Οι νεκροπόλεις του Βοσπόρου είναι τόσο σημαντικές από ιστορικό – αρχαιολογική άποψη, ώστε αξίζει να μελετηθούν σε ξεχωριστώ κεφάλαιο. Οι νεκροπόλεις ή οι τάφοι αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των αρχαίων πόλεων και οικισμών. Ως γνωστόν τα ταφικά έθιμα είναι ένα από τα πιο σηντηρητικά στοιχεία οποιουδήποτε πολιτισμού. Στα έθιμα αυτά, αμέσως ή εμμέσως αντικατοπτρίζονται οι θρησκευτικές αντιλήψεις και οι κοινωνικό – οικονομικές σχέσεις της κοινότητας. Σε μεγάλο βαθμό μας βοηθούν να κατανοήσουμε την εθνικότητα του νεκρού. Για τους λόγους αυτούς, κάθε ταφή και ιδιαίτερα κάθε ταφικό σήμα, αποτελεί σημαντική πηγή πληροφόρησης. Όσον αφορά τις νεκροπόλεις του Βοσπόρου, για πολλά χρόνια ήταν τα πιο γνωστά αρχαιολογικά μνημεία. Εκτός αυτού, τα εντυπωσιακά κτερίσματα ορισμένων τάφων, έκαναν πασίγνωστες τις αρχαιότητες του Βοσπόρου και μέχρι σήμερα προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον.
Οι ανασκαφές τον νεκροταφείων των τύμβων στην Α, Κριμαία και στη χερσόνησο Ταμάν άρχισαν πολύ παλιά, αλλά ως τα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν διαδεδομένη η τυμβωρυχία, από την οποία λίγο αργότερα επλήγησαν και οι απλοί τάφοι. Δυστυχώς, η σύληση αρχαίων τάφων δεν έχει πάψει να γίνετε μέχρι και τις μέρες μας. Έτσι, αρκετό σε ποσότητα και σημασία αρχαιολογικό υλικό έχει χαθεί ανεπιστρεπτί για την επιστήμη. Και οι πρώτες ανασκαφές άλλωστε των αρχαιολόγων δεν ξεχώρισαν για την επιμέλεια και το υψηλό μεθοδικό τους επίπεδο. Γενικά όμως, μπορούμε να πούμε πως ολόκληρος ο 19ος αιώνας ήταν για την ιστορία της ρωσικής αρχαιολογίας ο αιώνας των «κουργκάν» (τύμβων). Αυτό αφορά πλήρως και τον Βόσπορο. Τότε, ανασκάφηκαν, από διάφορους ερευνητές, με όχι πάντα την ίδια επιτυχία, οι περισσότεροι τύμβοι κοντά στις πόλεις του Βοσπόρου. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αι. άρχισε σε μεγαλύτερη κλίμακα η ανασκαφή νεκροταφείων με απλούς τάφους. Για διάφορους λόγους, η ανασκαφή συνεχίστηκε και στη διάρκεια των μετέπειτα δεκαετιών, αν και κατά περιόδους συνεχιζόταν ως το τέλος η έρευνα των μισομελετημένων τύμβων. Ιδιαίτερα καρποφόρες ήταν οι εργασίες στους τάφους της αγροτικής γης του Βοσπόρου, κυρίως στην Ανατολική Κριμαία. Μεταξύ των μελετητών διαφόρων εποχών, που προώθησαν την συγκεκριμένη θεματική είναι οι: Π. Ντιούμπρουξ, Ι. Κρούγκλίκοβα, , Α. Λιουτσένκο, Β. Μπλαβάτσκι, Μ. Ροστόφτσεφ, Γ. Τσβεταγιέβα, Ο. Τσεβελιόφ κ. α. Οι έλληνες μετανάστες, την πλειοψηφεία των οποίων συνέθεταν ‘Ιωνες, μετέφεραν ως την περιοχή αυτή τις δικές τους αντιλήψεις, όσον αφορά τα ταφικά έθιμα και τις τελετές. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις και προσμίξεις, οι αντιλήψεις αυτές παρέμειναν κυρίαρχες στις νεκροπόλεις του Βοσπόρου, ως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Σ’ αυτές ανήκουν ο ενταφιασμός του νεκρού εκτάδην (αν και συνηθιζόταν και οι καύσεις) προς ανατολάς κυρίως, η παρουσία του ονομαζόμενου παλαιστρικού συνόλου (στους ενταφιασμούς αντρών), η προσθήκη αντικειμένων, η χρήση διαφόρων ως προς την δομή και το υλικό σαρκοφάγων και τάφων, όπως επίσης και οι πικοιλόμορφες επιτύμβιες στήλες (συνήθως με ανάγλυφο διάκοσμο και επιγραφές). Μερικές φορές γινόταν πολλοί ενταφιασμοί στον ίδιο τάφο, ενώ οι οικογενειακοί τάφοι ήταν μακρόβιοι. Η συνεχής διείσδυση στις πόλεις και γενικά στο έδαφος της περιοχής του Βοσπόρου του γειτονικού αυτόχθονος πληθυσμού και ορισμένων ξένων από άλλα μέρη του αρχαίου κόσμου επηρέασε όπως είναι φυσικό τα ταφικά έθιμα, τους τύπους των ταφών κ. α. Κύριο χαρακτηριστικό των δημοσίων νεκροταφείων με τύμβους της ελληνιστικής εποχής στο Βόσπορο, ήταν οι πλούσιοι ενταφιασμοί της ελληνοβαρβαρικής αριστοκρατίας σε μνημειακούς τάφους. Την ευρεία διάδοση των τύμβων κατά την συγκεκριμένη περίοδο επηρέασαν οι γειτονικές φυλές, ή πιο σωστά τα έθιμά τους, οι απαρχαιωμένες, ανάλογες αντιλήψεις μέρος της ελληνικής κοινότητας, όπως επίσης η εγκαθίδρυση απολυταρχικής – αριστοκρατικής εξουσίας από πιο πρώιμα χρόνια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τάφοι των αγροτικών οικισμών, όπου, για μεγαλύτερο διάστημα, τα βαρβαρικά στοιχεία παρέμειναν πιο αμιγή, ενώ ταυτόχρονα τα αρχαιοελληνικά έθιμα και οι παραδόσεις υπερίσχυαν και διατηρήθηκαν περισσότερο απ’ ότι στις νεκροπόλεις των πόλεων.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητες απαντούν, αν και όχι στον ίδιο βαθμό παντού, σε όλα τα νεκροταφεία και τάφους του Βοσπόρου που έχουν ερευνηθεί. Παντού, αν και με διαφορετικές αναλογίες, συναντούμε τους ίδιους τύπους ταφικών μνημείων, αντικείμενα της εποχής κ. α. Αυτό μας βοηθά να αποφύγουμε τις επαναλήψεις, εστιάζοντας την προσοχή μας στα πιο αντιπροσωπευτικά μνημεία. Ακολουθώντας, την γνωστή πια, στον αναγνώστη διαδρομή, θα σταθούμε σύντομα στις νεκροπόλεις των πόλεων του Βοσπόρου.
Μια από τις λιγότερο μελετημένες νεκροπόλεις είναι αυτή της Θεοδοσίας. Μερικοί τύμβοι ανασκάφηκαν εδώ ήδη στα μέσα του 19ου αι. όλες οι ταφές ήταν αμιγώς ελληνικές και χρονολογικά ανήκαν στον 4ο αι. π. χ. οι νεώτερες μελέτες έγιναν βάσει των ευρημάτων αυτής της εποχής. Για τα κτερίσματα μιλήσαμε πιο πριν.
Στα νεκροταφεία της Καζέκας και του Κιμμερικού κατά καιρούς ανασκάφηκαν ή συλήθηκαν μερικοί λαξευμένοι σε βράχο τάφοι. Εδώ ανασκάφηκαν περισσότεροι από 150 τάφοι, που χρονολογούνται από τα μέσα του 5ου αι. π.χ. ως τον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. Τα μνημεία είναι ποικιλόμορφα και συμπεριλαμβάνουν και μερικούς λίθινους οικογενειακούς τάφους, σκεπασμένους με τύμβο. Αν και πολλοί τάφοι είναι συλημένοι, ωστόσο τα κτερίσματα που βρέθηκαν είναι πολλά. Πιο απομακρυσμένοι από την πόλη είναι οι λαξευμένοι σε βράχο οικογενειακοί τάφοι με κόγχες στο εσωτερικό, που ανάγονται στην ύστερη αρχαιότητα. Σε μερικά σημεία τους υπάρχουν ακόμη επιγραφές και ζωγραφική.
Στα νεκροταφεία –όπως υποθέτουμε- των πολισμάτων Άκρα και Ζεφύριο είναι γνωστές μόνο μερικές ταφές με μικρή σημασία.
Πολύ μεγάλο και πλούσιο είναι το νεκροταφείο του Νυμφαίου. Εδώ σχετικά συχνά συναντάται η καύση των νεκρών. Στην περιοχή του νεκροταφείου με τις απλές ταφές –επειδή υπάρχουν και τύμβοι- το ελληνικό στοιχείο είναι γενικά εμφανές, αν και κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες νεκροπόλεις, απέκτησαν ευρεία διάδοση οι λαξευτοί σε βράχο ή σε σχετικά συμπαγές έδαφος οικογενειακοί τάφοι. Οι τελευταίοι αποτελούνται από επιμήκη δρόμο με σκαλοπάτια, μικρό διάδρομο και είσοδο στον ταφικό θάλαμο. Σ’ έναν από αυτούς τους τάφους και πάνω από την είσοδο, τοποθετήθηκαν ανάγλυφες παραστάσεις του Διονύσου, του Πανός, της Αθηνάς. Σ’ έναν άλλο βρέθηκε η κεφαλή ενός αγένειου άνδρα και διατηρήθηκαν λίγες τοιχογραφίες.
Σε πολλούς τάφους τύμβων του 5ου και 4ου αι. π.χ. που ανήκαν, όπως δείχνουν τα ταφικά έθιμα, στην εξελληνισμένη σκυθική αριστοκρατία, συνηθιζόταν και η τοποθέτηση όπλων και χρυσών κοσμημάτων, που συνοδευόταν από ταφή αλόγων και αντικειμένων ιπποσκευής. Παντού τοποθετούσαν μαζί και ελληνικό γραπτό αγγείο, συχνά πολύ καλής ποιότητας. Αργότερα, παρόμοιες ταφές σπανίζουν. Φαίνεται ότι σε ένα απομακρυσμένο τμήμα του νεκροταφείου του Νυμφαίου βρισκόταν και η πλούσια ταφή «Σκυθίσσας ιέριας» στο λίθινο τάφο του τύμβου Τρι μπράτα.
Το νεκροταφείο με τύμβους της Τυριτάκης περιελάμβανε ταφές του4ου-3ου αι. π.χ., ενώ οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την ανασκαφή του στο 19ο αι. είναι ελάχιστες. Στην περιοχή υπήρχαν απλοί τάφοι και κατά καιρούς μελετήθηκαν μερικές εκατοντάδες ποικιλόμορφων τάφων, των πρώτων κυρίως μεταχριστιανικών αιώνων. Υπάρχουν όμως και τάφοι του 5ου αι. π.χ. όπως και της ελληνιστικής εποχής. Στην όψιμη αρχαιότητα, εδώ έκτιζαν και οικογενειακούς τάφους μέσα στην γη, με επιμήκεις δρόμους. Τα κτερίσματα των ασύλητων τάφων είναι στην πλειονότητά τους απλά και ομοιόμορφα.: αβαφή και ερυθροβαφή αγγεία, χειροποίητη κεραμική, μικρά χάλκινα, ορειχάλκινα και αργυρά κοσμήματα, γυάλινα αγγεία, χάντρες, πόρπες και φυλακτά. δημιουργείται η εντύπωση πως η νεκρόπολη της Τυριτάκης ανήκε στον απλό πληθυσμό μεσαίου εισοδήματος. Απουσιάζουν οι πολύ πλούσιες ταφές.
Στην περιγραφή του μεγάλου νεκροταφείου της πρωτεύουσας του Βοσπόρου Ποντικάπαιον θα σταθούμε περισσότερο διότι έχει μελετηθεί καλύτερα. Η έκτασή του άλλαζε συνεχώς, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την έκταση της πόλης και τις αριθμητικές διακυμάνσεις του πληθυσμού της. Οι πιο ΄πρώιμοι τάφοι ανάγονται στον 6ο/5ο αι. π.χ. και είναι με μια εξαίρεση ελληνικοί. Κυριαρχεί ο ενταφιασμός εκτάδην προς ανατολάς, σε ποικιλόμορφους τάφους. Υπάρχουν συχνά και ίχνη εναγισμών. Οι ταφές του 4ου/3ου αι., είναι πολυάριθμες και γενικά πλουσιότερες. Τότε κατασκευάστηκαν λίθινοι οικογενειακοί τάφοι και αναχώματα τύμβων. Το 2ο/1ο αι. π.χ. η έκταση του νεκροταφείου μειώθηκε, αλλά αυξήθηκαν οι επιτύμβιες στήλες. Νέα επέκτασή του σημειώθηκε τον 1ο/2ο αι. μ.Χ. Την περίοδο αυτή, δημιουργήθηκαν περισσότεροι οικογενειακοί τάφοι στο έδαφος, και οι ταφές σε λίθινες και ξύλινες σαρκοφάγους. Ολοένα και συχνότερα απαντούν στοιχεία βαρβαρικών ταφικών εθίμων, που περιγράψαμε παραπάνω. Τα κτερίσματα είναι πολλά, δεν παρουσιάζουν όμως ιδιαίτερη ποικιλία. Στην όψιμη αρχαιότητα τα όρια του νεκροταφείου περιορίστηκαν σημαντικά. Οι ταφές της εποχής κτ3ρίζοταν με όπλα, και κτιζόταν κατακόμβες. Υπάρχουν τάφοι με πρωτοχριστιανικές συμβολικές παραστάσεις και ταφές με παραμορφωμένα κρανία. Η νεκρόπολη των πρώιμων βυζαντινών χρόνων βρίσκεται στα όρια της παλιάς πόλης.
Ιδιαίτερα γνωστό και αξιόλογο είναι το νεκροταφείο των τύμβων στο Παντικάπαιο. Επιβλητικά αναχώματα σχηματίζουν αλυσίδα λοφοσειρών, κυρίως, στα δυτικά και νοτιοδυτικά της πόλης, προφανώς κατά μήκος αρχαίων δρόμων. Αυτό ήταν κατά κύριο λόγο το νεκροταφείο της υψηλής αριστοκρατίας του Βοσπόρου, η σύνθεση της οποίας ήταν ελληνοβαρβαρική. Όλοι σχεδόν οι ανασκαμμένοι τάφοι ανάγονται στον 4ο/3ο αι. π.χ. Οι κυριότερες και πιο πυκνές ομάδες «κουργκάν» (τύμβων) είναι: κεντρική Γιουζ – Ομπά (προς τα δυτικά του λόφου Μιθριδάτη) και βορειοδυτική (Καρά – Ουμπά). Βέβαια, υπάρχουν και άλλα, επίσης σημαντικά, αναχώματα τύμβων και σ’ άλλες περιοχές, πως και κοντά στην πρωτεύουσα. Όλοι σχεδόν οι τάφοι παρουσιάζονταν από κάποια δομική ιδιαιτερότητα. Στο χτίσιμο του κρηπιδώματος χρησιμοποιόταν λίθος. Ιδιαίτερα μεγαλοπρεπείς και επιβλητικοί είναι οι τάφοι των τύμβων Ζολοτόι και Τσάρκι (ο πρώτος δεν διατηρήθηκε ως τις μέρες μας), όπου είχαν φαίνεται πράγματι ταφεί βασιλείς του Βοσπόρου κατά τον 4ο/3ο αι. π.Χ. Ο τύμβος Τσάρκι είναι από τα καλύτερα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα του είδους παγκοσμίως. Δυστυχώς, όλοι οι τάφοι είχαν συληθεί ήδη από την αρχαιότητα. Όπου ήταν εφικτό να αποσαφηνιστεί, διαπιστώθηκε ότι οι υπόλοιποι τύμβοι περιείχαν κυρίως ελληνικές ταφές της εποχής. Βέβαια, ξεχώριζαν για τον πλούτο των σαρκοφάγων, για τα υψηλής τέχνης κτερίσματα, όπως τα χρυσά κοσμήματα, και τα πολλά όπλα. Μερικοί όμως τύμβοι, ανήκαν στη βαρβαρική αριστοκρατία, η οποία είχε λίγο-πολύ εξελληνιστεί. Από τους τύμβους αυτούς, οι γνωστότεροι είναι το Κουλ-Ομπά και το Πατινιόττι. Στοιχεία ελληνοβαρβαρικών εθίμων υπάρχουν στους τύμβους Ακ-Μπουρούν και Δεύτερο Ζμένινι. Εδώ βρέθηκαν χρυσά κοσμήματα (πασίγνωστα σήμερα_, όπλα εορτών, ενταφιασμοί υπηρετών και παλλακίδων, χρυσές βελόνες, με τις οποίες κεντούσαν μεγαλόπρεπες ενδυμασίες και ειδικά παραπετάσματα.
Εντελώς ξεχωριστά ορθώνεται το μεγαλειώδες κρηπίδωμα του τύμβου Ζολοτόι και ακόμη περισσότερο επιβλητικά και μυστηριώδη «τείχη» του «Κουργκάν» Καρά-Ομπά, ίσως το μεγαλύτερο στο είδος όχι μόνο στην Ανατολική Κριμαία, αλλά σε ολόκληρη την χερσόνησο. Η χρονολογία κατασκευής τους δεν μπορεί να προσδιορισθεί.
Το 2ο/1ο αι. π.Χ. το ποσοστό των ταφών σε τύμβους μειώθηκε απότομα. Η αρχιτεκτονική των ταφών έγινε πιο πρόχειρη. Όπως και παλιότερα, απαντούν ταφές με ελληνοβαρβαρικά έθιμα ταφής. Στην θέση των παλιότερων ταφικών οικοδομημάτων εμφανίστηκαν, και μάλιστα λίγο μεταγενέστερα, κρύπτες με ζωγραφισμένους τοίχους και καμάρα. Μεταξύ αυτών, αναφέρουμε τις παραστάσεις της κρύπτης των Ανθεστηρίων του 1ου αι. π.Χ. (και βέβαια της κρύπτης «της Δήμητρας» του 1ου αι. μ.Χ.). στους κατοπινούς αιώνες η παράδοση των τύμβων τείνει να εκλείψει.
Η καμάρα πολλών κρυπτών με γραπτές παραστάσεις των πρώτων μετά-χριστιανικών αιώνων είναι ημικυκλική. Οι ταφές ήταν εδώ κατά κανόνα ελληνικές. Ως παράδειγμα αναφέρουμε την κρύπτη στην «αγροικία του Φέλντστάιν», την κρύπτη «του κουργκάν των Λεόντων», «την κρύπτη Στάσοφ». Αλλά, υπάρχουν και προφανείς βαρβαρικές ταφές που τις συνοδεύουν ενταφιασμοί αλόγων και μερικά πρόχειρα φτιαγμένα κοσμήματα (η κρύπτη του 1841). Στον 3ο και 4ο αι. μ.Χ. γίνονταν ταφές σε παλιά αναχώματα και επικρατούν αποκλειστικά οι κρύπτες στο έδαφος (λαξευμένες δηλαδή σε πετρώδες έδαφος). Ανάμεσα στους πιο γνωστούς τάφους του πρώτου μισού του 3ου αι. μ.Χ. είναι αυτός που κατά παράδοση σχετίζεται με τον βασιλιά Ρησκουπόριδα Γ’ του Βοσπόρου και τα μέλη της οικογενείας του (ο λεγόμενος «τάφος με την χρυσή προσωπίδα»).
Στον 4ο/6ο αι. μ.Χ. η παράδοση των τύμβων σβήνει εντελώς, ενώ ευρεία διάδοση αποκτούν οι κρύπτες-κατακόμβες με θήκες για την τοποθέτηση των νεκρών.
Η νεκρόπολη του Μυρμηκίου αποκαλύφθηκε σε αρκετή απόσταση από το πόλισμα και μάλιστα κατά μήκος του δρόμου που ένωνε το Μυρμήκιο με την πρωτεύουσα. Εντατικές ανασκαφές εδώ έγιναν στο δεύτερο μισό του19ου αι. και σε πολύ μικρότερη κλίμακα κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1980.
Εδώ, παντού κυριαρχούν απλές ταφές σύμφωνες με την ελληνική παράδοση, αν και υπάρχουν και λίθινες κρύπτες, με επιχρισμένους τοίχους, πάνω στους οποίους υπήρχαν χαράγματα. Δεν απουσιάζουν και οι κρύπτες σε έδαφος. Τάφοι της όψιμης αρχαιότητος δεν έχουν ανακαλυφθεί.
Ανατολικότερα, μέχρι την περιοχή του σημερινού πορθμού, αποκαλύφθηκαν και εν μέρει μελετήθηκαν οι νεκροπόλεις μερικών πολισμάτων και χωριών του Βοσπόρου. Μερικές φορές έχουν τη μορφή ταφικών αναχωμάτων που εκτείνονται σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων. Κυριαρχούν λαξευμένοι σε πετρώδες έδαφος λάκκοι και μικρές κρύπτες, που χρονολογούνται από τον 3ο αι. π.Χ. έως τον 3ο μ.Χ.
Το νεκροταφείο του μικρού πολίσματος στην Μαιώτιδα, της Ζήνωνος Χερσονήσου (οικισμός στο ακρωτήριο Ζιούκ), φαίνεται ότι ανασκάφηκε ή καταστράφηκε στα τέλη του 19ου αι. σχεδόν παντελώς. Εδώ βρέθηκαν απλοί λάκκοι στο χώμα με καλύμματα και κρύπτες στο έδαφος που περιείχαν ταφές από την ελληνιστική εποχή ως τον 6ο αι. μ.Χ.
Στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, τα καλύτερα μελετημένα νεκροταφεία είναι αυτά των Κήπων, της Φαναγόρειας και της Γοργιππίας, όπου κατά καιρούς ανασκάφησαν εκατοντάδες ποικιλόμορφων τάφων. Μερικές ταφές, όπως και του 5ου αι. π.Χ. που έγιναν με ελληνικά ταφικά έθιμα, έχουν βρεθεί στο χώρο του αρχαίου οικισμού του Πατραέως. Μερικοί τάφοι της ελληνιστικής εποχής ανακαλύφθηκαν κοντά στον οικισμό Ιλγίτσοφ.
Το νεκροταφείο των τύμβων στους Κήπους έχει μελετηθεί ελάχιστα, αλλά έχει διατηρηθεί και σε κακή κατάσταση. Ίσως στο νεκροταφείο αυτό να ανήκουν και οι τάφοι που ανασκάφηκαν στον τύμβο Αρτιούχοφ. Σε μια από τις λίθινες κρύπτες του υπήρχε μια ανδρική και μια γυναικεία ταφή με πλούσια κτερίσματα: χρυσά στεφάνια, δαχτυλίδια, γραπτά σκεύη, πλούσια περιδέραια, βραχιόλια, χάντρες, σκουλαρίκια, αργυρά και ορειχάλκινα σκεύη, κάτοπτρο.
Σε μια άλλη κρύπτη με δύο αίθουσες είχαν επίσης ταφεί ένας άνδρας και μια γυναίκα με πλούσια κτερίσματα: χρυσά στεφάνια, διάδημα, δαχτυλίδια, χρυσό νόμισμα, πόρπη με ένθετη διακόσμηση από γρανάτη, σκουλαρίκια, περιδέραιο, χρυσοΰφαντο σκέπασμα, χρυσές πόρπες και μετάλλιο με παράσταση Αφροδίτης και Έρωτα, μεταλλικά και πήλινα σκεύη.
Εξίσου πλούσια ήταν και η ταφή μιας γυναίκας σε κιβωτιόσχημο τάφο μέσα στον ίδιο τύμβο. Περιείχε χρυσό διάδημα εν ήδη «Ηρακλείου άμματος», με ενθέσεις από γρανάτη. Όλες οι ταφές ανάγονται στα ύστερο-ελληνιστικά χρόνια.
Στο απλό νεκροταφείο των Κήπων ανασκάφηκαν διαφόρων τύπων τάφοι που χρονολογούνται από το 2ο μισό του 6ου αι. π.Χ. ως τον 3ο αι. μ.Χ. Πρόκειται για τάφους λακκοειδείς, λακκοειδείς με τοιχώματα επικαλυμμένα από άψητες πλίνθους, κιβωτιόσχημους, κεραμοσκεπείς, ή μικρές κρύπτες στο έδαφος. Μεταξύ των συνηθισμένων λαξευτών τάφων. Έχουν βρεθεί και σκελετοί με εμβρυακή στάση (τα πόδια μαζεμένα και στο στήθος), όπως και ίχνη καύσης. Τα κτερίσματα περιλαμβάνον ποικιλόμορφα πήλινα σκεύη, γυάλινα αγγεία, ορειχάλκινα και χάλκινα κοσμήματα, νομίσματα της περιοχής και χάντρες. Υπάρχουν και αμφορείς, όπως και όπλα. Ως τον 2ο-3ο αι. μ.Χ. επικρατούσαν τα ελληνικά ταφικά έθιμα. Από τα ελληνιστικά χρόνια έχουν διατηρηθεί ίχνη εναγισμών, θυσιαστήρια-εσχάρες, επιτύμβιες στήλες από ασβεστόλιθο άλλοτε με ανάγλυφες παραστάσεις και άλλοτε ανθρωπόμορφοι.
Ανάμεσα στις ταφές των πρώτων μετά-χριστιανικών αιώνων συναντούμε περισσότερα στοιχεία σαρματοαλανικών εθίμων. Συχνότεροι είναι οι οικογενειακοί τάφοι-κρύπτες, όπως και οι ταφές σε ξύλινες κάσες και σαρκοφάγους. Όπως και παλαιότερα, τοποθετούνται επιτύμβιες στήλες, ενώ τα πολυάριθμα κτερίσματα παρουσιάζουν κάποια ομοιομορφία.
Οι πιο πρώιμοι τάφοι του νεκροταφείου της Φανογόρειας (6ο-5ο αι. π.Χ.) βρέθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην περιοχή της αρχαίας πόλης. Τον 5ο αι. π.Χ. γίνονται οι πρώτες ταφές σε τύμβους με κύριο χαρακτηριστικό τις κρύπτες από ωμές πλίνθους.
Οι σειρές των τύμβων οδηγούν σε διάφορες κατευθύνσεις από την πόλη, παρατάσσονταν ίσως κατά μήκος των αρχαίων δρόμων. Στις επιχώσεις τους βρέθηκαν πολλά κομμάτια αμφορέων και επιτραπέζιων σκευών, ότι απέμεινε από νεκρόδειπνα και εναγισμούς. Αρκετά συνηθισμένες είναι οι περιπτώσεις καύσης. Φυσικά, τα κτερίσματα εδώ είναι πλουσιότερα. Οι τύποι των ταφών και ο κτερισμός τους είναι περίπου όμοιοι με αυτά των νεκροταφείων του Παντικαπαίου και των Κήπων. Στην νεκρόπολη της Φαναγόρειας από τον 5ο ως τον 2ο αι. π.Χ. οι ταφές γίνονται μόνο κατά τα ελληνικά ταφικά έθιμα. Γενικά όμως η κατάσταση παρέμεινε ίδια και στα μετέπειτα χρόνια, αν και τα στοιχεία των βαρβαρικών, όπως υποθέτουμε, κυρίως σαρματοαλανικών, εθίμων, ολοένα και πληθαίνουν.
Μεταξύ των γνωστότερων τάφων του νεκροταφείου της Φαναγορείας, είναι η γυναικεία ταφή του 5ου αι. π.Χ , κτερισμένη με χρυσά κοσμήματα και γραπτά πήλινα αττικά αγγεία, καθώς και οι ταφές στις κρύπτες των τύμβων Μικρή και Μεγάλη Μπλιζνίτσα (4ος αι. π.Χ.). οι τάφοι του πρώτου τύμβου ανήκει σε πολύ πλούσια οικογένεια. Οι τοίχοι μιας από της κρύπτες ήταν διακοσμημένοι με παραστάσεις λουλουδιών, ενώ η καμάρα έφερε παράσταση της κεφαλής της Δήμητρας. Σε άλλη κρύπτη υπήρχε ανάγλυφη σαρκοφάγος από κυπαρίσσι και ελεφαντοστό. Τον νεκρό συνόδευαν χρυσά κοσμήματα και καπέλο. Στην Τρίτη κρύπτη του ίδιου τύμβου είχε ταφεί ένας πολεμιστής ευγενικής καταγωγής με χρυσό στεφάνι και πλούσια ενδύματα. Η επόμενη ταφή, που περιείχε χρυσά κτερίσματα, (περιδέραιο, καρφίτσες αλλά και γραπτό λυχνάρι και 26 πήλινα λατρευτικά ειδώλια), φαίνεται πως ανήκε σε ιέρεια της Δήμητρας. Στο ανάχωμα του τύμβου βρέθηκαν ίχνη νεκρόδειπνων και εσχάρας.
Πλούσιοι τάφοι, όπως και τάφοι με στοιχεία βαρβαρικών εθίμων (ταφές αλόγων και υπηρετών) βρέθηκαν στον τύμβο Μικρή Μπλιζνίτσα και σε μερικούς άλλους τύμβους του νεκροταφείου της Φαναγόρειας.
Μεταξύ των τάφων του απλού νεκροταφείου των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων επικρατούν οι απλοί λακκοειδείς και οι σχετικά μικρές κρύπτες με μια ή δυο αίθουσες. Σπανίζουν οι νέοι τύμβοι. Υπάρχουν ταφές με παραμορφωμένα κρανία, με ταφές αλόγων, με όπλα. Οι τάφοι του 4ου/6ου αι. μ.Χ. είναι εμφανώς φτωχότεροι σε κτερισμό.
Το απλό νεκροταφείο της Ερμώνασσας δεν έχει μελετηθεί επισταμένως και είναι πολύ κατεστραμμένο. Εδώ έχουν αποκαλυφθεί μερικοί απλοί τάφοι του 6ου-5ου αι. π.Χ. και του 3ου-2ου αι. π.Χ. σε απλούς λάκκους, με καλύμματα. Από τον 2ο αι. π.Χ. εμφανίζονται άλλα είδη ταφών.
Τα κτερίσματα και τα ταφικά έθιμα είναι αμιγώς ελληνικά. Η νεκρόπολη με τους τύμβους βρισκόταν σε ακτίνα 5-6 χλμ. Από την πόλη. Αναφέρουμε εδώ την μεγάλη μαρμάρινη σαρκοφάγο που βρέθηκε σ’ έναν από τους τύμβους, τις πλούσιες ταφές σε μια πέτρινη κρύπτη και σε ένα κιβωτιόσχημο τάφο του τύμβου στο λόφο Ζέλεν. Εδώ βρέθηκαν ίχνη καύσης σε μια μελαμβαφή υδρία, χρυσά κοσμήματα, αργυρά και ορειχάλκινα σκεύη και ένα χρυσό νόμισμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η άλλη ταφή ανήκε σε έναν πολεμιστή. Εκτός από τα συνηθισμένα κτερίσματα (όπλο, χρυσά κοσμήματα, φυλακτό, στεφάνι και διάδημα), τον στρατιώτη συνόδευαν ταφές αλόγων, υπολείμματα νεκρόδειπνου, μια στλεγγίδα που σώθηκε αποσπασματικά και ένας Παναθηναϊκός αμφορέας.
Τα όρια της νεκρόπολης της Γοργιππίας άλλαζαν, παρακολουθώντας πάντα την έκταση της πόλης. Έτσι και εδώ οι πιο πρώιμοι τάφοι (5ος αι. π.Χ.) συμπεριλήφθηκαν αργότερα στα όρια της πόλης. Οι τάφοι αυτοί ήταν συνηθισμένοι για τα ελληνικά δεδομένα στο Βόσπορο. Υπάρχουν και περιπτώσεις καύσης. Στους κατοπινούς χρόνους τα όρια του νεκροταφείου επεκτάθηκαν ανατολικά του χώρου της πύλης. Εδώ, βρέθηκαν τάφοι λαξευτοί σε βραχώδες έδαφος, αρκετά μεγάλοι λακκοειδείς, κιβωτιόσχημοι και κεραμοσκεπείς τάφοι και πέτρινες κρύπτες κάτω από χαμηλό ανάχωμα. Στις κρύπτες αυτές οι ταφές γινόταν σε ξύλινες κάσες και πέτρινες σαρκοφάγους. Ανάγονται κυρίως στην υστεροελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Τα κτερίσματα των ταφών στις κρύπτες είναι μερικές φορές πολύ πλούσια. Μια από αυτές περιείχε επίσημο όπλο με χρυσό διάκοσμο, σπάνια γυάλινα σκεύη, στλεγγίδες, αντικείμενα καθημερινής χρήσης και σκεύη από άργυρο, και χρυσά κοσμήματα με γυάλινους και ημιπολύτιμους λίθους.
Στους τοίχους και την οροφή μιας άλλης κρύπτης έχουν διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση πολύχρωμες γραπτές παραστάσεις που απεικονίζουν όλους τους άθλους του Ηρακλή, το δέντρο της ζωής, άνδρα και γυναίκα καθιστούς και παγώνια. Η τεχνοτροπία και το θέμα των παραστάσεων μας επιτρέπουν να τις χρονολογήσουμε στις αρχές του 3ου μ.Χ. αι.
Η νεκρόπολη των τύμβων της Γοργιππίας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους εκτεινόταν αρκετά μακριά, κυρίως προς τα ανατολικά και νοτιοανατολικά της πόλης. Τα πιο γνωστά ανασκαμμένα μνημεία είναι κρύπτες από πέτρα και ωμές πλίνθους, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και αυτές με τα ίχνη ζωγραφικής στους τύμβους της περιοχής του χωριού Ανάπα, περίπου 10 χιλιόμετρα ανατολικά του (γυναικεία ταφή σε ξυλόγλυπτη σαρκοφάγο κτερισμένη με χρυσά κοσμήματα), λίθινες κρύπτες των τύμβων Ταράσωφ με δρόμο και δύο αίθουσες που ανάγονται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ.. Τάφοι από πέτρα, άψητες πλίνθους και τάφοι στο χώμα βρέθηκαν στον τύμβο στο λόφο Σουλτάν. Όλοι ήταν συλημένοι.
Μια αξιόλογη νεκρόπολη με ταφές του 6ου-5ου π.Χ. αι., που έγιναν με ελληνικές τελετές, μελετήθηκε εν μέρει στην περιοχή της μακρόστενης χερσονήσου Τζουλίν και πιστεύεται πως ανήκει στην αρχαία πόλη Κοροκονδάμη. Γενικά εδώ έχουν βρεθεί τάφοι και κρύπτες μεταγενέστερων χρόνων.
Τα νεκροταφεία με τύμβους και ιδιαίτερα τα απλά νεκροταφεία του αγροτικού πληθυσμού του ευρωπαϊκού και ασιατικού Βοσπόρου έχουν μελετηθεί άνισα. Οι πρωιμότερες (τέλη του 7ου-5ου αι. π.Χ.) ταφές Σκύθων σε τύμβους της Ανατολικής Κριμαίας είναι σπάνιες. Μεταξύ αυτών, ο πιο γνωστός τύμβος βρίσκεται στον λόφο Τεμίρ, κοντά στο χωριό του σύγχρονου σημείου διαπόρθμευσης. Αντίθετα, οι σχετικά λιτές ταφές του απλού κατά συνθήκη σκυθικού πληθυσμού της χερσονήσου (του 4ου-3ου αι. π.Χ.) είναι περισσότερες από 150. Πρόκειται για τάφους κιβωτιόσχημους και λακκοειδείς και για πρωτογενείς πέτρινες κρύπτες κάτω από χαμηλά αναχώματα.
Στα τέλη του 6ου/5ου αι. π.Χ. ανάγονται οι ταφές σε πρόχειρους κιβωτιόσχημους τάφους από πέτρα, που συναντούμε σε μερικές παράλιες περιοχές της χερσονήσου. Στα όρια του 4ου με τον 3ο αι. π.Χ. τα βαρβαρικά έθιμα στις βαρβαρικές νεκροπόλεις της περιοχής σχεδόν εξαφανίζονται.
Καθαρά βαρβαρικοί τάφοι του 3ου-1ου αι. π.Χ., και συνεπώς ταφές κοντά στις ελληνικές αγροικίες και στις εγκαταστάσεις της «άπω» χώρας, κατά την προηγούμενη και την συγκεκριμένη περίοδο προς το παρόν δεν έχουν βρεθεί.
Από την άλλη πλευρά, νεκροταφεία της επόμενης περιόδου έχουν αποκαλυφθεί κοντά σε πολλούς οικισμούς. Πρόσφατα, ανακαλύφθηκαν νεκροταφεία με τάφους του 4ου-6ου αι. μ.Χ. Κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, η παράδοση δημιουργίας τύμβων σχεδόν έσβησε. Στα νεκροταφεία του 1ου αι. π.Χ. μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. (των χωριών Ζολοτόγιε, Σαλάτσικ κ.α.) βρέθηκαν απλοί λακκοειδείς τάφοι με ή χωρίς καλύμματα, τάφοι κιβωτιόσχημοι, όπως και μικρές κρύπτες στο έδαφος. Συναντούμε επίσης λίθινες κρύπτες, λαξευτούς τάφους σε βραχώδες έδαφος, που έχουν από πάνω στρώσεις από πέτρες.
Τα ταφικά έθιμα μοιάζουν να είναι κυρίως ελληνικά, αλλά εντοπίζονται και στοιχεία των γειτονικών βαρβάρων (κυρίως Σκύθων και Σαρματών). Τα κτερίσματα, αν υπάρχουν, είναι αρκετά σε αριθμό, αν και ομοιόμορφα και γενικά όχι πολυτελή: χειροποίητα ή κατασκευασμένα στον τροχό σκεύη, που μερικές φορές έχουν στιλπνή επιφάνεια, μικρά χάλκινα και ορειχάλκινα κοσμήματα, χάντρες, πιο σπάνια είναι τα γυάλινα αγγεία, λυχνάρια, νομίσματα, πήλινα ειδώλια, όπλα και εργαλεία. Το πιθανότερο είναι πως οι περισσότεροι από τους τάφους ανήκουν σε ελεύθερους, απλούς κατοίκους της «χώρας», με μικρό εισόδημα.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των νεκροταφείων της όψιμης αρχαιότητας είναι η παρουσία μεγάλων και ποικιλόμορφων κρυπτών στο έδαφος, που αποτελούν οικογενειακούς τάφους. Κατά κανόνα, διέθεταν βαθύ δρόμο με σκαλοπάτια και ευρύχωρες αίθουσες και κόγχες για την τοποθέτηση των νεκρών. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, το είδος των κτερισμάτων δεν διέφερε από την προηγούμενη περίοδο. Αντικείμενα από πολύτιμους λίθους είναι πολύ σπάνια, ενώ εμφανίζονται στοιχεία εκχριστιανισμού του πληθυσμού και γίνεται αισθητή η επίδραση των Αλανών-Γότθων γειτόνων. Αλλά γενικά διατηρούνται όλες οι ελληνικές παραδόσεις. Μόνο κάποιες σπάνιες ταφές σε πρώιμους τύμβους θα μπορούσαν υποθετικά να ταυτιστούν με Γότθους, Ούννους και Τούρκους.
Η πιο πρώιμη προφανώς βαρβαρική ταφή Σκύθων στη χερσόνησο Ταμάν ανακαλύφθηκε στον τύμβο του λιμανιού Τσουκούρ και ανάγεται στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Μερικοί τύμβοι με κρύπτες χτισμένες από πέτρα και άψητα πλιθιά που περιείχαν πολύ πλούσιες ταφές του 5ου-4ου αι. π.Χ. ανασκάφηκαν κοντά στον οικισμό Σεμιμπράτνι. Τα έθιμα, η αφθονία των ευρημάτων και το σχήμα τους προσιδιάζουν στις σύγχρονές τους ταφές των εξελληνισμένων Σκύθων που βρέθηκαν στην νεκρόπολη του Νυμφαίου και εν μέρει του Παντικαπαίου. Βέβαια υπάρχουν εδώ και κάποιες ιδιαιτερότητες και διαφορές στην τεχνοτροπία.
Αν και τα νεκροταφεία του αυτόχθονος πληθυσμού στην κεντρική ζώνη του Κουμπάν και την ανατολική παραλία της Αζοφικής, ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. ως τα βυζαντινά χρόνια, έχουν μελετηθεί αρκετά, στις γειτονικές περιοχές του Ταμάν παρατηρείται πλήρης σχεδόν απουσία τους. Βέβαια, διάφοροι τάφοι της αρχαιότητας ανακαλύφθηκαν κοντά σε μερικούς οικισμούς, αλλά το σχήμα και ο κτερισμός τους δεν ξεχωρίζουν καθόλου από αυτούς των πόλεων (το νεκροταφείο της ονομαζόμενης Τυράμβης, κ.α.).
Την τελευταία δεκαετία γίνετε μελέτη πολλών νεκροταφείων που ανήκαν σε κάποια αυτόχθονα, καυκάσια φύλα στο νοτιοανατολικό τμήμα του Βοσπόρου (η περιοχή μεταξύ Ανάπας και Νοβορόσισκ). Εδώ κυριαρχούν οι ταφές σε κιβωτιόσχημους τάφους με πλάκες, με περίβολο από πέτρες ή σκεπασμένες από πέτρες. Τα κτερίσματα είναι σκεύη χειροποίητα ή κατασκευασμένα σε τροχό, τόσο ελληνικά όσο και τοπικής παραγωγής, χάλκινα κοσμήματα, φυλακτά, όπλα, γυάλινα αγγεία και χάντρες. Τα ακριβά αντικείμενα σπανίζουν. Τα νεκροταφεία και οι διάσπαρτοι τάφοι στις περιοχές: ακρωτήριο Χάκο, Σίρσκαγια Μπάλκα, Τσεμντολίνι και άλλες, χρονολογούνται από τον 6ο/5ο αι. π.Χ. έως τον 3ο/4ο αι. μ.Χ. Οι μεταγενέστεροι τάφοι ταυτίζονται υποθετικά με την έλευση των Γότθων, ενώ αργότερα των Ούννων και Τούρκων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου