Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Η ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

του Νίκου Μπιργάλια
δρος Ιστορίας

Με τον όρο σπαρτιατική αγωγή εννοούμε ένα δημόσιο-κρατικό σύστημα εκπαίδευσης που έχει στό­χο του την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων.

Έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση για το ρόλο, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της σπαρτιατικής εκπαίδευσης. Το σημαντικό ωστόσο είναι πως η συμμετοχή και η επιτυχία στην αγωγή δεν ήταν μό­νο ένας τρόπος κοινωνικοποίησης των νέων, αλλά ένα πολιτικό κριτήριο στην προσπάθεια κάποιου να γίνει Ομοίος. Η άρνηση να συμμετέχει κάποιος ή η αποτυχία σήμαινε τον οριστικό αποκλεισμό του α­πό την τάξη των πολιτών. Στη Σπάρτη δηλαδή δεν γεννιέται κάποιος Σπαρτιάτης αλλά γίνεται. Το να λάβει ο νέος την αγωγή συνιστά απαραίτητη προϋ­πόθεση για να γίνει πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή Ομοίος. Η Σπάρτη επομένως ήταν η μοναδική ελληνική πόλη-κράτος που κα­θιέρωσε συνειδητά μια αμοιβαία αλληλεξάρτηση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της πο­λιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πό­λης. Στο σημείο αυτό στηρίζεται όλη η διάσταση κατ όλη η πολιτική σημασία της σπαρτιατικής εκ­παίδευσης: ένας κοινωνικός θεσμός του ελληνικού κόσμου, όπως ήταν η παιδεία των νέων, γίνεται προϋπόθεση / κριτήριο, και η πρώτη και αναγκαία συνθήκη για την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων.

Η παιδεία είναι υποχρεωτική, ομοιογενής και ο­μοιόμορφη για όλους, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους, και αφορά αγόρια και κορίτσια. Η πόλη, με τη συμμετοχή της οικογένειας, φροντίζει για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της εκπαί­δευσης των παιδιών. Εδώ θα πρέπει να επισημά­νουμε ότι ο νέος δεν αποκοβόταν από την οικογέ­νεια του. Αντίθετα, η επιτυχία του στην αγωγή ήταν μια οικογενειακή υπόθεση ιδιαίτερα σημαντική, α­φού από αυτή εξαρτιόταν η εκπροσώπηση της οι­κογένειας με ένα επιπλέον μέλος στην τάξη των Ομοίων και εξασφαλιζόταν η συνεχεία και η παρα­μονή της στην τάξη αυτή.

Η αγωγή διαρκούσε περίπου από την ηλικία των 7 ετών μέχρι 18 ετών. Τα παιδιά Ζούσαν τον περισσότε­ρο χρόνο μια ομαδική Ζωή (κυρίως μετά το 12ο έτος της ηλικίας τους), χωρισμένα βασικά σε τρεις «σχο­λικούς» κύκλους και διακρίνονταν αντίστοιχα, σύμ­φωνα με τη φυσική τους ηλικία, σε παίδες, μειράκια και έφηβους. Σε κάθε κύκλο αντιστοιχούσαν συγκε­κριμένες δοκιμασίες και διαφορετικό πρόγραμμα.

Το πρόγραμμα περιελάμβανε σωματική και πνευματική άσκηση. Η γραφή, η ανάγνωση, η μουσική, η ποίηση, ο χορός, οι ασκήσεις, ο ομα­δικός τρόπος ζωής, οι δοκιμασίες (η κλοπή, η κρυπτεία), τα αγωνίσματα, η παιδεραστία, το λακωνίζειν, οι εορτές αποτελούν διάφορα πεδία έκ­φρασης, απόκτησης και εφαρμογής της κεκτημέ­νης γνώσης, καθώς και μέσα που χρησιμοποιού­νται για την κοινωνικοποίηση των νέων.

Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν συνηγο­ρούν με την άποψη πως το σύστημα «κατέ­στρεφε» την ατομικότητα ή την προσωπι­κότητα του νέου. Αντίθετα, τονίζουν την προσπάθεια να μάθει ο νέος να ζει αρμο­νικά με τους άλλους, ως μέρος ενός συνό­λου, μιας κοινωνίας. Προβάλλοντας ακα­τάπαυστα στο «Εγώ» του νέου το «Εμείς», το παιδί μαθαίνει να διευρύνει το «εγώ» του και να ορίζει την ταυτότητα του πάντα σε σχέση με το σύνολο και όχι σε σχέση με την ατομικότητα του. Η πρόθεση αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα και τις αρχές της ε­ποχής των 6ου και 5ου π.Χ. αιώνων. Τότε. σε κάθε ελληνική πόλη-κράτος, το άτομο-πολίτης ορίζεται και βιώνει την ύπαρξη του σε συνάρτη­ση με την πόλη του. Αναπαράγει την εικόνα της κοινωνίας του, υπάρχει και δρα στο πλαίσιο της πόλης του, έξω από την οποία η ύπαρξη του δεν νοείται. Τέλος, παρά την κοινοτική διάρθρωση του τρόπου ζωής των παιδιών, η επιτυχία στα δια­φορά στάδια της αγωγής είναι προσωπική υπό­θεση του κάθε παιδιού και ο επίδοξος τίτλος του πολίτη της Σπάρτης, με το τέλος της αγωγής, α­πονέμεται ατομικά.

Οι στόχοι συνεπώς της αγωγής συμβαδίζουν με το πρότυπο της πό­λης και με το πνεύμα της εποχής μέ­σα στην οποία δημιουργήθηκε, αντιστοιχούν φυσικά στις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες που καλούνταν να ικανοποιήσει.

           Αυτή η μορφή παιδείας που περιγράψαμε, επι­νοήθηκε και λειτούργησε μια συγκεκριμένη εποχή προκειμένου να ανταποκριθεί σε καθορισμένες ανάγκες της σπαρτιατικής κοινωνίας. Η κλασική δη­λαδή παιδεία της Σπάρτης (στην οποία συνήθως α­ναφέρονται οι φιλολογικές πηγές) επινοήθηκε την περίοδο που εμφανίζεται η φάλαγγα των οπλιτών (περίοδος Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου), διήρκεσε μέ­χρι τα μέσα με τέλη του 5ου αι. κατ ενσάρκωνε το πρότυπο κατ το ιδεώδες του πολίτη-οπλίτη.

            Η εποχή του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου είναι η περίοδος που θεσπίζονται τα κριτήρια που καθόριζαν ποιος θα γινόταν και πως πολίτης-Ομοίος, κα­θώς και η περίοδος διεύρυνσης και αναδιοργάνωσης του πολιτικού σώματος που προήλθε με τη συμμετοχή σε αυτό ενός μεγάλου μέρους αγροτών, οι οποίοι είχαν επιφορτιστεί τα βάρη του μακρό­χρονου πολέμου και που μέχρι τότε ήταν εκτοπισμένοι από την πολιτική ζωή. Για να αντιμετωπίσουν οι Σπαρτιάτες αυτή την κοινωνική και πολιτι-κή μεταρρύθμιση, που απαιτούσε κοινωνική και πολιτική ομοιογένεια, υιοθέτησαν ένα σύστημα παιδείας ως κριτήριο ταυτόχρονα έντασης στο νέο πολιτικό σώμα, αλλά και διάκρισης όσων το αποτε­λούσαν. Παράλληλα συνέβαλε στην κοινωνική συ­νοχή του νέου σώματος των πολιτών και συγχρόνως έδινε στο δήμο τη νέα ταυτότητα που επιζητούσε.

            Ο στόχος της σπαρτιατικής αγωγής εκφράζει συνεπώς την ιστορική πραγματικότητα που σημαδοτείται από το τέλος της κοινωνίας των «αρίστων» μέχρι και την αρχή της κοινωνίας των «πολιτών». Αντανακλά δηλαδή τη μεταβατική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας αναφερόμαστε στην κοινωνία των «οπλιτών». Ο οπλίτης υπαγορεύει τους κανό­νες, τις αρχές και τούς τρόπους μιας αγωγής που έ­χει στόχο την κατάληξη στην κατάσταση του πολί­τη. Το ιστορικό πλάισιο που διαμορφώνεται με την εμφάνιση της φάλαγγας των οπλιτών, ως χρονική αφετηρία του συστήματος εκπαίδευσης της Σπάρτης, ερμηνεύει και αιτιολογεί το πνεύμα της αγωγής, τον πολιτικό και πολεμικό της χαρακτήρα, την αντινομία μεταξύ αριστοκρατικών και οπλιτικών αξιών που παρατηρούνται στο σύστημα, το συ­γκεκριμένο τύπο σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινω­νίας που καλλιεργείται, καθώς και τη διάθεση πλαισίωσης του νέου από την πόλη.

Σε μια εποχή που πολιτική και πολεμική ι­διότητα ταυτίζονται, η καινοτομία της σπαρτιατικής παιδείας είναι η σύνδεση της παιδείας με την κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης. Κοινωνική, όσον αφορά τον τρό­πο που αποτυπώνονται στο νέο οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς και της θέσης του και πολιτική όσον αφορά την απόκτηση του τίτλου του πολίτη και της ανάδειξής του στις αρχές της πόλης. Τέλος, μία επιπλέον καινοτομία αποτελεί το γεγο­νός ότι η πόλη αναλαμβάνει το ρόλο του παιδαγω­γού των πολιτών μέσα από ένα δημόσιο, κοινό και υποχρεωτικό σύστημα εκπαίδευσης, προσδιορίζοντας έτσι τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του Σπαρτιάτη πολίτη.

Ωστόσο η εκπαίδευση, ως προϋπόθεση για να α­ποκτήσει και να ασκήσει κάποιος τα πλήρη πολι­τικά του δικαιώματα, είναι ταυτόχρονα κριτήριο αριστοκρατικό και δημοκρατικό. Αριστοκρατικό, γιατί η παιδεία ως προϋπόθεση πολιτικών δικαιω­μάτων είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της αρι­στοκρατικής κοινωνίας. Η ταύτιση επίσης της υπο­χρεωτικής συμμετοχής με την υποχρεωτική επιτυ­χία, καθιστά την τελευταία ρυθμιστικό παράγοντα, ώστε να διακρίνει και να απομακρύνει μερικά από τα μέλη της κοινωνίας τα οποία θα έπρεπε a priori να συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών. Το γεγο­νός αυτό είχε αποτέλεσμα να προκαλέσει μια ευ­ρύτερη κοινωνική και πολιτική ιεραρχία, γιατί διαχωρίζει αφ’ ενός τους ίδιους τους Σπαρτιάτες με­ταξύ τους και αφ’ ετέρου τους Σπαρτιάτες με τις άλ­λες κοινωνικές ομάδες. Δημοκρατικό, γιατί η συμ­μετοχή στο ίδιο σύστημα εκπαίδευσης αφορά το σύνολο του πολιτικού σώματος ανεξαρτήτως κατα­γωγής και φύλου. Κάθε ένα από τα δυο αυτά κριτή­ρια εκφράζει δύο διαφορετικούς τύπους κοινωνιών. Η συνύπαρξη τους εξηγείται εν μέρει από τη μετα­βολή / αντικατάσταση της αριστοκρατικής κοινωνίας σε κοινωνία οπλιτών.

Στο πλαίσιο αυτό η αρετή του νέου δεν είναι πλέ­ον συναφής με την εξ αίματος συγγένεια και ούτε κληρονομικά μεταβιβάσιμη, αλλά αγώνας για την κατάκτηση της. Το έπαθλο της αριστείας απευθυ­νόταν σε αυτόν που ήξερε να συνεισφέρει καλύτε­ρα στην επιτυχία της ομάδας. Σε αυτόν που ανάμε­σα στους άλλους γνώριζε πώς να επιτυγχάνει τη νί­κη παραμένοντας μαζί τους, αλληλέγγυος, Ομοίος τους. Για να συντελεστεί λοιπόν η αντικατάσταση της ατομικής αριστοκρατικής ανδρείας από τη συλ­λογική τάξη, και για να γίνει εφικτή η πλαισίωση της «δημοκρατικοποίησης» των αριστοκρατικών α­ξιών και αρχών, έπρεπε ο νέος τύπος του πολίτη να διαπαιδαγωγηθεί κατάλληλα ώστε να είναι σε θέ­ση να επιτελέσει τη διπλή του αποστολή: του πο­λίτη (πολιτικός ρόλος) και του οπλίτη (πολεμικός ρόλος). Στο εξής η πολεμική ιδιότητα έγινε το κα­θήκον όλων όσοι συμμετείχαν στο νέο σώμα των πολιτών, και ο πόλεμος έπαψε να είναι χαρακτηρι­στικό γνώρισμα μιας elite και εντάχθηκε στο νέο πλαίσιο της πόλης, το οποίο ενσωματώνει εξ ολο­κλήρου τον πόλεμο στην πολιτική και αφομοιώνει στη μορφή του πολίτη το πρόσωπο του πολεμιστή. Έτσι εάν για τους άριστους της αριστοκρατικής κοι­νωνίας ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία για «κλέος και λάφυρα», μετά τη «φάλαγγα των οπλιτών» ο πόλεμος είναι η εκπλήρωση ενός καθήκοντος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 

 D. M. MacDowell. Σπαρτιατιικό δίκαιο, μετ. Κονομή, Παπαδήμας. Αθήνα 1988.

Ν. Μπιργάλιας, L' odyssee de l’ éducation spartiate, Βασιλόπουλος, Αθήνα. 1999.

Ν. Μπιργάλιας. «Ο Μύθος του Καιάδα». Αρχαιογνωσία, τομ. 9 (1998). σελ. 207.

http://www.ekivolos.gr/arxaia%20sparti.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου