του Γιάννη Κουριαννίδη εκδότη του περιοδικού «Ενδοχώρα» δημοτικού συμβούλου Θεσσαλονίκης του ΛΑ.Ο.Σ. |
Το εξώφυλλο του βιβλίου «Η αλήθεια για τον Μακεδονικό Αγώνα 1904-1908» του Χρίστου Γούδη. |
Άλλο ένα βιβλίο για την Μακεδονία; Δικαίως θα αναρωτηθεί ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος αναγνώστης, τί παραπάνω μπορεί να προσφέρει ένα βιβλίο όπως αυτό του καθηγητή Χρίστου Γούδη στην εθνική μας αυτή υπόθεση, πολύ δε περισσότερο ένα βιβλίο που φέρει τον φιλόδοξο όσο και προκλητικό τίτλο «Η αλήθεια για τον Μακεδονικό Αγώνα». Αυτόματα δημιουργείται η σκέψη στο μυαλό μας, ότι μέχρι σήμερα δεν είμαστε κοινωνοί της αλήθειας. Και αυτό, ξέρετε, είναι μία μεγάλη αλήθεια, την οποία βεβαίως δεν πρέπει να φοβόμαστε.
Το ότι η Μακεδονία των αρχών του 20ού αι. αποτελούσε «μία συγκεχυμένη εθνολογικά περιοχή», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, φυσικά και δεν μειώνει την ελληνική αξίωση για την απελευθέρωση και ενσωμάτωσή της στο ελεύθερο ελληνικό κράτος της εποχής εκείνης. Εξάλλου, η αδιαμφισβήτητη ιστορική ελληνικότητά της, αλλά και η συνεχής κυρίαρχη παρουσία του Ελληνισμού ως βιολογική και πολιτισμική οντότητα στην περιοχή, ήταν αυτά που οδήγησαν τελικά την απελευθέρωση του μεγαλύτερου εδαφικού τμήματος της Μακεδονίας μας.
Σημασία, λοιπόν, έχει το πώς κάνει κάποιος χρήση της αλήθειας. Την αλήθεια αυτή, στις μέρες μας, η πολιτιστική ηγεμονία και κυριαρχία της διεθνιστικής Αριστεράς την χρησιμοποιεί για να πλήξει τα εθνικά μας δίκαια, να απαξιώσει τον αγώνα των Μακεδονομάχων, να σπιλώσει το ήθος τους και τις αξίες για τις οποίες έδωσαν την ζωή τους. Έτσι, φτάνουν στο σημείο να παρουσιάζουν τον Παύλο Μελά ως ... συμμορίτη και στυγνό δολοφόνο αμάχων, ενώ με τον γνωστό ψευδοεπιστημονικό εσμό της σχολής των λιακορεπούσηδων προσπαθούν να δικαιώσουν ακόμη και αυτές τις ανιστόρητες και παράλογες θέσεις των Σκοπιανών.
Αυτά, λοιπόν, που τότε αποτελούσαν κάτι το αυτονόητο, σήμερα χρειάζεται να τα επανανοηματοδοτήσουμε, να τα επανυπερασπιστούμε, σε πείσμα όλων αυτών των νεωτερικών εθνομηδενιστικών προσεγγίσεων. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς εξιδανικεύσεις, αλλά με γνώση της αλήθειας. Μιας αλήθειας, που απελευθερώνει. Και αυτήν την αλήθεια παρουσιάζει μέσα από το βιβλίο του ο Χρίστος Γούδης.
Ένα βιβλίο, για το οποίο χρησιμοποιεί στον πρόλογό του ένα απόσπασμα από κείμενο του Ίωνος Δραγούμη, λέγοντας: «Όσοι (και είναι ευτυχώς πολλοί) με υγιά νουν και ισχυρόν χαρακτήρα δεν παρεσύρθησαν από τον μολυσμένον άνεμο, ας συγχωρήσουν το βιβλίο αυτό. Δεν εγράφη δι’ αυτούς».
Μπορεί να ήταν πράγματι πολλοί στην εποχή του Δραγούμη αυτοί οι Έλληνες, αλλά δυστυχώς στην εποχή μας «ο μολυσμένος άνεμος» φυσάει πολύ πιο ισχυρός, πολύ πιο ρυπογόνος και το βιβλίο του Χρίστου Γούδη είναι πολύ περισσότερο αναγκαίο να διαβαστεί. Απ’ όλους μας!
Προσωπικά, και με δεδομένο ότι ήδη οι προλαλήσαντες το προσέγγισαν από διάφορες πλευρές και αρκούντως διεξοδικά, θα σταθώ ιδιαίτερα στο κεφάλαιό του με τίτλο «Τα Εθνικά Κέντρα των Ελλήνων». Εκεί, λοιπόν αποτυπώνεται με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο η δραματική προσπάθεια του Ελληνισμού να ισορροπήσει τις επιλογές του και την πολιτική του ανάμεσα σε δύο προοπτικές.
Από την μια αυτή που του παρείχε το μεγαλείο της βυζαντινής κληρονομιάς διά του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και από την άλλη αυτή που διαμόρφωνε το φαινομενικά περιορισμένο ελλαδικό κράτος των Αθηνών, που εμφανιζόταν όμως ως συμβολικός ανάδοχος της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς και καλείτο πλέον να υπερασπιστεί τα συμφέροντα όχι απλώς του στενού Ελλαδισμού, αλλά ολοκλήρου του Ελληνισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, εκαλείτο να υπερασπίσει τα δίκαια του Ελληνισμού στην Μακεδονία, κάτι που τελικώς το επέτυχε σε ικανοποιητικό βαθμό. Και αυτό διότι μόνον ένα εθνικό κράτος μπορούσε να το επιτύχει. Το Πατριαρχείο, ως εκ δόγματος και χαρακτήρος υπερεθνικό, ήταν αδύνατον να το επιτύχει. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε κάτι. Αναμφιβόλως, το ελληνικό έθνος κατάφερε να επιβιώσει χωρίς κράτος, και μάλιστα σε δύσκολες εποχές. Μία ματιά στην Ιστορία καταδεικνύει ότι αυτό έγινε επί Ρωμαιοκρατίας, επί Βυζαντίου (με εξαίρεση ίσως την εποχή που αυτό είχε ήδη ελληνοποιηθεί), επί Οθωμανοκρατίας, επί Φραγκοκρατίας κ.λπ. Στους ζοφερούς εκείνους αιώνες δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Ελληνισμός κόντεψε να εξαφανιστεί βιολογικά και όσες ελληνικές κοινότητες μπόρεσαν να επιβιώσουν από την βαρβαρική λαίλαπα το κατάφεραν ακριβώς λόγω της αυτοσυνειδησίας τους ότι ήσαν Έλληνες.
Αυτό ήταν κάτι που το επέλεξαν συνειδητά ως τρόπο ζωής, το διαλάλησαν έντονα, το υπεράσπισαν και το βίωσαν μέσα από ποταμούς αίματος και πλήθος αγώνων. Η συλλογική τους μνήμη και η δύναμη της φυλής ήταν αυτά που διαφύλαξαν και τίμησαν στην ιστορική τους πορεία.
Αυτή η αίσθηση της κοινότητας, και στους Έλληνες της Μακεδονίας, άσχετα αν κάποιοι από αυτούς είχαν χάσει την γλώσσα τους, ήταν που τους κράτησε στραμμένους προς το Πατριαρχείο και αντιστάθηκαν στην προσπάθεια εκβουλγαρισμού τους μέσω της Εξαρχίας, αλλά και αυτή ακριβώς ήταν που τους οδήγησε να προσφέρουν την απαραίτητη εντόπια βοήθεια στα εκστρατευτικά σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα, για να οδηγήσουν έτσι την Μακεδονία στην απελευθέρωση και στην ενσωμάτωση στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Αυτή ακριβώς η αίσθηση της κοινότητας πλήττεται σήμερα από ψευδοεπιστημονικές διεθνιστικές απόψεις της Αριστεράς, ακόμη και με νομοσχέδια αρρωστημένων εγκεφάλων, αποκυήματα ξένων κέντρων εξουσίας, όπως αυτό περί της απόδοσης ιθαγένειας στους μετανάστες.
Το σημερινό κράτος μας έπαψε να είναι ελληνικό και γίνεται βαθμιαία ελλαδικό. Ο Ελληνισμός στην εποχή μας καλείται να επιβιώσει αυτοκαταστρέφοντας το κράτος του, αλλοτριώνοντας την παιδεία του, διαλύοντας την κοινωνική συνοχή του, αποποιούμενο τις αξίες του. Κι όλα αυτά, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι γειτονικοί μας λαοί αναπτύσσουν έντονα τον εθνικισμό τους έχοντας μάλιστα ήδη «εισβάλει» στο εσωτερικό της χώρας μας διά της μετανάστευσης. Αν η Αθήνα βιώνει με δραματικό τρόπο το φαινόμενο ισλαμοποίησης των γειτονιών της, η Μακεδονία (αλλά και η Θράκη) βιώνουν την εισβολή πολλών χιλιάδων Βουλγάρων, που ως Ευρωπαίοι πολίτες, αγοράζουν γη σε παραμεθόριες περιοχές χωρίς κανέναν περιορισμό και αλλοιώνουν την πληθυσμιακή σύνθεση των περιοχών αυτών με ραγδαίους ρυθμούς.
Η προοπτική της εισόδου των Σκοπίων στην Ε.Ε., μετά την «διευθέτηση» του προβλήματος της ονομασίας τους, θα επιτείνει το πρόβλημα με την κάθοδο νέων ευρωπαίων «συμπολιτών μας» στην Μακεδονία μας. Ας μην ξεχνούμε ότι πολλοί από αυτούς που έχουν ήδη προμηθευτεί βουλγαρικά διαβατήρια, είναι ήδη εγκατεστημένοι στα εδάφη μας!
Η καθησυχαστική άποψη που προβάλλεται από ορισμένους ότι «θα αφομοιωθούν, όπως έγινε και στο παρελθόν», παραγνωρίζει ότι στο παρελθόν αφενός δεν υπήρχαν συγκροτημένα κράτη από τα οποία αυτοί προέρχονταν (και μάλιστα κράτη που σήμερα έχουν έντονο αναπτυγμένο εθνικισμό και διεκδικούν επίσημα ελληνικά εδάφη) και αφετέρου υπήρχε ένα ελληνικό κράτος που ήθελε να ζήσει και υπεράσπιζε την ταυτότητά του παρέχοντας ελληνοκεντρική παιδεία στα παιδιά του. Σήμερα έχουμε ένα κράτος που αυτοκαταργείται και διαλύει το έθνος.
Ο Μακεδονικός Αγώνας, λοιπόν, συνεχίζεται. Και μάλιστα συνεχίζεται ως μία μόνο πτυχή του συνολικού Ελληνικού Αγώνα για επιβίωση. Του αγώνα δηλαδή του ελληνικού έθνους, που έχει να αντιπαλέψει από δω και στο εξής με εχθρούς τόσο εξωτερικούς όσο (και το χειρότερο) εσωτερικούς. Υπό την προοπτική αυτή, η αφιέρωση του βιβλίου του Χρίστου Γούδη, από τον ίδιο, στους Έλληνες Μακεδονομάχους, παλιούς και μελλούμενους, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου