Στις 14 Μαΐου γιορτάζουμε την απελευθέρωση της Θράκης. Η Θράκη υποδουλώνεται στους Οθωμανούς γύρω στο 1360. Τότε αρχίζει και μια ιστορία αιώνων γεμάτη αγώνες και θυσίες. Κάποια εποχή η Οθωμανική αυτοκρατορία παραχωρεί στους υπόδουλους την αυτοδιαχείριση των κοινοτικών πραγμάτων που αφορούσαν τη λατρεία, την εκπαίδευση, το οικογενειακό δίκαιο. Με αυτά τα δεδομένα προχώρησε η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη όλης της Θράκης στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς. Το 1821 η Θράκη προσφέρει στον Αγώνα πλοία, χρήματα, ήρωες και ποταμούς αίματος. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο Μητροπολίτης Σωζοπόλεως Παΐσιος, ο Κάρπος Παπαδόπουλος, ο Αντώνιος και η Δόμνα Βυζβίζη κα. Όλες οι επαναστατικές ενέργειες διαλύθηκαν και οι επαναστάτες εξοντώθηκαν. Στη Φιλιππούπολη, στη Βάρνα, στην Αγχίαλο , στη Μεσημβρία, στη Μάκρη, στη Μαρώνεια, στην Αίνο, στη Σαμοθράκη κ.α.
Πολλά χρόνια αργότερα, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913 η Δυτική Θράκη επιδικάζεται στους Βούλγαρους. Ο Θρακιώτικος λαός εξεγείρεται, απωθεί τις Βουλγαρικές δυνάμεις, κηρύσσει την αυτονομία της περιοχής και σχηματίζει προσωρινή Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως, τηρώντας τους όρους της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, εγκαταλείπει τη Θράκη , η οποία παραδίνεται στους Βούλγαρους τον Οκτώβριο του 1913. Η ελευθερία κράτησε λοιπόν μόνο τρεις μήνες και έμελλε να αργήσει άλλα έξι χρόνια. Η Βουλγαρική κατοχή κατέστρεψε στα χρόνια που ακολούθησαν τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της τοπικής κοινωνίας. Σταμάτησε τον πολιτισμό και ερήμωσε όλη την περιοχή. 250.000 Έλληνες της Θράκης οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Δεκάδες χιλιάδες σφαγιάσθηκαν.
Το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου βρίσκει την Τουρκία ηττημένη. Η Ελλάδα διεκδικεί ξανά όλη τη Θράκη. Τότε η Γαλλία, για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, δια του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής Γάλλου Φρανσουά ντ Εσπεραί διατάσσει τα συμμαχικά στρατεύματα να καταλάβουν τη Δυτική Θράκη, επίσημα, για λογαριασμό της συμμαχίας, ουσιαστικά όμως για την επίτευξη των δικών της βλέψεων. Το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919 τα συμμαχικά στρατεύματα με επικεφαλής τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο μπαίνουν στην Ξάνθη και στη συνέχεια ελευθερώνουν όλη τη Δυτική Θράκη από τους Βούλγαρους.
Οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν στη Θράκη καθεστώς διασυμμαχικής κατοχής, ονομάζοντάς την “Χώρα της Θράκης”. Επίσημη γλώσσα ήταν η Γαλλική. Τη Διοίκηση της Θράκης ανέλαβε κατ΄ εξουσιοδότηση του Αρχιστράτηγου ο Στρατηγός Σαρπύ.
Φτάνουμε έτσι στην 14η Μαΐου του 1920, ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός διατάσσεται να αναλάβει εξ ονόματος των συμμάχων την κατάληψη και διοίκηση της Δυτικής Θράκης, αντικαθιστώντας τα Γαλλικά στρατεύματα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Θράκη προσαρτάται οριστικά στην Ελλάδα.
Οι Θρακιώτες μαθαίνουν το πολυπόθητο γεγονός στις 30 Ιουλίου 1920 από το εξής τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο της Θράκης: «Χαίρω μεγάλως αγγέλων υμίν ότι σήμερον εβδόμην επέτειον Συνθήκης Βουκουρεστίου υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μετά Τουρκίας, δι' ης αι κυριότεραι σύμμαχοι δυνάμεις μεταβίβασαν ημίν Δυτικήν Θράκην».
Σήμερα στη χαραυγή του 21ου αιώνα, η Θράκη στέκεται πια υπερήφανη και στολισμένη με τις ομορφιές της. Τις φυσικές, τις πολιτιστικές, τις πνευματικές. Αποτελώντας το ανατολικό άκρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχοντας αναγνωριστεί επιτέλους η σημασία της για την Ελλάδα, ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Η γεωπολιτική της θέση καθίσταται όλο και πιο σημαντική.
Οι αγώνες και οι θυσίες των προγόνων μας δικαιώθηκαν. Ελεύθεροι συνεχίζουμε το έργο της ανάπτυξης και της προόδου. Το νόημα της σημερινής Επετείου είναι το χρέος μας να μη λησμονούμε την ιστορία μας και να αποτίουμε φόρο τιμής στους πρωταγωνιστές της.
Πολλά χρόνια αργότερα, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913 η Δυτική Θράκη επιδικάζεται στους Βούλγαρους. Ο Θρακιώτικος λαός εξεγείρεται, απωθεί τις Βουλγαρικές δυνάμεις, κηρύσσει την αυτονομία της περιοχής και σχηματίζει προσωρινή Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως, τηρώντας τους όρους της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, εγκαταλείπει τη Θράκη , η οποία παραδίνεται στους Βούλγαρους τον Οκτώβριο του 1913. Η ελευθερία κράτησε λοιπόν μόνο τρεις μήνες και έμελλε να αργήσει άλλα έξι χρόνια. Η Βουλγαρική κατοχή κατέστρεψε στα χρόνια που ακολούθησαν τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της τοπικής κοινωνίας. Σταμάτησε τον πολιτισμό και ερήμωσε όλη την περιοχή. 250.000 Έλληνες της Θράκης οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Δεκάδες χιλιάδες σφαγιάσθηκαν.
Το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου βρίσκει την Τουρκία ηττημένη. Η Ελλάδα διεκδικεί ξανά όλη τη Θράκη. Τότε η Γαλλία, για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, δια του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής Γάλλου Φρανσουά ντ Εσπεραί διατάσσει τα συμμαχικά στρατεύματα να καταλάβουν τη Δυτική Θράκη, επίσημα, για λογαριασμό της συμμαχίας, ουσιαστικά όμως για την επίτευξη των δικών της βλέψεων. Το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919 τα συμμαχικά στρατεύματα με επικεφαλής τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο μπαίνουν στην Ξάνθη και στη συνέχεια ελευθερώνουν όλη τη Δυτική Θράκη από τους Βούλγαρους.
Οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν στη Θράκη καθεστώς διασυμμαχικής κατοχής, ονομάζοντάς την “Χώρα της Θράκης”. Επίσημη γλώσσα ήταν η Γαλλική. Τη Διοίκηση της Θράκης ανέλαβε κατ΄ εξουσιοδότηση του Αρχιστράτηγου ο Στρατηγός Σαρπύ.
Φτάνουμε έτσι στην 14η Μαΐου του 1920, ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός διατάσσεται να αναλάβει εξ ονόματος των συμμάχων την κατάληψη και διοίκηση της Δυτικής Θράκης, αντικαθιστώντας τα Γαλλικά στρατεύματα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Θράκη προσαρτάται οριστικά στην Ελλάδα.
Οι Θρακιώτες μαθαίνουν το πολυπόθητο γεγονός στις 30 Ιουλίου 1920 από το εξής τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο της Θράκης: «Χαίρω μεγάλως αγγέλων υμίν ότι σήμερον εβδόμην επέτειον Συνθήκης Βουκουρεστίου υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μετά Τουρκίας, δι' ης αι κυριότεραι σύμμαχοι δυνάμεις μεταβίβασαν ημίν Δυτικήν Θράκην».
Σήμερα στη χαραυγή του 21ου αιώνα, η Θράκη στέκεται πια υπερήφανη και στολισμένη με τις ομορφιές της. Τις φυσικές, τις πολιτιστικές, τις πνευματικές. Αποτελώντας το ανατολικό άκρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχοντας αναγνωριστεί επιτέλους η σημασία της για την Ελλάδα, ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία. Η γεωπολιτική της θέση καθίσταται όλο και πιο σημαντική.
Οι αγώνες και οι θυσίες των προγόνων μας δικαιώθηκαν. Ελεύθεροι συνεχίζουμε το έργο της ανάπτυξης και της προόδου. Το νόημα της σημερινής Επετείου είναι το χρέος μας να μη λησμονούμε την ιστορία μας και να αποτίουμε φόρο τιμής στους πρωταγωνιστές της.
Λίγα χρόνια πριν από την απελευθέρωση της Θράκης
Το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βρήκε το Dedeagatch (σημερινή Αλεξανδρούπολη), χτυπημένο από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του 1915, να παραμένει στην κατοχή της Βουλγαρίας. Πολλοί κάτοικοί του είχαν αναγκαστεί από τη Βουλγαρική κατοχή να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους, το λιμάνι ήταν γεμάτο από λείψανα των σκαφών που είχαν βυθιστεί κατά τους βομβαρδισμούς, σύμφωνα δε με δημοσιεύματα της εποχής 150 οικίες ήταν τελείως κατεστραμμένες και 250 ημικατεστραμμένες («εφημερίς των Βαλκανίων» 12.11.1919).
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918 η Βουλγαρία υπέγραψε στη Θεσσαλονίκη ανακωχή πρώτη από τις κεντρικές δυνάμεις που αντιμάχονταν την Ανταντ. Έτσι συμφώνησε να εγκαταλείψει όλα τα Σερβικά και Ελληνικά εδάφη που εξακολουθούσε να κατέχει ο στρατός της και που μέχρι τότε ισχυριζόταν ότι είναι δικά της. Οι Βρετανοί μπήκαν στη Σόφια και ο FRANCHET D’ ESPEREY αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στο βαλκανικό μέτωπο διέταξε το Άγγλο στρατηγό Miln έχοντας υπό τις διαταγές του επτά (7) συμμαχικές μεραρχίες να επιτεθεί εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι μεταξύ αυτών η 22η Βρετανική Μεραρχία που ανέλαβε την προκάλυψη από τη θάλασσα μέχρι το Σουφλί επιβιβάσθηκε στις 25 Οκτωβρίου από το Σταυρό Χαλκιδικής σε ατμόπλοια για να μεταφερθεί στο Dedeagatch (Αλεξανδρούπολη), ενώ η 122η Γαλλική Μεραρχία έλαβε θέσεις προκαλύψεως από το Σουφλί μέχρι το Αχούρμπεη (σημερινό Χειμώνιο), με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Αndrianople - Dedeagatch για την ελεύθερη χρησιμοποίηση της. Μάλιστα οι Βρετανοί με την άφιξή τους στην πόλη εγκατέστησαν Βρετανικό Στρατιωτικό Κοιμητήριο (βλ. προηγούμενο φύλλο).
Οι συμμαχικές δυνάμεις όμως δεν χρειάστηκε να ρίξουν ούτε μια ντουφεκιά γιατί από το φόβο της επικείμενης επιθέσεως και με το στρατό τους αιχμαλωτισμένο και υποχωρούντα στην Παλαιστίνη, οι Οθωμανοί στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπέγραψαν και αυτοί ανακωχή στο Μούδρο της Λήμνου με τον Άγγλο ναύαρχο Κάλθορπ ο οποίος ενήργησε εν ονόματι των συμμάχων. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής μια βρετανική μεραρχία θα καταλάμβανε τα Δαρδανέλια και το Βόσπορο. Ο Φρανσε ντ’ Εσπερέ όμως διέταξε για την ενέργεια αυτή την 28η Βρετανική μεραρχία να επιβιβαστεί σε πλοία από τη Θεσσαλονίκη και την 122η Γαλλική Μεραρχία να συγκεντρωθεί στο Dedeagatch απ’όπου θα μεταφέρετο ατμοπλοϊκώς στο Βόσπορο.
Μετά την υπογραφή της ανακωχής εκ μέρους της Βουλγαρίας και την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, η Δυτική Θράκη εξακολούθησε να παραμένει υπό την κατοχή της τελευταίας που διατήρησε στρατιωτικές και πολιτικές αρχές αλλά εγκαταστάθηκε διασυμμαχικός έλεγχος και ολιγάριθμα συμμαχικά στρατεύματα κατέλαβαν τα σπουδαιότερα κέντρα για την εξασφάλιση των συγκοινωνιών και τη φρούρηση της σιδηροδρομικής γραμμής Κουλελί Μπουργας (Πύθιο) - Κων/πολεως αλλά και τη διατήρηση της τάξεως στις πόλεις και την ύπαιθρο. Τα ανωτέρω στρατιωτικά τμήματα αποτελούνταν από ένα γαλλικό τάγμα, ένα τάγμα Σενεγαλέζων, ένα γαλλικό λόχο και μια βρετανική διμοιρία. Αρχηγός των στρατευμάτων κατοχής ήταν ο Γάλλος συνταγματάρχης Allier (Αλλιέ) με έδρα αρχικώς το Dedeagatch και εν συνεχεία την Ξάνθη και την Κομοτηνή.
Εντωμεταξύ έντονες ήταν οι διπλωματικές διεργασίες στο συνέδριο της ειρήνης που άρχισε στο Παρίσι όπου η Δυτική Θράκη είχε αποβεί πεδίο ανταγωνισμών διαφόρων ενδιαφερομένων κρατών.
Οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι δήλωναν απερίφραστα ότι η Δυτική Θράκη θα πρέπει να παραμείνει στην Βουλγαρία αρνούμενοι το βουλγαρικό αποκλεισμό από το Αιγαίο. Συγκεκριμένα πρότειναν να δοθεί στην Ελλάδα μόνο η περιοχή Ξάνθης - Γκιουμουλτζίνας ενώ η υπόλοιπη βόρεια δυτική Θράκη θα πήγαινε στη Βουλγαρία και η υπόλοιπη νότια δυτική Θράκη μαζί με όλη την Ανατολική στο νεοσύστατο κράτος της Κων/πολεως το οποίο ήλπιζαν ότι θα αναλάμβαναν υπό την κηδεμονία τους με εντολή της νεοσύστατης κοινωνίας των εθνών. Η στάση τους αυτή οφειλόταν και στη ένθερμη συμπάθεια του Δημοκρατικού προέδρου Wilson προς τη Βουλγαρία εξαιτίας της επιρροής τόσο της γυναίκας του και της αδερφής της που είχε παντρευτεί τον πρεσβευτή της Βουλγαρίας στην Ουάσιγκτον, όσο και των ανθελληνικών κύκλων του Ροβερτείου Κολλεγίου Κων/πολεως καθώς και των μεγαλεμπόρων καπνού ανταγωνιστών των ελληνικών συμφερόντων.
Η Γαλλία πρότεινε σαν συμβιβασμό τη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους του Dedeagatch που θα περιείχε ένα διάδρομο κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε τα λιμάνι αυτό με την Αndrianople (Αδριανούπολη). Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις τελικά, ύστερα σχεδόν από ένα χρόνο από το τέλος του πολέμου και αφού αποτραβήχτηκε λόγω ασθενείας από το προσκήνιο ο τιμηθείς με Νόμπελ Ειρήνης για το έτος 1919 Πρόεδρος Wilson, η Δυτική Θράκη αφαιρέθηκε από τη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Neuilly sur Seine (14/27.11.1919). Με το άρθρο 48 της συνθήκης αυτής η Δυτική Θράκη θα υπάγονταν μέχρι της διευθέτησης της οριστικής της τύχης υπό τη διοίκηση Γάλλου αρμοστή και θα αποτελούσε ένα είδος διασυμμαχικού κράτους (Thrace Interalliee).
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918 η Βουλγαρία υπέγραψε στη Θεσσαλονίκη ανακωχή πρώτη από τις κεντρικές δυνάμεις που αντιμάχονταν την Ανταντ. Έτσι συμφώνησε να εγκαταλείψει όλα τα Σερβικά και Ελληνικά εδάφη που εξακολουθούσε να κατέχει ο στρατός της και που μέχρι τότε ισχυριζόταν ότι είναι δικά της. Οι Βρετανοί μπήκαν στη Σόφια και ο FRANCHET D’ ESPEREY αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στο βαλκανικό μέτωπο διέταξε το Άγγλο στρατηγό Miln έχοντας υπό τις διαταγές του επτά (7) συμμαχικές μεραρχίες να επιτεθεί εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι μεταξύ αυτών η 22η Βρετανική Μεραρχία που ανέλαβε την προκάλυψη από τη θάλασσα μέχρι το Σουφλί επιβιβάσθηκε στις 25 Οκτωβρίου από το Σταυρό Χαλκιδικής σε ατμόπλοια για να μεταφερθεί στο Dedeagatch (Αλεξανδρούπολη), ενώ η 122η Γαλλική Μεραρχία έλαβε θέσεις προκαλύψεως από το Σουφλί μέχρι το Αχούρμπεη (σημερινό Χειμώνιο), με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Αndrianople - Dedeagatch για την ελεύθερη χρησιμοποίηση της. Μάλιστα οι Βρετανοί με την άφιξή τους στην πόλη εγκατέστησαν Βρετανικό Στρατιωτικό Κοιμητήριο (βλ. προηγούμενο φύλλο).
Οι συμμαχικές δυνάμεις όμως δεν χρειάστηκε να ρίξουν ούτε μια ντουφεκιά γιατί από το φόβο της επικείμενης επιθέσεως και με το στρατό τους αιχμαλωτισμένο και υποχωρούντα στην Παλαιστίνη, οι Οθωμανοί στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπέγραψαν και αυτοί ανακωχή στο Μούδρο της Λήμνου με τον Άγγλο ναύαρχο Κάλθορπ ο οποίος ενήργησε εν ονόματι των συμμάχων. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής μια βρετανική μεραρχία θα καταλάμβανε τα Δαρδανέλια και το Βόσπορο. Ο Φρανσε ντ’ Εσπερέ όμως διέταξε για την ενέργεια αυτή την 28η Βρετανική μεραρχία να επιβιβαστεί σε πλοία από τη Θεσσαλονίκη και την 122η Γαλλική Μεραρχία να συγκεντρωθεί στο Dedeagatch απ’όπου θα μεταφέρετο ατμοπλοϊκώς στο Βόσπορο.
Μετά την υπογραφή της ανακωχής εκ μέρους της Βουλγαρίας και την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, η Δυτική Θράκη εξακολούθησε να παραμένει υπό την κατοχή της τελευταίας που διατήρησε στρατιωτικές και πολιτικές αρχές αλλά εγκαταστάθηκε διασυμμαχικός έλεγχος και ολιγάριθμα συμμαχικά στρατεύματα κατέλαβαν τα σπουδαιότερα κέντρα για την εξασφάλιση των συγκοινωνιών και τη φρούρηση της σιδηροδρομικής γραμμής Κουλελί Μπουργας (Πύθιο) - Κων/πολεως αλλά και τη διατήρηση της τάξεως στις πόλεις και την ύπαιθρο. Τα ανωτέρω στρατιωτικά τμήματα αποτελούνταν από ένα γαλλικό τάγμα, ένα τάγμα Σενεγαλέζων, ένα γαλλικό λόχο και μια βρετανική διμοιρία. Αρχηγός των στρατευμάτων κατοχής ήταν ο Γάλλος συνταγματάρχης Allier (Αλλιέ) με έδρα αρχικώς το Dedeagatch και εν συνεχεία την Ξάνθη και την Κομοτηνή.
Εντωμεταξύ έντονες ήταν οι διπλωματικές διεργασίες στο συνέδριο της ειρήνης που άρχισε στο Παρίσι όπου η Δυτική Θράκη είχε αποβεί πεδίο ανταγωνισμών διαφόρων ενδιαφερομένων κρατών.
Οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι δήλωναν απερίφραστα ότι η Δυτική Θράκη θα πρέπει να παραμείνει στην Βουλγαρία αρνούμενοι το βουλγαρικό αποκλεισμό από το Αιγαίο. Συγκεκριμένα πρότειναν να δοθεί στην Ελλάδα μόνο η περιοχή Ξάνθης - Γκιουμουλτζίνας ενώ η υπόλοιπη βόρεια δυτική Θράκη θα πήγαινε στη Βουλγαρία και η υπόλοιπη νότια δυτική Θράκη μαζί με όλη την Ανατολική στο νεοσύστατο κράτος της Κων/πολεως το οποίο ήλπιζαν ότι θα αναλάμβαναν υπό την κηδεμονία τους με εντολή της νεοσύστατης κοινωνίας των εθνών. Η στάση τους αυτή οφειλόταν και στη ένθερμη συμπάθεια του Δημοκρατικού προέδρου Wilson προς τη Βουλγαρία εξαιτίας της επιρροής τόσο της γυναίκας του και της αδερφής της που είχε παντρευτεί τον πρεσβευτή της Βουλγαρίας στην Ουάσιγκτον, όσο και των ανθελληνικών κύκλων του Ροβερτείου Κολλεγίου Κων/πολεως καθώς και των μεγαλεμπόρων καπνού ανταγωνιστών των ελληνικών συμφερόντων.
Η Γαλλία πρότεινε σαν συμβιβασμό τη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους του Dedeagatch που θα περιείχε ένα διάδρομο κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε τα λιμάνι αυτό με την Αndrianople (Αδριανούπολη). Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις τελικά, ύστερα σχεδόν από ένα χρόνο από το τέλος του πολέμου και αφού αποτραβήχτηκε λόγω ασθενείας από το προσκήνιο ο τιμηθείς με Νόμπελ Ειρήνης για το έτος 1919 Πρόεδρος Wilson, η Δυτική Θράκη αφαιρέθηκε από τη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Neuilly sur Seine (14/27.11.1919). Με το άρθρο 48 της συνθήκης αυτής η Δυτική Θράκη θα υπάγονταν μέχρι της διευθέτησης της οριστικής της τύχης υπό τη διοίκηση Γάλλου αρμοστή και θα αποτελούσε ένα είδος διασυμμαχικού κράτους (Thrace Interalliee).
Ήδη ενώ προετοιμαζόταν η υπογραφή της οι σύμμαχοι εξουσιοδότησαν τον Φρανσε ντ’ Εσπερέ, αρχηγό πλέον του συμμαχικού στρατού της Ανατολής, όπως εντός του Οκτωβρίου του 1919 διατάξει την εκκένωση της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους. Αρμοστής ορίστηκε ο Γάλλος στρατηγός Charpy, ο οποίος στις 10 Οκτωβρίου 1919 εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή όπου παρέλαβε τη διοίκηση από τον Allier (Αλλιέ) ενώ στις 18 Οκτωβρίου 1919 κατελήφθησαν υπό συμμαχικές δυνάμεις η περιφέρεια της Κομοτηνής και του Κaragatch.
Ο ΤΥΠΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
|
Η ιστορική σημαία της Κομοτηνής [14 Ιουλίου 1913]
Την παραμονή της 14ης Μαΐου, επετείου απελευθερώσεως της Κομοτηνής από τον ξένο ζυγό και την ημέρα της γιορτής, κατά τη παρέλαση αρχών και λαού, τιμάται ξεχωριστά η ιστορική σημαία της πόλης της Κομοτηνής.
Όπως βλέπουμε όλοι, η ιστορική σημαία της πόλης, είναι ένα πανί, ραμμένο κάπως βιαστικά, χωρίς μάλιστα τις κανονικές διαστάσεις της Σημαίας, που έχει γύρω του κρόσια. Πάνω στη σημαία είναι κεντημένες με άσπρη κλωστή, πέντε χρονολογίες. Στα 1913, 14 Ιουλίου, ήλθε στην Κομοτηνή τμήμα του Ελληνικού Στρατού. Η υποδοχή που του έγινε από το λαό, δεν περιγράφεται. Ο ενθουσιασμός και το παραλήρημα Ελλήνων και Μουσουλμάνων ήταν κάτι το ασύλληπτο. Επειδή δε το στρατιωτικό τμήμα δεν είχε δική του σημαία ο επί κεφαλής αξιωματικός ζήτησε μία σημαία από τους Κομοτηναίους. Τότε, κορίτσια της Κομοτηνής έραψαν βιαστικά και αμέσως τη σημαία αυτή, τη φιλοτέχνησαν με τα κρόσια και την παρέδωσαν στον επί κεφαλής του Στρατού. Η Σημαία υψώθηκε τότε στο Διοικητήριο - σημερινό κτίριο των δικαστηρίων - και κυμάτιζε εκεί επί όσες μέρες έμεινε ο στρατός μας στην πόλη.
Όταν όμως ο στρατός πήρε διαταγή να αποσυρθεί για μεγάλη λύπη του πληθυσμού, την 6ην Αυγούστου του 1913, ο Κρητικός δεκανέας Παπαηλιάκης (δικηγόρος αργότερα Κρήτης) και με πρωτοβουλία του, πήρε μαζί του τη σημαία. Όταν δε πήγε με άδεια στην πατρίδα του, την παρέδωσε στον παππού του, οπλαρχηγό, με την παράκληση να την αποστείλει στο δήμαρχο Κομοτηναίων, όταν θα ελευθερωθεί πάλι η Κομοτηνή. Ο Παπαηλιάκης, τήρησε το λόγο του. Το 1920, όταν δήμαρχος Κομοτηνής ήταν ο αείμνηστος Απόστολος Σούζος, παρέλαβε τη σημαία αυτή, που συνοδεύονταν από μια συγκινητική και εμπνευσμένη επιστολή του κ. Παπαηλιάκη. Ο ίδιος ο Παπαηλιάκης αργότερα, ευτύχησε να επισκεφθεί ο ίδιος την πόλη μας και να εκφράσει προς αυτή και το λαό της τα αισθήματά του.
Η σημαία από τότε διαφυλάχθηκε στο Δημαρχείο Κομοτηνής, ιερό, ιστορικό κειμήλιο. Από του 1928, επί Δημαρχίας Σοφοκλή Κομνηνού καθιερώθηκε να γίνεται σε επίσημη τελετή, η έπαρσή της κάθε 14η Μαίου. Το 1941, όταν ξανά μπήκαν στην Κομοτηνή οι Βούλγαροι κατακτητές, ο τότε δημοτικός υπάλληλος αείμνηστος Νικόλαος Μακαρώνης, με κίνδυνο της ζωής του, παρέλαβε την ιστορική αυτή σημαία από το δημαρχείο και τη φύλαξε, μέσα σε σωλήνες θερμάστρας στο σπίτι του. Κι όταν ξαναγύρισαν οι νόμιμες ελληνικές αρχές, μετά το τέλος του πολέμου, την παρέδωσε και πάλι στο Δήμο και γι' αυτό έτυχε μάλιστα ειδικής ευαρέσκειας από το Δήμο για τη πατριωτική του αυτή χειρονομία.
Όπως βλέπουμε όλοι, η ιστορική σημαία της πόλης, είναι ένα πανί, ραμμένο κάπως βιαστικά, χωρίς μάλιστα τις κανονικές διαστάσεις της Σημαίας, που έχει γύρω του κρόσια. Πάνω στη σημαία είναι κεντημένες με άσπρη κλωστή, πέντε χρονολογίες. Στα 1913, 14 Ιουλίου, ήλθε στην Κομοτηνή τμήμα του Ελληνικού Στρατού. Η υποδοχή που του έγινε από το λαό, δεν περιγράφεται. Ο ενθουσιασμός και το παραλήρημα Ελλήνων και Μουσουλμάνων ήταν κάτι το ασύλληπτο. Επειδή δε το στρατιωτικό τμήμα δεν είχε δική του σημαία ο επί κεφαλής αξιωματικός ζήτησε μία σημαία από τους Κομοτηναίους. Τότε, κορίτσια της Κομοτηνής έραψαν βιαστικά και αμέσως τη σημαία αυτή, τη φιλοτέχνησαν με τα κρόσια και την παρέδωσαν στον επί κεφαλής του Στρατού. Η Σημαία υψώθηκε τότε στο Διοικητήριο - σημερινό κτίριο των δικαστηρίων - και κυμάτιζε εκεί επί όσες μέρες έμεινε ο στρατός μας στην πόλη.
Όταν όμως ο στρατός πήρε διαταγή να αποσυρθεί για μεγάλη λύπη του πληθυσμού, την 6ην Αυγούστου του 1913, ο Κρητικός δεκανέας Παπαηλιάκης (δικηγόρος αργότερα Κρήτης) και με πρωτοβουλία του, πήρε μαζί του τη σημαία. Όταν δε πήγε με άδεια στην πατρίδα του, την παρέδωσε στον παππού του, οπλαρχηγό, με την παράκληση να την αποστείλει στο δήμαρχο Κομοτηναίων, όταν θα ελευθερωθεί πάλι η Κομοτηνή. Ο Παπαηλιάκης, τήρησε το λόγο του. Το 1920, όταν δήμαρχος Κομοτηνής ήταν ο αείμνηστος Απόστολος Σούζος, παρέλαβε τη σημαία αυτή, που συνοδεύονταν από μια συγκινητική και εμπνευσμένη επιστολή του κ. Παπαηλιάκη. Ο ίδιος ο Παπαηλιάκης αργότερα, ευτύχησε να επισκεφθεί ο ίδιος την πόλη μας και να εκφράσει προς αυτή και το λαό της τα αισθήματά του.
Η σημαία από τότε διαφυλάχθηκε στο Δημαρχείο Κομοτηνής, ιερό, ιστορικό κειμήλιο. Από του 1928, επί Δημαρχίας Σοφοκλή Κομνηνού καθιερώθηκε να γίνεται σε επίσημη τελετή, η έπαρσή της κάθε 14η Μαίου. Το 1941, όταν ξανά μπήκαν στην Κομοτηνή οι Βούλγαροι κατακτητές, ο τότε δημοτικός υπάλληλος αείμνηστος Νικόλαος Μακαρώνης, με κίνδυνο της ζωής του, παρέλαβε την ιστορική αυτή σημαία από το δημαρχείο και τη φύλαξε, μέσα σε σωλήνες θερμάστρας στο σπίτι του. Κι όταν ξαναγύρισαν οι νόμιμες ελληνικές αρχές, μετά το τέλος του πολέμου, την παρέδωσε και πάλι στο Δήμο και γι' αυτό έτυχε μάλιστα ειδικής ευαρέσκειας από το Δήμο για τη πατριωτική του αυτή χειρονομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου