Του Ιωάννη Θεοδωράτου
Δημοσιογράφου - Αμυντικού Αναλυτή
(σημ. συντακτικής ομάδας: αναδημοσιεύεται σε τρεις συνέχειες από το περιοδικό "Στρατοί και τακτικές" αποκλειστικά στο http://www.istorikathemata.com/ με την ευγενική συγκατάθεση του συγγραφέα, αλλά και χάρις την ευγενική πρωτοβουλία της συζύγου του, διαχειρίστριας του πετυχημένου http://perialos.blogspot.com/ )
Η μάχη στην Ιψό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ήττα του βασιλιά Αντιγόνου, ενός εκ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και την αποτυχία της προσπάθειας συγκρότησης ενός ενιαίου κράτους. Ουσιαστικά, ο Αντίγονος ο επικαλούμενος μονόφθαλμος, θέλησε να αποκαταστήσει την ενότητα υπό την ηγεσία του, πειθαναγκάζοντας τους παλαιούς συμπολεμιστές του και τότε διαδόχους να αποδεχθούν διά των όπλων την εξουσία του. Εκείνη την περίοδο για τους ηγέτες των τμημάτων της πάλαι ποτέ ενιαίας αυτοκρατορίας το ζητούμενο ήταν ο καθένας να διατηρήσει τα κεκτημένα του και να λάβει την αποδοχή από τους υπολοίπους ηγεμόνες. Κανένας τους δεν είχε λάβει τον τίτλο του «βασιλέως», γεγονός που θα συνιστούσε μια ηθική πρόκληση έναντι των υπολοίπων, σχεδόν δύο δεκαετίες από τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Η επακολουθήσασα αντιπαράθεση επέφερε καθοριστικά αποτελέσματα για το μέλλον της ελληνικής κυριαρχίας σε ζωτικής σημασίας γεωγραφικές περιοχές με πρώτο και μεγαλύτερο θύμα την ενότητα της αυτοκρατορίας.
Η σημασία της σύγκρουσης για τον αρχαίο κόσμο, και ειδικά για την περίοδο που καλούμε ελληνιστική, υπήρξε αδιαμφισβήτητα τεράστια. Στην Ιψό μαζί με τον ικανότατο, σκληροτράχηλο και παλαίμαχο στρατηγό Αντίγονο ενταφιάστηκε οριστικά η προοπτική επανασύνδεσης της κατακερματισμένης μεταξύ των διαδόχων αυτοκρατορίας. Επιβεβαιώθηκε η διάρρηξη της ενότητας και η αρχή των περιφερειακών πόλων εξουσίας. Δηλαδή, η τότε μόνη υπερδύναμη (σημ. θεωρούμε εκτός την Κίνα, η οποία ανήκει σε άλλο χώρο) διασπάστηκε σε μικρότερες ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις, που θα εισέρχονταν σε έναν διαρκή ανταγωνισμό, με συνέπεια την εξασθένιση και τη σταδιακή εξαφάνισή τους από το ιστορικό προσκήνιο. Με γεωπολιτικούς όρους θα λέγαμε ότι ο μονοπολικός κόσμος που δημιούργησε ο Αλέξανδρος έδωσε τη θέση του σε μια πολυπολική νέα πραγματικότητα, η οποία προετοίμασε την ταχεία φθορά και στη συνέχεια την πτώση των αλληλοσπαρασσόμενων και βαθιά διαιρεμένων ελληνιστικών βασιλείων στις αναδυόμενες νέες περιφερειακές δυνάμεις της Ρώμης (δυτικά) και των Πάρθων (ανατολικά).
Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. και την έλλειψη φυσικού διαδόχου ήλθαν στην επιφάνεια όλες οι παλαιές αντιθέσεις μεταξύ των συμπολεμιστών-ηγητόρων του μακεδονικού στρατεύματος, οι οποίες εκδηλώθηκαν με βίαιο τρόπο. Μια μακρά περίοδος αστάθειας ξεκίνησε που διήρκησε μέχρι το 280 π.Χ. και θεμελίωσε τη νέα εποχή των ελληνιστικών βασιλείων. Παρά τις αρχικές προσπάθειες του στρατηγού Περδίκκα αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου να διατηρηθεί η ενότητα της αχανούς αυτοκρατορίας, οι εξελίξεις στις εσωτερικές ισορροπίες μεταξύ των διεκδικητών της εξουσίας λειτούργησαν ως καταλύτης ανοίγοντας το δρόμο προς τη διαίρεση και την εμφύλια σύγκρουση. Ο έμπειρος Περδίκκας αρχικά μοίρασε τις σατραπείες του κράτους στους διάφορους στρατηγούς, εγκαινιάζοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των προσώπων που ονομάστηκαν «Διάδοχοι». Η τακτική αυτή ήταν επιβεβλημένη διότι ελλείψει φυσικού διαδόχου (ο νεαρός γιος του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης ήταν ακόμη βρέφος, γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του) έπρεπε να εξασφαλιστεί η πίστη και η αφοσίωση των παλαιών συμπολεμιστών στο πρόσωπο της οικογένειας του εκλιπόντος ηγεμόνα.
Η συναισθηματική φόρτιση ωστόσο γρήγορα υποχώρησε, δίνοντας χώρο στην ανάπτυξη των προσωπικών φιλοδοξιών μεταξύ των πιο ικανών στρατηγών. Αρχικά ως διάδοχος του θρόνου προτάθηκε ο πνευματικά ανάπηρος ετεροθαλής αδελφός του στρατηλάτη που ονομάστηκε Φίλιππος (πρόκειται για τον Αρριδαίο, γιο του Φιλίππου Β΄ και της Θεσσαλής ορχηστρίδας Φιλίννης). Τότε δημιουργήθηκε ένα νέο αξίωμα, αυτό του «προστάτου της βασιλείας», το οποίο όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια υπήρξε η αφορμή για πολλές θανατηφόρες συγκρούσεις και συνωμοσίες με τελικό αποτέλεσμα τις συνεχείς εμφύλιες αντιπαραθέσεις. Ήταν μια σπάνια, μοναδική στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας, αφού διαπιστώθηκε κενό εξουσίας και δεν υπήρχε πρόσωπο ανάλογης αίγλης με την προσωπικότητα του Αλεξάνδρου γύρω από το οποίο θα συνασπίζονταν οι υπόλοιποι στρατηγοί.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ανατολή είχαν αναδειχθεί χαρίσματα και ικανότητες αρκετών στρατηγών. Ωστόσο κανείς δεν κατάφερε να κερδίσει τον επίζηλο τίτλο του «υπαρχηγού» του μεγάλου ηγεμόνα. Όλοι ζούσαν στη σκιά του Αλεξάνδρου και για το λόγο αυτό, όπως διασώζουν οι αρχαίες πηγές, όταν ρωτήθηκε λίγο πριν πεθάνει ποιον ορίζει ως διάδοχό του, παραδίδοντας το δακτυλίδι του, είπε: «Τῶν δὲ φίλων ἐπερωτώντων (Ἀλέξανδρον) ″Τίνι τὴν βασιλείαν ἀπολείπεις;‶ εἶπεν ″Τῷ κρατίστῳ‶ καὶ προσεφθέγξατο, ταύτην τελευταίαν φωνήν προέμενος, ὅτι μέγαν ἀγῶνα αὐτῷ ἐπιτάφιον συστήσονται πάντες οἱ πρωτεύοντες τῶν φίλων» (Διόδωρος, ΙΖ΄ 117,4). Το τότε περιβάλλον ήταν το πλέον ευνοϊκό για τους διαδόχους και ένα από τα ευνοϊκότερα που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας. Η αυτοκρατορία δεν κινδύνευε από κανέναν σοβαρό εχθρό. Καμία δύναμη δεν υπήρχε εκτός των συνόρων ικανή να απειλήσει την ενότητα ή την ύπαρξη του κράτους. Τοπικές επαναστάσεις και επιδρομές λαών μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ευκολία. Στις ινδικές σατραπείες η ασφάλεια χάθηκε μόνον όταν έγινε γνωστό ότι ξεκίνησαν οι εμφύλιες συγκρούσεις.
Οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου γνώριζαν ότι το μήλο της έριδας δεν βρισκόταν στις μακρινές σατραπείες της Βακτρίας, των Παροπαμισάδων ή στη Γεδρωσία. Οι ισχυρότεροι από αυτούς στόχευαν στην κατοχή κυρίως της Μικράς Ασίας, της Κοίλης Συρίας, της Αιγύπτου, της Μακεδονίας και της Μεσοποταμίας. Επίσης γνώριζαν ότι περιφερειακά δεν είχε εμφανιστεί –ούτε θα εμφανιζόταν εντός των επόμενων δεκαετιών– κάποιος ισχυρός εχθρός. Θα μπορούσε κάποιος με κοντόφθαλμη λογική να υποθέσει ότι οι συνθήκες ήταν ιδανικές για εμφύλιο πόλεμο και ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Δεν είχε έλθει ακόμη ο καιρός που από την ασιατική στέπα και τις πεδιάδες της Ρωσίας θα εξαπολύονταν οι τρομερές βαρβαρικές ορδές. Κανείς, όπως απεδείχθη, από τους διαδόχους δεν προέκρινε την ανάγκη επέκτασης των πολεμικών επιχειρήσεων στην Αραβία ή κατά της Καρχηδόνας, αποσκοπώντας με αυτό τον τρόπο στη διατήρηση της ενότητας και της πίστης στο όραμα του Αλεξάνδρου. Ο πλούτος των περιοχών που κατέκτησαν οι πολεμιστές από τη φτωχή Ελλάδα ξεπερνούσε τα όρια της φαντασίας τους. Φαίνεται ότι ένιωθαν πραγματικά κύριοι του κόσμου, θεωρώντας ότι με τη βοήθεια των θεών υπέταξαν δεκάδες άλλους λαούς και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε για αυτούς ότι ήταν έτοιμοι να διαβούν το κατώφλι της αλαζονείας γεγονός που συνιστούσε Ύβρη.
Οι πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος (οι Αλεξάνδρειες) μόνο συνιστούσαν τις ζωντανές αποδείξεις ενός οράματος που άρχισε να φθίνει τόσο νωρίς. Οι θαμπωμένοι και μεθυσμένοι από τον πλούτο στρατηγοί πίστεψαν ότι δεν είχαν να χάσουν τίποτε. Άλλωστε έπρεπε να επιβεβαιώσουν ότι κάποιοι από αυτούς έπρεπε να διεκδικήσουν τον τίτλο του «κρατίστου» σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του πρόωρα «απολεσθέντα» βασιλιά τους. Η απληστία και η τάση για εξουσία συμπεριλαμβανόταν στα κίνητρά τους, γεγονός που φάνηκε λίγο μετά τον θάνατο του στρατηλάτη όταν σημειώθηκαν αιματηρές συμπλοκές μπροστά στον νεκρό μεταξύ των αντιμαχόμενων φατριών. Πρέπει να σημειωθεί ότι γενική ήταν η άποψη να μη γίνει αποδεκτός ο γιος του Αλεξάνδρου που ήταν καρπός του γάμου του με γυναίκα βαρβαρικής καταγωγής (Ρωξάνη), χωρίς ωστόσο ουδείς να παραγνωρίζει τα δικαιώματά του στον μακεδονικό θρόνο. Για τον σκοπό αυτό επελέγη τελικώς ο Αρριδαίος ως διάδοχος παρά την προφανή φυσική αδυναμία του να ανταποκριθεί στα νέα απαιτητικά καθήκοντα διοίκησης της αχανούς αυτοκρατορίας.
Ο Λαμιακός Πόλεμος (323-322 π.Χ.) αποτέλεσε την πρώτη εξέγερση των ελληνικών πόλεων αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου και την ανταρσία των μισθοφόρων στη Βακτρία, θέτοντας σε δοκιμασία τους μηχανισμούς εξουσίας του κράτους. Παράλληλα, εξεγέρθηκε και η Πισιδία δημιουργώντας προσωρινά μια αίσθηση αποσταθεροποίησης, η οποία όμως έσβησε πολύ γρήγορα. Οι επαναστάτες νικήθηκαν και το μήνυμα της κρατικής συνέχειας εμπεδώθηκε με αποδέκτες όλες τις πλευρές, Έλληνες και μη, που είχαν πάρει τα όπλα. Μάλιστα, το κράτος προχώρησε στις τελευταίες εδαφικές επεκτάσεις προσαρτώντας το 322 π.Χ. την Καππαδοκία (ύστερα από ενέργειες του Περδίκκα) και την Κυρηναϊκή (από τον Πτολεμαίο). Οι υπόλοιποι Μακεδόνες δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ο Περδίκκας διαπνεόταν από μονοκρατορικές τάσεις, με αποτέλεσμα το 321 π.Χ. να συγκροτηθεί ο πρώτος επίσημος συνασπισμός μεταξύ του «προστάτου της βασιλείας» (Περδίκκας) και του Ευμένους (ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, υπήρξε ο πιο πιστός στον Μ. Αλέξανδρο και στην οικογένειά του).
Στην άλλη πλευρά συνασπίσθηκαν ο Αντίπατρος, ο Κρατερός, ο Πτολεμαίος και ο Αντίγονος. Μετά τον θάνατο του Περδίκκα και τη συμφωνία του Τριπαραδείσου το 321 π.Χ., η οποία σήμανε το τέλος του πρώτου συνασπισμού μεταξύ των διαδόχων, ακολούθησε η περίοδος της «επιμελητείας των βασιλέων» του Αντιπάτρου, ενός από τους ικανότερους στρατηγούς του Φιλίππου του Β΄ και του Αλεξάνδρου, η οποία κράτησε μέχρι το 319 π.Χ. Ο Αντίπατρος προσπάθησε να διατηρήσει τη βαθιά τραυματισμένη ενότητα, βοηθούμενος από τον Ευμένη που, αν και μη Μακεδών στην καταγωγή, ξεχώριζε για τα αγνά του αισθήματα και την πίστη του στους φυσικούς διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου.
Στο μεταξύ διάστημα αναδείχθηκε η προσωπικότητα του Αντιγόνου, ο οποίος εξουσίαζε τις περιοχές της μεγάλης Φρυγίας, της Λυκίας και της Παμφυλίας. Ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότηταû υπεροπτικός από τη φύση του, βλοσυρός, εξαιρετικά τραχύς στους λόγους αλλά και στις πράξεις, όπως τον σκιαγραφούν οι αρχαίοι συγγραφείς. Λόγω της ακραίας συμπεριφοράς του έγινε το επίκεντρο αντεγκλήσεων και διαμαχών, με συνέπεια να αποκτήσει αρκετούς εχθρούς που δεν ανέχονταν τους τρόπους του. Ο σκληρός και φιλόδοξος στρατηγός στράφηκε αρχικά κατά του Ευμένους και του Αλκέτα για να συμμαχήσει στη συνέχεια (μετά τον θάνατο του Αντιπάτρου) με τον Κάσσανδρο. Οι δύο άνδρες πολέμησαν μαζί από το 319 μέχρι το 316 π.Χ. κατά του Πολυπέρχοντος και του Ευμένους. Αίτιο της σύγκρουσης ήταν ο διορισμός από τον ετοιμοθάνατο Αντίπατρο του Πολυπέρχοντος ως νέου επιμελητή των βασιλέων. Ο Αντίγονος επέδειξε εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες νικώντας τον Ευμένη, που τον υποστήριζαν οι αφοσιωμένοι στον βασιλικό οίκο αργυράσπιδες Μακεδόνες, στην Παραιτακηνή το 317 π.Χ. και στη Γαβιηνή το επόμενο έτος. Ο Ευμένης συνελήφθη και εκτελέστηκε. Το 316 π.Χ. ο Αντίγονος είχε αναδειχθεί ως ο ισχυρότερος μεταξύ των διαδόχων και προβαλλόταν ως ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της Δυτικής Ασίας και της Φοινίκης-Παλαιστίνης. Αντίπαλοί του ήσαν ο Κάσσανδρος που κατείχε το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εδαφών και τη Μακεδονία, ο Λυσίμαχος που διοικούσε την Θράκη, ο Πτολεμαίος που έλεγχε την Αίγυπτο και την πλούσια περιοχή της Κοίλης Συρίας και ο Σέλευκος που εξουσίαζε μια αχανή έκταση από τη Μεσοποταμία μέχρι τον Ινδό και τη Βακτρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου