Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΚΕΡΑΜΙΚΟΙ ΚΛΙΒΑΝΟΙ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Παναγιώτης Δελαβίνιας,
Πτυχιούχος Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων


Τα πρώτα ίχνη φωτιάς έχουν εντοπιστεί στο σπήλαιο Swartkrans, στη Ν. Αφρική, και χρονολογούνται στα 1,5 εκατ. χρόνια πριν. Ωστόσο, οι άνθρωποι ανέκαθεν ήθελαν να ελέγξουν την φωτιά, ώστε να την χρησιμοποιήσουν για τις ανάγκες τους. Μία από αυτές τις ανάγκες ήταν η δημιουργία επιμελημένων αγγείων, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είτε για τελετουργικούς (θρησκεία) είτε για πρακτικούς σκοπούς (συμπόσια). Η διαδικασία της όπτησης των αγγείων μέσα στον κλίβανο [
σημ. 1] ήταν ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, καθώς απαιτούσε σταθερή θερμοκρασία σε συνδυασμό με την παροχή ή έλλειψη οξυγόνου [σημ. 2]. Τα λιγοστά μέσα ελέγχου της θερμοκρασίας του κλιβάνου δυσχέραιναν την προσπάθεια, και οι «Βάναυσοι» (βλ. παρακάτω) είχαν μάθει εμπειρικά το χρόνο αλλαγής της θερμοκρασίας του κλιβάνου.
Οι πρώτοι κλίβανοι χρησιμοποιήθηκαν στην Εγγύς Ανατολή γύρω στο 8000 π.Χ. για την παραγωγή δημητριακών και ψωμιού [σημ. 3]. Ο αρχέγονος τρόπος ψησίματος των αγγείων ήταν αυτός της «ανοιχτής» φωτιάς [σημ. 4] (εικ. 1). Με τη μέθοδο αυτή ανοίγονταν μεγάλοι λάκκοι στο έδαφος, τους οποίους γέμιζαν με καύσιμη ύλη, όπως ξύλα, χόρτα, σπόρους κ.ά. Πάνω στην καύσιμη ύλη τοποθετούνταν τα αγγεία, καλύπτοντας κάθε διαθέσιμο χώρο. Αυτή η μέθοδος αποδείχθηκε ανεπαρκής, γιατί η πλειονότητα των αγγείων καταστρέφονταν λόγω έλλειψης σταθερής θερμοκρασίας. Οι πρώτοι κλίβανοι, που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την παραγωγή αγγείων, κατασκευάστηκαν στα Σούσα, γύρω στο 4000 π.Χ. [σημ. 5] (εικ. 2). Αυτοί οι κλίβανοι ήταν κάθετοι, και έτσι καθίστατο δυνατή η επίτευξη υψηλότερης και πιο σταθερής θερμοκρασίας. Οι Αιγύπτιοι γύρω στο 2700-2500 π.Χ. εξέλιξαν αυτού του είδους τον κλίβανο τον οποίο χρησιμοποιούσαν κατά κόρον για την παραγωγή γυαλιού [σημ. 6] (εικ. 3). Στην Ελλάδα, ο αρχαιότερος κλίβανος βρέθηκε στην Όλυνθο και χρονολογείται στο 3000 π.Χ. [σημ. 7].
Ο κλίβανος συναντάται, επίσης, πολύ συχνά στην αρχαία, ελληνική και μη, γραμματεία. Από τις αρχαιότερες φιλολογικές μαρτυρίες που σώζονται είναι κείμενα σε σφηνοειδή γραφή [σημ. 8]. Σύμφωνα με αυτά, ο φούρνος, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην κουζίνα και μετέπειτα για τη θέρμανση της βύνης ονομαζόταν με τον γενικό όρο utûnu ή atûnu (ο ίδιος φούρνος χρησιμοποιήθηκε και για το λιώσιμο μετάλλων, για την όπτηση κεραμιδιών και τούβλων). Επίσης, συναντούμε τον όρο kîru ή kûru (Ακκαδικά), για το φούρνο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή γυαλιού και το λιώσιμο των μετάλλων. Αυτός φαίνεται πως αποτελείται από δύο διαφορετικούς χώρους, το χώρο όπτησης και την εστία. Τέλος, ως φούρνος για το ψήσιμο των τούβλων απαντά και ο όρος kiškittu ή kiškattu, ενώ αυτός για το λιώσιμο των μετάλλων και ως nasrapu ή našrapu [σημ. 9]. Ο κεραμικός κλίβανος συναντάται , επίσης, στις αρχαίες ελληνικές φιλολογικές πηγές με πολλά διαφορετικά ονόματα [σημ. 10], όπως ιπνός [σημ. 11], κρίβανος [σημ. 12] (ή κλίβανος στη δωρική διάλεκτο), κάμινος [σημ. 13] ή πνιγεύς [σημ. 14]. Ωστόσο, η γνωστότερη και πληρέστερη αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία για τον κλίβανο και τους κινδύνους του ψησίματος των αγγείων, βρίσκεται σε ένα ποίημα του Ψευδο-Ηροδότου [σημ. 15].
Όσον αφορά το σημείο όπου θα κατασκευαζόταν ο κλίβανος έπρεπε να επιλεχθεί προσεκτικά, καθώς ήταν αναγκαία η τήρηση κάποιων κριτηρίων. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν η κατασκευή του στα περίχωρα της πόλης, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος ο καπνός να πλησιάσει σε αυτήν. Ένα εξίσου σημαντικό κριτήριο ήταν η επάρκεια σε καύσιμη ύλη και νερό (για την αραίωση του πηλού). Επίσης, το έδαφος θα έπρεπε να είναι μαλακό, ώστε να επιτρέπει την κατασκευή του, και να έχει φυσική κατωφέρεια, για να διευκολύνεται η κυκλοφορία του αέρα, αν και αυτό δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση [σημ. 16]. Το σχήμα [σημ. 17] (εικ. 4), κυκλικό [σημ. 18], ελλειψοειδές [σημ. 19] ή ορθογώνιο [σημ. 20], και το μέγεθος των κλιβάνων ποίκιλλε ανάλογα την εποχή [σημ. 21] που αυτός είχε κτιστεί και το μέγεθος της παραγωγής, στο οποίο έπρεπε να ανταποκριθεί.
Ωστόσο, η γενική δομή των κλιβάνων [σημ. 22] (εικ. 5)** ήταν απλή και έχει απεικονιστεί πολλές φορές σε πίνακες από πηλό [σημ. 23], σε αγγεία [σημ. 24] και σε ημιπολύτιμους λίθους [σημ. 25]. Αποτελούταν από δύο «ορόφους», έναν υπόγειο και έναν ισόγειο. Ο «δρόμος» [σημ. 26] ήταν μέρος του υπόγειου ορόφου και ποίκιλλε σε μήκος. Εκεί τοποθετούνταν όλη η καύσιμη ύλη. Σε σύνδεση με αυτόν υπήρχε ένας άλλος θάλαμος, ο θάλαμος οπτήσεως [σημ. 27], που διέφερε σε μήκος και σχήμα. Αυτός έφερε ένα διάτρητο πάτωμα από πηλό, την «εσχάρα» ή «μπάτο» [σημ. 28], που στηριζόταν σε έναν κεντρικό πεσσό και τόξα σε ακτινωτή διάταξη. Μέσα από αυτές τις σήραγγες και τις οπές της «εσχάρας» περνούσε ο καυτός αέρας για να καταλήξει στο θάλαμο οπτήσεως, όπου ήταν στοιβαγμένα με προσοχή τα αγγεία. Ο θάλαμος οπτήσεως ήταν καλυμμένος με το «θόλο». Πρόκειται για το πιο εύθραυστο σημείο των κλιβάνων καθώς πολύ σπάνια σώζεται. Ως προς το σχήμα τους, στην Ελλάδα οι θόλοι είναι ημισφαιρικοί, μιμούμενοι τους αντίστοιχους της Μεσοποταμίας [σημ. 29] (εικ. 6). Στην Αίγυπτο ο θόλος είναι επίπεδος [σημ. 30]. Το μέγεθος του θόλου ποίκιλλε και ήταν ανάλογο της διαμέτρου του θαλάμου. Στο «θόλο» είχε διανοιχθεί οπή [σημ. 31], που με το κλείσιμο ή το άνοιγμά της, ρύθμιζαν την παροχή αέρα σε αυτόν. Στην κορυφή του «θόλου» υπήρχε η καμινάδα για την εξαγωγή του καπνού. Όλη η κατασκευή ήταν από πηλό, και αργότερα από τούβλα.
Καταλήγοντας, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε στους κατασκευαστές των κλιβάνων. Η Scheibler [σημ. 32] αναφέρει πως οι κατασκευαστές των κλιβάνων ήταν οι ίδιοι οι κεραμείς. Αυτό πιθανώς θα συνέβαινε στην πρώτη περίοδο της ύπαρξης του κλιβάνου, αλλά, όσο η ζήτηση ολοένα αυξανόταν ( ιδιαίτερα στις «πόλεις» ή στα μεγάλα κέντρα ) και οι ίδιοι οι κεραμείς έφτασαν σε σημείο να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτή, δημιουργήθηκε μια ομάδα «επαγγελματιών», που θα κατασκεύαζαν κλιβάνους για χάρη των κεραμικών εργαστηρίων. Στις φιλολογικές πηγές [σημ. 33] απαντούν ως ιπνοπλάθαι [σημ. 34], ιπνοπλάσται [σημ. 35] και ιπνοποιοί [σημ. 36]. Όσον αφορά τους τεχνίτες, που ήταν υπεύθυνοι για την τοποθέτηση και ψήσιμο των αγγείων, αυτοί ήταν γνωστοί και ως «Βάναυσοι» [σημ. 37]. Η τοποθέτηση των αγγείων έπρεπε να γίνει προσεκτικά, με τη βοήθεια σφηνών [σημ. 38]. Τα μικρά τοποθετούνταν εντός των μεγαλυτέρων για εξοικονόμηση χώρου. Οι «Βάναυσοι» ήταν επαγγελματίες και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν σε θέση να προσδιορίζουν τη θερμοκρασία του κλιβάνου εμπειρικά. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η εργασία τους εμπεριείχε πολλούς κινδύνους, πολύ συχνά «τοποθετούσαν αποτροπαϊκές μάσκες και μορφές δαιμόνων ή κακών πνευμάτων (…) ή κρεμούσαν κλαδιά ελιάς, που υποτίθεται ότι προσείλκυαν τα συνεπίκουρα πνεύματα» [σημ. 39].
Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε πως η δομή και η λειτουργία των σύγχρονων κεραμικών κλιβάνων έχει παραμείνει, σχεδόν, αναλλοίωτη, όπως αποδεικνύει ένα παράδειγμα σύγχρονου κλιβάνου από τον Μανταμάδο Λέσβου [σημ. 40] (εικ. 7).

Σημειώσεις

* Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη εργασίας που έγινε την άνοιξη του 2005, στο πλαίσιο του μαθήματος «Θέματα τεχνικής: Κεραμική και σχήματα των αρχαίων ελληνικών αγγείων των ιστορικών χρόνων», με επιβλέπουσα την Αναπλ. Καθηγήτρια Χρυσηίδα Τζουβάρα-Σούλη.
** Υπόμνημα εικόνας 5: 1. Στόμιο για πυροδότηση, 2. Αλεξίπυρο, 3. Δίοδος για φωτιά, 4. Καύσιμη ύλη, 5. Κάτω θάλαμος ή χώρος καύσης, 6. Κολόνα, 7. Μπάτος, 8. Δίοδοι ή εσχάρα, 9. Εξωτερική επένδυση καμινιού, 10. Κεντρικός χώρος ή θόλος ψησίματος, 13. Στοιβαγμένα αγγεία, 14. Διάμεσο σκέπασμα, 15. Βοηθητικό άνοιγμα κτισμένο με πλιθιά, 16. Χώρος συγκέντρωσης καπνού, 17. Θόλος, 18. Οπή εξαερισμού, 19-20. Οπές ελέγχου.

[
1] Ο κεραμικός κλίβανος είναι μια ταπεινή (από άποψη υλικού), διώροφη κατασκευή, ύψους 2-3 μ. Πρόκειται στην ουσία για ένα είδος φούρνου. Κλίβανοι έχουν βρεθεί σε πολλά σημεία ανά την Ελλάδα. Ενδεικτικό κατάλογο ευρεθέντων κλιβάνων μπορεί κανείς να βρει στο R.M.Cook, «The double stocking tunnel of Greek kilns», BSA 56 (1961), σ. 65-67.
[2] Η ρύθμιση της ποσότητας του εισερχόμενου αέρα στο θόλο του κλιβάνου επέτρεπε στον ιπνοπλάθη να δημιουργήσει οξειδωτική ή αναγωγική ατμόσφαιρα μέσα σε αυτόν. H ατμόσφαιρα αυτή σε συνδυασμό με μια ειδική ουσία, με την οποία ήταν αλειμμένα τα αγγεία, έδινε σε αυτά το γνωστό ερυθρό ή μελανό χρώμα τους. Για τη διαδικασία όπτησης των αγγείων βλ. ενδεικτικά R.M. Cook, Ελληνική αγγειογραφία, μτφρ. Δέσποινα Τσουκλίδου, Αθήνα 31994, σ. 315 κ.ε. I. Scheibler, Ελληνική Κεραμική, Αθήνα 1992, σ. 127-128. J.V. Noble, The Techniques of Painted Attic Pottery, Λονδίνο 1966. Σ. Ιακωβίδης, «Η μελανή βαφή των αρχαίων αγγείων», ΑΑΑ 2 (1969), σ. 269 -274.
[3] C. Renfrew / P. Bahn, Αρχαιολογία, θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, Αθήνα 2001, σ. 346.
[4] R.J. Forbes, Studies in Ancient Technology, τόμ. 6, Leiden 21966, σ. 69. C. Singer / E.J. Holmyard / A.R. Hall (επιμ.), A History of Technology, τόμ. 1, Oxford University Press, 81979, σ. 391.
[5] Singer / Holmyard / Hall (επιμ.), ό.π., σ. 394, Forbes, ό.π., σ. 70.
[6] Βλ. εδώ σημ. 5.
[7] Cook, «The double stocking…», ό.π., σ. 65. Α. Oρλάνδος, Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής αυτών κατά τους συγγραφείς, τας επιγραφάς και τα μνημεία, τόμ. 1 , 1955-1958, σ. 92, σημ. 2. G. Mylonas, Excavations at Olynthus, Part I: The Neolithic Settlement, Βαλτιμόρη 1929, σ. 12-18.
[8] Βλ. Forbes, ό.π., σ. 70.
[9] Ας σημειωθεί ότι η αντιστοιχία των όρων με συγκεκριμένα είδη φούρνων δεν πρέπει να λαμβάνεται αυστηρά υπόψη, αφενός γιατί τα αρχαία κείμενα είναι πολλές φορές ασαφή ως προς το θέμα και, αφετέρου, γιατί δεν υπήρχαν φούρνοι που να είχαν μία και αποκλειστική χρήση, κάτι που είναι εμφανές, ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο ύπαρξής τους. Το ίδιο ισχύει και για την αρχαιοελληνική γραμματεία (βλ. παρακάτω στο κείμενο).
[10] Υπάρχει πλήθος αναφορών των όρων στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Ενδεικτικά, βλ. τα αντίστοιχα λήμματα στα ετυμολογικά λεξικά Genuinum, Gudianum, Magnum, Parvum, στο λεξικό Σούδα και στο LSJ.
[11] Ησύχιος, Λεξικόν, το αντίστοιχο λήμμα. Ο όρος εκτός από τη σημασία του ως μαγειρικού ή κεραμικού φούρνου (Ηρόδοτος, Ιστορία, 5, 92η. Αριστοφάνης, Σφήκες, 138-140. Ιπποκράτης, Περί Νούσων, 2, 47, 41, Γυναικείων, 1, 91, 13, Επιδημιών, 4, 1, 20, 32. Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 2, 54, 2-4), σήμαινε, επίσης, το χώρο του μαγειρείου (Σιμωνίδης, Περί Γυναικών, 7, 61. Αριστοφάνης, Σφήκες, 139, 837. Λυκούργος, απόσπ. 73), τον λαμπτήρα (Αριστοφάνης, Ειρήνη, 841, Πλούτος, 815) και τον κοπρώνα (Κώκαλος, Θεσμοφοριάζουσαι, απόσπ. 353. Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, 5, 91, 2).
[12] Εκτός από τη σημασία του ως φούρνου (Ηρόδοτος, Ιστορία, 2, 92, 5) επί Ζήνωνα (Ο Ζήνων διετέλεσε διοικητής του Φαγιούμ έως το 248/7 π.Χ. Ήταν Κάριος μετανάστης από το Caunus, που πήγε στο Fayum το 256 π.χ. και έμεινε εκεί και μετά το 248/7 π.χ., οπότε τελείωσε και η υπηρεσία του. Οι πάπυροι που μας σώζονται περιέχουν, μεταξύ άλλων, και λεπτομερή καταγραφή των εσόδων και των εξόδων, και αποτελούν, έτσι, σημαντική πηγή πληροφοριών για το διοικητικό σύστημα του κρατιδίου του Απολλωνίου, που έχει συνεχείς απαιτήσεις για χρήματα. Ο συγκεκριμένος πάπυρος χρονολογείται το 257 π.Χ. Πρβλ. Βιβλιογραφία), σήμαινε την κοιλότητα του βράχου (Αιλιανός, Περί Ζώων Ιδιότητος, 2, 22, 13), ένα χωνοειδές αγγείο για την άντληση των υδάτων (Στράβων, Γεωγραφικά, 16, 2, 13) και ένα χωνοειδές αγγείο, μέσα στο οποίο ψηνόταν το ψωμί (Ηρόδοτος, Ιστορία, 2, 92, 23).
[13] Ο όρος είχε τη σημασία του φούρνου που χρησιμοποιείται για την όπτηση των αγγείων (Ηρόδοτος, Ιστορία, 4, 164, 12 και 1, 179, 6, Αισχύλος, Ωρείθυια, απόσπ. 280), του κρέατος (Ηρόδοτος, Ιστορία, 1,133, 5), και της θέρμανσης του χώρου, ως θερμάστρας (Γαληνός, Υγιεινή, 6, 146).
[14] Ο όρος αυτός χρησιμοποιούταν από τους Κωμικούς (πρβλ. Etymologicum Gudianum). Βλ., επίσης, το αντίστοιχο λήμμα στο λεξικό Σούδα.
[15] Το ποίημα τιτλοφορείται «Κάμινος». Ψευδο-Ηρόδοτος, Βίοι Ομήρου 32, απόσπ. 302. Για λεπτομερή σχολιασμό του ποιήματος βλ. Noble, ό.π., σ. 102-113 και Scheibler, ό.π., σ. 253, σημ. 48.
[16] Κ. Δαβάρας, «Κεραμεική κάμινος εις Ιστρώνα ανατολικής Κρήτης», ΑΔ 28 (1973), Μελέτες, Α, σ. 112.
[17] Για την τυπολογία του κλιβάνου βλ. N. Cuomo di Caprio, «Les Ateliers de Potiers en Grande Grèce», BCH Suppl. 23 (1992), σ. 71, εικ. 2.
[18] Α. Δεσποίνη, «Κεραμικοί κλίβανοι Σίνδου», ΑΕ 121 (1982), σ. 71, σημ. 4.
[19] Δεσποίνη, ό.π., σ. 74, σημ. 1.
[20] Δεσποίνη, ό.π., σ. 84, σημ. 1.
[21] Οι K. Gebauer και H. Johannes υποστήριξαν ότι το σχήμα είναι στενά συνδεδεμένο με την εποχή που κτίζεται ο κλίβανος (Δεσποίνη, ό.π., σ. 83, σημ. 3 και 4). Ωστόσο, η Δεσποίνη πιστεύει ότι το σχήμα προσαρμοζόταν στις εκάστοτε συνθήκες του τόπου κατασκευής του κλιβάνου (Δεσποίνη, ό.π., σ. 84).
[22] Για τη δομή των κλιβάνων βλ. ενδεικτικά Scheibler, ό.π., σ. 127-128.
[23] Βλ. ενδεικτικά, A. Furtwängler, Beschreibung der Berliner Vasensammlung im Antiquarium, Βερολίνο 1885. Επίσης, Αntikenmuseum Berlin. Die ausgestellten Werke, Staatliche Museen, Preußischer Kulturbesitz, 1988. Βλ. επίσης, H.A. Geagan, «Mythological themes on the plaques from Penteskouphia», AA 85 (1970), σ. 31-48 (όπου και πλήρης βιβλιογραφία). Humfry Payne, Necrocorinthia. A Study of Corinthian Art in the Archaic Period, Maryland 21971, σ. 116-117, σημ. 1, 2. Χ. Τσούντας, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, Αθήνα 1928, σ. 170-171. Noble, ό.π., σ. 72-74, εικ. 231-238. Cook, «The double stocking…», ό.π., σ. 64-65, πίν. 7 και για το σύνολο των πινάκων, όπου εικονίζονται κεραμικοί κλίβανοι, σ. 64, σημ. 8. Scheibler, ό.π., σ. 126, 129, εικ. 92, 94-96 .
[24]Βλ. ενδεικτικά, μια αττική μελανόμορφη υδρία (ABV, 362.36, J.D. Beazley, «Potter and painter in Ancient Athens», Proceedings of the British Academy 30 (1946), σ. 6. J.D. Beazley, Η εξέλιξη του αττικού μελανόμορφου ρυθμού, Αθήνα 1993, σ. 107), έναν αττικό μελανόμορφο σκύφο (ABV, 520.26· Para, 256.26· CVA, Robinson 3, 11-12, πίν. 1-2· JHS 58 (1938), σ. 153), και μία αττική ερυθρόμορφη λύκηθο (ARV, 676.17· Beazley Archive Data Base: 207993 και AJA 82 (1978), σ. 397, εικ. 5).
[25]H. Blümner, Technologie und Terminologie der Gewerbe und Künste bei Griechen und Römern, τόμ. 2, Hildesheim 1969, σ. 51-52, εικ. 12 και σ. 52-53, εικ. 13.
[26]Αλλιώς praefurnium, stokehole, foyer, Heizraum. Για ορολογία βλ. Κ. Δαβάρας, «Μινωϊκή κεραμεική κάμινος εις Στύλον Χανίων», ΑΕ 112 (1973), σ. 75-80.
[27]Ή αλλιώς laboratorium, kiln chamber, chamber de caisson, camera di cottura, Brennraum.
[28]Ή αλλιώς perforated/firing floor, sol à orifices, Lochtenne.
[29]Η. Hodges, Technology in the Ancient World, Νέα Υόρκη 1970, σ. 37 κ.ε., εικ. 51. Οι κλίβανοι αυτοί χρονολογούνται γύρω στο 4000 π.Χ. Βλ. P.T. Νicholson / Ι. Shaw, Ancient Egyptian Materials and Technology, Cambridge University Press, 2000.
[30]Δαβάρας, «Μινωϊκή κεραμεική κάμινος…», ό.π., σ. 77.
[31] Κ. Κονοφάγου / Γ. Παπαδημητρίου, «Ερμηνεία του χρησιμοποιουμένου αγγείου από τους αρχαίους Έλληνες στο στόμιο των καμίνων κατά την κλασική περίοδο», ΠΑΑ 56 (1981), σ. 191-211.
[32] Scheibler, ό.π., σ. 123.
[33] Βλ. ενδεικτικά τα αντίστοιχα λήμματα στο LSJ.
[34] Πλάτων, Θεαίτητος, 147 α, στ. 1-5 , Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, 7, 163, Αρποκρατίωνας, Λέξεις των δέκα ρητόρων, λ. «ιπνός».
[35] Γαληνός, Θρασύβουλος, στ. 896-7.
[36] Λουκιανός, Προμηθεύς, 2, στ. 12 , Θεμίστιος, Βασανιστής, 21, 256 d, στ.9.
[37] Λεξικό Σούδα, λ. «βάναυσος».
[38] Papadopoulos J.K., «Λάσανα,Tuyeres, and kiln firing supports», Hesperia 61 (1992), σ. 203-221.
[39] Scheibler, ό.π., σ. 122, όπου και περισσότερη βιβλιογραφία.
[40]M. Γιαννοπούλου/Σ. Δεμέστιχα, Τσκαλαριά. Τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιοχής Μανταμάδου Λέσβου, Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, Αθήνα 1998.


ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Αδρύμη-Σισμάνη Βασιλική, «Μυκηναϊκός κεραμικός κλίβανος στο Διμήνι», ανακοίνωση στο
Α΄ Διεθνές Διεπιστημονικό ΣυμπόσιοΗ περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Λαμία, 25-29 Σεπτεμβρίου 1999, ΙΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Αλεξανδρή Όλγα, «Εργαστήριον Κεραμεικής Υστερορωμαϊκών Χρόνων», ΑΑΑ Ι (1968), σ. 224-229.
Αλεξίου Στ., «Μικραί σκαφικαί έρευναι, περισυλλογή αρχαιοτήτων», ΑΔ 19 (1964), Β3 Χρονικά, σ. 440-441.
Barber R.L.N., Οι Κυκλάδες στην εποχή του Χαλκού, Εμπορική Τράπεζα Ελλάδος, Αθήνα 21994.
Beazley J.D., Η εξέλιξη του αττικού μελανόμορφου ρυθμού, Αθήνα 21993, σ. 107.
Γιαννοπούλου Μ. / Δεμέστιχα Σ., Τσακαλαριά. Τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής της περιοχής Μανταμάδου Λέσβου, Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, Αθήνα 1998.
Cook R.M., Ελληνική αγγειογραφία, Αθήνα 31994, σ. 315 κ.ε.
Δαβάρας Κ., «Μινωϊκή κεραμεική κάμινος εις Στύλον Χανίων», ΑΕ 112 (1973), σ. 75-80.
Δαβάρας Κ., «Κεραμεική κάμινος εις Ιστρώνα ανατολικής Κρήτης», ΑΔ 28 (1973), σ. 110-115.
Δεσποίνη Α., «Κεραμικοί κλίβανοι Σίνδου», ΑΕ 121 (1982), σ. 61-84.
Ζαχαριάδου Ο. / Κυριακού Δ. / Μπαζιωτοπούλου Ε., «Σωστική Ανασκαφή στον ανισόπεδο κόμβο Λένορμαν-Κωνσταντινουπόλεως», ΑΑΑ 18 (1985), σ. 39-50.
Θέμελης Π.Γ., «Ανασκαφή Ερέτριας», ΠΑΕ 130, ά τεύχος (1975), σ. 40-41, εικ. 1, 2 και πίν. 17.
Θρεψιάδης Ι., «Ανασκαφαί Αυλίδος», ΠΑΕ 114 (1959), σ. 30-31, πίν. 29.
Ιακωβίδης Σ., «Η μελανή βαφή των αρχαίων αγγείων», ΑΑΑ 2 (1969), σ. 269 -274.
Καράγιωργα Θ.Κ., « Κεραμεικός κλίβανος εν Ηλίδι », ΑΑΑ 4 (1971), τεύχ. 1, σ. 27- 31.
Κονοφάγου Κ. / Παπαδημητρίου Γ., «Ερμηνεία του χρησιμοποιουμένου αγγείου από τους αρχαίους Έλληνες στο στόμιο των καμίνων κατά την κλασική περίοδο», ΠΑΑ 56 (1981), σ. 191-211.
Λαμπροπούλου Λ., «Δύο κεραμικοί κλίβανοι στην Αταλάντη Λοκρίδος», ΑΑΑ 16 (1983), σ. 74-79.
Μαρινάτος Σπ., «Ανασκαφαί εν Λυκάστω και Βαθυπέτρω Κρήτης», ΠΑΕ 110 (1955), σελ. 309-310
Oρλάνδος Α.Κ., Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων, τόμ. 1, Αθήνα 1955, σ. 87-93.
Πανταζίδης Ι., Λεξικόν Ομηρικόν, Αθήνα 81901.
Παπαδημητρίου Ι., «Ανασκαφαί εν Μυκήναις», ΠΑΕ 109 (1954), σελ. 263-265.
Παρλαμά Λ. / Σταμπολίδης Ν.Χ. (επιμ.), Η πόλη κάτω από την πόλη, Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα 2000, σ. 209-214.
Περιστέρη Κ. / Blondé F. / Perreult J.Y. / Brunet F., «Θάσος: ένα εργαστήρι αγγειοπλαστικής», ΑΑΑ 16 (1985), σ. 29-38.
Renfrew C. / Bahn P., Αρχαιολογία, θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, Αθήνα 2001.
Πλάτων Ν., «Ανασκαφαί περιοχής Σητείας», ΠΑΕ 107 (1952), σ. 646.
Πλάτων Ν., «Ανασκαφή μινωϊκής αγροικίας εις Ζου Σητείας, ΠΑΕ 111 (1956), σ. 233-238.
Scheibler I., Ελληνική Κεραμική, Αθήνα 1992.
Τσούντας Χ., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, Αθήνα 1928, σ. 170-171.


ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Αntikenmuseum Berlin, Die ausgestellten Werke
, Staatliche Museen, Preußischer Kulturbesitz, 1988.
Andreioménou A., «Céramique de l’ Atelier de Chalcis ( XIe-VIIIes av. J.-C. ) Les Vases Ouverts», BCH, Suppl. 23 (1992), σ. 87-130.
Beazley J.D., «Potter and painter in Ancient Athens», Proceedings of the British Academy 30 (1946), σ. 6.
Blegen, «The palace of Nestor excavations of 1959», AJA 64 (1960), σ. 155.
Blondé F., Perreult J. Y., Péristéri C., «Un Atelier de Potier Archaϊque à Phari ( Thasos ) », ΒCH, Suppl. 23 (1992), σ. 11-18.
Blümner H., Technologie und Terminologie der Gewerbe und Künste bei Griechen und Römern, τόμ. 2, Hildesheim 1969, σ. 51-52.
Cook R.M., «The double stocking tunnel of Greek kilns », BSA 56 (1961), σ. 64-67.
Courbin P., Chronique des fouilles, BCH 81 (1957), σ. 677.
Cuomo di Caprio N., «Les ateliers de potiers en Grande Grèce», BCH, Suppl. 23 (1992), σ. 69-85.
Daux G., «Chronique des Fouilles en 1958», BCH 83 (1959), σ. 702 (εικ. 20), 768 (εικ. 24).
Doro Levi, «Gli scavi a Festòs nel 1956 e 1957», Annuario 35-36 (1957-1958), σ. 76-82.
Doro Levi, «La conclusione degli scavi a Festòs», Annuario 43-44 (1965-1966), σ. 351-354.
Dragendorpff H., «Tiryns», Mitt. Arch. Inst. 38 (1913), σ. 338-341.
Ducrey P. / Picard O., «Recherches a Latô. Trois fours archaϊques », BCH 93 (1969), σ. 793-807, εικ. 1-17.
Farnsworth M., «Draw pieces as aids to correct firing», AJA 64 (1960), σ. 72-75, πίν. 16.
Forbes R.J., Studies in Ancient Technology, Leiden 21966.
Fourmant M., « Les Ateliers de Sélinonte (Sicile) », BCH, Suppl. 23 (1992), σ. 57-68.
Furtwängler A., Beschreibung der Berliner Vasensammlung im Antiquarium, Βερολίνο 1885.
Geagan H.A., «Mythological themes on the plaques from Penteskouphia», AA 85 (1970), σ. 31-48.
Gebauer K. / Johannes H., «Ausgrabungen im Kerameikos», JdI 52 (1937), σ. 184-185, εικ. 1-6 και 11, πίν. 1.
Ginouvès R., «Chronique des fouilles en 1952», BCH 77 (1953), σ. 268, εικ. 63.
Grandjean Yves, «Tuyéres ou Supports?», BCH 109 (1985), σ. 265-279.
Hampe R. / Winter A., Bei Töpfern und Zieglern in Süditalien, Sizilien und Griechenland, 1965.
Hampe R. / Winter A., Bei Töpfern und Τöpferinnen in Kreta, Messenien und Zypern, 21976.
Hodges Η., Technology in the Ancient World, Νέα Υόρκη 1970.
Hood M.S.F., «Archaeology in Greece», AR (1957), σ. 24.
Hornblower S.-Spawforth (επιμ.), The Oxford Classical Dictionary, 1963, Oxford University Press, Οξφόρδη / Νέα Υόρκη.
Kalogeropoulou Α., «From the Techniques of Pottery», AAA 3 (1970), σ. 429 κ.ε.
Morris S.P., «Λάσανα: A Contribution to the Ancient Greek Kitchen», Hesperia 54 (1985), σ. 393-409.
Mountjoy P.A., Mycenaean Pottery - An Introduction, Oxford University Committee for Archaeology-Monograph No 36, 1993, σ. 120-138.
Mylonas G.E., Excavations at Olynthus Part I: The Neolithic Settlement, Βαλτιμόρη 1929, σ. 12-18.
Νicholson P.T. / Shaw I., Ancient Egyptian Materials and Technology, Cambridge University Press, 2000.
Noble J.V., The Techniques of Painted Attic Pottery, Νέα Υόρκη 1965, σ. 60-61.
Papadopoulos J.K., «Λάσανα, Tuyeres, and kiln firing supports », Hesperia 61 (1992), σ. 203-221.
Papadopoulos J.K., «An Early Iron Age potter’s kiln at Torone», Medit. Arch. 2 (1989), σ. 9-41.
Payne Humfry, Necrocorinthia. A Study of Corinthian Art in the Archaic Period, Maryland 21971.
Preka-Alexandri K., «A Ceramic Workshop in Figareto, Corfu», BCH, Suppl. 23 (1992), σ. 41-48.
Richter G.M.A., The Craft of Athenian Pottery, New Haven 1923.
Romaios K.A., «Ein Τopferofen bei H. Petros in der Kynouria», ΑΜ 33 (1908), σ. 177-184.
Roux G., «Chronique des Fouilles en 1956», BCH 81 (1957), σ. 651.
Singer C. / Holmyard E.J. / Hall A.R. (επιμ.), A History of Technology, τόμ. 1, Oxford University Press, 1979.
Thomson Η., «The Tholos of Athens and its predecessors», Ηesperia, Suppl. 4 (1940), σ. 6-7.
Westermann W.L. / Hasenoehrl E. (επιμ.), S. Zenon Papyri, Business Papers of the Third Century B.C. Dealing with Palestine and Egypt, τόμ. 1, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 1934.
Wilamowitz-Moellendorff U. von, Die Ilias und Homer, 1916.
Zachariadou O. / Kyriakou D. / Baziotopoulou E., «Ateliers de potiers à l’ Angle des Rues Lenormant et de Constantinople (Rapport Préliminaire)», BCH, Suppl. 23 (1992), σ. 53-56.
Zschietzschmann W., «Mitteilungen aus dem Kerameikos V», AM 56 (1931), σ. 95-97, εικ. 2. 

http://www.arxaiologia.gr/site/content.php?artid=10147


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου