του Νίκου Μπιργάλια
δρος Ιστορίας
Με τον όρο σπαρτιατική αγωγή εννοούμε ένα δημόσιο-κρατικό σύστημα εκπαίδευσης που έχει στόχο του την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση για το ρόλο, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της σπαρτιατικής εκπαίδευσης. Το σημαντικό ωστόσο είναι πως η συμμετοχή και η επιτυχία στην αγωγή δεν ήταν μόνο ένας τρόπος κοινωνικοποίησης των νέων, αλλά ένα πολιτικό κριτήριο στην προσπάθεια κάποιου να γίνει Ομοίος. Η άρνηση να συμμετέχει κάποιος ή η αποτυχία σήμαινε τον οριστικό αποκλεισμό του από την τάξη των πολιτών. Στη Σπάρτη δηλαδή δεν γεννιέται κάποιος Σπαρτιάτης αλλά γίνεται. Το να λάβει ο νέος την αγωγή συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή Ομοίος. Η Σπάρτη επομένως ήταν η μοναδική ελληνική πόλη-κράτος που καθιέρωσε συνειδητά μια αμοιβαία αλληλεξάρτηση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης. Στο σημείο αυτό στηρίζεται όλη η διάσταση κατ όλη η πολιτική σημασία της σπαρτιατικής εκπαίδευσης: ένας κοινωνικός θεσμός του ελληνικού κόσμου, όπως ήταν η παιδεία των νέων, γίνεται προϋπόθεση / κριτήριο, και η πρώτη και αναγκαία συνθήκη για την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Η παιδεία είναι υποχρεωτική, ομοιογενής και ομοιόμορφη για όλους, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους, και αφορά αγόρια και κορίτσια. Η πόλη, με τη συμμετοχή της οικογένειας, φροντίζει για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης των παιδιών. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο νέος δεν αποκοβόταν από την οικογένεια του. Αντίθετα, η επιτυχία του στην αγωγή ήταν μια οικογενειακή υπόθεση ιδιαίτερα σημαντική, αφού από αυτή εξαρτιόταν η εκπροσώπηση της οικογένειας με ένα επιπλέον μέλος στην τάξη των Ομοίων και εξασφαλιζόταν η συνεχεία και η παραμονή της στην τάξη αυτή.
Η αγωγή διαρκούσε περίπου από την ηλικία των 7 ετών μέχρι 18 ετών. Τα παιδιά Ζούσαν τον περισσότερο χρόνο μια ομαδική Ζωή (κυρίως μετά το 12ο έτος της ηλικίας τους), χωρισμένα βασικά σε τρεις «σχολικούς» κύκλους και διακρίνονταν αντίστοιχα, σύμφωνα με τη φυσική τους ηλικία, σε παίδες, μειράκια και έφηβους. Σε κάθε κύκλο αντιστοιχούσαν συγκεκριμένες δοκιμασίες και διαφορετικό πρόγραμμα.
Το πρόγραμμα περιελάμβανε σωματική και πνευματική άσκηση. Η γραφή, η ανάγνωση, η μουσική, η ποίηση, ο χορός, οι ασκήσεις, ο ομαδικός τρόπος ζωής, οι δοκιμασίες (η κλοπή, η κρυπτεία), τα αγωνίσματα, η παιδεραστία, το λακωνίζειν, οι εορτές αποτελούν διάφορα πεδία έκφρασης, απόκτησης και εφαρμογής της κεκτημένης γνώσης, καθώς και μέσα που χρησιμοποιούνται για την κοινωνικοποίηση των νέων.
Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν συνηγορούν με την άποψη πως το σύστημα «κατέστρεφε» την ατομικότητα ή την προσωπικότητα του νέου. Αντίθετα, τονίζουν την προσπάθεια να μάθει ο νέος να ζει αρμονικά με τους άλλους, ως μέρος ενός συνόλου, μιας κοινωνίας. Προβάλλοντας ακατάπαυστα στο «Εγώ» του νέου το «Εμείς», το παιδί μαθαίνει να διευρύνει το «εγώ» του και να ορίζει την ταυτότητα του πάντα σε σχέση με το σύνολο και όχι σε σχέση με την ατομικότητα του. Η πρόθεση αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα και τις αρχές της εποχής των 6ου και 5ου π.Χ. αιώνων. Τότε. σε κάθε ελληνική πόλη-κράτος, το άτομο-πολίτης ορίζεται και βιώνει την ύπαρξη του σε συνάρτηση με την πόλη του. Αναπαράγει την εικόνα της κοινωνίας του, υπάρχει και δρα στο πλαίσιο της πόλης του, έξω από την οποία η ύπαρξη του δεν νοείται. Τέλος, παρά την κοινοτική διάρθρωση του τρόπου ζωής των παιδιών, η επιτυχία στα διαφορά στάδια της αγωγής είναι προσωπική υπόθεση του κάθε παιδιού και ο επίδοξος τίτλος του πολίτη της Σπάρτης, με το τέλος της αγωγής, απονέμεται ατομικά.
Οι στόχοι συνεπώς της αγωγής συμβαδίζουν με το πρότυπο της πόλης και με το πνεύμα της εποχής μέσα στην οποία δημιουργήθηκε, αντιστοιχούν φυσικά στις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες που καλούνταν να ικανοποιήσει.
Αυτή η μορφή παιδείας που περιγράψαμε, επινοήθηκε και λειτούργησε μια συγκεκριμένη εποχή προκειμένου να ανταποκριθεί σε καθορισμένες ανάγκες της σπαρτιατικής κοινωνίας. Η κλασική δηλαδή παιδεία της Σπάρτης (στην οποία συνήθως αναφέρονται οι φιλολογικές πηγές) επινοήθηκε την περίοδο που εμφανίζεται η φάλαγγα των οπλιτών (περίοδος Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου), διήρκεσε μέχρι τα μέσα με τέλη του 5ου αι. κατ ενσάρκωνε το πρότυπο κατ το ιδεώδες του πολίτη-οπλίτη.
Η εποχή του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου είναι η περίοδος που θεσπίζονται τα κριτήρια που καθόριζαν ποιος θα γινόταν και πως πολίτης-Ομοίος, καθώς και η περίοδος διεύρυνσης και αναδιοργάνωσης του πολιτικού σώματος που προήλθε με τη συμμετοχή σε αυτό ενός μεγάλου μέρους αγροτών, οι οποίοι είχαν επιφορτιστεί τα βάρη του μακρόχρονου πολέμου και που μέχρι τότε ήταν εκτοπισμένοι από την πολιτική ζωή. Για να αντιμετωπίσουν οι Σπαρτιάτες αυτή την κοινωνική και πολιτι-κή μεταρρύθμιση, που απαιτούσε κοινωνική και πολιτική ομοιογένεια, υιοθέτησαν ένα σύστημα παιδείας ως κριτήριο ταυτόχρονα έντασης στο νέο πολιτικό σώμα, αλλά και διάκρισης όσων το αποτελούσαν. Παράλληλα συνέβαλε στην κοινωνική συνοχή του νέου σώματος των πολιτών και συγχρόνως έδινε στο δήμο τη νέα ταυτότητα που επιζητούσε.
Ο στόχος της σπαρτιατικής αγωγής εκφράζει συνεπώς την ιστορική πραγματικότητα που σημαδοτείται από το τέλος της κοινωνίας των «αρίστων» μέχρι και την αρχή της κοινωνίας των «πολιτών». Αντανακλά δηλαδή τη μεταβατική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας αναφερόμαστε στην κοινωνία των «οπλιτών». Ο οπλίτης υπαγορεύει τους κανόνες, τις αρχές και τούς τρόπους μιας αγωγής που έχει στόχο την κατάληξη στην κατάσταση του πολίτη. Το ιστορικό πλάισιο που διαμορφώνεται με την εμφάνιση της φάλαγγας των οπλιτών, ως χρονική αφετηρία του συστήματος εκπαίδευσης της Σπάρτης, ερμηνεύει και αιτιολογεί το πνεύμα της αγωγής, τον πολιτικό και πολεμικό της χαρακτήρα, την αντινομία μεταξύ αριστοκρατικών και οπλιτικών αξιών που παρατηρούνται στο σύστημα, το συγκεκριμένο τύπο σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας που καλλιεργείται, καθώς και τη διάθεση πλαισίωσης του νέου από την πόλη.
Σε μια εποχή που πολιτική και πολεμική ιδιότητα ταυτίζονται, η καινοτομία της σπαρτιατικής παιδείας είναι η σύνδεση της παιδείας με την κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης. Κοινωνική, όσον αφορά τον τρόπο που αποτυπώνονται στο νέο οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς και της θέσης του και πολιτική όσον αφορά την απόκτηση του τίτλου του πολίτη και της ανάδειξής του στις αρχές της πόλης. Τέλος, μία επιπλέον καινοτομία αποτελεί το γεγονός ότι η πόλη αναλαμβάνει το ρόλο του παιδαγωγού των πολιτών μέσα από ένα δημόσιο, κοινό και υποχρεωτικό σύστημα εκπαίδευσης, προσδιορίζοντας έτσι τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του Σπαρτιάτη πολίτη.
Ωστόσο η εκπαίδευση, ως προϋπόθεση για να αποκτήσει και να ασκήσει κάποιος τα πλήρη πολιτικά του δικαιώματα, είναι ταυτόχρονα κριτήριο αριστοκρατικό και δημοκρατικό. Αριστοκρατικό, γιατί η παιδεία ως προϋπόθεση πολιτικών δικαιωμάτων είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της αριστοκρατικής κοινωνίας. Η ταύτιση επίσης της υποχρεωτικής συμμετοχής με την υποχρεωτική επιτυχία, καθιστά την τελευταία ρυθμιστικό παράγοντα, ώστε να διακρίνει και να απομακρύνει μερικά από τα μέλη της κοινωνίας τα οποία θα έπρεπε a priori να συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών. Το γεγονός αυτό είχε αποτέλεσμα να προκαλέσει μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ιεραρχία, γιατί διαχωρίζει αφ’ ενός τους ίδιους τους Σπαρτιάτες μεταξύ τους και αφ’ ετέρου τους Σπαρτιάτες με τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Δημοκρατικό, γιατί η συμμετοχή στο ίδιο σύστημα εκπαίδευσης αφορά το σύνολο του πολιτικού σώματος ανεξαρτήτως καταγωγής και φύλου. Κάθε ένα από τα δυο αυτά κριτήρια εκφράζει δύο διαφορετικούς τύπους κοινωνιών. Η συνύπαρξη τους εξηγείται εν μέρει από τη μεταβολή / αντικατάσταση της αριστοκρατικής κοινωνίας σε κοινωνία οπλιτών.
Στο πλαίσιο αυτό η αρετή του νέου δεν είναι πλέον συναφής με την εξ αίματος συγγένεια και ούτε κληρονομικά μεταβιβάσιμη, αλλά αγώνας για την κατάκτηση της. Το έπαθλο της αριστείας απευθυνόταν σε αυτόν που ήξερε να συνεισφέρει καλύτερα στην επιτυχία της ομάδας. Σε αυτόν που ανάμεσα στους άλλους γνώριζε πώς να επιτυγχάνει τη νίκη παραμένοντας μαζί τους, αλληλέγγυος, Ομοίος τους. Για να συντελεστεί λοιπόν η αντικατάσταση της ατομικής αριστοκρατικής ανδρείας από τη συλλογική τάξη, και για να γίνει εφικτή η πλαισίωση της «δημοκρατικοποίησης» των αριστοκρατικών αξιών και αρχών, έπρεπε ο νέος τύπος του πολίτη να διαπαιδαγωγηθεί κατάλληλα ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσει τη διπλή του αποστολή: του πολίτη (πολιτικός ρόλος) και του οπλίτη (πολεμικός ρόλος). Στο εξής η πολεμική ιδιότητα έγινε το καθήκον όλων όσοι συμμετείχαν στο νέο σώμα των πολιτών, και ο πόλεμος έπαψε να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας elite και εντάχθηκε στο νέο πλαίσιο της πόλης, το οποίο ενσωματώνει εξ ολοκλήρου τον πόλεμο στην πολιτική και αφομοιώνει στη μορφή του πολίτη το πρόσωπο του πολεμιστή. Έτσι εάν για τους άριστους της αριστοκρατικής κοινωνίας ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία για «κλέος και λάφυρα», μετά τη «φάλαγγα των οπλιτών» ο πόλεμος είναι η εκπλήρωση ενός καθήκοντος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
D. M. MacDowell. Σπαρτιατιικό δίκαιο, μετ. Κονομή, Παπαδήμας. Αθήνα 1988.
Ν. Μπιργάλιας, L' odyssee de l’ éducation spartiate, Βασιλόπουλος, Αθήνα. 1999.
Ν. Μπιργάλιας. «Ο Μύθος του Καιάδα». Αρχαιογνωσία, τομ. 9 (1998). σελ. 207.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου