Του Γεωργίου Λεονταρίτη
Δημοσιογράφου
Μπορούσε ο Βενιζέλος να εμποδίσει, την εκτέλεση των Έξι; Στο ερώτημα αυτό απαντά σ' ένα άρθρο του ο παλαιός ιδιαίτερός του και ιστορικός συγγραφέας Στ. Στεφάνου, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής:
«Ο μεγάλος πολιτικός δεν έπαυε να είναι Έλλην, ήτο δε φυσικόν να συμμερίζεται, εις εκείνας τας τραγικάς στιγμάς τα συναισθήματα όλου του κόσμου της Βενιζελικής παρατάξεως. Έχων ενώπιον των οφθαλμών του, απτά, τα αποτελέσματα της πολιτικής των αντιπάλων του, ήτο ανδρώπινον να ελαύνεται και αυτός από ψυχικάς αντιδράσεις οξύτατες. Η επιβεβλημένη στάσις δια την προσωπικήν του περίπτωσιν ήτο, λοιπόν, να συγκρατήση τα συναισθήματά του, να μη εκδηλωθή καθόλου και να ειπή αυτό που είπεν εξ αρχής, ότι αυτός ήτο εκτός της πολιτικής ζωής και δεν είχε δικαίωμα επεμβάσεως. Η στάσις αυτή του Βενιζέλου αρχίζει να γίνεται κάπως δύσκολος καθώς τα πράγματα σχετικώς με την δίκην προχωρούν πολύ γρήγορα προς την μοιραίαν κατάληξιν. Διότι τώρα αρχίζει να υπεισέρχεται, εκτός και πέραν πάσης άλλης σκοπιμότητας, ο καθαρώς ανθρωπιστικός παράγων. Δεν επρόκειτο πλέον, απλώς δια δίκην αλλά δι' εκτελεστικόν απόσπασμα!
»Ο ανθρωπιστικός παράγων προέβαλε τας απαιτήσεις του και από τον ίδιον τον Βενιζέλον, όχι πλέον ως πολιτικόν, αλλά ως άνθρωπον. Και με πρόσθετσν σημασίαν δι' εκείνον, εφ' όσον ελάμβανε επί του προκειμένου την όψιν της γενναιοφροσύνης έναντι νικημένων από τα γεγονότα πολιτικών αντίπαλων. Εκ των υστέρων, οι κριτικοί της ιστορίας, προκατειλημμένοι και μη θα εύρουν προσφιλές θέμα σχολίων την στάσιν που εκράτησε ο Βενιζέλος εις το θέμα της εκτελέσεως των Εξ. Θα καταλογίσουν εις βάρος του, ότι δεν έσπευσε να την προλάβη, ενώ είχε, λέγουν, όλην την δύναμιν προς τούτο. Το πρώτον που ημπορεί να αμφισβητηθή αντικειμενικώς είναι, αν εκείνην την κρίσιμον ώραν, διέθετεν ο Βενιζέλος, πράγματι, μίαν τοιαύτην δύναμιν. Τα αδιάλλακτα στοιχεία της Επαναστάσεως δεν ήσαν τυφλώς υποτεταγμένα εις τας θελήσεις του Βενιζέλου. Και θα το δείξουν αργότερον, εις τας διαπραγματεύσεις της Συνθήκης της Λοζάννης. Αλλ' εκτός αυτού θα ήτο εκτός πραγματικότητας και αψυχολόγητον, και οπωσδήποτε πρόωρον, αν μέσα εις την αποκορύφωσιν της Μικρασιατικής τραγωδίας, έβγαινε από την πρώτην ώραν ο Βενιζέλος να σταματήση με ένα του λόγον, αρκετά αυθαίρετον, την φυσικήν πορείαν των πραγμάτων, που επέβαλε να αναζητηθούν ευθύναι. Τα δικαιώματα του ανθρωπισμού, της επιεικείας και, έστω, της γενναιοφροσύνης θα έχουν τον λόγον μόνον εις το στάδιον εκείνο της εξελίξεως, όπου θα γίνη πλέον κατάδηλον ότι το δικαστήριον ετοιμάζεται να επιβάλη την εσχάτην των ποινών και ότι η Επανάστασις δεν ήτο διατεθειμένη να μη την εκτελέση.
»Εις το στάδιον αυτό είναι γεγονός ότι ο Βενιζέλος θα ενεργήση. Μόλις πληροφορείται εις την Λωζάννην την απόφασιν του στρατοδικείου από τον λόρδον Κώρζον σπεύδει να στείλη εις την Επαναστατικήν Επιτροπήν τηλεγράφημα, με το οποίον την ειδοποιεί ότι η εκτέλεσις θα φέρη συνεπείας πολύ δυσάρεστους δια τα εθνικά συμφέροντα. Τους κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, μολονότι, το επαναλαμβάνει, "μετά προσοχής αποφεύγει να επέμβη εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της Χώρας". Μόνον μία τοιαύτη απειλή ημπορούσε να αποδυνάμωση τους αδιάλλακτους της Επαναστάσεως, που είχαν επικρατήσει.
Αυτήν λοιπόν, την απειλήν επισείει απροσώπως και αντικειμενικώς ο πληρεξούσιος της Επαναστάσεως δια τα εθνικά ζητήματα, με όλον το κύρος που του δίδει η προσωπικότης του. Τι περισσότερον θα ζητούσε η περίστασις;
Το μόνον που θα ημπορούσε μία σοβαρά κριτική να καταλογίση εις τον Βενιζέλον είναι διατί αυτά που είπε την τελευταίαν ώραν, δεν τα έλεγεν ενωριτερον. Εις αυτήν την κριτικήν δυνατόν αντικειμενικώς να παρατηρηθή ότι, προτού εκδοθή η απόφασις του δικαστηρίου και ενώ διεξήγετο, ακόμη, η δίκη μία επέμβασις εις το έργον της Δικαιοσύνης θα ήτο κάτι περισσότερον από άτοπος, ιδίως προερχομένη από τον Βενιζέλον, που διεκήρυσσεν ότι δεν αναμιγνύεται εις τα πολιτικά πράγματα του Τόπου. Η κοινή βοή εκατομμυρίων Ελλήνων εζήτει κάποιαν κάθαρσιν εις την τραγωδίαν. Το ολιγώτερον που ημπορούσε να ικανοποιήση την κοινήν γνώμην, ήτο μία αυστηρά καταδίκη. Ουδείς, και ο Βενιζέλος περισσότερον δεν είχε το δικαίωμα να παρεμβληθή εις τον μηχανισμόν της Εθνικής δικαιοκρισίας. Η επέμβασις ήτο δικαιολογημένη μόνον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως, δια να ματαιωθή, την τελευταίαν στιγμήν, η εκτέλεσίς της, εκ του φανερού μεν δια λόγους εθνικής σκοπιμότητας, εις την ουσίαν δε, δια λόγους ανθρωπισμού. Αυτόν τον ορθόδοξον μηχανισμόν κρίσεως και ενεργείας ηκολούθησε και ο Βενιζέλος εις το λεπτόν θέμα της δίκης υπευθύνων. Η επέμβασίς του έγινε την ώραν που έπρεπε δια να είναι αποτελεσματική. Αυτή είναι η απλή και αντικειμενική ερμηνεία της στάσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου εις την υπόθεσιν των Εξ. Τα άλλα είναι κρίσεις όχι αμέτοχοι προκαταλήψεως. Φυσικά, δεν ημπορεί να καταλογίση κανείς εις βάρος του Βενιζέλου το ότι η Επανάσταση θα σπεύσει να εκτελέση αυθωρεί την απόφασιν του Στρατοδικείου, και έτσι θα "βραχυκυκλώση" τας διαφόρους ενεργείας δια την ματαίωσιν που θα ακολουθήσουν».
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Βαρειά άρρωστος ο Δημ. Γούναρης νοσηλευόταν στην κλινική Ασημακοπούλου, ενώ οι συγγενείς του επίτηδες απέφευγαν να τον πληροφορούν για την πορεία της δίκης. Την παραμονή του τέρματος της δίκης. στις 6 το βράδυ, ο πρώην πρωθυπουργός αντελήφθη ότι ο ανεψιός του Βασ. Σαγιάς δεν βρισκόταν όπως συνήθως κοντά του. Το γεγονός αυτό, τον ανησύχησε. Βυθισμένος για λίγο σ' ένα ήσυχο ύπνο, τιναζόταν κάδε τόσο και ρωτούσε τους παρευρισκομένους στο δωμάτιο:
-Δεν φαίνεται κι αυτός ο Βασίλης... Στείλτε να τον εύρουν, θέλω να μάθω τι γίνεται...
Η ανησυχία του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος είχε αυξηθεί γύρω στα μεσάνυχτα.
-Μα επιτέλους... θέλω να μάθω τι συμβαίνει. Τι έγινε αυτός ο Βασίλης;
Ο γιατρός Βλάχος προσπάθησε να τον ησυχάσει.
-Έχουμε την πληροφορία ότι δευτερολογούν.
Ο Γούναρης κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.
-Ώστε αύριο τελειώνουν όλα!..
-Τι λέτε θείε; Τον διέκοψαν οι ανιψιές του.
-Αυτό που σας λέγω! Αύριον τελειώνουν όλα! Δεν απατώμαι εγώ!..
Ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα, όταν την ηρεμία της οδού Ασκληπιού τάραξαν θόρυβοι από φρένα αυτοκινήτων που έτριζαν, και σταματούσαν στη γωνία Σόλωνος και Ασκληπιού. Σε λίγο μεγάλη στρατιωτική δύναμη είχε κυκλώσει όλο το τετράγωνο μέχρι και τη Σκουφά ακόμη.
Η κλινική βρισκόταν αποκλεισμένη.
Μέσα στο δωμάτιο του αρρώστου κρατούμενου πολιτικού αγρυπνούσαν στο προσκεφάλι του η αδελφή του Αμαλία Κανελλοπούλου (μητέρα του Παν. Κανελλόπουλου), η σύζυγος του ανιψιού του Βασίλη Σαγιά, ο γαμπρός του Κανέλλος Κανελλόπουλος, και ο επίσης συγγενής του γιατρός από την Πάτρα Ιω. Βλάχος, που έμενε άφωνος και απελπισμένος.
Σε μια στιγμή ο Γούναρης συνέρχεται από τον λήθαργο και βλέπει την αδελφή του να τον φιλάει με πολλή διακριτικότητα στο μέτωπο για να μην του ταράξει τον ύπνο.
-Αμαλία έκανες τόσο κουραστικό ταξίδι για να έλθεις;
Στις 7 το πρωί δυο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα ένοπλους στρατιώτες στάθμευσαν μπροστά στην κλινική. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έφθασαν ένα άλλο φορτηγό κλεισμένο από τις τρεις πλευρές, που είχε μεταβληθεί σε νοσοκομειακό όχημα, κι ένα επιβατικό γεμάτο αξιωματικούς της Χωροφυλακής.
Ο ταγματάρχης Εμμ. Κατσιγιαννάκης, εκτελώντας καθήκοντα υποδιευθυντού της αστυνομίας, ανέβηκε τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλιά της κλινικής. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στον Κανελλόπουλο και στον γιατρό Βλάχο και τους είπε:
-Έχω διαταγήν να μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ τον κύριον Πρόεδρον...
Ο Κανελλόπουλος κι ο Βλάχος με μια φωνή απάντησαν;
-Αυτό είναι αδύνατον, ο πυρετός είναι υψηλός. Μόλις δια των ενέσεων συγκρατείται ο ασθενής εις την ζωήν...
Ο Κατσιγιαννάκης τους κοίταξε βλοσυρά:
-Εγώ δεν ξέρω τίποτα απ' αυτά. Έχω διαταγές και θα τις εκτελέσω...
Οι άλλοι επέμειναν:
-Εμείς όμως αδυνατούμεν να σας τον παραδώσωμεν...
-Τότε θα τον μεταφέρω βιαίως...
Οι διαπληκτισμοί γίνονταν έξω απ' το δωμάτιο του μελλοθανάτου.
Ο Γούναρης άκουσε τον θόρυβο και κάλεσε τον γαμπρό του να πληροφορηθεί τι συμβαίνει.
-Ο υποδιευθυντής της αστυνομίας ζητά να σας μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Κατσιγιαννάκης, πλησίασε τον ασθενή και του είπε:
-Κύριε Πρόεδρε, σηκωθείτε! θα σας μεταφέρωμεν!
-Θα σηκωθώ. Περιμένετε να ενδυθώ, απήντησε ο Πατρινός πολιτικός.
Μόλις ο Κατσιγιαννάκης βγήκε απ' το δωμάτιο, ο Γούναρης σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και ζήτησε να τον βοηθήσουν να ντυθεί. Μόλις φόρεσε το πουκάμισο του, κλονίστηκε, κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι.
Σε λίγα λεπτά σηκώθηκε και πάλι. Κι ενώ η αδελφή του κι η ανιψιά του τον βαστούσαν να φορέσει το γιλέκο και το κολλάρο του, ο Γούναρης χτένισε τα μαλλιά του κοιτάζοντας σ' ένα καθρεφτάκι που κρατούσε ο Βλάχος.
Επειδή ο πυρετός είχε ανέβει 39.6, ο γιατρός του έκανε μια καρδιοτονωτική ένεση, και κατόπιν του φόρεσαν το σακκάκι.
Ύστερα κάθησε κι έγραψε σ' ένα χαρτί τη διαθήκη του.
«Ό,τι απομένει εκ της μικρός περιουσίας μου μετά την αφαίρεσιν των χρεών μου, αφήνω εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Κανελλόπουλον, ον καθιστώ γενικό κληρονόμον, προς καλυτέραν αποκατάστασιν της κόρης του, ανεψιάς μου Μαρίας. Εις τον Δήμον Πατρέων την βιβλιοθήκην μου, και εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή δέκα χιλιάδες δραχμών.
Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ
Μόλις το φορείο που μετέφερε τον Γούναρη έφθασε στις φυλακές Αβέρωφ, τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι του κελιού. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ήσαν εκεί κρατούμενοι, έτρεξαν αμέσως κοντά του για να του δώσουν κουράγιο. Ο Χαρ. Βοζίκης τον χάιδεψε. Ο πρώην πρωθυπουργός του χαμογέλασε:
-Φοβάσαι μη χάσω το θάρρος μου; θα αντιμετωπίσω τον θάνατον μεθ' όλου του θάρρους. Έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Έκαμα τον απολογισμό μου. Επεσκόπησα όλο το παρελθόν μου. Εύρον ότι ως πολιτικός έπραξα ό,τι ηδυνήθην δια την πατρίδα μου. Εύρον ότι ως άνθρωπος ουδένα εν γνώσει έχω αδικήσει...
Και γυρίζοντας προς τον Ξενοφ. Στρατηγό, που είχε γλυτώσει τη θανατική ποινή, του είπε:
-Για μένα το περίμενα. Αλλά για τους άλλους δεν το εφανταζόμουν.
Και παρεκάλεσε να του φέρουν τον τελευταίο του καφέ.
Στη γωνιά η ανιψιά του Μαρία Τυπάλδου και η μητέρα της Ιουλία Σαγιά δεν μπορούν να συγκρατηθούν και ξεσπούν σε λυγμούς.
Ο Γούναρης στράφηκε στην αδελφή του:
-Αμαλία μου, πάρε σε παρακαλώ την Ιουλία έξω. Δεν ημπορώ ν' ακούω κλάματα, Φύγετε, αφήστε με ήσυχον...
Η Μαρία Τυπάλδου τον ρώτησε διστακτικά:
-Να φύγω κι εγώ θείε μου;
-Να μείνεις, αν μου υποσχεθείς ότι δεν δα κλάψεις...
Ύστερα έβγαλε το ρολόι του, κοίταξε τον ναύαρχο Τυπάλδο και του ψιθύρισε:
-Μετά ημίσειαν, το πολύ μίαν ώραν, εκλείπομεν...
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ενώ οι "Έξι" περνούσαν τραγικές στιγμές, ο Άγγλος πρεσβευτής Λίντλεϋ αγρυπνούσε στην πρεσβεία, περιμένοντας την απόφαση, που θα του μετέδιδε αμέσως ένας άνθρωπός του που παρακολουθούσε τη δίκη. Η αναγγελία της θανατικής καταδίκης, έπεσε σαν βόμβα στην ξένη πρεσβεία. Ο Λίντλεϋ κατά βάθος πίστευε ότι οι στρατοδίκες δεν θα καταδίκαζαν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς σε δυνατό.
Ο Άγγλος πρεσβευτής μόλις συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, δεν έχασε καιρό. Έπρεπε να κινηθεί αμέσως, μήπως προλάβαινε και τους έσωζε, ακόμα και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έπρεπε να επέμβει για να σώσει συγχρόνως και το βρετανικό γόητρο, που εκείνη τη στιγμή κουρελιαζόταν με την περιφρόνηση της επαναστατικής επιτροπής προς τις προειδοποιήσεις της Αγγλίας. Ο Λίντλεϋ πήρε αμέσως στο τηλέφωνο τον υπουργό Εξωτερικών Κων. Ρέντη και του ζήτησε να τον συνοδεύσει επειγόντως στο γραφείο του Πλαστήρα.
Ο Ρέντης δεν έφερε αντίρρηση και ύστερα από μισή ώρα, ο Άγγλος πρεσβευτής ακολουθούμενος από την Έλληνα υπουργό Εξωτερικών έμπαινε στο γραφείο του αρχηγού της Επαναστάσεως, που εκείνη τη στιγμή κουβέντιαζε με τον υποφρούραρχο Λ. Σπαή κι ακολούθησε η εξής αυθεντική στιχομυθία:
-Κύριε συνταγματάρχα, σας εφιστώ δια τελευταίαν φοράν όλως ιδιαιτέρως την προσοχήν επί των δυσάρεστων συνεπειών αι οποίοι θα ανέκυπταν ης το ενδεχόμενον της εκτελέσεως της θανατικής αποφάσεως.
-Εάν η Αγγλία δέχεται να υποστηρίξη την παραμονήν της Θράκης εις την Ελλάδα, άνευ της οποίας δεν είναι δυνατόν να αποζήση ο καταφυγών εδώ ελληνικής πληθυσμός της Μικρός Ασίας, η Επανάστασις δέχεται να παραδώση τους κατάδικους εις την Αγγλίαν ή να τους παραδώση εις οιοδήποτε άλλο κράτος.
-Δεν έχω καμμίαν τοιαύτην εντολήν της κυβερνήσεως μου.
-Αναλαμβάνω ως αρχηγός της Επαναστάσεως την υποχρέωσιν έναντί σας όπως αναβάλω την εκτέλεσιν δια μίαν ή έστω, και δύο ημέρας έως ότου ζητήσετε την εντολήν από την κυβέρνησίν σας.
-Δεν ημπορώ να προχωρήσω εις μίαν τοιαύτην πρωτοβουλίαν την οποίαν μου αξιώνετε.
Και ο Πλαστήρας σε οργίλο ύφος είπε:
-Αφού ενδιαφέρεστε τόσον πολύ δια τους κατάδικους, διατί η κυβέρνησίς σας άφησε την Ελλάδα να καταστραφή εις την Μικράν Ασίαν όταν εκείνοι ήσαν κυβερνήται; Δυστυχώς, και η Ελλάς και οι κατάδικοι, δια τους οποίους εκδηλώνετε τώρα το έντονον ενδιαφέρον σας είναι θύματα της Αγγλίας...
Ο Λίντλεϋ κατάλαβε ότι κάθε άλλη κουβέντα ήταν περιττή. Οι ελπίδες του πήγαιναν χαμένες. Δεν μπορούσε πια να σώσει τα θύματα των δολοπλοκιών της αγγλικής πολιτικής.
Ο Νικόλαος Στράτος, που μέχρι το τέλος της δίκης ήταν αισιόδοξος, όταν έγινε γνωστή η θανατική ποινή, έμεινε άφωνος. Οι δικοί του τον είχαν περικυκλώσει, η μητέρα του έκλαιγε γοερά, πράγμα που τον συνέτριβε ψυχικά. Παίρνοντας τον γιο του Ανδρέα (τον μετέπειτα υπουργό) απ' το χέρι, του είπε:
-Άκουσε Ανδρέα. Να μη μισήσεις κανένα. Δι' αυτούς μόνον η απεριόριστος βδελυγμία αρκεί. Και μιαν συμβουλήν πατρικήν σου δίδω παιδί μου: Να μη πολιτευτείς ποτέ.
Ύστερα γύρισε στη γυναίκα του:
-Να φροντίσης για τα παιδιά. Να πουλήσεις ό,τι μας μένει, και να φύγεις απ' την Ελλάδα...
Στον διάδρομο των φυλακών ο Γ. Μπαλτατζής βημάτιζε νευρικά, ενώ γύρω του η γυναίκα και τα παιδιά του έκλαιγαν. Τους μοίρασε ό,τι μικροπράγματα είχε πάνω του κι ετοιμάσθηκε να δώσει στη γυναίκα του και τη βέρα του, αλλά μετάνιωσε.
-Αυτό άφησε με να το κρατήσω ακόμη. Έζησα τόσο ευτυχισμένα μαζί σου, ώστε δεν θέλω να σε αποχωρισθώ ως την τελευταία μου πνοή. Θα σου την φέρουν ύστερα...
Ο Μπαλτατζής έριξε ένα βλέμμα λατρείας στα παιδιά του:
-Ξέρετε εσείς πώς υπηρέτησα την πατρίδα μου. Μία είναι η θέλησίς μου: Να μην επιζητήσετε ποτέ δημόσιον υπηρεσίαν. Ασχοληθείτε εις ο,τιδήποτε άλλο, αλλά μη ζητήσετε να διαχειριστείτε δημόσιον αξίωμα...
Κι ύστερα από μικρή σκέψη πρόσθεσε:
-Όσο γι' αυτούς που με σκοτώνουν, αφήστε τους. Είναι μικροί και ταπεινοί άνθρωποι, ανάξιοι να σκεφτούν κάτι ανώτερον. Εγώ τους συγχωρώ, περιφρονήστε τους κι εσείς.
Ο Μπαλτατζής φίλησε τα παιδιά του και τους ψιθύρισε:
-Τον νουν σας στη μητέρα σας...
Ύστερα στράφηκε προς τον γυναικάδελφο του στρατηγό Σούτσο:
-Σεις όταν θα ιδείτε τον Βασιλέα - τον Κωνσταντίνο εννοώ - να ειπείτε εκ μέρους μας το "Χαίρε Καίσαρ! Οι μελλοθάνατοι σε αποχαιρετούν»!...
Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης είχε γύρω του τη γυναίκα του και την κόρη του. Συνεχώς το βλέμμα του βυθιζόταν στα μάτια της δεύτερης που την υπεραγαπούσε, κι έσφιγγε και τις δυο στην αγκαλιά του.
Ο Νικόλαος Θεοτόκης (γιος του παλιού πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, αδελφός του Τζων Θεοτόκη και θείος του Σπύρου Θεοτόκη) προσπαθούσε να παρηγορήσει την ημιλιπόθυμη σύζυγό του.
-Μην κλαις! Σου το ζητώ ως τελευταία χάριν! Συ, που υπήρξες τόσο καλή, μην μου αρνείσαι αυτήν τη χαρά...
Εκείνη μέσα απ' τους λυγμούς και τα αναφυλλητά της, επανελάμβανε:
-Πες μου Νίκο... Φαντάζεσαι ότι θα εκτελεστείς;
-Σου είπα κι άλλοτε... Απ' αυτούς όλα έπρεπε να τα περιμένωμεν...
Ένας θόρυβος από τον διάδρομο τους έκανε να γυρίσουν. Από το βάθος ερχόταν ο Γούναρης υποβασταζόμενος απ' τον γαμπρό του Κανέλλο Κανελλόπουλο. Έκανε πρόβα αν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ο Γούναρης με αργά κλονισμένα βήματα πέρασε μπροστά από τα κελιά που ήσαν κλεισμένοι ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Χαρ. Βοζίκης, ο Στάης, ο στρατηγός Κωνσταντινόπουλος, ο δημοσιογράφος Νικ. Κρανιωτάκης και οι άλλοι του μετανοεμβριανού καθεστώτος.
Τους κοίταξε από τα μικρά γυάλινα παράθυρα των κελιών. Κι εκείνοι τον κοιτούσαν με θλίψη. Δεν ξέραν τι να του πουν, πώς να τον παρηγορήσουν.
Ο Μπαλτατζής έδωσε στον ναύαρχο Γούδα το ρολόι του και το δακτυλίδι του με την παράκληση να τα δώσει στα παιδιά του.
ΑΓΩΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο κελί ο υποδιευθυντής της αστυνομίας Κατσιγιαννάκης και απευθυνόμενος προς τον Γούδα του είπε:
-Κύριε ναύαρχε, πηγαίνετε να τους πείτε, ότι η εκτέλεσις έχει ορισθεί για τις ένδεκα το πρωί...
Ο Γούδας εξαγριώθηκε.
-Κύριε ταγματάρχα, είσθε ανυπόφορος με τις προτάσεις σας. Να πάτε να το πείτε μόνος σας.
Ο Κατιγιαννάκης δεν τόλμησε! Ανέθεσε σ' έναν ανθυπομοίραρχο να μπει στον θάλαμο των μελλοθανάτων και να μεταδώσει το "μήνυμα"!
Ο ανθυπομοίραρχος απάντησε ταραγμένα:
-Κύριε Θεοτόκη, πρέπει να ειδοποιηθείτε ότι εις τας ένδεκα θα μεταφερθείτε...
-Έχει καλώς!... τον έκοψε ο κατάδικος πολιτικός.
Όταν στις 11 το πρωί έφθασε η στιγμή της αναχωρήσεως σημειώθηκαν συγκλονιστικές σκηνές μέσα στα κελιά των μελλοθανάτων.
Η σύζυγος του Στράτου, η κόρη του Δόρα, η ηλικιωμένη μητέρα του ξέσπασαν σε δυνατούς λυγμούς. Το ίδιο έγινε και με τους συγγενείς των άλλων. Με δυσκολία οι μελλοθάνατοι κρατούν την ψυχραιμία τους και επιτάσσουν σιγή.
-Είναι καιρός να φύγετε, είπε σ' όλους τους συγγενείς ο Γούναρης.
Οι μελλοθάνατοι φόρεσαν τα παλτά και τα καπέλα τους και άρχισαν ν' αποχαιρετούν τους οικίους τους.
0 ανθυπομοίραρχος παρακάλεσε τον Γούναρη να ξαπλωθεί στο φορείο, αλλ' εκείνος αρνήθηκε;
-Θα περπατήσω, είπε απλά.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο κελί του, φίλησε στοργικά τους ανιψιούς του (τον ναύαρχο Τυπάλδο και τη σύζυγο του).
-Χαίρετε. Κοκό φεύγω. Μαρία μου!
Και κατόπιν προχώρησε με δυσκολία, διότι μόλις κατόρθωνε να συγκρατείται όρθιος από τον πυρετό.
Στην κεντρική πόρτα των φυλακών περίμεναν δυο μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες. Στο ένα διακρινόταν η κάνη πολυβόλου. Άλλα δυο νοσοκομειακά αυτοκίνητα - κενά και κλειστά απ' όλες τις πλευρές ήσαν από πίσω και στη συνέχεια αλλά στρατιωτικά και μερικά ιδιωτικά. Μέχρις ότου επιβιβασθούν οι μελλοθάνατοι ο Στράτος έβγαλε από την τσέπη του την αργυρά σιγαροθήκη του και πρόσφερε τσιγάρο στον Γούναρη.
Εκείνος δίστασε να το πάρει, αλλά τελικά τ' αποφάσισε.
-Ας είναι... Το παίρνω, αν και οι ιατροί μου απηγόρευσαν να καπνίζω αφ' ότου ησθένησα!...
Και προτού κατέβει τη σκάλα, στράφηκε προς τα δύο πρώτα κελιά και χαιρέτησε άλλη μια φορά τον Π. Τσαλδάρη, τον Βοζίκη, τον Τσόντο, τον Βάρδα, τον Σκλαβούνο και τον Κρανιωτάκη.
Σε λίγο η θλιβερή πομπή ξεκίνησε. Προπορευόταν ένα φορτηγό, μετά δυο νοσοκομειακά, ένα άλλο φορτηγό με την κάνη του πολυβόλου προτεταμένη και την πομπή έκλειναν δυο-τρία αυτοκίνητα επιβατικά με τον Κατσιγιαννάκη και άλλους αξιωματικούς της Χωροφυλακής.
Στον τόπο των εκτελέσεων είχε αρχίσει απ' τα ξημερώματα κίνηση στρατιωτικών τμημάτων.
Κάποτε η συνοδεία τον αυτοκινήτων έφτασε "στον τόπο του μοιραίου" και οι μελλοθάνατοι αποβιβάζονται. Ο Γούναρης Πρωτοπαπαδάκης του στήριζε τα νώτα. Γύρισε στον Στρατό: φάνηκε στην πόρτα του αυτοκινήτου εξαιρετικά χλωμός. Ο
-Νίκο, κράτησε με, μην πέσω.
Ο Στρατός έσπευσε να τον βοηθήσει. Ο πρώην πρωθυπουργός κατέβηκε με μεγάλη δυσκολία κι ύστερα ρώτησε τον Κερκυραίο πολιτικό:
-Πού θα πάμε Νίκο;
Κι ο Στράτος με αφέλεια:
-Θα μας πουν!
Τρίτος κατέβηκε ο Πρωτοπαπαδάκης που πρόσφερε το μπράτσο του στον Γούναρη για να στηριχτεί. Ύστερα γύρισε στον μοίραρχο Βοβολίνη:
-Να τερματιστεί το ταχύτερον ό,τι έχει να γίνει.
Ένας όμιλος αξιωματικών στο βάθος έκανε συνεννοήσεις. Στο μεταξύ από το άλλο αυτοκίνητο κατέβηκαν κι οι υπόλοιποι.
Ο Χατζηανέστης κατέβηκε πρώτος φορώντας αδιάβροχο χακί χρώματος για να καλύπτει τη χωρίς διάσημα στολή του, που μόνος είχε αποσπάσει στις φυλακές Αβέρωφ. Στρατιωτική καθαίρεση δεν έγινε. Κατεβαίνουν κατόπιν ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής. Ο Χατζηανέστης που από πολλά χρόνια, έτρεφε την έμμονη ιδέα ότι είχε...γυάλινα πόδια, βάδιζε νευρικά, μ' ανυπομονησία.
Οι Έξι μελλοθάνατοι οδηγούνται στο μέσα του τετραγώνου των στρατιωτικών που παρουσιάζουν όπλα. Ο εκ των επαναστατικών επιτρόπων, συνταγματάρχης Νεόκ. Γρηγοριάδης παίρνει από τα χέρια ενός στρατιώτη ένα χαρτί. Είναι η απόφαση του Στρατοδικείου.
Άρχισε να διαβάζει βιαστικά με φωνή που έτρεμε το κείμενο, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώση το «δια Ταύτα» και σωριάστηκε κάτω λιπόθυμος!
Έτρεξε αμέσως ο γραμματέας του Στρατοδικείου λοχαγός Ιω. Πεπονής, πήρε από τα χέρια του Γρηγοριάδη την απόφαση και συνέχισε την ανάγνωση της αποφάσεις.
Στο μεταξύ ο Γρηγοριάδης συνήλθε, σηκώθηκε χλωμός, ρώτησε τους «Έξι» αν θέλουν τίποτα σαν «τελευταία επιθυμία». Όλοι απαντούν αρνητικά με νεύματα. Ο μοίραρχος Βοβολίνης τους πρότεινε αν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. Ο Μπαλτατζής φώναξε δυνατά:
- Όχι.
Την ίδια απάντηση έδωσαν και οι άλλοι με νεύματα.
Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης
Ο Στράτος εξακολουθούσε να καπνίζει και να παρατηρεί το πλήθος και τους στρατιώτες. Το απόσπασμα ετοιμάζεται και ακούγεται ο ιερέας που ψάλλει τις τελευταίες ευχές. Με τον Γούναρη πρώτο κι οι άλλοι αποκαλύπτονται και σταυροκοπούνται, ενώ οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα.
Ο Θεοτόκης κοιτάζει μακριά μέσα στο πλήθος. Ο Μπαλτατζής στηρίζει το μονόκλ του, ο Στράτος καπνίζει πάντοτε, ενώ ο Γούναρης λίγο κυρτωμένος σχεδόν τρικλίζοντας, με τα χέρια στις τσέπες, με τον γιακά του κουμπωμένου παλτού του υψωμένο, περιμένει το σκληρό τέλος.
Για τελευταία φορά γυρίζει το βλέμμα του δεξιά κι αριστερά στους φίλους του. Ένας αξιωματικός πλησιάζει για να «καθαιρέσει» τον αρχιστράτηγο εκείνος οργίζεται.
Βγάζει τα διάσημα από την τσέπη του αδιάβροχου και τα πετάει, λέγοντας:
-Αισχύνομαι διότι διοίκησα τοιούτον στρατόν...
Η ώρα είναι 11.26 λεπτά. Με το «επί σκοπόν», ο Στράτος πετά το τσιγάρο του και περιμένει.
Το τραγικό παράγγελμα «πυρ» καλύφτηκε απ' τον κρότο των 31 όπλων, που αντήχησε απαίσια μέσα στην ησυχία του δάσους.
Ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής έγειραν ελαφρά προς τα πίσω κι ύστερα έπεσαν μ' έναν υπόκωφο θόρυβο στο υγρό έδαφος. Ο Στρατός κλονίστηκε κι έπεσε απότομα προς τα πίσω λυγίζοντας ελαφρά το γόνατο. Ο Γούναρης κλονίστηκε και γέρνοντας λίγο δεξιά ξαπλώθηκε κάτω. Ο Πρωτοπαπαδάκης έπεσε μετά 1-2 δευτερόλεπτα. Ο Χατζηανέστης μόλις δέχτηκε τις σφαίρες έκανε μια απότομη κίνηση σαν να ήθελε να τινάξει το κεφάλι προς τα πίσω. Κούνησε σπασμωδικά τα χέρια στον αέρα, κι ύστερα έπεσε προς τα πίσω κλίνοντας το κεφάλι προς τα εμπρός.
Ο αιματηρός επίλογος της μεγαλύτερης ίσως πολιτικής τραγωδίας του τόπου μας, είχε κλείσει.
Ο ΠΡΙΓΚΙΨ ΑΝΔΡΕΑΣ
Ο στρατηγός Θεόδ. Πάγκαλος, υπό την ιδιότητα του προέδρου της ανακριτικής επιτροπής, διέταξε τον συνταγματάρχη Χαρ. Λούφα να συλλάβη τον πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος βρισκόταν στην Κέρκυρα. Πράγματι, ο Λούφας μετέβη στην Κέρκυρα, και το απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου 1922, ο πρίγκιψ μεταφερόταν στην Αθήνα υπό ενισχυμένη συνοδεία Κατά διαταγήν του Πάγκαλου, ο Ανδρέας ετέθη υπό αυστηρό περιορισμό στο ανάκτορο του αδελφού του πρίγκιπας Γεωργίου, άλλοτε αρμοστού της Κρήτης, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ακαδημίας και Δημοκρίτου.
Η είδηση της συλλήψεως του πρίγκιπας, εδημοσιεύθη στις εφημερίδες και προκάλεσε ζωηρή αίσθηση. Ο βασιλεύς Γεώργιος ο Β', ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή απέφευγε επιμελώς οποιαδήποτε ανάμιξη στις πράξεις της Επαναστάσεως, εξανέστη κυριολεκτικώς από τη σύλληψη του θείου του. Ο βασιλόπαις - αντιστράτηγος κατηγορείτο ότι ως διοικητής του Β' Σώματος Στρατού, δεν είχε υπακούσει στις 27 Αυγούστου 1921 σε διαταγή της Στρατιάς, και μετακίνησε το Β' Σώμα Στρατού προς άλλη κατεύθυνση. Έτσι θεωρήθηκε ως κύριος και αποκλειστικά υπεύθυνος της ατυχούς εκείνης εκστρατείας προς τον Σαγγάριο.
Το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε «ισόβιον υπερορίαν και έκπτωσιν του βαθμού του». Στο βιβλίο που έγραψε «Δορύλαιον-Σαγγάριος», ο πρίγκιψ Ανδρέας παρατηρούσε ότι:
«Γενικώς υπάρχει τελεία άγνοια εν Ελλάδι περί ουσιωδών της κατά το θέρος 1921 εκστρατείας, αποδοτέα εις δύο τινά, πρώτον εις τον περί τα πολεμικά γεγονότα κάματον της κοινής γνώμης και δεύτερον εις την δραστηρίαν προσπάθειαν των επαναστατικών κύκλων προς συγκάλυψιν και διαστρέβλωσιν των γεγονότων...». Και σ' άλλο σημείο ανέφερε: «Οι πολιτικοί παράγοντες της εποχής εκείνης δεν υπάρχουν πλέον - Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Γούναρης, Στράτος, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής, Θεοτόκης - θα ήμην δε ευτυχής εάν λόγοι ιδικοί μου ηδύναντο να ρίψωσι πλειότερον φως και μεγαλειτέραν δικαιοσύνην εις το έργον των. Λάθη βεβαίως εγένοντο, και πολλά και μεγάλα. Ποίος όμως εξ ημών αναμάρτητος; Κακή πρόθεσις εκ μέρους αυτών δεν υπήρχεν. Έπεσαν θύματα της ιδίας ευπιστίας και καλής πίστεως, θύματα της διαιρέσεως των Ελλήνων, ην βεβαίως δεν προκάλεσαν αυτοί...».
Ύστερα από 12 χρονιά, στις 18 Νοεμβρίου 1934, επέτειο της εκτελέσεως των «Έξι», ο Γεώργιος Βλάχος έγραψε ένα από τα ωραιότερα άρθρα του στην «Καθημερινή», αφιερωμένο στη μνήμη των πολιτικών και του αρχιστρατήγου, που είχαν τόσο τραγικό τέλος:
«Θέλομεν να κτισθή μία μικρά, πολύ μικρά Βυζαντινή εκκλησία, εκεί, εις την έρημον χαράδραν, όπου έπεσαν οι πέντε πολιτευταί μας και ο Αρχιστράτηγος, θέλομεν γύρω από την εκκλησίαν αυτήν να σχηματισθή σιγά-σιγά ένα καταπράσινο, βαδύσκιον άλσος και να είναι όσω το δυνατόν μεγαλύτερος ο χώρος του άλσους αυτού και να υψωθή γύρω του άλσους αυτού ένα ωραίον κιγκλίδωμα και να φέρη προς αυτό μία στενή οδός, εις την οποίαν από τώρα να φυτευθούν δεξιά και αριστερά κυπαρίσσια. Ούτως ώστε μεθαύριον, όταν περάση καιρός και έλθη η ψυχρά ιστορία με τα κείμενά της και την Αλήθειαν να υψώση την μνήμην των εις μνήμην Μαρτύρων, όχι μιας παρατάξεως, αλλά μιας πατρίδος κοινής, να έχουν υψωθή και αυτά και να σχηματίζουν μιαν λεωφόρον πένθους και μετανοίας.
Θέλομεν να υπάρξη τρόπος ούτως ώστε εις την μετόπην της εκκλησίας αυτής, εκεί υπό τον Σταυρόν, να γραφή εις ολίγας λέξεις η ιστορία των: Πώς προσεπάθησαν εντολή του Λαού να φέρουν εις πέρας μίαν τραγικήν εκστρατείαν, πώς η εκστρατεία αυτή εν τη συλλήψει της ατυχής κατέστη, έργω των συλλαβόντων αυτήν, δυσχερεστέρα και πώς, οταν η εκστρατεία απέτυχεν, αυτοί οι οποίοι ήσαν οι αίτιοι της αποτυχίας, ραδιουργούντες εις τα μετόπισθεν και εις το Μέτωπον φεύγοντες, συνήλθον εις Επαναστατικόν Δικαστηρίων - σύλλογον υποκριτών αιμοβόρων -, το οποίον είχε λάβει την απόφασιν του θανάτου των πριν δικάση.
Θέλομεν εκεί, όπου έπεσε διάτρητος από σφαίρας ελληνικάς ο Δημήτριος Γούναρης, ο χριστότερος, ο αγαθώτερος, ο περισσότερον πατριώτης και ο σοφώτερος Έλλην πολιτικός, εκεί όπου εσκορπίσθη γηράσας εν τη υπηρεσία του Έθνους ο νους του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, εκεί όπου εσωριάσθη νέος, πλήρης νου, ευφυίας και σφρίγους ο Νικόλαος Στράτος, εκεί όπου έπεσαν ο ευγενέστατος των Ελλήνων Γεώργιος Μπαλτατζής και ο τιμιότατος πατριώτης Νικόλαος Θεοτόκης νεκροί τους οποίους συνώδευσεν όρθιος, ευθυτινής και γενναίος ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, να κτισθή από πολύτιμα μάρμαρα Ναΐσκος, μικρός, δια να ημπορούν να γονυπετούν και μεταμελούνται οι απομένοντες αντιπρόσωποι της σημερινής κατηραμένης γενεάς των Ελλήνων. Δια να ενθυμούνται μεθαύριον οι επιγενόμενοι.
Θέλομεν να είναι κτήμα όλων των Ελλήνων η εκκλησία. Κτήμα της ευλαβείας των μεν, της μετανοίας των άλλων. Να είναι ελεύθερος ν' ανοίξει την θύραν της και να μείνη μόνος ο συγγενής των Νεκρών και ο Δολοφόνος των. Διότι αυτός, ο τελευταίος, θα το ζήτηση, θα έλθη ημέρα κατά την οποίαν αργά, με του ηλίου την δύσιν θα περάση τον δρόμον των κυπαρίσσων ο Δολοφόνος, δια να ζητήση από τον Θεόν και τας Σκιάς των συγγνώμην δια το απαίσιον, το τρομακτικόν, το ανήκουστον έγκλημά του.
Και θέλομεν - προ παντός - να μη θεωρηθή ούτε υπόθεσις, ούτε πρωτοβουλία, ούτε εύρημα της εφημερίδος ή της στήλης αυτής η ιδέα. Η ιδέα ήτο κοινή. Δεξιά, αριστερά, παντού ελέγετο: Να κτισθή εις τον τόπον όπου έπεσαν εκκλησία. Επιστολαί και χρήματα εστέλλοντο άλλα προς ημάς, άλλα προς άλλους. Συνέβη να γράψωμεν πρώτοι, δι' αυτό όμως θα είναι άδικον να τιμωρηθή και εξ οικείων η Μνήμη των. Εκτός ημών, τόσαι άλλοι εφημερίδες ζουν εις τον ίδιον κόσμον και αγωνίζονται μαζί μας αγώνα κοινόν. Πρέπει να δώσουν και αυτοί από τον πολύν των χώρον ολίγον ης την ιδέαν, η οποία - το τονίζομεν και πάλιν - δεν είναι ιδική μας. Είναι και ιδική των, όπως είναι παντός ανθρώπου ζήσαντος μαζί μας τας τραγικάς ώρας του 1922. Πρέπη να κτισθή εκκλησία και, αν είναι δυνατόν, εις τας 28 Νοεμβρίου, μετά το Μνημόσυνον, να τεθή ο θεμέλιος λίθος της. Την ημέραν εκείνην δεν είναι δια κανένα μας δύσκολον να πωληθούν αι εφημερίδες μας εις τας Αθήνας υπέρ του Σκοπού και προστεθή το προϊόν της πωλήσεως των εις πανελληνίους εράνους. Πρέπει να κτισθή εκκλησία; Είναι εντροπή μας να έχωμεν στήσει εις την θέσιν όπου έπεσαν, μόνον την Εξουσίαν».
Η Ελλάς επλήρωσε πανάκριβα τον εθνικό διχασμό. Τις συνέπειες που είχε και θα έχει επίσης στο μέλλον αυτός ο διχασμός επεσήμανε ο Παν. Κανελλόπουλος, ίσως πρώτος απ' όλους. Παρά το ότι η οικογένειά του ήταν βυθισμένη στο πένθος, είχε το ψυχικό συχνός να παραμερίσει την πικρία του, και όταν το 1935 ίδρυσε το «Ενωτικόν Κόμμα», σ' ένα σπουδαίο άρθρο του, επισήμανε τον μέγα εθνικό κίνδυνο:
«Απευθύνομαι προς εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν, ότι εφόσον υπάρχει βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός, δεν υπάρχει έθνος. Όσοι το γνωρίζουν και δεν έλθουν, αυτοί προδίδουν την συνείδησίν των και την πατρίδα των. Όσοι δεν το γνωρίζουν ακόμη, αυτοί ας λάβουν υπ' όψιν των, τον εξής στοιχειώδη συλλογισμόν: Η διαίρεσις των Ελλήνων εις βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, προσέλαβε την μορφήν αντιδικίας, η οποία υπερβαίνει τα όρια των θεμιτών πολιτικών ανταγωνισμών και αίρει την ψυχικήν ενότητα του Έθνους...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου