Το Αιγαίο πέλαγος, η κατάσπαρτη από μικρά και μεγάλα νησιά θάλασσα, που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν έτσι από τα μεγάλα του κύματα, τις αίγες, όπως τις έλεγαν, αποτέλεσε πόλο έλξης από την 11η χιλιετία περίπου π.Χ., δεν κατοικήθηκε όμως συστηματικά πριν από τη Νεολιθική εποχή (6800-3200 π.Χ.). Η θάλασσα αυτή αποτελεί κατά την εποχή του Χαλκού (3200-1050 π.Χ.) την υδάτινη λωρίδα που ενώνει την ηπειρωτική Ελλάδα με τη Μικρά Ασία, και την Κρήτη και το νότιο Αιγαίο με το βορειοελλαδικό χώρο, τα νότια Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο, συνιστώντας έτσι πεδίο έντονων οικονομικών, κοινωνικών και εν γένει πολιτιστικών ζυμώσεων.
Η αναζήτηση και εξεύρεση μετάλλων (χαλκού, άργυρου, μόλυβδου) στις Κυκλάδες και η χρήση κραμάτων ανθεκτικού ορείχαλκου (μπρούντζου) από ασιατικές πηγές, επιφέρουν από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. αποφασιστικές αλλαγές στην εργαλειοτεχνία, βελτιώνουν την αγροτική παραγωγή και δίνουν ώθηση στη βιοτεχνία και το εμπόριο. Πρωτεύοντα ρόλο στη διάδοση της τεχνογνωσίας του ορείχαλκου στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο έχουν τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, στα οποία, από τις αρχές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, αναπτύσσονται πολυάνθρωποι οικισμοί με πρωτοαστικά χαρακτηριστικά. Στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πολιόχνης Λήμνου αναγνωρίζεται η αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης με δομές δημοκρατικές, ορατές στην ύπαρξη κοινοτικού χώρου συνεδριάσεων, του λεγόμενου "Βουλευτηρίου". Αποφασιστική είναι η συμβολή των Κυκλάδων στην ανάπτυξη της ναυτιλίας, τη χάραξη νέων θαλάσσιων δρόμων και την πλοκή εμπορικών δικτύων, μέσω των οποίων, έρχονται σε επαφή η ηπειρωτική και παράκτια Ελλάδα, η Μικρά Ασία και τα νησιά, δημιουργώντας από τα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας μια πολιτιστική κοινή, που περιγράφεται εύστοχα με τον όρο "διεθνές πνεύμα".
Οι έμπειροι κυκλαδίτες ναυτικοί συμπράττουν κατά τη Μέση Χαλκοκρατία (2000-1550 π.Χ.) με τη μεγάλη οικονομική δύναμη της περιόδου, τη μινωική Κρήτη, αποκτούν πλούτο και οργανώνουν τους πρώτους μεγάλους οικισμούς, οι οποίοι, παρά τις αλλεπάλληλες φυσικές καταστροφές, επιβιώνουν και εξελίσσονται κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία (1550-1050 π.Χ.) σε ισχυρά αστικά κέντρα. Το Ακρωτήρι Θήρας αποτελεί κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο μοναδικό κοσμοπολίτικο κέντρο, στο οποίο συμβιώνουν στοιχεία της μινωικής Κρήτης (αρχιτεκτονική, τοιχογραφίες, λατρεία) και του ανερχόμενου μυκηναϊκού κόσμου μέσα σε έντονα κυκλαδικό κλίμα. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (1628 π.Χ.), η αύξηση της μυκηναϊκής δύναμης και η καταστροφή των μινωικών ανακτόρων (περίπου το 1450 π.Χ.) σηματοδοτούν μια νέα πολιτιστική περίοδο στα νησιά του Αιγαίου. Οι Κυκλαδίτες εξακολουθούν να βρίσκονται στο προσκήνιο, συνεργαζόμενοι πλέον στο θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο με τους Μυκηναίους. Η εμβέλεια των Μυκηναίων φθάνει ως το βορειοανατολικό Αιγαίο (Λήμνος). Η επίδραση όμως του μυκηναϊκού πολιτισμού γίνεται ολοένα πιο ισχυρή και είναι εμφανής στην αρχιτεκτονική (οχυρώσεις), τη διοικητική οργάνωση (μέγαρα), τη θρησκεία (ιερά), τα ταφικά έθιμα και την τέχνη κυρίως των Κυκλάδων και των νησιών του νότιου Αιγαίου.
Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ο αποικισμός των νησιών του Aιγαίου δε σημειώθηκε ταυτόχρονα. H απόστασή τους από την πλησιέστερη στεριά, το μέγεθος, η γεωμορφολογία, το κλίμα και οι διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές συνιστούν παράγοντες που προσελκύουν ή αποτρέπουν την κατοίκηση των νησιών. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μήλο, η ανθρώπινη παρουσία σε αιγαιακό νησί ανάγεται στην Ανώτερη Παλαιολιθική (11η χιλιετία π.Χ.) και συνδέεται με την εξόρυξη του οψιανού για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων. Ίχνη μονιμότερης εγκατάστασης εντοπίζονται από τη Mεσολιθική εποχή (9000-6800 π.X.) στο σπήλαιο του Kύκλωπα στα Γιούρα βόρειων Σποράδων και στο Μαρουλά Κύθνου. H συστηματική κατοίκηση των νησιών σημειώνεται κατά την Aρχαιότερη Nεολιθική (6500-5800 π.Χ) στα Δωδεκάνησα, στα περισσότερα όμως νησιά πραγματοποιείται κατά τη Νεότερη (4800-4500 π.Χ.) ή την Τελική Νεολιθική (4500-3200 π.Χ.). Ώθηση στον αποικισμό των νησιών έδωσαν η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και η αναζήτηση ανθεκτικών πρώτων υλών, όπως του οψιανού και των μετάλλων, η χρήση των οποίων σημάδεψε την οικονομία των αγροτικών κοινοτήτων του νεολιθικού Αιγαίου.
Kατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία π.Χ.) αναπτύσσονται στις παράκτιες ζώνες των μεγάλων νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου πολυάνθρωποι, οχυρωμένοι οικισμοί με σαφή πολεοδομική διάταξη, κοινοτικά κτίσματα και άλλα κοινωφελή έργα, με εξειδίκευση και κατανομή εργασίας, οικονομική ευμάρεια και συσσώρευση πλούτου, οι οποίοι συνιστούν τα πρωιμότερα κέντρα με πρωτοαστικό χαρακτήρα στο Aιγαίο. Στις Κυκλάδες, ιδρύονται κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ μικροί, παράκτιοι οικισμοί, ενώ στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών υπάρχουν και μικροί συνοικισμοί. Κατά τη μεταβατική φάση Λευκαντί Ι-Καστρί οι οικισμοί βρίσκονται σε απόκρημνους, παραθαλάσσιους λόφους ή σε ψηλές θέσεις, απομακρυσμένες από την ακτή. Aρκετοί απ' αυτούς είναι οχυρωμένοι, γεγονός που συνδέεται με πιθανές πληθυσμιακές μετακινήσεις από τα νησιά του βόρειου Αιγαίου προς τις Κυκλάδες. Στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών, μικρών, διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή δύο μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά τη Μεσοκυκλαδική και την Yστεροκυκλαδική περίοδο θα εξελιχθούν σε μεγάλες, πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, οφειλόμενη στη συνεργασία με την οικονομική δύναμη του πρώτου μισού της 2ης χιλιετίας στο Aιγαίο, τη Μινωική Κρήτη.
Στα τέλη της Μεσοκυκλαδικής και τις αρχές της Υστεροκυκλαδικής περιόδου οι σημαντικότερες πόλεις των Κυκλάδων (Αγία Ειρήνη, Φυλακωπή, Ακρωτήρι) πλήττονται από φυσικές καταστροφές και, κατά την Υστεροκυκλαδική Ι, ανοικοδομούνται με εμφανή στοιχεία από τη μινωική αρχιτεκτονική (τοιχοδομία, τοιχογραφίες). Μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το 1628 π.Χ. η Αγία Ειρήνη και η Φυλακωπή παραμένουν τα κυριότερα αστικά κέντρα των Κυκλάδων, έχοντας όμως δεχθεί επιδράσεις και από τη μυκηναϊκή Eλλάδα (οχυρώσεις, ιερά, μέγαρα). Κατά την πρώιμη Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ η μυκηναϊκή παρουσία στα νησιά είναι καταλυτική και αισθητή τόσο στους υπάρχοντες, όσο και σε νεοϊδρυόμενους οικισμούς, τόσο στην ερημωμένη Θήρα (Mονόλιθος) όσο και στα υπόλοιπα Κυκλαδονήσια. Kατά τη μέση Yστεροκυκλαδική περίοδο, επεκτείνονται οι υπάρχουσες οχυρώσεις, ενώ νέοι οικισμοί ιδρύονται σε φυσικά οχυρές θέσεις (Kουκουναριές, Άγιος Ανδρέας). Μετά από περίοδο ευημερίας (ύστερη Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ) οι ακμαίοι κυκλαδικοί οικισμοί εγκαταλείπονται (Φυλακωπή, Kουκουναριές) ή παρακμάζουν (Aγία Eιρήνη) και βαθμιαία, ως το τέλος του 10ου αιώνα, εξαφανίζονται. Στα τέλη της Ύστερης Xαλκοκρατίας η μυκηναϊκή παρουσία είναι αισθητή εκτός από τις Κυκλάδες και σε νησιά του ανατολικού (Xίος) και του νότιου Αιγαίου (Kως, Ρόδος). Mετά μάλιστα την κατάρρευση των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων (περίπου 1200 π.X.) σημειώνονται μετακινήσεις πληθυσμών από τη μυκηναϊκή Ελλάδα προς τα νησιά αυτά, που επιφέρουν πληθυσμιακή αύξηση και ευνοούν την οικονομική τους ανάπτυξη (Iαλυσός Pόδου).
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από επιφανειακές επισκοπήσεις και από ανασκαφές οικισμών και νεκροταφείων αποτελούν πολύτιμες και μοναδικές πηγές στην προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της οικονομικής οργάνωσης και της κοινωνικής σύνθεσης των νησιωτικών κοινοτήτων του Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού.
Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία αναπτύσσονται στα μεγάλα νησιά του βόρειου και του ανατολικού Αιγαίου ένας ή περισσότεροι μεγάλοι οικισμοί με πρωτοαστικό χαρακτήρα και πληθυσμό 300-1500 ατόμων. Αντίθετα, στις Κυκλάδες υπάρχουν πολλοί μικροί οικισμοί λίγων οικογενειών, με ελάχιστο πληθυσμό 50 ατόμων. Από τη Μέση Χαλκοκρατία σημειώνεται, κυρίως στις Κυκλάδες, συγκέντρωση του διεσπαρμένου πληθυσμού σε έναν ή δύο σε κάθε νησί μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία εξελίσσονται σε πολυάνθρωπα αστικά κέντρα. Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών κέντρων (περίπου 1200 π.Χ.) σημειώνονται μεταναστεύσεις πληθυσμών από την ηπειρωτική Ελλάδα προς τα νησιά του κεντρικού και του νότιου Αιγαίου, που επιφέρουν, με την αύξηση του πληθυσμού και την ίδρυση νέων οικισμών, αλλαγές στα δημογραφικά δεδομένα.
Η κοινωνική σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων είναι άρρηκτα συνδεμένη με τις προσφερόμενες σε κάθε νησί δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης, την τεχνολογική εξειδίκευση, τη ναυτιλία και το εμπόριο, τη συσσώρευση πλούτου και τον τρόπο κατανομής του στην κάθε κοινότητα, καθώς και με την ένταση των εξωτερικών πολιτιστικών επιδράσεων στις διάφορες χρονικές περιόδους. Σαφείς ενδείξεις κοινωνικής διαστρωμάτωσης καταγράφονται ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία, κατά την οποία διακρίνεται μια πολιτική-διοικητική αρχή και η εύπορη τάξη των εξειδικευμένων τεχνιτών και των εμπόρων. Από τη Μέση Χαλκοκρατία διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική-οικονομική δύναμη, οι ναυτικοί, που συμμετέχουν στο διαμετακομιστικό εμπόριο αρχικά με τους μινωίτες, και κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία με τους μυκηναίους εμπόρους.
Σεβασμό στην αξία της ανθρώπινης ζωής, πίστη στη μεταθανάτια πορεία του ανθρώπου, ακόμη και φόβο προς τους νεκρούς αντανακλούν τα ταφικά έθιμα της εποχής. Οργανωμένα νεκροταφεία κιβωτιόσχημων, κατά την Πρώιμη και τη Μέση, και λαξευτών θαλαμοειδών τάφων κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, ταφικές τελετουργίες, καθώς και ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την κοινωνική θέση του θανόντος κτερίσματα, εκφράζουν τον ψυχισμό και τη σημειολογία των ελεύθερων, δυναμικών και ευέλικτων νησιωτών του Αιγαίου.
Στα υλικά κατάλοιπα της εποχής του Χαλκού, όπως στην οικιστική και την ταφική αρχιτεκτονική, την κεραμική, τις τοιχογραφίες, τα εργαλεία, τις σφραγίδες, τα ειδώλια, τα κοσμήματα κ.ά., αποτυπώνονται τα τεχνολογικά επιτεύγματα και η καλλιτεχνική διάθεση των δημιουργών τους και αποκρυπτογραφούνται στοιχεία που αφορούν το φυσικό περιβάλλον, τους τομείς οικονομίας και την κοινωνική σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων στις διάφορες χρονικές περιόδους. Τα τεχνουργήματα των νησιωτών αποπνέουν το ανήσυχο και δημιουργικό τους πνεύμα, την ελευθερία σκέψης και τη φαντασία που εξάπτει ο άγνωστος κόσμος που ανοίγεται πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια κάθε νησιού, συνάμα όμως και τη λιτότητα της ζωής του νησιώτη.
Η εκμετάλλευση των μεταλλωρυχείων των Κυκλάδων και η ανάπτυξη της μεταλλουργίας του μπρούντζου στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου ενισχύουν, από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ., ποιοτικά και τυπολογικά την εργαλειοτεχνία, με άμεσες επιπτώσεις στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή (μαρμαρογλυπτική, ναυπηγική κ.λπ.), καθώς και στις εμπορικές δραστηριότητες.
H κεραμική παραγωγή χαρακτηρίζεται, τόσο στις βορειοαιγαιακές όσο και στις κυκλαδικές της παραλλαγές, από πρωτοτυπία και μεγάλη ποικιλία σχημάτων και διακοσμήσεων, που αποπνέουν τις οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις των νησιωτικών κοινωνιών, αλλά και τις κατά περιόδους επιδράσεις από την κεραμική της Mικράς Aσίας (Πρώιμη), της μινωικής Κρήτης (Μέση) και της μυκηναϊκής ηπειρωτικής Eλλάδας (Ύστερη Χαλκοκρατία). Σημαντικό σταθμό στην αγγειοπλαστική του Αιγαίου αποτελεί η χρήση του κεραμικού τροχού, που σημειώνεται στα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας.
Ιδιαίτερη σημασία για την τέχνη του προϊστορικού Αιγαίου έχει η ζωγραφική που εκδηλώνεται κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ και ΙΙΙ με τη γραπτή διακόσμηση κεραμικών αγγείων, αναπτύσσεται χρωματικά και θεματικά (απόδοση ζωικού και φυτικού κόσμου) κατά τη Μεσοκυκλαδική και κορυφώνεται κατά την Υστεροκυκλαδική Ι στις τοπιογραφικές συνθέσεις και τις ιστορικές σκηνές των τοιχογραφιών του Ακρωτηριού Θήρας.
Ξεχωριστή θέση στη νησιωτική τέχνη της εποχής του Χαλκού κατέχει η μαρμαρογλυπτική της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ, προϊόντα της οποίας είναι τα ποικιλόμορφα αγγεία και τα μαρμάρινα ειδώλια, που διακινούνται ως αντικείμενα "κοινωνικού γοήτρου" σε ολόκληρο το Αιγαίο. Στα ειδώλια αποτυπώνεται εύγλωττα ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της κυκλαδικής τέχνης, καθώς και η αναζήτηση του μνημειακού, που αποτυπώνεται στα πρώτα έργα μεγάλης πλαστικής.
Η αναζήτηση και εξεύρεση μετάλλων (χαλκού, άργυρου, μόλυβδου) στις Κυκλάδες και η χρήση κραμάτων ανθεκτικού ορείχαλκου (μπρούντζου) από ασιατικές πηγές, επιφέρουν από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. αποφασιστικές αλλαγές στην εργαλειοτεχνία, βελτιώνουν την αγροτική παραγωγή και δίνουν ώθηση στη βιοτεχνία και το εμπόριο. Πρωτεύοντα ρόλο στη διάδοση της τεχνογνωσίας του ορείχαλκου στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο έχουν τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, στα οποία, από τις αρχές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, αναπτύσσονται πολυάνθρωποι οικισμοί με πρωτοαστικά χαρακτηριστικά. Στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πολιόχνης Λήμνου αναγνωρίζεται η αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης με δομές δημοκρατικές, ορατές στην ύπαρξη κοινοτικού χώρου συνεδριάσεων, του λεγόμενου "Βουλευτηρίου". Αποφασιστική είναι η συμβολή των Κυκλάδων στην ανάπτυξη της ναυτιλίας, τη χάραξη νέων θαλάσσιων δρόμων και την πλοκή εμπορικών δικτύων, μέσω των οποίων, έρχονται σε επαφή η ηπειρωτική και παράκτια Ελλάδα, η Μικρά Ασία και τα νησιά, δημιουργώντας από τα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας μια πολιτιστική κοινή, που περιγράφεται εύστοχα με τον όρο "διεθνές πνεύμα".
Οι έμπειροι κυκλαδίτες ναυτικοί συμπράττουν κατά τη Μέση Χαλκοκρατία (2000-1550 π.Χ.) με τη μεγάλη οικονομική δύναμη της περιόδου, τη μινωική Κρήτη, αποκτούν πλούτο και οργανώνουν τους πρώτους μεγάλους οικισμούς, οι οποίοι, παρά τις αλλεπάλληλες φυσικές καταστροφές, επιβιώνουν και εξελίσσονται κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία (1550-1050 π.Χ.) σε ισχυρά αστικά κέντρα. Το Ακρωτήρι Θήρας αποτελεί κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο μοναδικό κοσμοπολίτικο κέντρο, στο οποίο συμβιώνουν στοιχεία της μινωικής Κρήτης (αρχιτεκτονική, τοιχογραφίες, λατρεία) και του ανερχόμενου μυκηναϊκού κόσμου μέσα σε έντονα κυκλαδικό κλίμα. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (1628 π.Χ.), η αύξηση της μυκηναϊκής δύναμης και η καταστροφή των μινωικών ανακτόρων (περίπου το 1450 π.Χ.) σηματοδοτούν μια νέα πολιτιστική περίοδο στα νησιά του Αιγαίου. Οι Κυκλαδίτες εξακολουθούν να βρίσκονται στο προσκήνιο, συνεργαζόμενοι πλέον στο θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο με τους Μυκηναίους. Η εμβέλεια των Μυκηναίων φθάνει ως το βορειοανατολικό Αιγαίο (Λήμνος). Η επίδραση όμως του μυκηναϊκού πολιτισμού γίνεται ολοένα πιο ισχυρή και είναι εμφανής στην αρχιτεκτονική (οχυρώσεις), τη διοικητική οργάνωση (μέγαρα), τη θρησκεία (ιερά), τα ταφικά έθιμα και την τέχνη κυρίως των Κυκλάδων και των νησιών του νότιου Αιγαίου.
Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ο αποικισμός των νησιών του Aιγαίου δε σημειώθηκε ταυτόχρονα. H απόστασή τους από την πλησιέστερη στεριά, το μέγεθος, η γεωμορφολογία, το κλίμα και οι διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές συνιστούν παράγοντες που προσελκύουν ή αποτρέπουν την κατοίκηση των νησιών. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μήλο, η ανθρώπινη παρουσία σε αιγαιακό νησί ανάγεται στην Ανώτερη Παλαιολιθική (11η χιλιετία π.Χ.) και συνδέεται με την εξόρυξη του οψιανού για την κατασκευή αιχμηρών εργαλείων. Ίχνη μονιμότερης εγκατάστασης εντοπίζονται από τη Mεσολιθική εποχή (9000-6800 π.X.) στο σπήλαιο του Kύκλωπα στα Γιούρα βόρειων Σποράδων και στο Μαρουλά Κύθνου. H συστηματική κατοίκηση των νησιών σημειώνεται κατά την Aρχαιότερη Nεολιθική (6500-5800 π.Χ) στα Δωδεκάνησα, στα περισσότερα όμως νησιά πραγματοποιείται κατά τη Νεότερη (4800-4500 π.Χ.) ή την Τελική Νεολιθική (4500-3200 π.Χ.). Ώθηση στον αποικισμό των νησιών έδωσαν η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και η αναζήτηση ανθεκτικών πρώτων υλών, όπως του οψιανού και των μετάλλων, η χρήση των οποίων σημάδεψε την οικονομία των αγροτικών κοινοτήτων του νεολιθικού Αιγαίου.
Kατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία π.Χ.) αναπτύσσονται στις παράκτιες ζώνες των μεγάλων νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου πολυάνθρωποι, οχυρωμένοι οικισμοί με σαφή πολεοδομική διάταξη, κοινοτικά κτίσματα και άλλα κοινωφελή έργα, με εξειδίκευση και κατανομή εργασίας, οικονομική ευμάρεια και συσσώρευση πλούτου, οι οποίοι συνιστούν τα πρωιμότερα κέντρα με πρωτοαστικό χαρακτήρα στο Aιγαίο. Στις Κυκλάδες, ιδρύονται κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι και ΙΙ μικροί, παράκτιοι οικισμοί, ενώ στο εσωτερικό των μεγαλύτερων νησιών υπάρχουν και μικροί συνοικισμοί. Κατά τη μεταβατική φάση Λευκαντί Ι-Καστρί οι οικισμοί βρίσκονται σε απόκρημνους, παραθαλάσσιους λόφους ή σε ψηλές θέσεις, απομακρυσμένες από την ακτή. Aρκετοί απ' αυτούς είναι οχυρωμένοι, γεγονός που συνδέεται με πιθανές πληθυσμιακές μετακινήσεις από τα νησιά του βόρειου Αιγαίου προς τις Κυκλάδες. Στα τέλη της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου εγκαταλείπεται το οικιστικό σχήμα των πολλών, μικρών, διάσπαρτων οικισμών και οι κάτοικοι των νησιών συγκεντρώνονται σε έναν ή δύο μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά τη Μεσοκυκλαδική και την Yστεροκυκλαδική περίοδο θα εξελιχθούν σε μεγάλες, πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, οφειλόμενη στη συνεργασία με την οικονομική δύναμη του πρώτου μισού της 2ης χιλιετίας στο Aιγαίο, τη Μινωική Κρήτη.
Στα τέλη της Μεσοκυκλαδικής και τις αρχές της Υστεροκυκλαδικής περιόδου οι σημαντικότερες πόλεις των Κυκλάδων (Αγία Ειρήνη, Φυλακωπή, Ακρωτήρι) πλήττονται από φυσικές καταστροφές και, κατά την Υστεροκυκλαδική Ι, ανοικοδομούνται με εμφανή στοιχεία από τη μινωική αρχιτεκτονική (τοιχοδομία, τοιχογραφίες). Μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το 1628 π.Χ. η Αγία Ειρήνη και η Φυλακωπή παραμένουν τα κυριότερα αστικά κέντρα των Κυκλάδων, έχοντας όμως δεχθεί επιδράσεις και από τη μυκηναϊκή Eλλάδα (οχυρώσεις, ιερά, μέγαρα). Κατά την πρώιμη Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ η μυκηναϊκή παρουσία στα νησιά είναι καταλυτική και αισθητή τόσο στους υπάρχοντες, όσο και σε νεοϊδρυόμενους οικισμούς, τόσο στην ερημωμένη Θήρα (Mονόλιθος) όσο και στα υπόλοιπα Κυκλαδονήσια. Kατά τη μέση Yστεροκυκλαδική περίοδο, επεκτείνονται οι υπάρχουσες οχυρώσεις, ενώ νέοι οικισμοί ιδρύονται σε φυσικά οχυρές θέσεις (Kουκουναριές, Άγιος Ανδρέας). Μετά από περίοδο ευημερίας (ύστερη Υστεροκυκλαδική ΙΙΙ) οι ακμαίοι κυκλαδικοί οικισμοί εγκαταλείπονται (Φυλακωπή, Kουκουναριές) ή παρακμάζουν (Aγία Eιρήνη) και βαθμιαία, ως το τέλος του 10ου αιώνα, εξαφανίζονται. Στα τέλη της Ύστερης Xαλκοκρατίας η μυκηναϊκή παρουσία είναι αισθητή εκτός από τις Κυκλάδες και σε νησιά του ανατολικού (Xίος) και του νότιου Αιγαίου (Kως, Ρόδος). Mετά μάλιστα την κατάρρευση των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων (περίπου 1200 π.X.) σημειώνονται μετακινήσεις πληθυσμών από τη μυκηναϊκή Ελλάδα προς τα νησιά αυτά, που επιφέρουν πληθυσμιακή αύξηση και ευνοούν την οικονομική τους ανάπτυξη (Iαλυσός Pόδου).
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από επιφανειακές επισκοπήσεις και από ανασκαφές οικισμών και νεκροταφείων αποτελούν πολύτιμες και μοναδικές πηγές στην προσπάθεια αποκρυπτογράφησης της οικονομικής οργάνωσης και της κοινωνικής σύνθεσης των νησιωτικών κοινοτήτων του Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού.
Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία αναπτύσσονται στα μεγάλα νησιά του βόρειου και του ανατολικού Αιγαίου ένας ή περισσότεροι μεγάλοι οικισμοί με πρωτοαστικό χαρακτήρα και πληθυσμό 300-1500 ατόμων. Αντίθετα, στις Κυκλάδες υπάρχουν πολλοί μικροί οικισμοί λίγων οικογενειών, με ελάχιστο πληθυσμό 50 ατόμων. Από τη Μέση Χαλκοκρατία σημειώνεται, κυρίως στις Κυκλάδες, συγκέντρωση του διεσπαρμένου πληθυσμού σε έναν ή δύο σε κάθε νησί μεγαλύτερους και καλύτερα οργανωμένους οικισμούς, οι οποίοι κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία εξελίσσονται σε πολυάνθρωπα αστικά κέντρα. Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών κέντρων (περίπου 1200 π.Χ.) σημειώνονται μεταναστεύσεις πληθυσμών από την ηπειρωτική Ελλάδα προς τα νησιά του κεντρικού και του νότιου Αιγαίου, που επιφέρουν, με την αύξηση του πληθυσμού και την ίδρυση νέων οικισμών, αλλαγές στα δημογραφικά δεδομένα.
Η κοινωνική σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων είναι άρρηκτα συνδεμένη με τις προσφερόμενες σε κάθε νησί δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης, την τεχνολογική εξειδίκευση, τη ναυτιλία και το εμπόριο, τη συσσώρευση πλούτου και τον τρόπο κατανομής του στην κάθε κοινότητα, καθώς και με την ένταση των εξωτερικών πολιτιστικών επιδράσεων στις διάφορες χρονικές περιόδους. Σαφείς ενδείξεις κοινωνικής διαστρωμάτωσης καταγράφονται ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία, κατά την οποία διακρίνεται μια πολιτική-διοικητική αρχή και η εύπορη τάξη των εξειδικευμένων τεχνιτών και των εμπόρων. Από τη Μέση Χαλκοκρατία διαμορφώνεται μια νέα κοινωνική-οικονομική δύναμη, οι ναυτικοί, που συμμετέχουν στο διαμετακομιστικό εμπόριο αρχικά με τους μινωίτες, και κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία με τους μυκηναίους εμπόρους.
Σεβασμό στην αξία της ανθρώπινης ζωής, πίστη στη μεταθανάτια πορεία του ανθρώπου, ακόμη και φόβο προς τους νεκρούς αντανακλούν τα ταφικά έθιμα της εποχής. Οργανωμένα νεκροταφεία κιβωτιόσχημων, κατά την Πρώιμη και τη Μέση, και λαξευτών θαλαμοειδών τάφων κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, ταφικές τελετουργίες, καθώς και ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την κοινωνική θέση του θανόντος κτερίσματα, εκφράζουν τον ψυχισμό και τη σημειολογία των ελεύθερων, δυναμικών και ευέλικτων νησιωτών του Αιγαίου.
Στα υλικά κατάλοιπα της εποχής του Χαλκού, όπως στην οικιστική και την ταφική αρχιτεκτονική, την κεραμική, τις τοιχογραφίες, τα εργαλεία, τις σφραγίδες, τα ειδώλια, τα κοσμήματα κ.ά., αποτυπώνονται τα τεχνολογικά επιτεύγματα και η καλλιτεχνική διάθεση των δημιουργών τους και αποκρυπτογραφούνται στοιχεία που αφορούν το φυσικό περιβάλλον, τους τομείς οικονομίας και την κοινωνική σύνθεση των νησιωτικών κοινοτήτων στις διάφορες χρονικές περιόδους. Τα τεχνουργήματα των νησιωτών αποπνέουν το ανήσυχο και δημιουργικό τους πνεύμα, την ελευθερία σκέψης και τη φαντασία που εξάπτει ο άγνωστος κόσμος που ανοίγεται πέρα από τα στενά γεωγραφικά όρια κάθε νησιού, συνάμα όμως και τη λιτότητα της ζωής του νησιώτη.
Η εκμετάλλευση των μεταλλωρυχείων των Κυκλάδων και η ανάπτυξη της μεταλλουργίας του μπρούντζου στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου ενισχύουν, από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ., ποιοτικά και τυπολογικά την εργαλειοτεχνία, με άμεσες επιπτώσεις στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή (μαρμαρογλυπτική, ναυπηγική κ.λπ.), καθώς και στις εμπορικές δραστηριότητες.
H κεραμική παραγωγή χαρακτηρίζεται, τόσο στις βορειοαιγαιακές όσο και στις κυκλαδικές της παραλλαγές, από πρωτοτυπία και μεγάλη ποικιλία σχημάτων και διακοσμήσεων, που αποπνέουν τις οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις των νησιωτικών κοινωνιών, αλλά και τις κατά περιόδους επιδράσεις από την κεραμική της Mικράς Aσίας (Πρώιμη), της μινωικής Κρήτης (Μέση) και της μυκηναϊκής ηπειρωτικής Eλλάδας (Ύστερη Χαλκοκρατία). Σημαντικό σταθμό στην αγγειοπλαστική του Αιγαίου αποτελεί η χρήση του κεραμικού τροχού, που σημειώνεται στα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας.
Ιδιαίτερη σημασία για την τέχνη του προϊστορικού Αιγαίου έχει η ζωγραφική που εκδηλώνεται κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ και ΙΙΙ με τη γραπτή διακόσμηση κεραμικών αγγείων, αναπτύσσεται χρωματικά και θεματικά (απόδοση ζωικού και φυτικού κόσμου) κατά τη Μεσοκυκλαδική και κορυφώνεται κατά την Υστεροκυκλαδική Ι στις τοπιογραφικές συνθέσεις και τις ιστορικές σκηνές των τοιχογραφιών του Ακρωτηριού Θήρας.
Ξεχωριστή θέση στη νησιωτική τέχνη της εποχής του Χαλκού κατέχει η μαρμαρογλυπτική της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ, προϊόντα της οποίας είναι τα ποικιλόμορφα αγγεία και τα μαρμάρινα ειδώλια, που διακινούνται ως αντικείμενα "κοινωνικού γοήτρου" σε ολόκληρο το Αιγαίο. Στα ειδώλια αποτυπώνεται εύγλωττα ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της κυκλαδικής τέχνης, καθώς και η αναζήτηση του μνημειακού, που αποτυπώνεται στα πρώτα έργα μεγάλης πλαστικής.
e-istoria
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου