Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ,ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ


Του Σπύρου Βρυώνη

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από μια ανακοίνωση του Σπύρου Βρυώνη η οποία εκφωνήθηκε σε ημερίδα που διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών με θέμα “ Ο Νέος Ελληνισμός: Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια”. 
Ολόκληρη η πολύ ενδιαφέρουσα  ανακοίνωση δημοσιεύεται στο περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος


Ο πολιτικός επιστήμονας Ernest Gellner αναγνωρίζεται γενικά ως ο αρχιερέας του μοντερνισμού (όσον αφορά τη συζήτηση για την προέλευση του έθνους και του εθνικισμού), που επέφερε μια εντυπωσιακή αλλαγή στη θεωρία και τη σύλληψη του υπό συζήτηση θέματος. Ο Gellner τοποθετείται στην αφετηρία αυτού που έχει περιγραφεί ως «κλασικός μοντερνισμός» (στο περιορισμένο πεδίο του). Τα κείμενά του επέπρωτο να γίνουν άγριος άνεμος, που φύσηξε στη φωτιά των διαλόγων για το έθνος και τον εθνικισμό. Για δύο σχεδόν δεκαετίες (από τη δημοσίευση των κειμένων του, το 1964) η θεωρία του αποτέλεσε ένα ατράνταχτο δόγμα, μια ορθοδοξία, προτού υποστεί μια κάποια εύστοχη επίθεση.

Η θεωρία του δομήθηκε πάνω σε δύο σημαντικές προγενέστερες συμβολές. Η πρώτη ήταν τα γραπτά του ιστορικού επιστήμονα Hans Cohn και του πολιτικού επιστήμονα Karl Deutsch, οι οποίοι είχαν προσφέρει στις έννοιες τόσο του έθνους όσο και του εθνικισμού μια διάσταση έντονης νεωτερικότητας. Δεύτερον, και σημαντικότερο,  κατά την προηγούμενη δεκαετία, ορισμένοι κοινωνιολόγοι εργάστηκαν πάνω στις δικές του κοινωνικές θεωρίες, τις οποίες ο Talcott Parsons επεξέτεινε και εμβάθυνε ως προς τον τρόπο με τον οποίο παραδοσιακές (φεουδαρχικές/αγροτικές) κοινωνίες μετατράπηκαν σε σύγχρονες. Το αποτέλεσμα ήταν μια σύγχρονη προσέγγιση και θεωρητικοποίηση, η οποία απαιτούσε λειτουργική ανάλυση των αναγκών των κοινωνιών σε περιόδους μεγάλων αλλαγών και προκλήσεων.

Ο Gellner παρέμεινε προσηλωμένος στις κατευθυντήριες αρχές του σε όλη τη σταδιοδρομία του και σε όλα τα γραπτά του (υπάρχουν μόνο μικρές παρεκκλίσεις από την ολοκληρωτική απόρριψη κάθε τι του παραδοσιακού) και η επιμονή του εκφράζεται καλύτερα με τα δικά του λόγια: Μοντερνιστές όπως εγώ, πιστεύουμε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε γύρω στα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα, και δεν υπάρχει τίποτε το προγενέστερο το οποίο να επιφέρει την παραμικρή διαφοροποίηση στα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε.

Τα επιχειρήματά του αρχίζουν συνήθως με την απόφανση ότι ο εθνικισμός και το έθνος είναι αδιαμφισβήτητα και αποκλειστικά σύγχρονα φαινόμενα, καθώς και με την απερίφραστη απόρριψη κάθε επιβίωσης κάποιων ουσιαστικών για το ζήτημα παραδοσιακών στοιχείων. Ακόμη και η απλή σκέψη μιας τέτοιας επιβίωσης απορριπτόταν ως «σκέτη ανοησία». Περαιτέρω, ο ίδιος αναδιατυπώνει αυτή τη θέση, επιστρατεύοντας ένα είδος υλιστικού αιτιολογικού παράγοντα, σε αντίθεση με μια μη-υλιστική αιτιώδη συνάφεια που χρησιμοποιούν άλλοι μελετητές. Θεώρησε τον εθνικισμό ως «υποπροϊόν» της νεωτερικότητας, μιας νεωτερικότητας που είναι αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα.

Ένα ακόμα τέτοιο «υποπροϊόν» είναι και το νέο μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα που απαιτεί η εκβιομηχάνιση για να εξυπηρετήσει το έθνος-κράτος. Ο Gellner διακηρύσσει ότι η συνύπαρξη πολιτισμών, ξένων μεταξύ τους, δηλαδή τα δύο επίπεδα της προ-μοντέρνας κοινωνίας,  αρκούσαν για τις μεσαιωνικές παραδοσιακές πολιτικές οντότητες. Αλλά η βιομηχανική επανάσταση προκάλεσε τη διατάραξη και τη διάλυση των δύο διαφορετικών πολιτισμών, και οι κοινωνίες απαίτησαν μια αντίστοιχη εκπαιδευτική επανάσταση, καθώς η παραδοσιακή κοινωνία άρχισε να μετακινείται προς τις εκβιομηχανισμένες πόλεις.

Προκειμένου να ικανοποιηθούν οι οικονομικές ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας, δημιουργήθηκε ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο επέφερε την υιοθέτηση της κρατικής κουλτούρας από την πρώην παραδοσιακή κοινωνία, καθώς αυτή συνέρρεε στις πόλεις. Αυτή η νέα προσπάθεια για εξασφάλιση κοινωνικής ομοιογένειας επιβλήθηκε, συνεπώς, με την υιοθέτηση ενός νέου πολιτισμού. (Πρέπει να διευκρινιστεί, σε αυτό το σημείο, ότι οι συμμετέχοντες στο διάλογο αυτό είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν τον όρο πολιτισμός, με τρόπο που να ορίζει σχεδόν οτιδήποτε μπορούσε να προσδώσει συνοχή σε μία συγκεκριμένη θεωρία ή σε ένα συγκεκριμένο επιχείρημα. Η «σημασία»του, επομένως, προσδιορίζεται από τις κοινωνικές επιστήμες ή από οποιαδήποτε άλλη θεωρία. Μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε απαιτείται από οποιοδήποτε επιχείρημα).

Ωστόσο, το έργο και η θεωρία του Gellner για το έθνος και τον εθνικισμό αποτέλεσε ένα σημαντικό σταθμό σε ένα διάλογο, ο οποίος συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Τόσο οι επικριτές όσο και η πληθώρα των οπαδών του έχουν επηρεαστεί από τη σκέψη και τη θεωρία του, ενώ ορισμένες σύγχρονες διαστάσεις των απόψεών του έχουν επιβιώσει, σε αντίθεση με άλλες.

Οι οπαδοί της θεωρίας του Gellner επιμένουν ιδιαίτερα στη νεωτερικότητά της και την κεφαλαιώδη σημασία της οικονομικής ανάπτυξης στη βιομηχανική επανάσταση που ακολούθησε, δηλαδή το νέο μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα, και στην απομάκρυνση από τους προγενέστερους πολιτισμούς των προ-βιομηχανικών κοινωνιών. Εδώ τα κείμενα και οι θεωρίες του Eric Hobsbaum και του Benedict Anderson παίζουν έναν κομβικό ρόλο. Είναι τα έργα του Hobsbaum και του Anderson που συνέβαλαν στην απόλυτη επικράτηση της νεωτερίζουσας αντίληψης περί εθνών και στην προσωρινή κυριαρχία της στο διάλογο που διεξάγεται στο εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών.

Σχεδόν ταυτόχρονα άρχισαν να εμφανίζονται στον ορίζοντα οι απαρχές της μεθοδολογικής κριτικής, τόσο σε βιβλιοκριτικές των μοντερνιστικών έργων, όσο και με την εμφάνιση σοβαρών ακαδημαϊκών εργασιών που αμφισβητούσαν ουσιώδεις  παραμέτρους των νεωτεριστικών θεωριών.

Μεταξύ άλλων, οι Hobsbaum και Anderson συνέδεσαν τις θεωρητικές αναπτύξεις τους με εκείνες των μοντερνιστών (Gellner κά), σχετικά με την εξέλιξη της πολιτικής και της βιομηχανικής κοινωνίας. Διαφοροποιήθηκαν, ωστόσο, σε ένα σημείο, εγείροντας το ζήτημα της πληρέστερης κατανόησης ενός τρίτου παράγοντα που συμβάλλει στη δημιουργία του εθνικισμού, τον παράγοντα του πολιτισμού.

Αυτόν τον πολιτισμό ο Anderson τον ορίζει ως ένα «πολιτισμικό τεχνούργημα». Επομένως, «εφευρέθηκε», ή, ακόμη καλύτερα, υπήρξε προϊόν φαντασίας ή κατασκευής από τις ελίτ. Εισήλθε στη νέα σύνθεση ως «ιστορικές συγκυρίες». Ορίζοντας το στοιχείο του «εθνικού αισθήματος» ή συναισθήματος ως κατασκευή, οι δύο αυτοί συγγραφείς επιχείρησαν με έμφαση να το εισάγουν στο σχήμα του Gellner. Πρόθεσή τους ήταν με αυτό τον τρόπο να προσδώσουν στον εθνικισμό και στο έθνος μια πιο ζεστή, πολιτισμική, διάσταση, η οποία ουσιαστικά έλειπε από τις προηγούμενες θεωρίες των μοντερνιστών.

Αυτός ο τρίτος παράγοντας ήταν αναγκαίος, καθώς συνυπολόγιζε τις σοβαρές θυσίες που απαιτούσε η ανάδυση της νέας μοντέρνας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, αυτός ο τρίτος παράγοντας του «συναισθήματος» συνοδεύεται, στα κείμενα των δύο συγγραφέων, από τις λέξεις «προγενέστερος», «βαθύς», «παραδοσιακός», πολιτισμός, υπονομεύοντας έτσι την αυστηρότητα της θεωρίας τους. Διότι αυτό το στοιχείο αποτέλεσε στη συνέχεια το έναυσμα για μια επίθεση εναντίον της συνολικής θεωρίας, που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που εφευρέθηκαν ή δημιουργήθηκαν από το μοντερνισμό. Παρ’ ότι ο όρος «φαντασιακός» χρησιμοποιείται για να καταδείξει πόσο άχρηστη είναι η παράδοση, δηλαδή οι προ-νεωτερικές θεωρίες του έθνους και του εθνικισμού, ο Hobsbaum και ο Anderson είχαν μόνο τα δύο από τα τρία «πόδια» τους στο στρατόπεδο των μοντερνιστών. Ενώ το τρίτο πόδι τους πατούσε στην πολύ διαφορετική και ανταγωνιστική θεωρία των εθνοσυμβολιστών. Έτσι, ο πρώτος έχει μιλήσει για την ανάγκη εμβάθυνσης στις προγενέστερες κοινωνίες ως έναν από τους παράγοντες της διαδικασίας, ενώ και οι δύο παραβίασαν τη μοντερνιστική καθαρότητα του Gellner. Στην πραγματικότητα, η τρίτη συνιστώσα, το εθνικό ή εθνοτικό συναίσθημα ως φαντασιακό δημιούργημα, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί μια επιστημονική βάση για την ερμηνεία ενός «νόμου» των κοινωνικών επιστημών. Η χρήση των όρων «φαντασιακός» και « προϊόν φαντασίας» δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελιγμών σε ένα διάλογο. Δεν είναι αδόκιμο να αναφέρουμε κι εδώ το ερώτημα ενός επικριτή: «Πως ξεχωρίζεις το γνήσιο από το ψευδές παρελθόν;» Το να επιμένει κανείς στα μυθικά «δεδομένα» είναι τουλάχιστον ύποπτο. Αυτό εξάλλου εγείρει το ζήτημα των σχέσεων μύθου ψεύδους.

http://feltor.wordpress.com/2011/02/06/spyros-vreonys-nation-nationalism-social-sciences/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου