Απρίλιος του 1941. Οι Ελληνες ήρωες στρατιώτες εξακολουθούν να μάχονται στα Βορειοηπειρωτικά βουνά. Οι τραυματίες γεμίζουν τα νοσοκομεία, που ασφυκτιούν. Οι Γερμανοί, παραβιάζοντας τις διεθνείς συνθήκες και τους άγραφους νόμους της συνείδησης, βομβαρδίζουν ακόμα και τα νοσοκομεία. Οι γιατροί και περισσότερο οι αδελφές νοσοκόμες, όπως άλλωστε έκαναν από την αρχή του πολέμου, αδιαφορώντας για την προσωπική τους ξεκούραση και τη ζωη τους, δίνονται ολοκληρωτικά στο καθήκον, προσφέροντας περισσότερα από αυτά που μπορούν. Βρίσκονται νυχθημερόν κοντά στους ασθενείς, έχοντας να αντιμετωπίσουν πολλούς εχθρούς, με κυριότερο την ασέβεια των Γερμανών, όχι μόνον προς τις ζωές των ηρώων στρατιωτών, αλλά και προς την Ανάσταση του Χριστού, αφού αυτή τη μέρα διάλεξαν να διαπράξουν μία απερίγραπτη κτηνωδία, βομβαρδίζοντας το 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, ανήμερα την Κυριακή του Πασχα.
Εκείνη η Μεγάλη Εβδομάδα στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων έμελλε να σημαδέψει βαθιά όχι μόνο το Σώμα των Ελληνίδων Αδελφών, αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα, που στέναζε από τα δεινά του πολέμου.
Μεγάλη Δευτέρα. Είχε κιόλας ξεκινήσει η Μεγάλη Εβδομάδα. Και οι αδελφές, όπως και οι Ελληνες στρατιώτες, ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο του 1940 ζούσαν πιο κοντά τους τον Εσταυρωμένο. Εβλεπαν σταυρωμένη την Ελλάδα και πονούσαν ως τα κατάβαθα της ψυχής τους. Οι αδελφές, μέσα στα πολλαπλά καθημερινά τους καθήκοντα, είχαν και την ανύψωση του πεσμένου ηθικού των παλληκαριών. Τις μεσημβρινές ώρες που δεν πήγαιναν να ξεκουραστούν, τους μιλούσαν για την Ανάσταση που μηνούσε η καρδιά τους και που περίμεναν. Φετος όμως, το ήξεραν αυτό καλά, δε θα έβλεπαν την Ανάσταση της πατρίδας. Η βαριά μπότα των γερμανών σε λίγο θα πατούσε αμείλικτη τα ελληνικά εδάφη. Η ελπίδα όμως δε χανόταν. Είχαν την ελπίδα της Ανάστασης μέσα τους και τη ζούσαν κάθε στιγμή.
Τη Μεγάλη Τρίτη και τη Μεγάλη Τετάρτη εξακολουθούσαν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Ιωαννίνων να συρρέουν από το Μέτωπο δεκάδες τραυματίες, που περίμεναν στα φορεία τις αδελφές να τους τακτοποιήσουν. Κι εκείνες, χωρίς να σκεφθούν την ξεκούραση και τον εαυτό τους, με το χαμόγελο της καρτερίας, άπλωναν το χέρι να προσφέρουν ανακούφιση και σωτηρία. Μεσα στα άλλα τους φάρμακα τους έδιναν και το λάδι από το Αγιο Ευχέλαιο που κατάφεραν να πάρουν. Τούτες τις μέρες είχαν περισσότερο μπροστά τους παράδειγμα μοναδικό τον Νυμφίο που ζώστηκε το λέντιο και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Με την ίδια ταπείνωση έπλεναν και φρόντιζαν και εκείνες τα ταλαιπωρημένα πόδια και τα σώματα των φαντάρων από τα κρυοπαγήματα και τα τραύματα και τους υπενθύμιζαν με το παράδειγμα και τα λόγια τους όλα όσα υπέμεινε Εκείνος για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ηταν 17 Απριλίου 1941, Μεγάλη Πεμπτη το πρωι, όταν άρχισε στην άλλοτε Παιδαγωγική Ακαδημία, που στεγαζόταν το νοσοκομείο, η διακομιδή των τραυματιών προς Αρτα, Αμφιλοχία και πιο νότια ακόμα. Οι γιατροί και οι αδελφές πηγαινοέρχονταν σκεπτικοί και εκτελούσαν με ετοιμότητα και ακρίβεια τις διαταγές που δίνονταν. Η κίνηση ήταν ασυνήθιστη και πρόδιδε τρόμο, διότι η αιτία ήταν γνωστή, παρόλες τις προφυλάξεις να μην ενσπείρουν το φόβο και τον πανικό. Ολοι ήξεραν ότι από μέρα σε μέρα οι Γερμανοί θα έφταναν ως την Αθήνα.
Το νοσοκομείο εκκενούτο «εν τάχει». Οι ώρες ήταν εναγώνιες και οι ημέρες μαρτυρικές. Οι αδελφές προσπαθούσαν να κρύψουν το φόβο τους κάτω από την αδιάλειπτη εκτέλεση του καθήκοντός τους. Μαζί με τους ασθενείς τους, με ηρωισμό και καρτερία, σήκωναν σαν άλλοι Σιμωνες Κυρηναίοι ευλαβικά τον Σταυρό τους. Ποσο θα ήθελαν και αυτές να βρίσκονται από ώρα στην Εκκλησία, και με τα τόσο ωραία τροπάρια, να συνόδευαν ειρηνικά τον Εσταυρωμένο κοντά στην οικογένειά τους! Ομως, όχι, εδώ και τόσους μήνες είχαν κάνει ξεκούραση το καθήκον τους και οικογένεια τους τόσους τραυματισμένους φαντάρους. Αυτές τις άγιες ημέρες και η διευθύνουσα Μεσολωρά* επεχείρησε να τις διώξει, στέλνοντάς τες σώες στις οικογένειές τους, όλες όμως αρνήθηκαν να υπακούσουν, μένοντας πιστές στα ιδανικά τους.
Η Μεγάλη Παρασκευή, 18 Απριλίου, δεν ήταν δυνατόν να είναι πιο ειρηνική. Η εργασία προχωρούσε με τους ίδιους γρήγορους και συνεχείς ρυθμούς. Κανένας όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι ήταν η πιο πένθιμη ημέρα, αφού «ο δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός».
Το μεσημέρι, την ώρα της ανάπαυσης, κυριαρχούσε μία υπερκόσμια γαλήνη. Ο απριλιάτικος ήλιος έλαμπε ήπια και αυτή η μακάρια ησυχία που είχε διαδεχθεί τις φοβερές σειρήνες των στούκας, γέμιζε τις ψυχές με απέραντη γαλήνη. Για λίγες στιγμές η αδελφή ξέχασε τον πόλεμο, τη φρίκη, το ότι την επόμενη στιγμή ίσως να μη ζούσε και κοίταξε απέναντί της την Παμβώτιδα λίμνη με την απέραντη ηρεμία της. Προσπάθησε να αφήσει τα μάτια της να ξεκουραστούν, αγκαλιάζοντας τα πανέμορφα Γιάννενα. Ομως αυτή τη μοναδική ώρα του απομεσήμερου, μακριά από τα πολλά νοσηλευτικά καθήκοντά της, ένιωθε πως είχε ένα χρέος μεγαλύτερο να επιτελέσει. Πού αλλού να πήγαινε η αδελφή τέτοια ώρα, εκτός από την Εκκλησία, να προσκυνήσει τον Επιτάφιο; Κατέβηκε δυο τρία σκαλοπάτια από το δρόμο και πήγε στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, που βρισκόταν στον περίβολο του νοσοκομείου. Ενιωσε μία λεπτή αύρα να τη διαπερνά, αντικρύζοντας τον παράδεισο από τα ανθισμένα τριαντάφυλλα και τα υπόλοιπα λουλούδια και σκέφτηκε πως η φύση ήξερε πολύ καλύτερα από τον άνθρωπο να δοξάζει τον Δημιουργό της. Ερημη ήταν η εκκλησούλα από προσκυνητές. Μεσα σ αυτή την ιερή ώρα, πήρε σιγά μα ευλαβικά να ψάλλει. Κι ήταν σίγουρα η πρώτη φορά που ένιωσε τόσο μοναδικά τα νοήματα μέσα στην καρδιά της, αφήνοντάς τα να κατακλύσουν το χώρο, μαζί με τις προσευχές που έβγαιναν από τα χείλη της για τους ασθενείς που ησύχαζαν, την πατρίδα που χανόταν, τους συγγενείς που δε θα ξανάβλεπε, την Αντίσταση που φέτος ήθελε πραγματικά να ζήσει! Κι έφυγε μετά από λίγο από το προσκύνημά της, με δυο-τρία ροδοπέταλα στο χέρι της για φυλακτό.
Επέστρεψε και μπήκε ξανά στις γάγγραινες, στα παλιά κρυοπαγήματα και έκανε κι αυτή απεγνωσμένες προσπάθειες μαζί με τους γιατρούς, προκειμένουν να σωθούν οι γεμάτοι ψείρες νεοφερμένοι στρατιώτες από το Μέτωπο. Τωρα όμως, μετά από εκείνο το ευλαβικό προσκύνημα στον Επιτάφιο και με τα λίγα ροδοπέταλα στην ποδιά της, ένιωθε να μεταγγίζει προς τα έξω μια ανεξάντλητη δύναμη, που Εκείνος της χάριζε.
Διχως να καταλάβουν πως πέρασε η μεγάλη νύχτα, εκεί στην περιποίηση και στη φροντίδα, τους βρήκε και το επόμενο πρωινό. Οι μέρες και οι νύχτες διαδέχονταν η μία την άλλη, αλλά οι αδελφές δούλευαν ακατάπαυστα, χωρίς να καταλαβαίνουν το πέρασμα του χρόνου. Ο χρόνος για αυτές είχε παγώσει, πολύ παραπάνω σήμερα, Μεγα Σαββατο 19 Απριλίου 1941, που όλα έδειχναν ότι πολύ σύντομα το τέλος θα πλησίαζε! Οι σειρήνες σφυρίζουν και τα αεροπλάνα με τον αγκυλωτό σταυρό συνεχίζουν να εκφοβίζουν και να μολύνουν τις άγιες ημέρες. Η πολυπάγρα κρατείται σταθερά στα χέρια της αδελφής, που πλάι στο ναρκωμένο τραυματία δίνει τα τολύπια και τις γάζες. Η Αθηνά μεσολωρά πάλι τις παρακαλεί να φύγουν για να σωθούν. Αυτές όμως αυτή τη φορά δεν υπακούνε και συνεχίζουν άφοβες να τρέχουν στους στρατιώτες που τους μιλούν με σεβασμό και ευγνωμοσύνη.
Η ώρα έφθασε δέκα (10) το βράδυ κι εκείνη προσπαθεί να πει ο,τι προφθάσει, γιατί αλλοίμονο, οι Γερμανοί έρχονται. Προσφέρουν το δείπνο που, καθημερινή η Μεγα Σαββατο, είναι πάντα το ίδιο, προετοιμάζοντας παράλληλα τις καρδιές τους για την Ανάσταση του Σωτήρα, που θα γιόρταζαν σε λίγη ώρα.
Τα μεσάνυχτα κάνουν Ανάσταση μέσα στο νοσοκομείο. Η καρδιά τους πετά και θέλει να πανηγυρίσει. Σε έναν από τους προθαλάμους του νοσοκομείου, οι φαντάροι ετοίμασαν την Τράπεζα, όπου ο ιερέας θα άπλωνε το άγιο αντιμήνσιο για να λειτουργήσει. Στρατιώτες, αξιωματικοί, αδελφές με τις πάλλευκες στολές τους, γιατροί και τραυματίες παρακολουθούν με κατάνυξη και συγκίνηση την τελευταία ελεύθερη Ανάσταση.
Η διαιτολόγος επιθυμεί να κοινωνήσει. Αυθόρμητα την ακολούθησαν και οι άλλες. προσέρχονται «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» στο Αγιον Ποτήριον, βοηθώντας πρώτα τους τραυματίες να πλησιάσουν. Ισως αυτό να ήταν και το τελευταίο τους Πασχα. Η Ανάσταση του Χριστού είναι υπόσχεση για την Ανάσταση του Εθνους. Η πίστη τις έσωζε.
Οταν τέλειωσε η θεία Λειτουργία, η διευθύνουσα Μεσολωρά ψέλλισε• «Αύριο θα είμεθα πλέον υπόδουλοι! Χριστός Ανέστη!». Και όλοι μαζί σύσσωμοι απάντησαν « Αληθώς Ανέστη», αφήνοντας τα δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια τους για την Ελλάδα που χανόταν, αλλά θα ανασταινόταν μία μέρα.
Κυριακή του Πασχα, 20 Απριλίου 1941. Οι αδελφές καλημερίζουν με το «Χριστός Ανέστη» και με το χαμόγελο στο στόμα, προσπαθώντας να κρύψουν το φόβο τους. Το διαισθάνονται πως κάτι κακό θα συμβεί. Ομως δεν αφήνουν την ανησυχία να τους κλέψει την αναστάσιμη χαρά τους.
Οι Γερμανοί όμως δεν μπορούν να νιώσουν αυτή την αναστάσιμη χαρά. Τα στούκας σφυρίζουν, το αίμα τους ξυπνάει τα αίματα.
Το μεσημέρι με μανία πρωτόγνωρη, άρχισαν να εξαπολύουν βόμβες προς το νοσοκομείο. Ο καθηγητής Κοντιάδης διατάσσει τις αδελφές να κατεβούν στο καταφύγιο. Αυτές αρνούνται, γιατί θα έπρεπε να αφήσουν μόνους τους χειρουργημένους τους. Οι αδελφές μένουν και… ΜΕΝΟΥΝ εκεί για πάντα. Το ξαφνικό βρήκε τους γιατρούς να χειρουργούν, τις αδελφές εμπρός στο τραπεζάκι με τα εργαλεία, τους τραυματίες ναρκωμένους και εκείνες τις καημένες που δίπλωναν τις γάζες!
Κρότος φοβερός τραντάζει το οικοδόμημα. Τα φώτα σβήνουν. Τα τζάμια σπάζουν, φοβερός καπνός, πηκτή μαύρη σκόνη που πνίγει. Στον καταχθόνιο κρότο, νεκρική σιγή ακολουθεί. Αρκετοί τραυματίες μαζί με τον ιατρό καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη, τους βοηθούς χειρουργούς, και έξι επώνυμες αδελφές, (σύνολο πενήντα επτά άτομα) δεν υπήρχαν πλέον στη ζωή αυτή. Αναγνωρίσθηκαν από ένα δακτυλίδι, από ένα κέντημα, από ένα σήμα. Ο,τι απόμεινε από τα σώματά τους έχει ταφεί στο νεκροταφείο του Αγίου Νικολάου των Κοπάνων στα Γιάννενα, σε έναν κοινό ολομάρμαρο τάφο.
Τρεις διπλωματούχες και τρεις εθελόντριες αδελφές έφυγαν για την αιωνιότητα σ’ εκείνον τον τραγικό βομβαρδισμό. Η Ελένη Παρασκευοπούλου, παλαίμαχος Προϊσταμένη Αδελφή, διευθύνουσα των Αδελφών της Βασεως Ηπείρου, ετών πενήντα επτά (57). Η Καλλιόπη Γιουλούντα, διευθύνουσα του 2ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου, ετών 30. Η Ελένη Καλογερίδου, διπλωματούχος αδελφή, ετών 20. Η Λουκία Κυριακού, ετών 35, η Ελένη Μητροπούλου ετών 30 και η Ελένη Τσάλλη, δόκιμη διαιτολόγος αδελφή, ετών 60. Και μαζί με αυτές μια έβδομη άγνωστη αδελφή, μια έφηβη Γιαννιώτισσα δεκαεπτά (17) χρονών, που έχοντας συγκλονιστεί από το έργο των αδελφών, ερχόταν κάθε πρωι από το σπίτι της να προσφέρει κι αυτή ο,τι μπορούσε. Ετσι και αυτή την Αγία Κυριακή του Πασχα. Αψήφησε τον αποτρόπαιο κίνδυνο από τα αποτρόπαια στούκας και τις απαγορεύσεις των γονέων της και έπεσε για τα ιδανικά της, μαζί με τις άλλες αδελφές, άγνωστη και ανώνυμη!…
Εφυγαν οι αδελφές για την αθανασία, φορώντας τις κατάλευκες στολές τους, που τις πότισαν με το άλικο αίμα τους, για να επιτελέσουν το αδιάλειπτο καθήκον τους και να κρατήσουν άσβεστα τα ιδανικά τους. Κι ήταν όμοιες οι στολές τους με εκείνες των Αγγέλων και με εκείνα τα κατάλευκα ενδύματα «ωσεί χιών» του Αναστημένου Λυτρωτού. Βιάστηκαν να πάνε να κάνουν το δικό τους Πασχα, έχοντας ενωθεί μαζί Του ήδη από το προηγούμενο βράδυ, φεύγοντας πάνοπλες για την αιωνιότητα. Κι έζησαν Ανάσταση πραγματική, ελεύθερες πλέον, καθώς το ζητούσαν.
Με τη θυσία τους έμειναν λαμπάδες ολοφώτεινες που τυραννούσαν και τυραννούν όλους τους εχθρούς, που έγιναν κτήνη, αφού εγκατέλειψαν τον Θεο. τους έστησαν πολλά μνημεία σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, για να τιμήσουν την προσφορά τους. Μια προσφορά που θα εμπνέει πάντα τον ηρωισμό σε όλες τις νεότερες, κάνοντας αλησμόνητο και μοναδικό εκείνο το καταματωμένο Πασχα, το Πασχα του 1941!
Ελένη Βραχνή
Νοσηλεύτρια Τ.Ε.
• Η Αθηνά Μεσολωρά, νοσηλεύτρια με φλογερή πίστη και ευρεία μόρφωση, την περίοδο του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου διευθύνουσα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, είχε την ευθύνη όλων των Αδελφών. Τις μέρες του φοβερού βομβαρδισμού βρισκόταν και πάλι στα Γιάννενα.
Από το περιοδικό: «η Δράσις μας», τεύχος Απριλίου του 2008.
ΠΗΓΗ:ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου