Γράφει ο Γεώργιος Αργυρόπουλος
Είναι αρκετά ενδιαφέρον να ανατρέξουμε στην αρχαία ελληνική σοφία των Αθηναίων πολιτών για το πώς εκλάμβαναν τη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων και ποια ήταν η κοσμοθεωρία τους γι’ αυτό που ονομάζουμε κοινά. Με παράθεση χωρίων παρακάτω θα δούμε πώς αντιμετώπιζε η αρχαία ελληνική κοινωνία ζητήματα της επικαιρότητας , όπως η περίφημη αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και άλλες πτυχές γύρω από τη λειτουργία του δημόσιου φορέα.
Τα παρακάτω αποσπάσματα πιθανόν να μας θυμίσουν παρούσες καταστάσεις της επικαιρότητας. Στην Αθήνα, όλοι όσοι διορίζονταν σε κάποιο αξίωμα έπρεπε να περάσουν από εξέταση (δοκιμασία) πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, προκειμένου να ελεγχθεί αν ήταν κατάλληλοι για την ανάληψη του αξιώματος. Επιπρόσθετα, όφειλαν να υποβάλλουν οικονομικό απολογισμό (λόγος) και να περνούν από έναν γενικότερο έλεγχο της συμπεριφοράς τους (ευθύναι) με τη λήξη της θητείας τους. Προκειμένου να αποφεύγεται η προκατάληψη κατά τις διαδικασίες που έπονταν της αποχώρησης από κάποιο αξίωμα, θεσπίστηκε νόμος στη δεκαετία του 340 πΧ, σύμφωνα με τον οποίο δεν έπρεπε να επαινείται η συμπεριφορά ενός αξιωματούχου πριν από την ολοκλήρωση των προαναφερθέντων: ο Αισχίνης αντιτίθεται σε μια πρόταση να τιμηθεί ο Δημοσθένης, φέροντας ως επιχείρημα το γεγονός ότι εκείνον τον καιρό κατείχε ένα αξίωμα, για το οποίο ήταν υπόλογος.
Ακολουθεί το χωρίο για την ευθύνη των αξιωματούχων : «Εγώ όμως στην επιχειρηματολογία αυτών των ανδρών θα βάλω μπροστά τον δικό σας νόμο, τον οποίο εσείς θεσπίσατε, με σκοπό να βάλετε ένα τέλος σε τέτοιου είδους προφάσεις. Στον νόμο ξεκάθαρα γράφεται ‘’τα αιρετά αξιώματα’’ –στον παραπάνω όρο εμπεριέχονται όλα τα αξιώματα- και καλούνται αξιώματα όλοι οι διορισμοί που κάνει ο λαός με ψηφοφορία ‘’συμπεριλαμβανομένων των επιστατών των δημοσίων έργων’’.
Ο Δημοσθένης είναι τειχοποιός, επιστάτης δηλαδή ενός από τα σπουδαιότερα έργα.
‘’Και όλοι οι άνδρες που αναλαμβάνουν δημόσιο έργο για περισσότερες από τριάντα ημέρες έχουν δε και την προεδρία σε δικαστήρια’’, όλοι αυτοί οι επιστάτες των έργων είναι πρόεδροι σε δικαστήριο. Και τι ακριβώς τους διατάσσει ο νόμος να κάνουν; Όχι ‘’απλώς να υπηρετούν’’ αλλά ‘’να κατέχουν ένα αξίωμα, αφού υποβληθούν στη δοκιμασία ενώπιον του δικαστηρίου’’, μιας και ακόμη και οι εκλεγμένοι με κλήρο άρχοντες υποβάλλονται στη δοκιμασία και διαχειρίζονται τα κοινά, αφότου υποβληθούν σ’αυτήν. Και καταθέτουν τον λόγο τους μαζί με τον γραμματέα και οι λογισταί ( ελεγκτές της διαχείρισης), όπως ακριβώς ορίζεται και για τους άλλους αξιωματούχους(…)». (Αισχίνης, ııı. Κατά Κτησιφώντος, 14-15,20,20-22)
Επόμενο χωρίο είναι για την λογοδοσία των αξιωματούχων και τη διαδικασία της καθώς επίσης και για τη διαδικασία των καταγγελιών που μπορούσαν να προβούν οι πολίτες μετά την λογοδοσία κάθε ενός αξιωματούχου, να ασκήσουν δηλαδή έλεγχο επί των λεγομένων των κατεχόντων δημοσία θέση :
«Οι βουλευτές, επίσης ορίζουν με κλήρωση (από το δικό τους σώμα) ευθύνους ( αυτοί που διορθώνουν), έναν από κάθε φυλή, καθώς και δύο βοηθούς για καθένα από τους ευθύνους. Αυτοί οι άνδρες είναι υποχρεωμένοι να κάθονται τις ώρες που λειτουργεί η αγορά πλάι στο άγαλμα του ήρωα κάθε φυλής αν κάποιος επιθυμεί να κάνει καταγγελία, δημόσια ή ιδιωτική, εναντίον ενός αξιωματούχου που έχει λογοδοτήσει για τη διαχείριση των οικονομικών στο δικαστήριο, σε διάστημα τριάντα ημερών αφότου λογοδότησε, γράφει σε μια ασπρισμένη πινακίδα το όνομά του, το όνομα του διάδικου στον οποίο κατατίθεται η μήνυση και το αδίκημα για το οποίο τον κατηγορεί, προσθέτει όποιο ποσό νομίζει ότι πρέπει να καταβληθεί (είτε για οικονομική απώλεια είτε ως τιμωρία) και τη δίνει στον εύθυνο .
Ο εύθυνος παίρνει την πινακίδα, τη διαβάζει και, αν αποφασίσει ότι υπάρχει υπόθεση στην οποία πρέπει να δοθούν εξηγήσεις, μεταβιβάζει τις ιδιωτικές κατηγορίες στους δικαστές του κάθε δήμου, οι οποίοι διατυπώνουν την τελική κρίση τους για την εν λόγω, ενώ ανακοινώνει τις δημόσιες κατηγορίες στους θεσμοθέτες. Οι θεσμοθέτες, όταν τους μεταβιβάσουν μια κατηγορία, θέτουν πάλι υπό δικαστική κρίση την υπόθεση αυτή των ευθύνων και οτιδήποτε αποφασίσουν οι δικαστές είναι τελεσίδικο»(Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 48.iv-v)
Η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη το 508/7 καθιέρωσε την αρχή της ευρείας συμμετοχής των πολιτών στην διακυβέρνηση του κράτους. Μετά τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Αρείου Πάγου από τον Εφιάλτη, το 462/1, η Αθήνα κατέστη ενσυνείδητα δημοκρατική και έγινε αντιληπτό, προκειμένου αυτοί να μετέχουν ενεργά, θα έπρεπε να παρέχεται στους φτωχούς πολίτες χρηματική αποζημίωση για τον χρόνο που αφιέρωναν στις υποθέσεις του κράτους. Έτσι, μεταξύ της δεκαετίας του 450 (για τους ενόρκους ) και της δεκαετίας του 390 (για τη συμμετοχή στην Εκκλησία του Δήμου) εγκαινιάστηκε χρηματική αποζημίωση για πολλές πολιτικές υποχρεώσεις, τις οποίες το κράτος προέτρεπε τους πολίτες του να επιτελέσουν.
Αρκετά ενδιαφέρουσα είναι λοιπόν η θεσπισμένη καταβολή μισθού σ’ αυτούς που συμμετέχουν στις δημόσιες υποθέσεις και ιδιαίτερα προς τους φτωχούς πολίτες για το χρόνο που αφιέρωναν στις υποθέσεις του Κράτους όπως την βλέπουμε στο παρακάτω απόσπασμα:
«Ο Περικλής ήταν ο πρώτος άνδρας που όρισε την καταβολή μισθού για την υπηρεσία στα δικαστήρια ως πολιτικό μέτρο, για να αντισταθμίσει την γενναιοδωρία του Κίμωνα. Ο Κίμων ήταν τόσο πλούσιος, όσο ένας τύραννος• πλουσιοπάροχα εκτελούσε τις δημόσιες λειτουργίες (πρβλ. τα χωρία 227-231)˙ επιπλέον, συντηρούσε πολλούς από τους συνδημότες το, γιατί όποιος από τους Λιακάδες το επιθυμούσε μπορούσε να πηγαίνει καθημερινά σε αυτόν και να παίρνει τα αναγκαία για τη ζωή ˙ και όλη του η γη ήταν δίχως περίφραξη, έτσι ώστε όποιος το επιθυμούσε να απολαμβάνει τα φρούτα των δέντρων.
Η περιουσία του Περικλή δεν ήταν αρκετή για τέτοιου είδους παροχές. Επομένως ο Δάμων, γιος του Δαμωνίδη από την Οία (ο οποίος φαίνεται ότι είναι ο επινοητής των περισσότερων μέτρων που έλαβε ο Περικλής και για αυτόν τον λόγο αργότερα εξοστρακίστηκε [πρβλ. τα χωρία 269-270], συμβούλεψε τον Περικλή, εφόσον δεν διέθετε την απαιτούμενη ιδιωτική περιουσία, να δώσει στον λαό τη δυνατότητα να έχει δική του περιουσία (είναι σωστό να πούμε ότι η ηγεσία του νέου τύπου δημοκρατίας ήταν αντίθετη με την ιδέα της αριστοκρατικής πατρωνείας, όπως την εφάρμοσε ο Κίμων)˙ και έτσι λοιπόν επινόησε την πληρωμή των δικαστών».(Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 27. Iii-iv)
Παρατηρούμε λοιπόν με αυτές τις λίγες παραθέσεις, μέσα από έναν πλούτο των αρχαίων κειμένων, αναφορικά με τη διοίκηση της πόλης, πως ανεξαρτήτως της όποιας κριτικής για το πολίτευμα της Αθήνας των κλασσικών χρόνων ένα είναι σίγουρο : Προσπάθησαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν την θέσπιση και εφαρμογή κανόνων αδιάβλητων αναφορικά με την διαχείριση της κανονιστικής εξουσίας της πόλης – κράτους. Προχώρησαν από τον απλό διαχωρισμό δημοκρατίας με ολιγαρχία, στον εμπλουτισμό και στην διάνθιση του δημοκρατικού πολιτεύματος θεσπίζοντας με βάση αξιοκρατικές αρχές τις δομές εκείνες όπου διασφαλιζόταν η λιγότερη δυνατή εκτροπή και αυθαιρεσία των δημοσίων λειτουργών.
Πηγές
http://filologos10.wordpress.com
http://www.ethemis.gr/
http://filotimia.blogspot.com/
http://www.istorikathemata.com/
ΕΥΧΩΜΕ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΕΝΑΣ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣ Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΟΥ ΙΣΧΥΕ ΤΟΤΕ , ΤΩΡΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΠΑΡΧΕΙ ΑΡΑΓΕ ΕΝΑΣ ΤΕΤΟΙΟΣ ΠΑΤΡΙΟΤΗΣ ?.