Η σπουδαιότητα της μάχης Κιλκίς - Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913) είναι πολύ μεγάλη. Επέτρεψε τήν ενσωμάτωση στόν εθνικό κορμό, των Ελλήνων της Μακεδονίας καί της Θράκης, έπειτα από έξι αιώνες βαρβαρικής κατοχής. Παράλληλα καθιέρωσε τήν Ελλάδα ως έναν από τούς κυριότερους ρυθμιστικούς παράγοντες των βαλκανικών πραγμάτων καί αναίρεσε τήν βουλγαρική άποψη, πού ήταν ιδιαιτέρως προβεβλημένη στήν Ευρώπη καί παρουσίαζε τή Βουλγαρία ως τό ισχυρότερο κράτος της περιοχής καί κύριο μέτοχο των επιτυχιών του βαλκανικού συνασπισμού εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
"Ο μόλις ανελθών εις τόν θρόνον βασιλεύς Κωνσταντίνος αναχωρήσας τάχιστα εις Μακεδονίαν εξέδωσε διάγγελμα πρός τόν ελληνικόν λαόν καί ήρξατο της επιθέσεως. Φοβερά υπήρξεν η ορμή του προελαύνοντος νύν εν τη χώρα ταύτη ελληνικού στρατού. Τό κυριότατον όργανον του πολέμου απετέλουν ουχί πλέον πυροβόλα βαρέα καί εκ παρατάξεως μάχαι, αλλ' αι διά λογχών, ως κατά τούς χρόνους του Μαραθώνος καί των Πλαταιών, σώμα πρός σώμα μεταξύ των εκατέρωθεν στρατών αιχμητικαί μάχαι, ο δέ ελληνικός στρατός διά των λογχών αυτού επετέλεσε θαύματα ανδρείας."
ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΡΟΛΙΔΗΣ
Τίς παραμονές της μάχης ο ελληνικός στρατός είχε παραταχθεί από τήν Μποέμιτσα (Αξιούπολη) μέχρι τόν Στρυμονικό κόλπο, σχηματίζοντας ένα τεράστιο τόξο 90 χιλιομέτρων. Στό μέσο της παράταξης είχαν τοποθετηθεί η 2η, 4η, 5η καί 3η μεραρχία, πού θά ενεργούσαν επίθεση στόν τομέα του Κιλκίς (αρχαία Κιρκίνη), ενώ ανατολικότερα η 6η καί 1η μεραρχία θά κινούνταν πρός τόν τομέα του Λαχανά. Η 7η μεραρχία, στό δεξιό άκρο, θά προήλαυνε πρός τή Νιγρίτα, ενω η 10η μεραρχία, στό αριστερό άκρο, θά περνούσε τόν Αξιό καί θά επιτίθονταν στά υψώματα τού Καλλινόβου.
Τό πρωί της 19ης Ιουνίου άρχισε γενική προέλαση του ελληνικού στρατού, σύμφωνα μέ τίς διαταγές, πού είχαν δοθεί την προηγουμένη. Κατά τή διάρκεια της πρώτης αυτής ημέρας της μάχης οι 4 κεντρικές μεραρχίες πολεμώντας πεισματικά κέρδισαν βήμα πρός βήμα όλη τήν περιοχή νοτίως του Κιλκίς καί εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής καί του ποταμού Γαλλικού, φτάνοντας σέ απόσταση 5 χιλιομέτρων από τήν πόλη. Ειδικότερα, η 2η μεραρχία προχώρησε, όπως είχε διαταχθεί, πρός βορρά, μέχρι τή στιγμή πού τό πρώτο της σύνταγμα δέχθηκε πυρά από βουλγαρικές δυνάμεις, πού κατείχαν τά υψώματα γύρω από τό χωριό Μάνδρες. Τελικά, μέ τήν ενίσχυση καί του 7ου συντάγματος επιτέθηκε μέ τή λόγχη καί απώθησε τόν εχθρό στίς 3:30 τό απόγευμα. Παράλληλα, η 4η καί η 5η μεραρχία προχώρησαν δεχόμενες τά ισχυρά πυρά του εχθρικού πυροβολικού, τό οποίο ηταν ταγμένο στά υψώματα βορείως της Ξυλοκερατιάς. Γιά πολλή ώρα καθηλώθηκαν στό ύψος της σιδηροδρομικής γραμμής, μέ αποτέλεσμα νά υποστούν βαρύτατες απώλειες, μέχρι νά καταληφθούν μέ τή λόγχη τά πρώτα βουλγαρικά χαρακώματα. Εν τω μεταξύ η 3η μεραρχία επιτέθηκε εναντίον των Βουλγάρων, πού κατείχαν τά υψώματα Ανω Αποστόλων καί Γυναικοκάστρου καί τούς έτρεψε σέ φυγή, καταλαμβάνοντας τό χωριό Πέρινθος καί Ξυλοκερατιά. Τέλος, η 10η μεραρχία διέβη τόν Αξιό στό ύψος της Αξιούπολης καί, μετά απο σκληρή μάχη στήν αριστερή όχθη, απώθησε τόν εχθρό. Τό τέλος της πρώτης αυτής ημέρας βρήκε τόν εχθρό συρρικνωμένο στά υψώματα γύρω από τό Κιλκίς.
Τό γεγονός ότι οι ελληνικές μεραρχίες του κέντρου του μετώπου ήρθαν τόσο σύντομα σέ επαφή μέ τά εχθρικά στρατεύματα δηλώνει τήν πρόθεση των Βουλγάρων γιά αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης, πρόθεση που επιβεβαιώθηκε καί από πληροφορία Βούλγαρου αιχμαλώτου. Η μάχη συνεχίστηκε σφοδρή καί τήν επομένη, 20 Ιουνίου 1913. Συγκεκριμένα, η 2η μεραρχία προχώρησε καί έφτασε σέ θέση εξορμήσεως πρός τήν πόλη του Κιλκίς, στά υψώματα νότια της Ποταμιάς, χωρίς νά συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Η 4η μεραρχία, πού ήταν πιό προωθημένη από τίς άλλες, ξεκίνησε στίς 9:30 τό πρωί καί μέχρι τό μεσημέρι είχε καταλάβει τά υψώματα ανατολικά του Σαρηγκιόλ (Κρήστωνα), αλλά κατά τίς 5:00 τό απόγευμα ακινητοποιήθηκε μπροστά από τό Κιλκίς σέ απόσταση 1000 μέτρων από τά πρώτα εχθρικά χαρακώματα. Ανατολικότερα, η 5η μεραρχία προήλασε πρός τό σιδηροδρομικό σταθμό του Σαρηγκιόλ, όπου όμως κατά τίς 3:00 τό απόγευμα καθηλώθηκε από τά εχθρικά πυρά, παρά τήν κάλυψη του ελληνικού πυροβολικού. Τέλος, έφτασε, καταδιώκοντας μεμονωμένα βουλγαρικά τμήματα στά υψώματα Αρμουτζή, όπου καί διανυκτέρευσε.
Όπως αποδείχθηκε καί εκ των υστέρων, οι Βούλγαροι είχαν οχυρώσει τήν κύρια αμυντική τους γραμμή μπροστά από τό Κιλκίς μέ ένα πραγματικό δάσος ορυγμάτων, ενισχυμένων από πολυβολεία, πού στό κεντρικό τμήμα έφταναν σέ βάθος μέχρι καί 6 χιλιόμετρα. Ετσι, προκειμένου νά επιτευχθεί η κατάληψη της γραμμής αυτής μέ όσο τό δυνατόν λιγότερες απώλειες, αποφασίστηκε νά εκτελέσει η 2η μεραρχία πλευρικό νυχτερινό αιφνιδιασμό. Σύμφωνα μέ αυτό τό σχέδιο, τό 1ο καί 7ο σύνταγμα της 2ης μεραρχίας πέρασαν τό Γαλλικό ποταμό καί στίς 3:30 πλησίαζαν τά εχθρικά χαρακώματα. Οι κινήσεις τους έγιναν αντιληπτές από τούς Βουλγάρους, πού νόμισαν ότι πρόκειται γιά γενική νυχτερινή επίθεση. Ακολούθησε ανταλλαγή πυρων του πυροβολικού γιά μία ώρα περίπου. Στό μεταξύ, στίς 4:10 περίπου τά δύο συντάγματα κατέλαβαν τήν πρώτη εχθρική γραμμή, στίς 5:00 τή δεύτερη καί έπειτα από σκληρή, σώμα μέ σώμα, μάχη κατέλαβαν, κατά τίς 10:00 τό πρωΐ τήν τρίτη καί πιό ισχυρή θέση.
Μέ τήν ανατολή της τρίτης καί τελευταίας ημέρας της μάχης, επιτέθηκαν καί οι υπόλοιπες μεραρχίες (4η, 5η καί 3η) εναντίον των απέναντί τους εχθρών. Μέ αυτοθυσία καί μεγάλες απώλειες προχώρησαν καταλαμβάνοντας τά εχθρικά χαρακώματα καί φτάνοντας στίς 11:00 στίς παρυφές του Κιλκίς. Τήν ίδια ώρα περίπου οι Βούλγαροι υποχώρησαν σέ όλο τό μήκος του μετώπου καί, έπειτα από διαταγή του Κωνσταντίνου, ο ελληνικός στρατός εκτέλεσε καταδίωξη. Παράλληλα, η 10η μεραρχία στό αριστερό άκρο της παράταξης διέθεσε όλες τίς δυνάμεις της γιά τήν κατάληψη του Καλλινόβου, στόχος πού επιτεύχθηκε τίς πρώτες απογευματινές ώρες. Οι συνολικές απώλειες των τεσσάρων μεραρχιών στήν τριήμερη μάχη ανήλθαν σέ 5.662 νεκρούς καί τραυματίες.
Τό πρωί της 19ης Ιουνίου άρχισε γενική προέλαση του ελληνικού στρατού, σύμφωνα μέ τίς διαταγές, πού είχαν δοθεί την προηγουμένη. Κατά τή διάρκεια της πρώτης αυτής ημέρας της μάχης οι 4 κεντρικές μεραρχίες πολεμώντας πεισματικά κέρδισαν βήμα πρός βήμα όλη τήν περιοχή νοτίως του Κιλκίς καί εκατέρωθεν της σιδηροδρομικής γραμμής καί του ποταμού Γαλλικού, φτάνοντας σέ απόσταση 5 χιλιομέτρων από τήν πόλη. Ειδικότερα, η 2η μεραρχία προχώρησε, όπως είχε διαταχθεί, πρός βορρά, μέχρι τή στιγμή πού τό πρώτο της σύνταγμα δέχθηκε πυρά από βουλγαρικές δυνάμεις, πού κατείχαν τά υψώματα γύρω από τό χωριό Μάνδρες. Τελικά, μέ τήν ενίσχυση καί του 7ου συντάγματος επιτέθηκε μέ τή λόγχη καί απώθησε τόν εχθρό στίς 3:30 τό απόγευμα. Παράλληλα, η 4η καί η 5η μεραρχία προχώρησαν δεχόμενες τά ισχυρά πυρά του εχθρικού πυροβολικού, τό οποίο ηταν ταγμένο στά υψώματα βορείως της Ξυλοκερατιάς. Γιά πολλή ώρα καθηλώθηκαν στό ύψος της σιδηροδρομικής γραμμής, μέ αποτέλεσμα νά υποστούν βαρύτατες απώλειες, μέχρι νά καταληφθούν μέ τή λόγχη τά πρώτα βουλγαρικά χαρακώματα. Εν τω μεταξύ η 3η μεραρχία επιτέθηκε εναντίον των Βουλγάρων, πού κατείχαν τά υψώματα Ανω Αποστόλων καί Γυναικοκάστρου καί τούς έτρεψε σέ φυγή, καταλαμβάνοντας τό χωριό Πέρινθος καί Ξυλοκερατιά. Τέλος, η 10η μεραρχία διέβη τόν Αξιό στό ύψος της Αξιούπολης καί, μετά απο σκληρή μάχη στήν αριστερή όχθη, απώθησε τόν εχθρό. Τό τέλος της πρώτης αυτής ημέρας βρήκε τόν εχθρό συρρικνωμένο στά υψώματα γύρω από τό Κιλκίς.
Τό γεγονός ότι οι ελληνικές μεραρχίες του κέντρου του μετώπου ήρθαν τόσο σύντομα σέ επαφή μέ τά εχθρικά στρατεύματα δηλώνει τήν πρόθεση των Βουλγάρων γιά αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης, πρόθεση που επιβεβαιώθηκε καί από πληροφορία Βούλγαρου αιχμαλώτου. Η μάχη συνεχίστηκε σφοδρή καί τήν επομένη, 20 Ιουνίου 1913. Συγκεκριμένα, η 2η μεραρχία προχώρησε καί έφτασε σέ θέση εξορμήσεως πρός τήν πόλη του Κιλκίς, στά υψώματα νότια της Ποταμιάς, χωρίς νά συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Η 4η μεραρχία, πού ήταν πιό προωθημένη από τίς άλλες, ξεκίνησε στίς 9:30 τό πρωί καί μέχρι τό μεσημέρι είχε καταλάβει τά υψώματα ανατολικά του Σαρηγκιόλ (Κρήστωνα), αλλά κατά τίς 5:00 τό απόγευμα ακινητοποιήθηκε μπροστά από τό Κιλκίς σέ απόσταση 1000 μέτρων από τά πρώτα εχθρικά χαρακώματα. Ανατολικότερα, η 5η μεραρχία προήλασε πρός τό σιδηροδρομικό σταθμό του Σαρηγκιόλ, όπου όμως κατά τίς 3:00 τό απόγευμα καθηλώθηκε από τά εχθρικά πυρά, παρά τήν κάλυψη του ελληνικού πυροβολικού. Τέλος, έφτασε, καταδιώκοντας μεμονωμένα βουλγαρικά τμήματα στά υψώματα Αρμουτζή, όπου καί διανυκτέρευσε.
Όπως αποδείχθηκε καί εκ των υστέρων, οι Βούλγαροι είχαν οχυρώσει τήν κύρια αμυντική τους γραμμή μπροστά από τό Κιλκίς μέ ένα πραγματικό δάσος ορυγμάτων, ενισχυμένων από πολυβολεία, πού στό κεντρικό τμήμα έφταναν σέ βάθος μέχρι καί 6 χιλιόμετρα. Ετσι, προκειμένου νά επιτευχθεί η κατάληψη της γραμμής αυτής μέ όσο τό δυνατόν λιγότερες απώλειες, αποφασίστηκε νά εκτελέσει η 2η μεραρχία πλευρικό νυχτερινό αιφνιδιασμό. Σύμφωνα μέ αυτό τό σχέδιο, τό 1ο καί 7ο σύνταγμα της 2ης μεραρχίας πέρασαν τό Γαλλικό ποταμό καί στίς 3:30 πλησίαζαν τά εχθρικά χαρακώματα. Οι κινήσεις τους έγιναν αντιληπτές από τούς Βουλγάρους, πού νόμισαν ότι πρόκειται γιά γενική νυχτερινή επίθεση. Ακολούθησε ανταλλαγή πυρων του πυροβολικού γιά μία ώρα περίπου. Στό μεταξύ, στίς 4:10 περίπου τά δύο συντάγματα κατέλαβαν τήν πρώτη εχθρική γραμμή, στίς 5:00 τή δεύτερη καί έπειτα από σκληρή, σώμα μέ σώμα, μάχη κατέλαβαν, κατά τίς 10:00 τό πρωΐ τήν τρίτη καί πιό ισχυρή θέση.
Μέ τήν ανατολή της τρίτης καί τελευταίας ημέρας της μάχης, επιτέθηκαν καί οι υπόλοιπες μεραρχίες (4η, 5η καί 3η) εναντίον των απέναντί τους εχθρών. Μέ αυτοθυσία καί μεγάλες απώλειες προχώρησαν καταλαμβάνοντας τά εχθρικά χαρακώματα καί φτάνοντας στίς 11:00 στίς παρυφές του Κιλκίς. Τήν ίδια ώρα περίπου οι Βούλγαροι υποχώρησαν σέ όλο τό μήκος του μετώπου καί, έπειτα από διαταγή του Κωνσταντίνου, ο ελληνικός στρατός εκτέλεσε καταδίωξη. Παράλληλα, η 10η μεραρχία στό αριστερό άκρο της παράταξης διέθεσε όλες τίς δυνάμεις της γιά τήν κατάληψη του Καλλινόβου, στόχος πού επιτεύχθηκε τίς πρώτες απογευματινές ώρες. Οι συνολικές απώλειες των τεσσάρων μεραρχιών στήν τριήμερη μάχη ανήλθαν σέ 5.662 νεκρούς καί τραυματίες.
"Αγαπημένη μου γυναικούλα,
Εις την εναντίον των Τούρκων εκστρατείαν σου έγραφα από Τουρκικά χωριά. Τώρα εις την εναντίον των Βουλγάρων σου γράφω από Βουλγαρικά. Σου έγραψα και προχθές αγάπη μου αμέσως μετά την μάχην του Κιλκίς μετά τον θρίαμβον αυτόν. Το Κιλκίς ήτο φωλέα και η ιερά πόλις των Βουλγάρων και των Κομιτατζήδων. Πατρίς δε και του Δάνεφ. Μετά την μάχην την επυρπόλησαν. το θέαμα ήτο μεγαλοπρεπέστατον, έκαιε επί δύο ημέρας.
Οι κάτοικοι όλοι Βούλγαροι είχον φύγει από πριν. Ο στρατός μας, αγάπη μου προελαύνει διαρκώς en gallopant, καταδιώκων τους θρασυδείλους Βουλγάρους οι οποίοι φεύγουν σαν λαγοί οι αχρείοι. δεν μπορούμε να τους φθάσωμε στα πόδια αλλά πού θα πάνε; Κάπου θα σταματήσουν.
Σε έχω διαρκώς κοντά μου μαζή με τα αγαπημένα μας παιδάκια. Σε ποθώ, αλλά η νίκη με παρηγορεί και με ανακουφίζει διότι συντομεύει και τον χρόνον του χωρισμού μας. Υποθέτω να μη διαρκέση ο πόλεμος περισσότερον από 15 ημέρας."
Επιστολή του Ιπποκράτη Παπαβασιλείου στη σύζυγό του, Αλεξάνδρα
Στό ανατολικό θέατρο των επιχειρήσεων στήν περιοχή Λαχανά, οι μάχες διεξήχθησαν σώμα μέ σώμα. Τό βράδυ της 19ης Ιουνίου η 6η μεραρχία έφθασε στό ύψωμα Γερμανικό καί η 1η μεραρχία στό χωριό Όσσα. Τό επόμενο πρωΐ άρχισε γενική επίθεση των ελληνικών τμημάτων. Οι απώλειες από τά φονικά πυρά των Βουλγάρων ήταν μεγάλες καί οι Ελληνες στρατιώτες καθηλώθηκαν στίς θέσεις τους. Στίς 21 Ιουνίου όμως όταν αναγγέλθηκε η νίκη στό Κιλκίς, οι Βούλγαροι υποχώρησαν άτακτα, αφήνοντας στό πεδίο της μάχης 16 πυροβόλα. Οι Ελληνες τούς καταδίωξαν μέ τή λόγχη καί συνέλαβαν 500 αιχμαλώτους. Οι συνολικές απώλειες των δύο μεραρχιών στήν μάχη του Λαχανά ανήλθαν σέ 2.701 νεκρούς καί τραυματίες.
Στήν πόλη του Κιλκίς (Κουκούς στά βουλγαρικά) έμεναν μόνο Βούλγαροι καί ο ελληνικός στρατός κατηγορείται ότι αφού έδιωξε όλους τούς κατοίκους τήν έκαψε ολοσχερώς. Επίσης, οι Βούλγαροι κατηγορούν τούς Ελληνες στρατιώτες γιά βιαιότητες καί εγκλήματα σέ βουλγαρικά χωριά. Στό μεταξύ η 7η μεραρχία, στό δεξιό άκρο του μετώπου, κατελάμβανε τή Νιγρίτα (20-6-1913) πού είχε πυρποληθεί από τούς κομιτατζήδες. Όσοι από τούς αμάχους είχαν μείνει στήν πόλη είχαν κατακρεουργηθεί.
Στήν πόλη του Κιλκίς (Κουκούς στά βουλγαρικά) έμεναν μόνο Βούλγαροι καί ο ελληνικός στρατός κατηγορείται ότι αφού έδιωξε όλους τούς κατοίκους τήν έκαψε ολοσχερώς. Επίσης, οι Βούλγαροι κατηγορούν τούς Ελληνες στρατιώτες γιά βιαιότητες καί εγκλήματα σέ βουλγαρικά χωριά. Στό μεταξύ η 7η μεραρχία, στό δεξιό άκρο του μετώπου, κατελάμβανε τή Νιγρίτα (20-6-1913) πού είχε πυρποληθεί από τούς κομιτατζήδες. Όσοι από τούς αμάχους είχαν μείνει στήν πόλη είχαν κατακρεουργηθεί.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΔΟΪΡΑΝΗΣ (22 ΚΑΙ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913)
Η βουλγαρική στρατιά υποχωρώντας από τό Κιλκίς κατέφυγε στήν περιοχή Δοϊράνης - Γευγελής καί οργάνωσε αμυντική τοποθεσία στά υψώματα νότια από τή Δοϊράνη πάνω από τό χωριό Βλαντάγια. Τό ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, μετά τή διπλή νίκη της 21ης Ιουνίου, έθεσε σάν άμεσο σκοπό τήν όσο τό δυνατό ταχύτερη εκκαθάριση όλης της περιοχής δυτικά του Στρυμόνα καί νότια του Μπέλες από τίς εχθρικές δυνάμεις καί τήν απώθησή τους πρός τά βορειοανατολικά, ώστε νά επιτευχθεί επαφή μέ τούς Σέρβους.
Στό αριστερό του ελληνικού στρατού βάδιζαν η 6η καί η 10η μεραρχία μέ κατεύθυνση τή Δοϊράνη. Τό πρωΐ της 22ας Ιουνίου οι εμπροσθοφυλακές τους έφθασαν αντίστοιχα στή Χέρσοβα καί τό Γενήκιοϊ (Ελευθεροχώρι) καί δέχτηκαν εχθρικά πυρά από τά υψώματα της λίμνης. Τό 4ο σύνταγμα ευζώνων της 10ης μεραρχίας επιτέθηκε τό μεσημέρι καί απώθησε τίς εχθρικές προφυλακές από τό χωριό Βλαντάγια, ενώ η υπόλοιπη μεραρχία καλύφτηκε κοντά στό σιδηροδρομικό σταθμό Καλινδρίας.
Τό πρωΐ της 23ης Ιουνίου ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε συντονισμένη επίθεση μέ όλες του τίς δυνάμεις. Οι εύζωνοι κατέλαβαν μέ τή λόγχη τόν σιδηροδρομικό σταθμό της Δοϊράνης. Οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν τήν υπερφαλάγγιση στό αριστερό τους καί εγκατέλειψαν τίς θέσεις πάνω στά υψώματα, υποχωρώντας πρός τά βόρεια, αφού απήγαγαν ως ομήρους τόν Μητροπολίτη καί 30 προκρίτους της πόλης. Η μάχη της Δοϊράνης κόστισε στίς δύο μεραρχίες περίπου 1000 νεκρούς καί τραυματίες.
Στό αριστερό του ελληνικού στρατού βάδιζαν η 6η καί η 10η μεραρχία μέ κατεύθυνση τή Δοϊράνη. Τό πρωΐ της 22ας Ιουνίου οι εμπροσθοφυλακές τους έφθασαν αντίστοιχα στή Χέρσοβα καί τό Γενήκιοϊ (Ελευθεροχώρι) καί δέχτηκαν εχθρικά πυρά από τά υψώματα της λίμνης. Τό 4ο σύνταγμα ευζώνων της 10ης μεραρχίας επιτέθηκε τό μεσημέρι καί απώθησε τίς εχθρικές προφυλακές από τό χωριό Βλαντάγια, ενώ η υπόλοιπη μεραρχία καλύφτηκε κοντά στό σιδηροδρομικό σταθμό Καλινδρίας.
Τό πρωΐ της 23ης Ιουνίου ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε συντονισμένη επίθεση μέ όλες του τίς δυνάμεις. Οι εύζωνοι κατέλαβαν μέ τή λόγχη τόν σιδηροδρομικό σταθμό της Δοϊράνης. Οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν τήν υπερφαλάγγιση στό αριστερό τους καί εγκατέλειψαν τίς θέσεις πάνω στά υψώματα, υποχωρώντας πρός τά βόρεια, αφού απήγαγαν ως ομήρους τόν Μητροπολίτη καί 30 προκρίτους της πόλης. Η μάχη της Δοϊράνης κόστισε στίς δύο μεραρχίες περίπου 1000 νεκρούς καί τραυματίες.
http://www.agiasofia.com/1922/1922b.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου