Αντιπροέδρου Ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα – Διγενή
Πηγές:Γεώργιος Γρίβας – Διγενής Απομνημονεύματα του Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59 Εκδόσεις Πελασγός Αθήνα 2013.
Νίκου Παπαναστασίου ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΥΚΑΛΙΔΗΣ. ΤΟ «ΑΓΡΙΝΟ» ΤΗΣ ΕΟΚΑ Εκδόσεις Προσωπική Λευκωσία 2009
Λεωνίδα Λεωνίδου Γεώργιος Γρίβας – Διγενής Βιγραφία Τόμος Β΄(1950-1959) Εκδόσεις Προσωπική Λευκωσία 1997
Ο Διγενής με τους αντάρτες του βρισκόντουσαν στην περιοχή της «Διπλής» και πραγματικά διέτρεχαν πολύ σοβαρό κίνδυνο από την μεγάλη εξόρμηση των Άγγλων στα βουνά του Κύκκου. Την Παρασκευή 8 Ιουνίου 1956 στις δυόμισι το πρωί ο Διγενής άκουσε γαυγίσματα σκύλου και προσπάθησε να δει τι ακριβώς συμβαίνει. Ο Αρχηγός ξύπνησε τα παλικάρια του για να δουν όλοι μαζί τι θα κάνουν. Σε λίγο ήρθε κι ο Αντώνης Γεωργιάδης που είχε πάει να παραλάβει τρόφιμα και την αλληλογραφία στην περιοχή Μηλικούρι από το σύνδεσμο Γεώργιο Δαμιανού. Αφού κάλυψαν κατάλληλα τον χώρο πήραν τον οπλισμό τους και ακολουθώντας τα πλάγια του ποταμού Διαρίζου κινήθηκαν νότια με κατεύθυνση τη Πάφο. Όταν άρχιζε να χαράζει είδαν αποτσίγαρα και πατημασιές γεγονός που μαρτυρούσε ότι από την περιοχή πέρασε στρατός. Έστειλε τον Λάμπρο Καυκαλίδη σε ένα κοντινό ύψωμα να ανιχνεύσει και να τον ενημερώσει. Ο Λάμπρος ενημέρωσε τον Διγενή ότι φάλαγγα αγγλικών αυτοκινήτων αποβιβάζει στρατό στο δρόμο Μηλικουριού- Πέρα Βάσας. Ο Αρχηγός αποφάσισε να πορευθεί νότια και μόλις θα έφθαναν στο δρόμο Κύκκου- Παναγιάς θα επανεκτιμούσε την κατάσταση και την πορεία. Στις 10 το πρωί έφτασαν στο δρόμο και με χαρά είδαν ότι επικρατούσε ησυχία. Έστειλε τον Λάμπρο και τον Α. Γεωργιάδη να εποπτεύσουν το δρόμο Μηλικουριού – Πέρα Βάσας που πρίν αποβιβάζονταν στρατός να δούν τι συμβαίνει, αν ελευθερώθηκε μήπως και περάσουν απ’ αυτό.
Οι αντάρτες διαπίστωσαν ότι ο στρατός δεν έφυγε, οπότε ο Διγενής αποφάσισε να περάσει τον δρόμο που τέμνει το δρόμο Πέρα Βάσας – Παναγιάς νότια προς τα Βρέστια. Απ΄εκει ο Αρχηγός παρακολούθησε όλες τις κινήσεις των Άγγλων για πολλές ώρες. Ξεκουράστηκαν για λίγο κι ήπιαν νερό σ’ ένα ξέφωτο, όταν ο ήλιος έδυσε. Κατά τις 10 το βράδυ ακούστηκαν πυροβολισμοί από τον Κύκκο. Ο Διγενής διέταξε αναχώρηση γιατί η παρουσία των άγγλων ήταν μεγάλη και ο κίνδυνος σύλληψης ακόμη μεγαλύτερος. Μέσα από το πυκνό σκοτάδι και κάτω από την μύτη κυριολεκτικά του εχθρού κινήθηκαν αριστοτεχνικά ο Γεώργιος Γρίβας – Διγενής και τα παλικάρια του.
Το ξημέρωμα της 9ης Ιουνίου 1956 τους βρήκε στην περιοχή Αγίου Νικολάου-Βρεστιών-Πάνω Παναγιάς αναζητώντας τρόπο διαφυγής από τον αγγλικό κλοιό. Η λύση βρέθηκε στο κενό μεταξύ του δρόμου Μηλικουριού- Πέρα Βάσας και του ελικοδρομίου των άγγλων. Κινήθηκαν ταχύτατα την νύχτα απ’ εκείνο τον χώρο και πήραν πορεία προς τα ανατολικά υψώματα του δρόμου. Τα μεσάνυκτα σταμάτησαν για ανάπαυση και επανεκτίμηση από τον Αρχηγό της όλης κατάστασης.
Στις 4 το πρωί, 10 Ιουνίου 1956, ο Διγενής με την ομάδα του κινήθηκαν νότια του Μηλικουριού προς την περιοχή του μοναστηριού της Αγίας Αρκάς. Εκεί σκόπευε ο Αρχηγός να ξεκουραστούν προσωρινά και να δουν τις εξελίξεις. Ο δρόμος που οδηγούσε προς τα εκεί ήταν δύσκολος, βασανιστικός και η παντελή έλλειψη νερού τον έκανε ανυπόφορο. Κατά το μεσημέρι, στη μιάμιση έφτασαν στο «Αργάκι της Μοσφιλιάς», σ’ ένα ρυάκι, κοντά στον ποταμό Διαρίζο, εξουθενωμένοι και κατάκοποι. Το τρεχούμενο νερό ήταν βάλσαμο και αποφάσισαν να το εκμεταλλευτούν εκτός από το να ξεδιψάσουν, να πλυθούν και να καθαρίσουν τα ρούχα τους. Γύρω στις 3 ο Λάμπρος Καυκαλίδης είδε να έρχονται από το ποτάμι σε κοντινή απόσταση 3 αλεξιπτωτιστές. Χωρίς να τα χάσει ειδοποίησε τον Διγενή που είχε κλείσει για λίγο τα μάτια του και αναπαυόταν στη ρίζα ενός πεύκου. Στην αρχή δεν τον πίστεψε όταν όμως επέμενε ο Λάμπρος άνοιξε τα μάτια και τότε ακολούθησαν σκηνές πανικού. Οι αλεξιπτωτιστές τα έχασαν και αντί να επιτεθούν κρύφτηκαν και άρχισαν να πυροβολούν. Ο Διγενής διέταξε άμεση αναχώρηση και έφυγαν όπως ήταν άλλοι ημίγυμνοι, άλλος χωρίς παπούτσια, χωρίς τα όπλα τους που τα άφησαν στο γρήγορο φευγιό τους, κινήθηκαν προς τα πάνω χωρίς οι σφαίρες να αγγίξουν κανένα. Ο Αρχηγός μόνο είχε το πιστόλι του αλλά άφησε εκεί τον μπερέ, το αρχείο, τη ζώνη του και 24 εφεδρικές σφαίρες.( το 1957 οι άγγλοι κυκλοφορούν το βιβλιαράκι «Τρομοκρατία εν Κύπρο – Το ημερολόγιο του Γρίβα» και εκεί ο αναγνώστης βλέπει ότι διακόπτεται το ημερολόγιο στις 9 Ιουνίου 1956).
Η κατάσταση που αντιμετώπισαν ο Διγενής και οι πέντε αντάρτες του ήταν εφιαλτική, στα κακοτράχαλα βουνά, ημίγυμνοι και άοπλοι. Έτσι δεν απομακρύνθηκαν από την περιοχή και αυτό αποδείχτηκε σωτήριο. Κρύφτηκαν ανά δύο σε πυκνές λατζιές που ήταν αρκετές σ’ εκείνη την περιοχή δίνοντας τους φυσική προστασία. Έμεινα ακίνητοι για πάνω από δυο ώρες με την παρουσία άγγλου στρατιώτη στα τέσσερα μέτρα κοντά τους και μετά από λίγο προστέθηκαν και 6-7 αξιωματικοί. Μόλις άρχισε να πέφτει το σκοτάδι αποχώρησαν οι άγγλοι χάνοντας την μεγαλύτερη ευκαιρία να συλλάβουν τον Αρχηγό της ΕΟΚΑ.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι από τον μυαλό του Αρχηγού πέρασαν όλα και «ευτυχώς» είχε το περίστροφο μαζί του για την πιθανή ύστατη στιγμή. Όμως οι άγγλοι αποδείχτηκαν μικρότεροι των περιστάσεων.
Μόλις πέρασε η κρίση ο Διγενής σκέφτηκε πολύ την επόμενη κίνηση. Είχε δυο επιλογές : Κίνηση ανατολικά όλη τη νύχτα και διαφυγή προς την Πιτσιλιά ή να μείνουν εκεί και να κινηθούν ανατολικά αν αντιμετώπιζαν κίνδυνο. Επέλεξε την πρώτη.
Ξεκίνησαν νυχτερινή πορεία και κατά τις 3 και 30 το πρωί της 11 Ιουνίου 1956 έφτασαν στα υψώματα ΝΔ του χωριού Καμινάρια. Θα παρέμεναν εκεί όλη μέρα για ξεκούραση, τροφή και νερό μετά απο 30 ώρες νηστικοί και 18 ώρες διψασμένοι. Έστειλε το Αντώνη Γεωργιάδη στα Καμινάρια για να φέρει τρόφιμα. Ο στόχος του Διγενή ήταν να περάσουν από τα Καμινάρια και να πορευτούν προς την Τροοδίτισσα. Ο Α. Γεωργιάδης κατάφερε και έφερε τα τρόφιμα παρόλο που οι άγγλοι είχαν μόλις μια ώρα φύγει από το χωριό βασανίζοντας του κατοίκους. Το πρόβλημα εξακολουθούσε να είναι το νερό γι αυτό και ο Διγενής διέταξε αναχώρηση και γρήγορα έφτασαν σ’ ένα ρυάκι που ξεδίψασαν και διανυκτέρευσαν.
Την επόμενη μέρα 12 Ιουνίου 1956, μόλις άρχισε να βραδιάζει, ξαναέστειλε ο Διγενής τον Γεωργιάδη μαζί με τον Νικήτα στο χωριό για τρόφιμα. Όμως οι Άγγλοι είχαν ξαναέρθει στα Καμινάρια κι έτσι μόλις μπήκαν οι δυο αντάρτες άκουσαν «άλτ» και άρχισαν οι πυροβολισμοί. Οι δυο αντάρτες έπεσαν αμέσως στο έδαφος και με την βοήθεια του σκοταδιού κινήθηκαν γρήγορα και ξέφυγαν την σύλληψη. Έφτασαν με καθυστέρηση στην ομάδα τους και αμέσως ο Διγενής διέταξε αναχώρηση για την Μονή Τροοδίτισσας όπου εκεί θα διευθετούσαν το θέμα τον προμηθειών με τον ηγούμενο Παγκράτιο. Η πορεία έγινε με πολύ μεγάλη προσοχή γιατί οι βρετανοί ήταν διασκορπισμένοι παντού. Πήραν τον δρόμο Λεμύθου –Αγίου Δημητρίου και βαδίζοντας όλη τη νύχτα έφτασαν στις 11 το πρωί της Τετάρτης 13 Ιουνίου 1956 στα υψώματα πάνω από την Μονή. Γράφει ο Διγενής στα Απομνημονεύματα του Αγώνα της ΕΟΚΑ : « Περί την 13ην ώραν της 13ης Ιουνίου εφθάσαμεν παρά την Τροοδίτισσαν, όπου επρομηθεύθημεν τροφής. Ο ηγούμενος της μονής και οι καλόγηροι μας παρέσχον πάσαν βοήθειαν, τροφήν, ενδύματα κ.λ.π. Παρά τον αποκλεισμόν της περιοχής και την απαγόρευσιν κυκλοφορίας οχημάτων, απέστειλα καλόγηρον ως σύνδεσμον εις Λευκωσίαν, ίνα λάβω επαφήν με τον Κέντρον της Ορργανώσεως, όστις και εξεπλήρωσε την αποστολήν του. Εκείθεν περί την 18ην ώραν, συνεχίζοντες την κοπιώδη πορείαν μας, διήλθομεν την αμαξιτήν οδόν Πλατρών – Τροόδους, και περί τας πρωινάς ώρας, κατεκλίθημεν εις δασώδη περιοχήν, νοτίως του Τροόδους, όπου παρεμείναμεν καθ’ όλην την ημέραν. Η κίνησίς μας προς ανατολάς συνεχίσθη και την εσπέραν της 16 Ιουνίου αφίχθημεν εις την περιοχήν 1 χιλ, βορείως Σαιτά της επαρχίας Λεμεσού..».
Ο Αρχηγός Διγενής έχοντας επίγνωση των ευθυνών του Αγώνα, χωρίς ποτέ να λυγίσει παρά τα 60 του χρόνια στις κακουχίες, άρχιζε να συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει η ζωή του, άρα και η ηγεσία του Αγώνα, μένοντας στα βουνά, γι αυτό έπρεπε να κάνει μια αλλαγή κατεβαίνοντας σε μια πόλη. Συνεχίζει ο Αρχηγός στα Απομνημονεύματα του Αγώνα της ΕΟΚΑ : « Αφού επρομηθεύθημεν τρόφιμα, εκινήθημεν την εσπέραν της 17ης Ιουνίου και δια του Αγίου Μάμαντος εφθάσαμεν τας πρωινάς ώρας της 18ης Ιουνίου εις Γεράσαν. Την εσπέραν της ιδίας ημέρας εκινήθημεν προς Παλώδιαν όπου μας ανέμενε στέλεχος της Οργανώσεως, το οποίο θα ερρύθμιζε τα της μεταφοράς μας εις Λεμεσόν. Εις Παλώδιαν εισήλθομεν περί το μεσονύκτιον, οποότε οι κύνες του χωρίου εδημιούργησαν αληθές πανδαιμόνιον με τα γαυγίσματά των και ήτο βέβαιον, ότι αρκετοί κάτοικοι θα μας αντιλήφθησαν. Ως εκ τούτου απεφάσισα να επανέλθω εντός της νυκτός εις Γεράσαν, αφού έδωσα εντολήν να ρυθμιστή η μεταφορά ημών την επομένην νύκταν δι’ αυτοκινήτων.»
Πράγματι η μεταφορά έγινε την επομένη μέρα με το αυτοκίνητου του αξιωματικού της αστυνομίας Κώστα Ευθυμίου(Παχύκωστη). Γράφει ο Νίκος Παπαναστασίου στο βιβλίο του για το «ΑΓΡΙΝΟ» της ΕΟΚΑ : « Ο Παχύκωστης μαζί με τη γυναίκα του πήγαν στη Γεράσα «για να παραλάβουν έναν καταζητούμενο», όπως τους είπε ο Χατζημιλτής. Στο μικρό «Χίλμαν» σαλούν DO45 εκτός από το ζεύγος Παχύκωστη, τον Διγενή και τον Δ. Χατζημιλτή, βρισκόταν επίσης η Νίνα Δρουσιώτη, ο Αντ. Γεωργιάδης και ο Λ. Ροδοσθένους! Στριμώχτηκαν όλοι μέσα σαν σαρδέλες και έφτασαν αργά το βράδυ, χωρίς κανένα απρόοπτο, στο σπίτι του Δάφνη Παναγίδη, όπου κατέβηκαν ο Διγενής, ο Γεωργιάδης, ο Ροδοσθένους, ο Χατζημιλτής και η Νίνα. Ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ, μετά από μια μακρά, δραματική και επικίνδυνη καταδιώξη, βρισκόταν, επιτέλους, σ’ ένα πιο ασφαλές και ήσυχο περιβάλλον, απ’ όπου μπορούσε να διοικήσει καταφανώς καλύτερα.».
Λίγο πρίν αναχωρήσει ο Διγενής από τον Σαιττά αποχαιρέτησε τα παλικάρια του εκτός από τον Α. Γεωργιάδη που πήγε μαζί του. Ιδιαίτερα συγκινητικός ήταν ο αποχωρισμός του Λάμπρου Καυκαλίδη, μάγειρα και σωματοφύλακα του Αρχηγού που έζησε μαζί του τόσο καιρό και μαζί πέρασαν τόσες και τόσες κακουχίες. Ο Λάμπρος ζήτησε να πάει κοντά στον Αυξεντίου που βρισκόταν στα βουνά της Πιτσιλιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου