απ’ αυτόν ιστορικοί, και ιδίως ο Ξενοφώντας, τη θεωρούν αποικία της Σινώπης και γιατί μεσογειακή πόλη της Αρκαδίας δεν ήταν δυνατό να κάνει αποικία μέσα στον κόλπο του Ευξείνου Πόντου και να την διατηρεί ασφαλή ανάμεσα σε άλλες αποικίες, ιδίως, ιωνικές και σε τόσο άγριες και φιλοπόλεμες εθνότητες.
Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, αφού ιδρύθηκε η Τραπεζούντα, κάτω από την προστασία της Σινώπης και, έχοντας θέση κατάλληλη για εμπόριο, αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα, ώστε και η ίδια ίδρυσε αποικίες προς τα ανατολικά της παράλια, όπως είναι η Αθήνα του Πόντου και πάνω απ’ αυτήν η Νέα Τραπεζούντα, καθώς επίσης και άλλες εκεί γύρω. Επειδή δε κανείς από τους αρχαίους ιστορικούς δεν αναφέρει για την πολιτική και διοικητική κατάστασή της κατά τους πρώτους αιώνες, είναι άγνωστα σε μας και το πολίτευμα των πόλεων του Ευξείνου Πόντου και οι κατοπινές πολιτικές τύχες αυτών. Είναι δυνατό όμως να υποθέσουμε ότι η Τραπεζούντα για πολύ καιρό ήταν δημοκρατική και ανεξάρτητη, σαν ιωνική αποικία που ήταν, πληρώνοντας ως μόνο Φόρο, όπως και ο Ξενοφώντας βεβαιώνει, το αποικιακό της χρέος προς τη Σινώπη. Απ’ όσα μάλιστα λένε ο Ηρόδοτος και ο Ξενοφώντας, τα μέρη αυτά του Πόντου, και ιδίως η παραλιακή λωρίδα, ποτέ δεν υποδουλώθηκαν στους Πέρσες• γιατί, σύμφωνα μ’ αυτούς, ούτε οι Κόλχοι ούτε οι Χαλδαίοι αναγνώριζαν την περσική κυριαρχία, αλλά ζούσαν αυτόνομοι• και αφού οι πάνω από την Τραπεζούντα περιοχές ήταν ανεξάρτητες, πολύ περισσότερο ίσχυε αυτό για τις παραλιακές πόλεις της Κολχίδας. Η δε περσική μοναρχία, η οποία υποδούλωσε όλες τις παραλιακές ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, σύμφωνα με τις παραπάνω μαρτυρίες, δε θα παραιτούνταν από τα κυριαρχικά της δικαιώματα πάνω στις πόλεις που ήταν γύρω από την Τραπεζούντα• γι’ αυτό και ο ίδιος ο Ξενοφώντας μιλώντας για την Τραπεζούντα δε λέει τίποτα άλλο παρά ότι πλήρωνε φόρο στη μητρόπολή της. Και τούτο γιατί ο Κύρος, ο πρώτος Πέρσης κατακτητής των ελληνικών πόλεων, έστρεψε αμέσως την προσοχή του στις Σκυθικές χώρες, όπου και καταστράφηκε• ο δε Καμβύσης ασχολήθηκε με την Αίγυπτο και την Αραβία• ο Δαρείος, πάλι, μπλεγμένος με τους πολέμους στον Ίστρο (Δούναβη) και στην Ελλάδα, δε βρήκε καιρό να εκστρατεύσει σ’ αυτά τα μέρη, όπου μάλιστα έπρεπε να περάσει μέρη άγρια και φτωχά, όπως των Χαλδαίων και των Κόλχων τέλος, ο Ξέρξης, συγκεντρώνοντας όλη την προσοχή του στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα, δε φαίνεται να έκανε τίποτα ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα προς αυτά τα μέρη• ύστερα άρχισαν οι περσικοί πόλεμοι στην Ελλάδα και οι πόλεμοι του Κίμωνα κατά των Περσών, οπότε καταστράφηκε η ναυτική τους δύναμη και έσβησε η διάθεση των Περσών για κατακτήσεις.
Για όλα τα παραπάνω, λοιπόν, πρέπει η Τραπεζούντα και όλες οι γύρω της παραλιακές πόλεις να ήταν ανεξάρτητες και αυτόνομες μέχρι την εποχή των Αλεξανδρινών χρόνων καθώς και της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, θεωρούμενες από τους Ρωμαίους ως ελεύθερες πόλεις και διατηρώντας την αυτονομία τους και κόβοντας δικά τους νομίσματα, όπως θα δούμε παρακάτω. Σε μερικές απ’ αυτές η αυτονομία τους καταργήθηκε επί των Μιθριδατικών χρόνων για λίγο διάστημα, καθώς και επί Σεβήρου κατά το 205 μ.Χ. Τέλος, οριστικά καταργήθηκε η αυτονομία τους, καθώς και όλων των ελληνικών πόλεων, επί του Μ. Κων/ντίνου, οπότε τα πάντα ισοπεδώθηκαν πολιτικά και διοικητικά.
Ποιους πολέμους διεξήγαγαν η Τραπεζούντα και όλες οι γύρω της παραλιακές πόλεις κατά την εποχή πριν από τον Ξενοφώντα δε γνωρίζουμε καθόλου, παρότι δε θα έμεναν εντελώς ήσυχες, αφού περιτριγυρίζονταν από τέτοιους βαρβάρους• με βεβαιότητα μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, επειδή η Σινώπη συμμάχησε με τους Αθηναίους, ήταν αναγκαίο και η Τραπεζούντα και οι υπόλοιπες πόλεις να ήταν σύμμαχοι τους. Επίσης, δεν ξέρουμε σε ποιο επίπεδο βρισκόταν η καλλιτεχνική και η φιλολογική τους επίδοση, επειδή εδώ ούτε αναφέρονται
καλλιτεχνικά εργαστήρια, ούτε σώζονται μέχρι σήμερα ονόματα συγγραφέων και διανοουμένων της εποχής εκείνης. Παρότι όμως δε συναντάμε κατά την αρχαιότητα σ’ αυτά τα μέρη ούτε συγγραφείς ούτε καλλιτέχνες, όμως σαν ιωνική φυλή που ήταν οι Τραπεζούντιοι έπρεπε να έχουν κλίση στα γράμματα και στις καλές τέχνες, αφού εξάλλου, ιδίως οι Τραπεζούντιοι, φημίζονταν κατά τον Βησσαρίωνα ως φίλοι των γραμμάτων• ελάχιστα γλυπτά αντικείμενα σώζονται στις πόλεις αυτές, κι αυτά κομματιασμένα, παρόλο που αυτά ήταν αναγκαία και για το χαρακτήρα των Ελλήνων και για
τη λατρεία τους• αυτό, βέβαια, πρέπει να το αποδώσουμε στην έλλειψη μαρμάρου. Χρησιμοποιώντας ντόπια πέτρα, που ήταν εύθραυστη και επηρεαζόταν εύκολα από τις κλιματικές αλλαγές και το χρόνο, δεν ήταν δυνατό να μας αφήσουν κάποιο αξιόλογο μνημείο, όπως μας βεβαιώνει γι’ αυτό και ο Αρειανός και σι δυσανάγνωστες επιγραφές της εποχής των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, που βρέθηκαν σ’ αυτά τα μέρη.
Τέτοια ήταν η κατάσταση των μερών αυτών από τα πρώτα χρόνια της ελληνικής ιστορίας μέχρι τη διάβαση από εδώ των Μυρίων, οι οποίοι οδηγούνταν από το φιλόσοφο και στρατηγό Ξενοφώντα• γι’ αυτή τη διάβαση πρέπει να σημειώσουμε μερικά γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή αυτή, δεδομένου μάλιστα ότι απ’ αυτά αντλούμε πολλές πληροφορίες ιστορικές και τοπογραφικές για τα μέρη αυτά, τα οποία αποτελούν και το αντικείμενο της πραγματείας μου αυτής.
Η περιγραφή της Ανάβασης του Κύρου από τον Ξενοφώντα ή, καλύτερα, η ονομαζόμενη Κάθοδος των Μυρίων από την Περσία στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα μέρη της ελληνικής ιστορίας• γιατί και τα παλιά ένδοξα κατορθώματα των Ελλήνων επιβεβαίωσαν και την ασύγκριτη πολεμική τέχνη και υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού απέδειξαν. Ακόμη, πολλοί από τους Έλληνες στρατιωτικούς πήραν θάρρος από αυτήν, για να τολμήσουν να τα βάλουν με την περσική δύναμη. Ο πιο τυχερός από αυτούς ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος, που κατάφερε να την καταλύσει.
Είναι γνωστό από την ιστορία ότι ο Κύρος ο Νεότερος θέλοντας να αρπάξει τη βασιλεία από τον μεγαλύτερο αδελφό του Αρταξέρξη, συγκέντρωσε πολλούς βαρβάρους και Περίπου 14.000 Έλληνες, στηρίζοντας σ’ αυτούς τις ελπίδες του για ευτυχή έκβαση των φιλόδοξων σχεδίων του• και, βέβαια, οι ελπίδες του δε διαψεύστηκαν, αφού οι Έλληνες νίκησαν εύκολα και έτρεψαν σε φυγή πολλές δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες του Αρταξέρξη και ο ίδιος προσκυνούνταν ως βασιλιάς. Μεθυσμένος όμως δυστυχώς από τις νίκες του ορμά ασυγκράτητος εναντίον του αδελφού του που έφευγε για να τον σκοτώσει με τα χέρια του, και εκεί —καθώς έγινε πεισματώδης συμπλοκή— σκοτώθηκε ο Κύρος. Οι σωματοφύλακές του αμέσως προσχώρησαν στον Αρταξέρξη, όπως και όλος ο βαρβαρικός στρατός. Οι Έλληνες όμως που έμειναν τότε μακριά από την πατρίδα τους, μέσα σε εχθρική χώρα, πολεμούνταν από φίλους και εχθρούς. Γι’ αυτό αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα επιτιθέμενοι ή αμυνόμενοι. Βλέποντας τότε οι βάρβαροι ότι οι Έλληνες ήταν ακατάβλητοι και πάντα αναδεικνύονταν νικητές καταφεύγουν στην πονηριά. Προσκάλεσαν με όρκους τους δέκα στρατηγούς των Ελλήνων, για να συνθηκολογήσουν, ώστε ελεύθερα και με τη βοήθεια του βασιλιά να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Καταπατώντας όμως τους όρκους τους σκοτώνουν τους στρατηγούς, οπότε οι Έλληνες φτάνουν στο έπακρο της στενοχώριας και της απελπισίας. Τότε ακριβώς ο Ξενοφώντας τους δίνει θάρρος και εκλέγουν 10 άλλους στρατηγούς, μεταξύ των οποίων και τον ίδιο. Στη συνέχεια, με πολλούς κόπους, στερήσεις και άλλα δεινοπαθήματα και δεχόμενοι συνεχώς επιθέσεις και από το στρατό του βασιλιά και από τις άγριες φυλές που διέσχιζαν τα μέρη τους, περνούν τα καρδουχικά όρη και τις πηγές του ποταμού Τίγρη. Ύστερα προχωρώντας πάντοτε προς τα βόρεια φθάνουν στην Αρμενία και από εκεί, περνώντας τις πηγές του Ευφράτη στην περιοχή μεταξύ Ερζιγγιάνης και Ερζερούμ, στρέφονται λίγο ανατολικά προς τη χώρα των Ταόχων, στα σημερινά σύνορα Ρωσίας και Τουρκίας κοντά στο Κάρσιο όρος• έτσι αποφεύγουν βέβαια τις επιθέσεις των στρατηγών του Αρταξέρξη, όχι όμως και τις στερήσεις και τις ταλαιπωρίες• από εκεί στρέφονται προς βορρά και περνώντας από τις σκυθικές χώρες μεταξύ του Βατούμ και του Καρς έρχονται στο όρος Θήχη, που βρίσκεται πάνω και δυτικά του Βατούμ, στο Κατιρλιτάγι• εκεί αντικρίζοντας τη Θάλασσα ύστερα από τόσο καιρό ενθουσιάζονται και αγκαλιάζονται μεταξύ τους τρέχοντας και φωνάζοντας «θάλασσα», «Θάλασσα». Προχωρώντας από εκεί επί 4 μέρες προς τα δυτικά διαμέσου των Μακρώνων, φτάνουν στα σύνορα των Κόλχων, πίσω από τα σημερινά Σούρμενα, και στην περιοχή του Όφη. Εκεί όμως βρήκαν πάλι μεγάλη αντίσταση, καθώς προσπαθούσαν να περάσουν ένα δύσβατο και ψηλό βουνό που φυλαγόταν από τους Κόλχους• αλλά, αφού απέκρουσαν κι αυτούς, ήρθαν και κατέλυσαν στα χωριά των βαρβάρων, όπου βρίσκοντας πολύ δηλητηριασμένο μέλι (που σήμερα το ονομάζουν «παλαλόν» και τρώγοντας πολύ απ’ αυτό έγιναν άλλοι σαν μεθυσμένοι, άλλοι σαν τρελοί κι άλλοι σαν νεκροί• αυτό, όπως ήταν φυσικό, τους προκάλεσε μεγάλη στενοχώρια, γιατί όλος ο στρατός βρισκόταν ξαπλωμένος κάτω σαν να είχε πάθει καταστροφική ήττα• αλλά, ευτυχώς, κανείς τους δεν έπαθε τίποτα και μέσα σε 24 ώρες πάλι συνήλθαν και σε 3-4 μέρες ξαναπόκτησαν τις δυνάμεις τους. Από εκεί προχώρησαν επί 12 ώρες και ήρθαν στην Τραπεζούντα [όπου έμειναν 30 μέρες• στο διάστημα αυτό, με την προτροπή των Τραπεζουντίων, εξορμώντας λεηλατούσαν την περιοχή που βρισκόταν πάνω από την Τραπεζούντα, και που πάντα ήταν εχθρική προς αυτήν, χωρίς όμως να βλάπτουν και τη γειτονική περιοχή που ήταν φιλική]. Ύστερα, λοιπόν, από Τόση απελπιστική πορεία και από τόσα δεινοπαθήματα και στερήσεις και μεγάλους κινδύνους, βλέποντας για πρώτη φορά Έλληνες και ακούγοντας ελληνική ομιλία, ένιωσαν πράγματι απερίγραπτη χαρά και έχυσαν άφθονα δάκρυα χαράς φιλώντας ο ένας τον άλλο με ελληνικό ασπασμό• αλλά και οι Τραπεζούντιοι ανταπαντώντας στη φυσική αυτή χαρά και συγκινημένοι, τους φιλοξένησαν πρόθυμα επί 30 μέρες δίνοντάς τους δώρα φιλοξενίας και βόδια και αλεύρι κριθαρένιο και κρασί και προσφέροντάς τους προϊόντα για αγορά• γιόρτασαν ακόμη μαζί τους και πρόσφεραν όλοι μαζί θυσίες στο Σωτήρα Δία και στον Ηρακλή και στους άλλους θεούς• και τη γιορτή αυτή την επισφράγισαν με αγώνες που τελέστηκαν στο χώρο όπου στρατοπέδευαν, πέρα από τη γέφυρα του Πυξίτη και ανάμεσα σ’ αυτόν
και στη Χότζη• ανάμεσα σ’ αυτούς τους αγώνες πιο διασκεδαστικός ήταν ο ιππικός, γιατί όταν έτρεχαν προς τα κάτω βιαστικά για να περάσουν ο ένας τον άλλο κατρακυλούσαν και ξεφώνιζαν γι’ αυτό, προσφέροντας στους θεατές άφθονο γέλιο. Καθώς διέμεναν, μάλιστα, εκεί οι Έλληνες, ύστερα
από προτροπή των Τραπεζουντίων και για να εξασφαλίσουν λεία για τον εαυτό τους, εκστράτευσαν με το μισό στράτευμά τους προς τα μεσημβρινά βουνά εναντίον των Δριλών, που πάντα ήταν εχθροί με τους Τραπεζουντίους• παρότι είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ακριβώς το μέρος όπου έγινε η επιδρομή των Ελλήνων, υποθέτουμε ότι βρισκόταν ανάμεσα στο Καπίκιοϊ και στη Λιβερά, και η μεταξύ των δύο χωριών τοποθεσία, που λέγεται «λεκάνα», θα ήταν αυτή όπου οι Δρίλες φύλαγαν τα κοπάδια τους. Εκεί όμως βρήκαν μεγάλη αντίσταση και παρά λίγο θα οπισθοχωρούσαν με μεγάλη
ζημία, αν ο Ξενοφώντας δεν πρόφταινε με στρατηγικό τέχνασμα να μαζέψει τους Έλληνες και να καταλάβουν το χωριό• έτσι οι βάρβαροι έφυγαν στα ορεινά δάση, ενώ βρήκαν εκεί άφθονη και περιζήτητη λεία από βόδια και άλλα ζώα και από κάθε λογής πράγματα• αυτά όλα τα παρέλαβαν και χωρίς να χάσουν κανέναν γύρισαν στην Τραπεζούντα. Ενώ από τη μέρα που έφτασαν οι Έλληνες, με κάθε τρόπο προσπαθούσαν οι Τραπεζούντιοι να διευκολύνουν την αναχώρησή τους για την πατρίδα. Έτσι πρώτα πρώτα ο Χειρίσοφος, ένας από τους στρατηγούς, πήγε στο Βυζάντιο για να ζητήσει εκεί από το ναύαρχο των Σπαρτιατών πλοία• παράλληλα ναύλωσαν κι άλλα πλοία και, τέλος, διέταξαν τους κατοίκους των χωριών ανάμεσα στην Τραπεζούντα και την Κερασούντα να στρώσουν το δρόμο ανάμεσα στις δύο πόλεις, πράγμα που έκαναν πρόθυμα σε σύντομο χρόνο, επιθυμώντας να απαλλαγούν από τέτοιους επισκέπτες• τελικά, βλέποντας ο Ξενοφώντας ότι δεν έρχονται πλοία και ότι τα πλοία στην Τραπεζούντα δεν ήταν αρκετά, αφού έβαλε στα πλοία αυτά γυναίκες, παιδιά, γέροντες και αρρώστους και κάθε αποσκευή, πήρε τους άλλους και προχωρώντας απ’ τη στεριά έφτασε στην Κερασούντα σε τρεις μέρες, επειδή ο δρόμος ήταν στρωμένος• μαζί του είχε σαν οδηγό και διερμηνέα έναν Τραπεζούντιο, που ονομαζόταν Τιμησίθεος. Και ήταν τέτοια η κάθοδος των Ελλήνων στην Τραπεζούντα και η αδελφική υποδοχή τους, ώστε οι Έλληνες με ευγνωμοσύνη την διακήρυτταν σ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας απ’ όπου περνούσαν, ενώ ο Ξενοφώντας την εξιστόρησε σε μια από τις ωραιότερες ιστορίες του και την απέδωσε με ευγνωμοσύνη στην πόλη αυτή για αιώνια ανάμνηση. Στην Κερασούντα έμειναν 10 μέρες, όπου, αφού μετρήθηκαν όσοι έμειναν από τους Έλληνες οπλίτες, βρέθηκαν 8.600, γιατί οι άλλοι έχασαν τη ζωή τους είτε από τους εχθρούς, είτε από το κρύο είτε από τις αρρώστιες.
Από εκεί αναχώρησαν με πλοία όσοι και προηγουμένως είχαν φύγει με πλοία από την Τραπεζούντα, ενώ οι άλλοι προχώρησαν από τη στεριά προς τα Κοτύωρα. Αλλά στα μισά του δρόμου εμποδίστηκαν από τους ορεινούς Μοσονοίκους και αναγκάστηκαν να συμμαχήσουν με άλλους Μοσονοίκους, που ζούσαν πάνω από την Κερασούντα και είχαν διαφορές με τους ομοφύλους των. Έτσι παίρνοντας το δρόμο προς τα νότια πολέμησαν τους βαρβάρους, που είχαν μαζευτεί στο ψηλότερο από τα βουνά, που ονομάζεται όρος Αγίου Βασιλείου• εκεί τους νίκησαν και, αφού αιχμαλώτισαν ακόμα και το βασιλιά τους, τους καταδίωξαν και έφτασαν μέχρι τους Χάλυβες κοντά στην πεδιάδα της Νικόπολης• από εκεί επιστρέφοντας πέρασαν τη χώρα των Τιβαρηνών ύστερα από συμφωνίες και, μετά από 12 μέρες πορεία από την Κερασούντα, έφτασαν στα Κοτύωρα, ελληνική πόλη, αποικία των Σινωπέων στην παραλία των Τιβαρηνών. Εκεί κάθησαν 45 μέρες περιμένοντας πλοία, ενώ τα τρόφιμά τους τα έβρισκαν από τα γύρω χωριά και από τον υπόλοιπο Πόντο, τον οποίο ο Ξενοφώντας ονομάζει Παφλαγονία• γιατί οι Κοτυωρείς δεν πρόσφεραν σ’ αυτούς τη φιλοξενία των Τραπεζουντίων και των Κερασουντίων, αλλά έκλεισαν τις πύλες της πόλης τους και δεν τους άφησαν να αγοράσουν πράγματα• γι’ αυτό και αυτοί αναγκάστηκαν να λεηλατήσουν τη γύρω περιοχή. Τελικά οι Σινωπείς μαθαίνοντας αυτά και επειδή φοβήθηκαν μήπως πάθει τίποτα η πόλη τους, έστειλαν πρέσβεις, οι οποίοι ήρθαν στο ελληνικό στρατόπεδο και κατάφεραν να τους σταματήσουν από τις λεηλασίες, δίνοντάς τους τρόφιμα και άλλα πράγματα, τα οποία τους στάλθηκαν από τη Σινώπη. Ύστερα τους έβαλαν σε πλοία και τους έστειλαν στην πατρίδα τους κι αυτοί, αφού ήρθαν στην Ηράκλεια και πέρασαν εκεί διάφορες άλλες ταλαιπωρίες, έφτασαν στην Ελλάδα.
http://www.e-istoria.com/po2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου