Η απόβαση των Τούρκων στην Κύπρο και οι σκληρές εκεί μάχες επέσπευσαν τις συνεννοήσεις των ισχυρών μεσογειακών δυνάμεων της εποχής εκείνης, των Ισπανών, Βενετών και του πάπα Πίου Ε’. Και έτσι, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις και δυσπιστίες, έγινε δυνατόν να υπογραφή στις 20 Μαΐου 1571 ή Secra Liga (Ιερή Συμμαχία).
Τον επόμενο κιόλας μήνα, ενώ ή άμυνα στην Αμμόχωστο της Κύπρου βρισκόταν πια στα τελευταία της, ό ενωμένος τουρκικός στόλος με επικεφαλής τούς αρχηγούς των πεζικών δυνάμεων Περτέβ πασά και των ναυτικών Αλή πασά, αποτελούμενος από 300 καράβια (200 γαλέρες και 100 φούστες), κάνει την εμφάνισή του στην Εύβοια και Μήλο και με ούριο άνεμο φθάνει στην Κρήτη. Μπαίνει στο λιμάνι τής Σούδας, αποβιβάζει στρατεύματα στην ξηρά και προχωρεί προς το εσωτερικό καίοντας και λεηλατώντας, αλλά στις διάφορες αψιμαχίες με τούς επιδέξιους στον κλεφτοπόλεμο Κρητικούς χάνει 3.700 άνδρες και αναγκάζεται ν’ αποσυρθή. Οι αρπακτικές ορέξεις των ανδρών του βρίσκουν εύκολη ικανοποίηση στα Κύθηρα.
Κατόπιν ό Αλή πασάς, αφού προσορμίζεται για λίγο στον ευρύχωρο όρμο του Ναβαρίνου, ανεβαίνει, κάνει αποβάσεις στην Ζάκυνθο και λεηλατεί τα χωριά της. Τα τουρκικά στρατεύματα, χωρισμένα σε σώματα, προχωρούν προς το εσωτερικό, άλλοι προς τα πεδινά, άλλοι προς τα ορεινά και άλλοι προς τα παράλια μέρη του νησιού. Την κρίσιμη εκείνη κατάσταση την αντιμετωπίζει τότε με ψυχραιμία και περίσκεψη ό προνοητής του νησιού Παύλος Contarini, ό οποίος συγκεντρώνει τούς κατοίκους μέσα στο Κάστρο και απ’ εκεί στέλνει έξω ένα επίλεκτο σώμα 130 ικανών και ρωμαλέων stradioti με τον σκοπό να αιφνιδιάζουν και να προκαλούν φθορές στον εχθρό. Και πραγματικά, οι ψυχωμένοι εκείνοι άνδρες με συνεχείς αψιμαχίες του κάνουν μεγάλες ζημίες. Μολαταύτα τα αποβατικά σώματα επιχειρούν να συγκεντρωθούν και να κτυπήσουν το κάστρο από 4 πλευρές, αλλά οι πολιορκημένοι με την ηρωική τους άμυνα και με τις συνεχείς αιφνιδιαστικές εξόδους του ιππικού τους κατορθώνουν να τούς αποκρούσουν και να τούς αναγκάσουν να επιβιβαστούν στα καράβια τους, ύστερ’ από δεκαήμερη παραμονή στο έδαφος της Ζακύνθου.
Κατόπιν ό εχθρός διευθύνεται προς την Κεφαλληνία, όπου κάνει τα ίδια. Από τα δυό νησιά αιχμαλωτίζει 6.000 ψυχές. Περνά έπειτα έξω από την Κέρκυρα κατασκοπεύοντας τα παράλιά της και προχωρεί προς τον μυχό της Αδριατικής σπέρνοντας τον τρόμο στους παραθαλάσσιους πληθυσμούς τής Ηπείρου, Αλβανίας, Δαλματίας και Ιταλίας. Κατεβαίνοντας κατόπιν από ψηλά λεηλατεί ανεμπόδιστα τα χωριά και προάστεια τής Κέρκυρας. Στο Κάστρο όμως πρόλαβαν να καταφύγουν πολλοί χωρικοί.
Είναι αλήθεια ότι στόχος των Τούρκων δεν ήταν ή Ζάκυνθος και τα άλλα νησιά του Ιονίου, αλλά ό αντίπαλος στόλος πού τον αναζητούσαν. Αλλά και ό ενωμένος χριστιανικός στόλος με επικεφαλής τον Don Juan d’ Austria έσπευδε από την Μεσσήνη της Σικελίας προς συνάντηση του τουρκικού. Ανάμεσα στα χριστιανικά καράβια πολλά ήταν τα ελληνικά με Έλληνες κυβερνήτες και πληρώματα, ιδίως τής Κρήτης, τής Ζακύνθου και Κερκύρας. Ακόμη και σ’ εκείνα τα καράβια τής Κρήτης, όπου ό διοικητής φαίνεται να είναι γνήσιος ή εξελληνισμένος Βενετός (το πράγμα δεν είναι πάντοτε σαφές), τα πληρώματα είναι αναμφισβήτητα ελληνικά, γιατί Κρητικοί επάνδρωναν τα βενετικά καράβια της μεγαλονήσου. Μνημονεύω παρακάτω μερικά με Έλληνες κυβερνήτες: του Αντωνίου Ευδαιμονογιάννη (Κρήτη), του Χριστοφόρου Κοντοκάλη (Κέρκυρα), του Γεωργίου Καλλέργη (Κρήτη), Μιχαήλ Βιραμάνου (Κρήτη), του Δανιήλ Καλαφάτη (Κρήτη), του Αλεξ. Βιζαμάνου (Κρήτη), του Μαρίνου Σιγούρου (Ζάκυνθος), του Ανδρέα Καλλέργη (Κρήτη), του Πέτρου Μπούα (Κέρκυρα) κ.α..
Ξαφνικά, με την ανατολή του ηλίου τής 7 Οκτωβρίου 1571, οι δύο στόλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι μέσα στον χώρο του Πατραϊκού κόλπου: ό τουρκικός με 230 γαλέρες προς τις ακτές τής Αιτωλίας και ό χριστιανικός με 203 απέναντί του, εξασφαλίζοντας έτσι για τον εαυτό του μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Οι χριστιανοί υπερείχαν σε δύναμη πυρός, γιατί είχαν γενικά νέα πλοία, ιδίως τις βαριές και ογκώδεις γαλεάτσες, αληθινά πλωτά φρούρια και διέθεταν περισσότερα κανόνια και αρκεβούζια, ενώ οι Τούρκοι πολεμούσαν ακόμη με παλαιού τύπου πλοία και χρησιμοποιούσαν τόξα και σφενδόνες. Η σύγκρουση ήταν τρομερή. Η ναυμαχία γρήγορα μεταβλήθηκε σε λυσσασμένη πεζομαχία. Έτσι το ισπανικό πεζικό είχε την ευκαιρία να δείξη το θάρρος και την μαχητικότητά του. Το άφθονο αίμα τού χυνόταν και από τα δύο μέρη έβαψε κόκκινη την ανοικτή θάλασσα. Τελικά οι χριστιανοί θριάμβευσαν. Τα αποτελέσματα της αναμέτρησης ήταν συντριπτικά για τούς Τούρκους. Μόνο 30 τουρκικές γαλέρες με αρχηγό τον Ουλούτζ Αλή κατόρθωσαν να ξεφύγουν με επιδέξιους ελιγμούς γύρω από τις φοβερές γαλέρες του Ιωάννη Andrea Doria. Όλες οι άλλες αιχμαλωτίστηκαν ή βυθίστηκαν. Οι απώλειές τους ήταν τεράστιες: 30.000 νεκροί και τραυματίες, 3.000 αιχμάλωτοι και 15.000 σκλάβοι κωπηλάτες πού απελευθερώθηκαν. Αλλά και οι σύμμαχοι είχαν δεχθή τρομερά πλήγματα: 10 γαλέρες είχαν βυθιστή, 8.000 άνδρες ήταν νεκροί και 21.000 τραυματίες. Ανάμεσα στους τελευταίους και ό συγγραφέας του «Δον Κιχώτη», ό Μ. Θερβάντες, με δυό σφαίρες στο στήθος, και μιά στο αριστερό του χέρι, πού του το αχρήστευσε για πάντα. Ήταν όμως περήφανος για τις πληγές του αυτές, πού τις είχε δεχθή, όπως έλεγε, «στο πιο δοξασμένο γεγονός πού είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες».
Το πιο τραγικό σε όλη αυτή την ανθρωποσφαγή είναι ότι τα περισσότερα θύματα και από τις δυο παρατάξεις ήταν Έλληνες, γιατί χιλιάδες απ’ αυτούς υπηρετούσαν είτε με τούς χριστιανούς είτε και με τούς μουσουλμάνους. Χίλιοι πεντακόσιοι ήταν μόνον οι Κερκυραίοι πού αλωνίζονταν με τούς Βενετούς. Ανάμεσά τους και οι κυβερνήτες Πέτρος Μπούας, πού βρήκε οικτρό θάνατο, ό Στυλιανός Χαλικιόπουλος και ό Χριστ. Κοντοκάλης, πού τιμήθηκαν από την Βενετία με τον τίτλο του δούκα.
Οι μεγάλες απώλειες και ή κακοκαιρία εμπόδισαν τον χριστιανικό στόλο να καταδιώξη και να εκμηδενίση τα υπολείμματα του τουρκικού στόλου, καθώς και να δράση άμεσα και αποτελεσματικά μεταφέροντας τον πόλεμο στα ίδια τα εδάφη τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου οι σκλαβωμένοι πληθυσμοί τον περίμεναν με λαχτάρα. Έτσι ή νίκη των χριστιανών έμεινε ουσιαστικά ανεκμετάλλευτη, χωρίς άλλους θετικούς καρπούς, εκτός από την απροσμέτρητη επίδρασή της στο ηθικό των λαών τής Δυτικής Ευρώπης. Έδειχνε πολύ καθαρά τι θα μπορούσαν να κάνουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, αν συνασπίζονταν με ειλικρίνεια εναντίον του κοινού εχθρού τής χριστιανοσύνης. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν πάθει τέτοια μεγάλη ναυτική ήττα. Από τότε ό τουρκικός κολοσσός έπαψε πια να θεωρήται αήττητος. «. . . Κείνη την ημέρα, γράφει ό Θερβάντες στον «Δον Κιχώτη», γίνηκε αφορμή να σκορπιστή ή πλανερή ιδέα πούχε όλος ό κόσμος κι’ όλα τα έθνη, πώς οι Τούρκοι ήτανε τάχα ανίκητοι στη θάλασσα — εκείνη την ημέρα συντρίφτηκε ή οθωμανική αλαζονεία κι’ ή φαντασία. . .». Η ναυμαχία λοιπόν της Ναυπάκτου ήταν ορόσημο, καμπή, το τέρμα «ενός αληθινού πλέγματος κατωτερότητας τής χριστιανοσύνης», παρατηρεί ό Braudel. Η αντίθετη έκβαση θα είχε γι’ αυτήν πολύ τραγικά αποτελέσματα. Έτσι εξηγούνται ή αγαλλίαση, οι γιορτές στις χριστιανικές χώρες τής Δύσης και τα τολμηρά σχέδια πού καταστρώνονται την εποχή αυτή από φλογερά και ενθουσιώδη πνεύματα. Και όμως όλος αυτός ό ενθουσιασμός ξεθυμαίνει ύστερ’ από τούς πρώτους μήνες, χωρίς να έχει πρακτικά αποτελέσματα.
Πάντως ή νίκη στην Ναύπακτο έκανε τα βλέμματα των χριστιανικών λαών της Ευρώπης να στραφούν ζωηρά προς την Ανατολή, προς την Τουρκία και προς τούς σκλαβωμένους ομόθρησκους λαούς, ιδίως τα βλέμματα των ανθρωπιστών προς την Ελλάδα, με την οποία τότε τόσες αναμνήσεις τούς συνέδεαν. Πολιτικοί, διπλωμάτες, λόγιοι και κατ’ αντανάκλαση ή κοινή γνώμη, ζητούν να μάθουν νέα για όσα τραγικά διαδραματίζονται εκεί κ.λ. Η Ευρώπη αρχίζει να συγκινήται, αλλά δεν έχει ακόμη την δύναμη να βοηθήση τούς σκλάβους τής Ανατολής.
2. Ως τώρα ήταν αδύνατο να εκτιμήσουμε με ακρίβεια την αναταραχή πού προκάλεσε στις χριστιανικές χώρες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή ναυμαχία τής Ναυπάκτου, ούτε και την αντίδραση της Πύλης με τα φοβερά αντίποινα και άλλα πιεστικά μέτρα πού έβαλε σ’ εφαρμογή ύστερ’ από την πρώτη κατάπληξή της. Και ό ειδικός ερευνητής τώρα μόλις, όταν συναρμόση τα διάφορα στοιχεία πού έχουν σωθή από την εποχή εκείνη, αντιλαμβάνεται την έκταση των δραματικών εκείνων γεγονότων. Τώρα μόλις προβάλλει εμπρός μας καθαρός ό μεγάλος πίνακας τής ταραγμένης Εγγύς Ανατολής.
Η νίκη τής Ναυπάκτου αναστατώνει τις ψυχές των Ελλήνων. Τις ημέρες εκείνες, έναν μόλις αιώνα ύστερ’ από την Άλωση, γιγάντιο το όραμα τής Ελευθερίας φάνηκε να πλησιάζη τις ελληνικές ακτές και να τις καταυγάζη με το ανέσπερο φως της. Τρελοί από χαρά οι κάτοικοι, ιδίως οι Πελοποννήσιοι και οι Στερεοελλαδίτες, χαιρετίζουν την εμφάνιση του στόλου στα παράλιά τους, γιατί ελπίζουν ότι θ’ απαλλαγούν από τον πολυστέναχτο ζυγό. Και είχαν λόγους να το πιστεύουν, γιατί οι νικητές μετά την ναυμαχία έστειλαν απεσταλμένους στις πλησιέστερες ελληνικές χώρες και τούς προέτρεπαν ν’ αρπάξουν τα όπλα και να τα στρέψουν εναντίον των τυράννων τους. Τότε ό Μονεμβασίας Μακάριος Μελισσηνός ή καλύτερα Μελισσουργός, φύση ριψοκίνδυνη και τυχοδιωκτική, μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο ξεσήκωσε τούς Πελοποννησίους σε επανάσταση.
Έτσι οι Έλληνες, χωρίς να παραδειγματιστούν από τα τόσα παθήματά τους, άρχισαν τις συνεννοήσεις μεταξύ τους και τις προετοιμασίες τους. Απεσταλμένοι τής Βόρειας Πελοποννήσου ήλθαν απέναντι στο Γαλαξίδι και μέσα στην εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα ορκίστηκαν μαζί με τούς κατοίκους τής κωμόπολης να επαναστατήσουν την ίδια μέρα. Τα σχέδια αυτά τα δέχθηκαν και οι αντιπρόσωποι από το Λιδορίκι και από τα Σάλωνα και αποφάσισαν όλοι μαζί ταυτόχρονα να χτυπήσουν από στεριά και θάλασσα με το σύνθημα «ή να πεθάνουμε ή να ξεσκλαβωθούμε». Ένας όμως συνωμότης από το Αίγιο (Βοστίτσα) τα μαρτύρησε όλα στους Τούρκους, και αυτοί φυλάκισαν πολλούς και κατόπιν τούς εξετέλεσαν με γιαταγάνια και πιστολιές. Τότε ό μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός, πού ήταν φαίνεται επικεφαλής τής ανταρσίας στην περιοχή του, κατακομματιάστηκε μαζί με τον ανεψιό του από τούς Τούρκους. Επίσης θανατώθηκε και ό πρόκριτος (gentilhuomo) της πόλης Σοφιανός, καθώς και ένας άλλος από τον Μυστρά, ονομαζόμενος Πετρόπουλος, γιατί παρότρυναν τούς χριστιανούς εναντίον των Τούρκων. Την ίδια τύχη είχαν και πολλοί άλλοι. Επίσης βρήκαν φρικτό τέλος (παλουκώθηκαν) ό αρχιεπίσκοπος Ρόδου και δυό άλλοι πρόκριτοι της πόλης. Θανατώθηκαν ακόμη οι μητροπολίτες Νάξου και Μυτιλήνης με τέσσερις ιερείς.
Τότε, ίσως τέλη 1571 ή αρχές 1572, οι δυό αντάρτες αδελφοί Μελισσηνοί ή Μελισσουργοί για ν’ αποφύγουν την εκδίκηση των Τούρκων, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Μάνη, όπως και τόσοι άλλοι Πελοποννήσιοι, και εκεί συγκέντρωσαν σημαντικό αριθμό ανδρών (πάντως όχι 25.000, όπως ισχυρίστηκαν αργότερα), οι οποίοι ύψωσαν τις σημαίες του Σωτήρος (δηλαδή την ελληνική) και του Αγίου Μάρκου και έκαναν μεγάλες ζημιές και σφαγές στους τουρκικούς πληθυσμούς. Ήταν όμως πραγματικά εδώ οι Μελισσηνοί οι πραγματικοί και μόνοι αρχηγοί των επαναστατών; Πώς εξηγείται τότε ότι οι Μανιάτες τον Μάρτιο το 1572 παρουσιάζουν ως αρχηγούς τον Σταμάτη Κορωνιό, τον Νικόλαο Δαρμάρο και τον Δημήτριο Κοσμά;
Παράλληλα προς την Πελοπόννησο διαδραματίζονταν τραγικά γεγονότα και στην Στερεά Ελλάδα. Τρεις Πελοποννήσιοι της βόρειας παραλίας πέρασαν αντίκρυ στο Γαλαξίδι, αφηγήθηκαν τα συμβάντα και ξεσήκωσαν τούς κατοίκους, καθώς και τούς άλλους πού είχαν ορκιστή να πάρουν μέρος στο κίνημα. Έτσι, έχοντας εμπιστοσύνη και στις επικουρίες των χριστιανικών δυνάμεων, συγκεντρώθηκαν 3.000 περίπου άνδρες και κίνησαν να πολιορκήσουν τα Σάλωνα. Εκεί όμως βρέθηκαν μπροστά στα τουρκικά στρατεύματα πού βγήκαν να τούς χτυπήσουν. Εδώ ακριβώς ήλθαν οι απεσταλμένοι των Ελλήνων και τούς έφεραν τα δυσάρεστα νέα ότι ο «Φράγκοι» δεν φαίνονται πουθενά και ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για βοήθεια.
Ύστερ’ απ’ αυτό πανικός κυρίεψε τα στίφη των Ελλήνων και διαλύθηκαν με άτακτο τρόπο. Τότε ό μπέης των Σαλώνων έγραψε στους κεφαλάδες των τόπων (προκρίτους), πού είχαν επαναστατήσει, πώς τούς συγχωρεί και τούς καλεί στην έδρα του, για να μάθη πώς έγιναν τα πράγματα. Ξεγελασμένοι ο πρόκριτοι πήγαν στα Σάλωνα, όπου ό μπέης τούς δέχθηκε με χαρά και τιμές. Το ίδιο όμως βράδυ τούς έπιασε έναν ένα χωριστά, τούς έδεσε και τούς έριξε σε σκοτεινό μπουντρούμι, όπου και τούς εξετέλεσε όλους με σπαθιά, συνολικά 80, εκτός από ένα, πού γλύτωσε με θαυμαστό τρόπο, αλλά πέθανε ύστερ’ από πέντε μέρες στο χωριό του, ίσως από τραύματα ή από συγκοπή. «Εσκοτωθήκασι γούν, γράφει το χρονικό του Γαλαξιδίου, με χίλια βασανιστήρια οι άλλοι ογδοήντα, οι πρώτοι κεφαλάδες και τα ανδρειότερα παλληκάρια , με απιστιά μεγάλη• ακούσατε• 22 Γαλαξιδιώτες, 3 Βουνοχωρίτες κ.λ.π. όλοι για την πατρίδα και την θρησκεία, συμπαθημένοι από όλες τες αμαρτίες!».
Ταυτόχρονα οι Μανιάτες βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ζητούν επίμονα την άφιξη και επέμβαση του Don Juan. Η αγωνία ήταν εύλογη, γιατί την ίδια ακριβώς εποχή στην Κωνσταντινούπολη ό νέος καπουδάν πασάς Ουλούτζ Αλή, πού είχε σώσει την τιμή των τουρκικών όπλων στην Ναύπακτο, ό νέος αυτός Χαρεδδίν Μπαρμπαρόσσα, ετοίμαζε γοργά, κάτω από την ίδια την άγρυπνη προσωπική του εποπτεία ένα μεγάλο στόλο από 250 καράβια. Οι τοξότες και οι σφενδονήτες, πού άλλοτε αποτελούσαν την δύναμη κρούσης του οθωμανικού στόλου, ανήκαν πια στο παρελθόν. Ο νέος καπουδάν πασάς, μη ξεχνώντας ακόμη τον ρόλο πού είχαν παίξει ο βαριές και μεγάλες χριστιανικές γαλεάτσες, πού με τον όγκο και με την δύναμη του πυρός θωρηκτά τής εποχής — είχαν διαλύσει τις εχθρικές γραμμές, είχε φροντίσει να συγχρονίση τα νέα του σκάφη και να εφοδιάση τα πληρώματά τους με κανόνια και με αρκεβούζια. Μολαταύτα οι τουρκικές γαλέρες δεν ήταν παραφορτωμένες με πυροβόλα και με άλλο βαρύ οπλισμό και υλικό. Γι’ αυτό, αν και γερά κατασκευασμένες και καλά εφοδιασμένες, ήταν ελαφρές. Έπειτα — αντίθετα προς την πολυαρχία πού επικρατούσε στον χριστιανικό στόλο — ό ικανός και έμπειρος νέος αρχηγός είχε απόλυτη επιβολή στους ανώτερους και κατώτερους αξιωματικούς του. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, άγρυπνος, προσεκτικός και συνετός ό Ουλούτζ Αλή, βγαίνει στο Αιγαίο το καλοκαίρι του 1572 αναζητώντας τον χριστιανικό στόλο με την πρόθεση να ξεπλύνη την κηλίδα της ήττας ή τουλάχιστον ν’ αντιμετωπίση άφοβα τον αντίπαλό του. Καίει τα χωριά τής Νάξου και Πάρου και ίσως και άλλων νησιών και μελετά να κάνη πολύ χειρότερα στους Έλληνες της Πελοποννήσου. Ήδη είχε κόψει εκεί, όπως είδαμε, πολλά κεφάλια. Μολαταύτα οι Πελοποννήσιοι και προ πάντων οι Μανιάτες ήταν στα όπλα και περίμεναν την άφιξη του χριστιανικού στόλου και την έκβαση των νέων επιχειρήσεων.
Και πραγματικά στις 16 Ιουλίου ό Don Juan, γράφοντας στους άλλους αρχηγούς των μοιρών από το Παλέρμο, ζητεί να διασαλπιστή ή προσεχής άφιξή του στα ελληνικά νερά και συνιστά να μη κάμη ό στόλος καμιά άκαιρη επιχείρηση, για να μη χαθή ή καλή φήμη πού είχε αποκτηθή. Επίσης ό στόλος έπρεπε να λάβη μέτρα, ώστε να προφυλάξη τούς κατοίκους από την καταστροφή και να τούς κρατήση σταθερούς στην καλή διάθεση απέναντί τους.
Οι σύμμαχοι όμως είχαν αφήσει να τούς φύγη μέσ’ απ’ τα χέρια τους ή ευκαιρία πού τούς είχε παρουσιαστή αμέσως μετά την ναυμαχία, ενώ οι Τούρκοι, ως την εκστρατεία τού επόμενου έτους 1572, προσπαθούσαν με σκληρά μέτρα να τρομοκρατήσουν και ν’ ακινητοποιήσουν τούς Πελοποννησίους, πράγμα πού το είχαν κατορθώσει. Μόνον οι Μανιάτες βρίσκονταν ακόμη σε ζωηρό αναβρασμό και έρχονταν σε αψιμαχίες με τούς αντιπάλους των, αναμένοντας την βοήθεια και σύμπραξη του συμμαχικού στόλου. Είναι λοιπόν άξιο απορίας, πώς Braudel αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν κινήθηκαν καθόλου μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Η νέα σύγκρουση των δύο στόλων στις 7 Αυγούστου κοντά στα Κύθηρα, καθώς και ή δεύτερη στις 10 του μηνός, έληξαν με την αποχώρηση του τουρκικού στόλου, χωρίς όμως ζημίες, γιατί τα χριστιανικά σκάφη κινούνταν με βραδύτητα και οι αρχηγοί τους έδειξαν κάποια διστακτικότητα. Αλλά και όταν ό Ουλούτζ Αλή την νύχτα της 16 Σεπτεμβρίου κατέφυγε με τα καράβια κάτω από την προστασία των κανονιών της Μεθώνης, ό Don Juan έχασε την ευκαιρία να του επιτεθή αμέσως και να τον συντρίψη μέσα στον στενόχωρο όρμο της.
Η πίκρα για την ευκαιρία αυτή πού ξέφυγε εντυπώθηκε τόσο στην ψυχή του Θερβάντες, πού πήρε μέρος και στα γεγονότα αυτά, ώστε να βάλη στο στόμα ενός από τα πρόσωπα του «Δον Κιχώτη» τα παρακάτω: «... Ήμουν εκεί στο Ναυαρίνο, κι’ έλαμνα στην ναυαρχίδα με τα τρία φανάρια. Κι’ είδα και μέσα στο λιμάνι ολάκερο τον τούρκικο στόλο• γιατί όλοι οι ναύτες κι’ οι γενίτσαροι πού βρίσκονταν εκεί μέσα το είχαν για βέβαιο πώς θα τούς γινόταν ή επίθεση μέσα στο λιμάνι, κι’ είχαν ετοιμάσει τα ρούχα τους και τα πασουμάκια τους, όπως λένε τα παπούτσια τους, για να φύγουν αμέσως, δίχως να περιμένουν καν την μάχη• τόσος ήταν ό φόβος πού τούς είχε πιάσει για τον στόλο μας. Όμως άλλο ήταν το θέλημα των ουρανών• και ό,τι έγινε δεν ήταν από λάθος ή αφροντισιά του αρχηγού πού οδηγούσε τούς δικούς μας, παρά για τις αμαρτίες τις χριστιανοσύνης, και γιατί ό Θεός θέλει να έχουμε πάντοτε κοντά μας κάποιους δήμιους για να μας τιμωρούν».
Ύστερ’ από την ατυχία αυτή ό Don Juan βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση απέναντι του Θεοδώρου Μελισσηνού, πού έρχεται να τον συναντήση στον κόλπο του Ναβαρίνου. Ενώ ό Θεόδωρος του ζητεί να εκπληρώση τις υποσχέσεις του και προσπαθεί να τον πείση, αυτός τον συμβουλεύει να σταματήσουν οι ανδρείοι Μανιάτες την πολεμική τους δράση και να κάνουν υπομονή ως τον άλλο χρόνο, οπότε θα ερχόταν με μεγαλύτερες δυνάμεις. Τα λόγια αυτά ήταν πραγματικά ό επικήδειος της εκστρατείας. Την πρόθεση του Don Juan να μην κάνη τίποτε για τούς Έλληνες ενισχύει και ή οικτρή έκβαση τής απόβασης 8.000 Ισπανών πού είχαν σκοπό να καταλάβουν το Ναβαρίνο και ν’ αποκόψουν τον δρόμο των τουρκικών εφοδιοπομπών προς την Μεθώνη.
Τέλος ή ακαταστασία τού καιρού δεν επιτρέπει νέα αναμέτρηση των αντιπάλων και έτσι οι επιχειρήσεις λήγουν. Ο Ουλούτζ Αλή πασάς με τα πλούσια λάφυρα από τις λεηλασίες των βενετοκρατούμενων ελληνικών χωρών ξαναγυρίζει στην Κωνσταντινούπολη υψώνοντας κάπως το πεσμένο ηθικό των Τούρκων.
Με την επιστροφή των μοιρών της χριστιανικής αρμάδας στις ναυτικές βάσεις της Δύσης λήγει ουσιαστικά και ή ύπαρξη της Ιερής Συμμαχίας. Οι συμμαχικές μοίρες δεν πρόκειται πια να ξανασμίξουν, γιατί ή Βενετία συνθηκολογεί με την Τουρκία στις 7 Μαρτίου 1573. Ή Γαληνότατη Δημοκρατία δεν είχε να περιμένη κάτι καλύτερο από την παράταση του πολέμου: εκτός από την απώλεια της Κύπρου και άλλων επίκαιρων σημείων, το εμπόριό της είχε υποστή μεγάλες οικονομικές ζημίες από την διακοπή τής επικοινωνίας της με τις χώρες τής Ανατολής. Οι Βενετοί αποσύρονται από τις ακραίες ανατολικές θέσεις της Μεσογείου και οχυρώνονται σε νέες προς το κέντρο της. Οι πιο σημαντικές πού αξιοποιούνται βέβαια με την παρουσία του βενετικού στόλου είναι ή Κέρκυρα, πού γίνεται ό φρουρός τής Αδριατικής, και ιδίως ή Κρήτη, πού βρίσκεται σε επίκαιρη στρατηγική θέση ανάμεσα στην θαλασσοκράτειρα και στις ανατολικές της κτήσεις.
Είδαμε τις λεηλασίες των Τούρκων στην Ζάκυνθο, Κεφαλληνία και Κέρκυρα λίγους μήνες πριν από την ναυμαχία της Ναυπάκτου. Οι κίνδυνοι νέων αποβάσεων δεν παύουν και στα επόμενα χρόνια. Οι Βενετοί λοιπόν, για να μην χάσουν ιδίως την Κέρκυρα, στέλνουν σ’ αυτήν στα 1575 τούς μηχανικούς Ιούλιο Σαβορνιάτο, Μοράτο Καλαβρέζη και Φερδινάνδο Βιτέλη. Αυτοί τείχισαν όλη την παραλία και συμπεριέλαβαν όλα τα προάστεια με παραλιακό τείχος, πού ένωνε το παλαιό κάστρο με νέο. Τα οχυρωματικά αυτά έργα (1575 - 1580), πού ενίσχυαν ακόμη περισσότερο την φυσική οχυρή θέση της πόλης και προκαλούν ακόμη και σήμερα τον θαυμασμό των επισκεπτών, έδωσαν θάρρος στους Κερκυραίους, για ν’ αντιμετωπίσουν με αισιοδοξία το μέλλον. Παράλληλα οι Έλληνες της Κερκύρας με αλλεπάλληλες πρεσβείες προς την Βενετία πετυχαίνουν διάφορα νέα προνόμια και βελτιώνουν την θέση τους, αν και αυτό αφορά κυρίως τούς ευγενείς στα 1576.
Αλλά και οι Τούρκοι (συγκεκριμένα ό Ουλούτζ Αλή), σύμφωνα με πληροφορίες του Garlach, χτίζουν ένα δυνατό κάστρο στο Νοβαρένο (εννοεί το Ναβαρίνο).
Επίσης ζωηρά ενδιαφέρθηκε ή Γαληνότατη Δημοκρατία να οργανώση την άμυνα τής Κρήτης, να επιλέξη τα κατάλληλα ερείσματα κ. λ.. Το ενδιαφέρον αυτό εκδηλώνεται με τον διορισμό ικανών διοικητών ή με την αποστολή ανώτατων αξιωματούχων, εντεταλμένων με την επιθεώρηση των στρατηγικών σημείων, των αμυντικών έργων, με την επισκευή ερειπωμένων οχυρωμάτων ή την κατασκευή νέων, με την ανασύνθεση ή ανασύνταξη των στρατιωτικών μονάδων κ. λ., όπως θα ιδούμε σε ειδικό προσεχές κεφάλαιο*.
Οι Ισπανοί μόνοι πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν την τουρκική δύναμη και συνεχίζουν τούς αγώνες τους στην Δυτική Μεσόγειο με αλλεπάλληλες ανακωχές στα 1578, 1581 και 15841.
Οι Τούρκοι συνεχίζουν εντατικά τις εργασίες τους για την ετοιμασία ενός δυνατού στόλου. Χαρακτηριστικό είναι ότι ό Ουλούτζ Αλή δυό φορές την ημέρα πήγαινε στο ναύσταθμο και κάθε φορά πού περνούσε από το Τόπ Χανέ ό όχλος τον χαιρετούσε με τρομερές κραυγές, πού, όπως γράφει ό αυτόπτης μάρτυρας Ph. Du Fresne - Canaye, «θα μπορούσαν να ρίξουν νεκρά τα πουλιά πού πετούσαν στον αέρα».
Ή επάνδρωση ακόμη των καραβιών γινόταν με τόση βία, ώστε, επειδή δεν είχαν αρκετούς αζάπηδες (ναύτες), στρατολογούσαν γενιτσάρους και σπαχήδες. Αυτοί όμως, έχοντας στην μνήμη τους την πρόσφατη συμφορά, ανέβαιναν στις γαλέρες με τα δάκρυα στα μάτια σαν να τούς οδηγούσαν σε βέβαιο θάνατο. Μολαταύτα ό μέγας βεζίρης Μεχμέτ πασάς, ύστερ’ από δωροδοκίες, απήλλασσε αρκετούς από την ναυτική υπηρεσία και τούς έστελνε στον στρατό της ξηράς. Έτσι μέσα σ’ εκείνες τις λίγες ημέρες σχημάτισε μιά τεράστια περιουσία.
Τις ημέρες εκείνες σπάνια έβλεπε κανείς Έλληνες ή απελεύθερους σκλάβους στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και του Πέραν, γιατί αμέσως τούς έπιαναν οι εντεταλμένοι με την στρατολογία άνθρωποι, τούς μετέφεραν στις γαλέρες και χωρίς καμιά άλλη διαδικασία τούς έβαζαν σίδερα στα πόδια και ένα κουπί στα χέρια, εκτός αν είχαν μαζί τους χρήματα, οπότε μπορούσαν να δωροδοκήσουν τούς στρατολόγους.
Την 1 Ιουνίου του 1573 ό Ουλούτζ Αλή, αφού προσκύνησε τον τάφο του Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσσα στο Μπεσίκ Τάς, στο Διπλοκιόνιο των Βυζαντινών, ξεκίνησε από τον Βόσπορο με τις ευχές και τα κλάματα των συγγενών και φίλων, μέσα σε μιά εορταστική κοσμοσυρροή, αληθινή ανθρωποθάλασσα. Ο στόλος, κατά την μαρτυρία του Du Fresne - Canaye, είχε πληρώματα με ηθικό πεσμένο. Τα καράβια είχαν ωραιότερη χρωματική και χρυσοποίκιλτη διακόσμηση από των βενετικών, τις πρώρες ψηλότερες και τα έμβολά τους περισσότερο ανασηκωμένα, υστερούσαν όμως ακόμη σε δύναμη πυρός.
3. Στο μεταξύ οι επιφανείς Μανιάτες, αφού μάταια περίμεναν την συντριβή του τουρκικού στόλου, απελπίστηκαν και άρχισαν να σκέπτωνται την φυγή. Έτσι μερικοί επιβιβάστηκαν σε καράβια και κατέφυγαν στην Δύση, ενώ άλλοι, όπως και οι Μελισσηνοί ή Μελισσουργοί, κρύφτηκαν στα βουνά, και κατόπιν, όταν βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία, πέρασαν στην Ζάκυνθο και απ’ εκεί στην Ιταλία.
Φεύγοντας για την Ιταλία οι δύο αδελφοί πήραν μαζί τους πάμπολλα έγγραφα, πού τα πλαστογράφησαν, για να λαμπρύνουν την καταγωγή τους. Σύμφωνα μ’ αυτά, παρουσιάζονταν ως νόμιμοι κληρονόμοι τής μεγάλης οικογένειας των Μελισσηνών και των Κομνηνών. Θύμα τους έπεσε και ό ίδιος ό συμβολαιογράφος τής Νεάπολης, ό οποίος βεβαιώνει ότι ό Θεόδωρος Μελισσηνός είναι κύριος και δεσπότης των πόλεων Αίνου, Ξάνθης, Περιθωρίου, της Χερσονήσου του Ελλησπόντου, τής Σάμου, της Μιλήτου και του Μεσσηνιακού κόλπου. Ας σημειωθή ότι στο περιβάλλον του Μακαρίου Μελισσηνού βρίσκονταν δύο αντιγραφείς κωδίκων, ό Επιδαύριος Ανδρέας Δαρμάριος, καθώς και ό Κύπριος Ιωάννης Σαγκταμαύρας ή Αγιομαύρας. Είναι οι σπουδαιότεροι αντιγραφείς του Μεγάλου Χρονικού του Σφραντζή και εκείνοι οι οποίοι βοήθησαν τον Θεόδωρο Μελισσηνό να το νοθεύση με την παρεμβολή πρόσθετων χωρίων από διάφορους άλλους συγγραφείς, όπως π. χ. του Λεονάρδου του Χίου, ή και άλλων πλαστογραφιών.
Ποιος ήταν ό απώτερος σκοπός των αυθαιρεσιών αυτών του Μακαρίου Μελισσηνού; Ασφαλώς να δείξη στους ισχυρούς τής Δύσης και προ πάντων στον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ (1572 - 1585), ότι δεν ήταν τυχαίο άτομο, αλλά ότι καταγόταν από μεγάλες και ένδοξες οικογένειες του παρελθόντος και επομένως, αν προσχωρούσε στον καθολικισμό, θα ήταν μεγάλο το κέρδος για την δυτική εκκλησία. Έτσι εξηγείται και ή επιστολή πού είχε γράψει στον πάπα, πιθανόν στις αρχές Απριλίου 1573 (όπως είχαν κάνει πριν από αυτόν και άλλοι ορθόδοξοι ιεράρχες), με την οποία τον εβεβαίωνε για την πίστη του προς την καθολική εκκλησία και του ζητούσε μιά θέση εκκλησιαστική ή οποιαδήποτε άλλη.
Οι αδελφοί Μακάριος και Θεόδωρος Μελισσηνοί, αυτοεξόριστοι πια, επισκέφθηκαν τις διάφορες αυλές τής Δύσης, του δόγη Alvise Mocenigo (1570- 1577) τον Μάρτιο του 1573, του πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ (1572 - 1585) τον Απρίλιο και του Φιλίππου Β’ (1556-1598) στην Μαδρίτη κατά τα τέλη του καλοκαιριού 1573 - τέλη 1574. Εκεί, αφού εξέθεσαν τις υπηρεσίες τους προς τούς συμμάχους και υποστήριξαν τις απόψεις τους για ολικές και ηθικές αποζημιώσεις, κατόρθωσαν με τα συστατικά γράμματα και την γνωριμία ορισμένων ισχυρών προσώπων να εξασφαλίσουν πλούσια χρηματικά μέσα για μιά αξιοπρεπή διαβίωσή τους στα ξένα. Συγκεκριμένα, ενώ ό Θεόδωρος πετύχαινε μηνιαία χορηγία 25 σκούδων από την Ισπανία, ό Μακάριος συγκέντρωνε συνολικά απ’ τις τρεις πλευρές 1.300 χρυσά νομίσματα τον χρόνο. Ύστερ’ απ’ το ταξίδι τους στην Ισπανία εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Νεάπολη, όπου υπήρχε σημαντική παροικία Ελλήνων, ιδίως προσφύγων από την Κορώνη και από την Πάτρα. Εκεί έζησαν με άνεση, ιδίως ό Μακάριος ό οποίος υπήρξε και ένα από τα πιο σπουδαία πρόσωπα τής ελληνικής κοινότητας, και εκεί πέθαναν, ό Θεόδωρος στις 23 Μαρτίου 1582 και ό Μακάριος τρισήμισυ χρόνια αργότερα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1585. Θάφτηκαν μέσα στο Ιερό Βήμα, εμπρός από την Αγία Τράπεζα, του ναού των αποστόλων Πέτρου και Παύλου τής ελληνικής κοινότητας, μέσα στην οποία κατείχαν τόσο επίσημη θέση.
4. Σ’ επαφή και συνεννοήσεις με τον Don Juan την εποχή αυτή, πιθανότατα κατά την δεύτερη εκστρατεία της Ιεράς Συμμαχίας (1572) και την παραμονή του στην Κέρκυρα, έρχονται επίσης και δύο Ηπειρώτες, ό Ματθαίος ή Μάνθος Παπαγιάννης και ό Πάνος Κεστόλικος ως «Έλληνες αντιπρόσωποι της σκλαβωμένης Ελλάδος και Αλβανίας».
Μολονότι ή αποχώρηση των Βενετών από τα θέατρα του πολέμου είχε μεγάλο αντίκτυπο στις ψυχές των κατοίκων του Ιονίου και της Αδριατικής, οι δύο προαναφερμένοι Έλληνες πατριώτες συνεχίζουν —μάταια όμως— τις προσπάθειές τους για την πραγματοποίηση των σχεδίων τους. Σε υπομνήματα πού είχαν υποβάλει στον Φίλιππο Β’ έγραφαν ότι σαράντα πρόσωπα είχαν συγκεντρωθή και είχαν κάνει σύσκεψη (δεν αναφέρεται ποια και πότε) με σκοπό ασφαλώς να συζητήσουν τα διάφορα θέματα πού προβάλλουν εμπρός στο ενδεχόμενο μιάς εξέγερσής τους. Αλλά και οι συνεννοήσεις αυτές, πού κράτησαν δύο περίπου χρόνια, δεν κατέληξαν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Ο επαναστατικός αυτός ερεθισμός των κατοίκων των ηπειρωτικών και αλβανικών παραλίων διαπιστώνεται να φθάνη στο εσωτερικό ως την περιοχή της Αχρίδας, όπως μπορέσαμε να συμπεράνουμε από μιά του σουλτάνου διαταγή της 23 Φεβρουαρίου 1573 προς τον μπέη Αχρίδας: με αυτήν του αναγγέλλει ότι πιάστηκε φιλική επιστολή Αλβανών ορισμένων χωριών της περιοχής του προς την Βενετία, ότι αντίγραφό της του έχει σταλή και ότι οι αναφερόμενοι ή υπογραφόμενοι σ’ αυτήν πρέπει να συλληφθούν, να φυλακιστούν και να σταλούν στην Πόλη με ισχυρή συνοδεία, για να τιμωρηθούν.
Τις προσπάθειες των Ελλήνων και Αλβανών έρχεται ν’ αναζωπυρώση και να ενισχύση την 1 Ιουνίου 1576 ό ίδιος ό αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Ιωακείμ (συνυπογράφουν ό Βελεσού Φώτιος, ό Βελεγράδων Νεκτάριος και ό Καστορίας Σωφρόνιος), ό οποίος στο σχετικό έγγραφο προς τον Don Juan de Austria λέγει ότι, μολονότι ή οριστική διάλυση τής χριστιανικής συμμαχίας προξένησε μεγάλη λύπη στους χριστιανούς τής ΝΑ Ευρώπης, το έδαφος είναι ευνοϊκό για την διεξαγωγή εκεί νέων επιχειρήσεων. Στις επαρχίες μάλιστα τής αρχιεπισκοπής του ό λαός τον περιμένει με λαχτάρα σαν τον Μωϋσή. Ο ιεράρχης όμως μένει με τις προσδοκίες του. Μολαταύτα οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδας εξακολούθησαν και αργότερα, πιο ζωηρά μάλιστα και επίμονα, όπως θα ιδούμε, να αγωνίζονται για την απελευθέρωση των ποιμνίων τους.
Η Ισπανία την εποχή αυτή βρίσκεται στην μεγάλη της πολιτική, πνευματική και καλλιτεχνική ακμή. Είναι πλούσια και δυνατή και εκδηλώνει ενδιαφέρον για τα πολιτικά και στρατιωτικά θέματα του ελληνικού χώρου. Κατάσκοποι τολμηροί και γλωσσομαθείς, πληρωμένοι από τον βασιλιά της, φθάνουν κάθε χρόνο από την Νεάπολη, Ισπανία και Ιταλία στην Κωνσταντινούπολη, μένουν μερικούς μήνες στον Γαλατά και φροντίζουν να συγκεντρώσουν και να φυγαδεύσουν σκλάβους. Οι Ισπανοί αναπτύσσουν ιδίως μεγάλη δραστηριότητα στα ανατολικά παράλια τής Αδριατικής και του ‘Ιονίου μέσω των αντιβασιλέων τής Νεάπολης. Οι πράκτορες και οι κατάσκοποι τους, φυγάδες συνήθως από τις ακτές τις Αλβανίας, Δαλματίας και Ελλάδος, πηγαινοέρχονται στα ευπαθή αυτά σημεία. Άλλοι απ’ αυτούς εργάζονται με πραγματικό ζήλο για την πραγματοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ οι περισσότεροι, τυχοδιωκτικοί τύποι, αποβλέπουν στις αμοιβές και στα διάφορα υλικά κέρδη, στην παραλαβή και εκμετάλλευση των όπλων, εφοδίων κ.λ.. Όλους αυτούς τούς παρακολουθούν με άγρυπνο μάτι οι Βενετοί διπλωματικοί απεσταλμένοι στο βασίλειο τής Νεάπολης και οι προνοητές στις ελληνικές χώρες με τούς ανθρώπους των. Ήδη από το 1574 χρησιμοποιείται ως όργανο των ισπανικών βλέψεων προς την Ήπειρο και την Χειμάρρα ό Κερκυραίος ευπατρίδης Πέτρος Λάντζας, ό οποίος άλλοτε είχε υπηρετήσει τούς Βενετούς ως διοικητής τής Πάργας.
Οι Χειμαρριώτες ιδίως είναι πολύ ανήσυχοι. Μάταια ό Πιαλή πασάς μετά την κατάληψη τής Χίου (1566) είχε εκστρατεύσει εναντίον τους, για να τούς αναγκάση να πληρώσουν τούς καθυστερημένους φόρους των. Εξορμώντας από τα ορεινά τους καταφύγια τον είχαν αναγκάσει να υποχωρήση ντροπιασμένος. Στην Χειμάρρα λοιπόν καταπλέει τον Ιούλιο του 1576 ό Λάντζας ξεκινώντας από το Otranto και μαζί με πολλούς Χειμαρριώτες, πού ορκίζονται πίστη στον Φίλιππο Β’, επιτίθεται εναντίον του φρουρίου Σοποτού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Λάντζας έπειτα περιορίζεται σε καταδρομές στο Ιόνιο εναντίον καραβιών με τουρκική σημαία, αλλά και εναντίον βενετικών. Οι Βενετοί —«το μάτι του κόσμου», όπως λέγει χαρακτηριστικά ό Gerlach— παρακολουθούν τις κινήσεις του.
Οι Χειμαρριώτες απελπισμένοι γράφουν τον Φεβρουάριο του 1581 προς τον Γρηγόριο ΙΓ’ και τον παρακαλούν να μεσολαβήση στον βασιλιά Φίλιππο Β’. Υπόσχονται να τον αναγνωρίσουν ως κεφαλή της Εκκλησίας και τούς Ισπανούς ως κυριάρχους, αρκεί να τούς στείλουν βοήθεια 3.000 ανδρών και όπλα για 10.000 πού θα στρατολογούσαν οι ίδιοι από τον τόπο τους. Ο πάπας όμως τούς απαντά ότι οι εμφύλιοι σπαραγμοί των χριστιανών ηγεμόνων και ό κίνδυνος των αιρετικών (εννοεί ασφαλώς τούς διαμαρτυρομένους) εμποδίζουν την πραγματοποίηση των σχεδίων τους. Έτσι αφήνονται μόνοι στην αντίστασή τους εναντίον των Τούρκων, ή οποία συνεχίζεται ως τα 1590, οπότε ή επιδημία λοιμού πού τούς αποδεκάτιζε και ή απαγόρευση των Βενετών να επισιτίζωνται μέσω Κερκύρας τούς αναγκάζει να καταθέσουν τα όπλα. Τότε οι Τούρκοι κατέλαβαν πολλές περιοχές τους.
Η Ισπανία του Καρόλου Ε’ (1519-1566) και Φιλίππου Β’ (1556-1598) είναι ή μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, προς την οποία αποβλέπουν με ελπίδες οι Έλληνες. Το ευνοϊκό πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον είχε ελκύσει τα βλέμματα όχι μόνο των στρατιωτικών, πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών της Ελλάδος, αλλά και των καλλιτεχνών και των λογίων, κυρίως των κωδικογράφων, οι οποίοι έβρισκαν εκεί εργασία και υποστήριξη κοντά σε επίσημους Ισπανούς, όπως οι Κρητικοί Νικόλαος Τουρριανός, γνωστός και ως Ντελατόρος ή Nicolaos de la Torre, καθώς και ο Αντώνιος Καλοσυνάς. Το κύμα των Ελλήνων προσφύγων προς την Ισπανία γίνεται μεγάλο ιδίως ύστερα από την ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) και προπάντων ύστερα από τον ενθουσιασμό πού ξεσήκωσε ή προσωπικότητα του Don Juan de Austria. Και ίσως είναι αυτός ένας ισχυρός λόγος πού παρακίνησε αργότερα τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον μεγάλο el Greco, να μεταναστεύση στην χώρα εκείνη και να εγκατασταθή στο Τολέδο.
5. Από την αναταραχή πού προκάλεσε μέσα στην Μεσόγειο ή νίκη της Ναυπάκτου συγκινούνται, όπως είναι φυσικό, οι Κύπριοι, πού δεν είναι δυνατόν να ξεχάσουν την διαφορά της σκλαβιάς ανάμεσα στους Φράγκους και στους Τούρκους. Οι κινήσεις τους όμως δεν διαφεύγουν την προσοχή των κατακτητών. Έτσι ό σουλτάνος με την διαταγή της 7 Φεβρουαρίου 1572 προς τον μπεηλέρμπεη της Κύπρου διατάζει να θανατωθή ό Πρόπαυλος και οι οπαδοί του, πού είχαν συλληφθή και φυλακιστή ύστερ’ από καταγγελία του αγά της Πάφου. Επίσης διατάζει να θανατωθή και οποιοσδήποτε ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο.
Οι Τούρκοι της Κύπρου δεν αισθάνονται ασφαλείς τούς εαυτούς των μέσα στην νέα τους κτήση, όπου οι αναμνήσεις των τελευταίων γεγονότων είναι νωπές. Κατέχονται από υπερευαισθησία και νευρικότητα. Έτσι ή εμφάνιση μερικών χριστιανικών καραβιών εμπρός από τις ακτές τής Αμμοχώστου τον Φεβρουάριο του 1572 έγινε αιτία να προκληθή πανικός ανάμεσα στους Τούρκους του νησιού: άλλοι έβαλαν κυπριώτικα ρούχα, ενώ άλλοι κατέφυγαν στην οχυρωμένη Λευκωσία. Οι αρχές έστειλαν τότε απεσταλμένους στον σουλτάνο να τον πληροφορήσουν για τον κίνδυνο πού απειλούσε την νέα του κτήση, όπου κατά τις διαδόσεις δεν υπήρχαν περισσότεροι από 2.000 γενίτσαροι και 800 ιππείς. Και πραγματικά αποστέλλονται 500 γενίτσαροι και 4 γαλέρες. Παράλληλα 5 μικρά καράβια από την Καραμανία μεταφέρουν πεζούς και ιππείς. Ο σουλτάνος στέλνει επίσης επικουρικές δυνάμεις και στον μπέη της Ρόδου. Τα πνεύματα όμως των Ελλήνων, αλλά και των μουσουλμάνων μένουν για πολλά ακόμη χρόνια ταραγμένα. Έτσι στα 1578 δυσαρέσκειες χριστιανών και μουσουλμάνων τής Κύπρου εναντίον του μπεηλέρμπεη Αράμπ Αχμέτ πασά προκάλεσαν —με την υποκίνηση Βενετών πρακτόρων— την ανταρσία των Ελλήνων κατοίκων και της φρουράς του νησιού, και τον φόνο του μπεηλέρμπεη, αλλά οι χριστιανικές δυνάμεις τις οποίες επικαλέστηκαν οι αντάρτες, ή Ισπανία και ή Βενετία, δεν έσπευσαν να επωφεληθούν από την αναταραχή και να καταλάβουν το νησί. Ούτε και οι ενέργειες του φιλόδοξου Guy de Saint - Gelais, πού παρουσιαζόταν ως συγγενής του οίκου των Lusignan, κατέληξαν σε κάτι θετικό. Έτσι ή Πύλη είχε όλο τον καιρό να συλλάβη και να τιμωρήση τούς πρωταιτίους της αναταραχής. Στην κρίσιμη εκείνη εποχή φαίνεται ότι παρατηρήθηκαν εξωμοσίες απελπισμένων χριστιανών. Και όπως και αλλού, έτσι και εδώ πολλοί έμειναν κρυπτοχριστιανοί. Είναι οι λεγόμενοι λινοβάμβακοι.
Συνωμοσία οργανώθηκε επίσης στα 1576 ή τον προηγούμενο χρόνο στην Ρόδο με την παρακίνηση Βενετών και Κρητικών, όπως αναφέρει ό Gerlach. Συγκεκριμένα αυτοί έστειλαν γράμμα προς τον μητροπολίτη Ρόδου και του έγραψαν να συγκεντρωθούν μιά ορισμένη μέρα με μερικούς επιφανείς του νησιού σ’ να σπίτι και, όταν οι Τούρκοι θα ήταν αφοσιωμένοι στην προσευχή της Παρασκευής, θα έρχονταν οι Κρητικοί με μερικές γαλέρες και τότε μαζί με τούς κατοίκους της Ρόδου θα καταλάμβαναν το κάστρο, εφόσον ή τουρκική φρουρά μόλις αριθμούσε 1.000 άνδρες. Το μυστικό όμως αυτό προδόθηκε, ό μητροπολίτης και οι πρόκριτοι πιάστηκαν και σουβλίστηκαν ύστερ’ από διαταγή του σουλτάνου.
6. Αναβρασμός επίσης παρατηρήθηκε και στους κατοίκους της Μακεδονίας, πού ζούσαν με την ελπίδα τής ελευθερίας. Η ψυχική τους προετοιμασία προχωρούσε τόσα γοργά, όσο ή συμπεριφορά των κατακτητών γινόταν σκληρότερη και οι καταπιέσεις τους βαρύτερες. Έτσι π.χ. στα 1568, επί Σελίμ Β’, οι Τούρκοι είχαν προβή στην κατάσχεση μετοχίων και άλλων κτημάτων των μονών μέσα στο Αγ. Όρος και γενικά μέσα στην αυτοκρατορία με το πρόσχημα ότι οι μονές όφειλαν να τακτοποιήσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Τότε φαίνεται ότι και μέσα στην ίδια την ιερή χερσόνησο είχαν λεηλατήσει και καταστρέψει μονές και είχαν σφάξει απελπισμένους φλογερούς μοναχούς, πού θέλησαν να εμποδίσουν τις αυθαιρεσίες των Τούρκων. Ακόμη είχαν προβή στην κατάσχεση εκκλησιών της Θεσσαλονίκης και αρπάξει κίονες από μερικές άλλες, από τον Άγιο Μηνά, από τον Υπομνήσκοντα και από τούς Αγ. Αγγέλους (την σημερινή Rotonda), για να τούς χρησιμοποιήσουν ασφαλώς σε τουρκικά οικοδομήματα. Επίσης στις 27 Ιανουαρίου 1570 οι ιεροσπουδαστές (σοφτάδες) των Σερρών είχαν πατήσει το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου και σκοτώσει μερικούς μοναχούς.
Ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά ήταν επόμενο οι Μακεδόνες να περιμένουν εναγώνια την
σωτηρία τους από την χριστιανική Δύση και να παρακολουθούν άγρυπνοι τα μεγάλα ευρωπαϊκά γεγονότα. Η περιλάλητη ναυμαχία της Ναυπάκτου τούς συγκλονίζει ασφαλώς από ενθουσιασμό. Μάλιστα ό τότε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ, γόνος τής μεγάλης οικογένειας των Αργυροπούλων, κατηγορήθηκε στους Τούρκους από ιερομονάχους και άλλους Έλληνες πού ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη —μάλιστα ό ένας απ’ αυτούς τον κατήγγειλε στον ίδιο τον Μεχμέτ πασά —ότι μεταδίδει τα νέα τής Τουρκίας στην Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία και Ισπανία. Ο πασάς διέταξε να τον στραγγαλίσουν, αλλά ένας φίλος του μητροπολίτη έσπευσε να τον ειδοποιήση και αυτός κατατρομαγμένος κατέφυγε στον Μιχαήλ Καντακουζηνό, τον επονομαζόμενο Σεϊτάνογλαν, και ζήτησε την μεσολάβησή του, επειδή ήταν φίλος του πασά. Ο δυνατός αυτός Έλληνας συνέστησε στον Ιωάσαφ να μείνη στην Αδριανούπολη, ενώ ό ίδιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη και υπεράσπισε τον Ιωάσαφ, τονίζοντας ότι αυτός δεν είναι, όπως τον παρέστησαν, γιατί δεν γνωρίζει καμιά ξένη γλώσσα!! Η υπόθεση αυτή έληξε με την πληρωμή 2.000 δουκάτων στον Μεχμέτ πασά και με την καταδίκη του κατηγόρου να τραβά κουπί στις γαλέρες.
Μολαταύτα ή λύπη του σουλτάνου Σελίμ Β’ ήταν πολύ μεγάλη και ή οργή του ξέσπασε ακράτητη στους χριστιανικούς πληθυσμούς τής αυτοκρατορίας του. Αναφέρεται ότι οι Τούρκοι ρίχθηκαν σε λεηλασίες, φόνους και αιχμαλωσίες στις περιοχές Θεσσαλονίκης, Αγ. Όρους και Καρπάθου, ότι τα θύματα ήταν επάνω από 30.000 και κύριος στόχος τους οι μοναχοί, επειδή φοβούνταν, μήπως με την επιρροή τους προκαλέσουν επαναστάσεις των χριστιανικών πληθυσμών. Ασφαλώς όμως πρόκειται κυρίως για διαδόσεις πού προήλθαν από τα προγενέστερα γεγονότα του Αγ. Όρους και τής Θεσσαλονίκης (τα είδαμε παραπάνω) και οι οποίες τονώθηκαν και αναζωογονήθηκαν με το νέο κύμα τρομοκρατίας, πού ήταν επόμενο να σημειωθή μετά την ναυμαχία τής Ναυπάκτου.
Θετικές ειδήσεις μάς δίνουν δύο σημειώματα τής εποχής εκείνης: ότι στις Σέρρες, στην δεύτερη μεγάλη ακρόπολη του ελληνισμού στην ΒΑ Μακεδονία, οι Τούρκοι λεηλάτησαν την μητρόπολη των Σερρών και επτά άλλες εκκλησίες, ερήμωσαν την μονή του Προδρόμου και τα «προάστεια» και μετόχια• ότι τα λάφυρα, εκκλησιαστικά χειρόγραφα κ.λ. τα πουλούσαν έπειτα οι ίδιοι, όπου μπορούσαν• έτσι ό παπά Άργυρός, γιος του παπά Κύρου, από τούς Προσάκκους αγόρασε ένα ευαγγέλιο. Άραγε παρατηρήθηκε στην περιοχή εκείνη, όπως και στην μεσημβρινή Ελλάδα, κάποια επαναστατική ζύμωση,
ίσως και κίνηση, για την οποία σήμερα δεν ξέρουμε τίποτε;
Τον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 1573 διακόσιες τριάντα τουρκικές γαλέρες με τον Ουλούτζ Αλή επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη έκαψαν το χωριό Κάστρο κοντά στην Καλλίπολη και έπιασαν μερικά πρόσωπα— ασφαλώς γιατί κάποια αναταραχή των Ελλήνων θα είχε σημειωθή εκεί.
Η κατάσταση γενικά είναι ανώμαλη. Ακόμη και έξω από την Κωνσταντινούπολη δρα την νύχτα πλήθος από ληστές.
Ακόμη και για τούς Έλληνες τής απομακρυσμένης Αιγύπτου ό αντίκτυπος τής ναυμαχίας είχε φοβερά αποτελέσματα. Σ’ αυτήν φαίνεται την περίοδο ανάγονται όσα έγραφε ό Μελέτιος Πηγάς σε μιά επιστολή του: ότι με την διαταγή του σουλτάνου είχαν καή τα ελληνικά βιβλία και χειρόγραφα και ότι είχε απαγορευθεί να μιλούν ελληνικά• καθώς μάλιστα του έλεγε κάποιος μοναχός Ιωακείμ, μέσα σε μιά μέρα είχαν κόψει τις γλώσσες 30.000 ατόμων, μόνο και μόνο γιατί είχαν μιλήσει ελληνικά— υπερβολή ασφαλώς.
7. Πολλά αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση πού δημιουργήθηκε στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές χώρες μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου αντλούμε από την επιστολή του μητροπολίτη τής Δαλματίας, Ιταλίας, Απουλίας, Αμβρακίας, Βασιλικάτων, Καλαβρίας, Σικελίας και Μάλτας και όλης γενικά τής Δύσης, Τιμοθέου, προς τον πάπα Πίο Ε’ (15 Μαρτίου 1572), γνωστό για τις ακούραστες προσπάθειές του να συνασπίση τις χριστιανικές δυνάμεις εναντίον των Τούρκων. Ο Τιμόθεος αναφέρει —ανάμεσα σε άλλα— πώς σουλτάνος, αντιμετωπίζοντας επείγουσες πολεμικές ανάγκες, κάνει παιδομάζωμα και στρατολογεί στα τέσσερα παιδιά τα δύο, ότι ναυπηγεί νέο στόλο με 300 καράβια στην Μαύρη Θάλασσα, ότι εργάζονται γι’ αυτό νύχτα - μέρα και ότι ελπίζει να τα έχη έτοιμα τον Μάιο. Ύστερ’ απ’ αυτά υποβάλλει στην έγκριση του πάπα το εξής σχέδιο: Ισχυρός χριστιανικός στόλος να καταστρέψη τα Κάστρα Ρίο και Αντίρριο πού ελέγχουν τον Κορινθιακό, να εκβιάσουν τα Δαρδανέλλια και να καταλάβουν την ανοχύρωτη σχεδόν Κωνσταντινούπολη, ενώ προς τον ίδιο στόχο θα συγκλίνουν χριστιανικοί στρατοί της ξηράς, πού θα ξεκινήσουν από ακραία σημεία τής αυτοκρατορίας. Έτσι 30.000 περίπου θα έπρεπε ν’ αποβιβαστούν στο Δυρράχιο με διπλά όπλα, για να εξοπλίσουν με τα μισά τούς κατοίκους της Κάτω Αλβανίας και ιδίως τούς Χειμαρριώτες. Αυτοί θα συναντούνταν στην Έδεσα με τούς Χειμαρριώτες πού θα κατέβαιναν προς τα Ιωάννινα και την Καστοριά και θα εβάδιζαν μαζί έπειτα εναντίον της Θεσσαλονίκης• σύγχρονα ό στρατός του βασιλιά Μαξιμιλιανού, πού θα συμπαρέσυρε στο πέρασμά του Σέρβους και Βουλγάρους κάνοντάς τους «φράνγκους λίμπερους» (δηλαδή δίνοντάς τους πολιτικά και φορολογικά προνόμια) θα περνούσε από την Σόφια, θα προχωρούσε προς την Ανατολική Μακεδονία και θα συναντούσε τα παραπάνω στρατεύματα• άλλοι πάλι θ’ αποβιβάζονταν στην Ζάκυνθο και στο Χλεμούτσι τής Πελοποννήσου και άλλοι στην Μεγάλη Μάνη, οι οποίοι με τούς πολεμικούς Μανιάτες θ’ ανέβαιναν προς τα επάνω και διασχίζοντας τις άλλες ελληνικές χώρες θα έσπευδαν να ενωθούν με τούς άλλους στρατούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι ό Τιμόθεος σε πολλά μέρη της επιστολής του εξαίρει την ανδρεία και την μαχητικότητα των Αλβανών, τόσο εκείνων πού κατοικούν μέσα στην Αλβανία, όσο και των άλλων, πού είχαν εποικιστή και αναμειχθή με τούς εντοπίους σε διάφορα σημεία των ελληνικών χωρών. Επίσης ό ίδιος προθυμοποιείται να κάνη τον κατάσκοπο• να πάγη στην Πόλη και να μεταδώση στον πάπα ό,τι μάθη σχετικά με την ετοιμασία του νέου στόλου και στρατού. Αξιοσημείωτο είναι το λεγόμενο ότι «ή Μεγάλη Μάνη ολίγο προσκυνά τον Τούρκο»— φράση πού ρίχνει κάποιο φως στην εσωτερική κατάσταση τής χώρας.
Ή επιστολή αυτή του Τιμοθέου δεν κατέληξε σε τίποτε το θετικό.
Οι αναταραχές πού σημειώθηκαν σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου μετά την ναυμαχία τής Ναυπάκτου, καθώς και οι στρατολογίες χριστιανοπαίδων για το γενιτσαρικό σώμα προκάλεσαν την φυγή των κατοίκων και την ερήμωση ιδίως των χωριών εκείνων, πού βρίσκονταν κοντά σε λιμάνια. Έτσι χαρακτηριστική είναι ή καταφυγή χωρικών στην Πάργα, πού δεν θέλουν να ξαναγυρίσουν στα χωριά τους, amando piuttosto non ever terra da lavorare, che averla con la pardita de’figliuoli», όπως έγραφε τον Ιούνιο του 1576 ό βάιλος Ant. Tiepolo. Επίσης για τούς ίδιους λόγους οι τιμαριούχοι στην Πελοπόννησο δεν έβρισκαν εργατικά χέρια. Γενικά ό πληθυσμός των χωριών των τιμαρίων μειώνεται συνεχώς. Ασφαλώς τότε θα εγκαταλείφθηκαν πολλά χωριά. Το ίδιο ερημώνονται και τα χωριά των νησιών του Αιγαίου, απ’ όπου έπαιρναν τούς κωπηλάτες. Και οι σκλάβοι δεν αρκούν πια να επανδρώσουν παραπάνω από 20 γαλέρες, ενώ οι μ α ρ γ ι όλο ι (όπως ονόμαζαν τα κακοποιά στοιχεία από την Κρήτη) πού σύχναζαν στις ταβέρνες του Πέραν και οι οποίοι άλλοτε γέμιζαν τουλάχιστο 30 γαλέρες, δεν παρουσιάζονταν πια.
Γενικά ή ήττα των Τούρκων στην Ναύπακτο προκάλεσε την σκλήρυνση της στάσης τους απέναντι των χριστιανών και ασφαλώς το ξέσπασμα οχλοκρατικών εκδηλώσεων σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, για τις οποίες σήμερα δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Επομένως ό αντίκτυπος θα ήταν πολύ σοβαρός στην διαβίωση του χριστιανικού πληθυσμού. Οι περιπτώσεις εξισλαμισμού ή κρυπτοχριστιανισμού πληθύνονται. Δεν είναι λοιπόν απίθανη ή γνώμη το Hasluck ότι την εποχή ακριβώς αυτή σημειώνονται εξωμοσίες ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου. Τα γεγονότα όμως είναι πολύ σκοτεινά και είναι αδύνατο να παρουσιάσουμε πειστικές σχετικά αποδείξεις. Νομίζω όμως ότι οι περισσότεροι εκεί πληθυσμοί προσέρχονται στον ισλαμισμό μετά το 1665, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να το μνημονεύσουμε στον οικείο τόπο.
Πολλές όμως και θετικές ειδήσεις έχουμε για την έκρυθμη κατάσταση πού δημιουργήθηκε στις Κυκλάδες μετά την έκρηξη του βενετοτουρκικού πολέμου του 1570-1573.
Πηγή: *Το μοναδικό έργο του Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.
http://arkoleon.blogspot.com/2011/02/1571.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου