"O Θεός νά σέ φυλάει από τού Βενετσιάνου τή δίκη καί από τού Τούρκου τό σπαθί."
Mανιάτικο ρητό, 17ος αιώνας.
Βιβλιογραφία
Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών
Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους - Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου
Τό 1453 ήταν τό έτος πού μέ τήν άλωση της Κωνσταντινούπολης, σφράγισε τήν οριστική κατάλυση τής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Ο ηγέτης τού ελληνικού Γένους χάθηκε καί η Ρωμηοσύνη αποκεφαλισμένη καί αποπροσανατολισμένη εισερχόταν σέ μία μακρά περίοδο δοκιμασίας καί μαρτυρίου. Οι εκπρόσωποι τής βυζαντινής αριστοκρατίας καί τής άρχουσας τάξης έφυγαν πρός τίς βενετοκρατούμενες περιοχές ή πρός τίς χώρες τής Εσπερίας καί τήν καθοδήγηση τού υπόδουλου Γένους τήν ανέλαβε τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, τό οποίο, ο Μωάμεθ ο κατακτητής. γιά τούς δικούς του λόγους, επέτρεψε νά υφίσταται. Στούς λόγους αυτούς συγκαταλέγεται η ανάγκη δημιουργίας ενός συγκροτημένου κράτους τό οποίο γιά νά στηθεί χρειαζόταν μορφωμένους πολίτες, διοικητικούς υπαλλήλους, εμπόρους, βιοτέχνες, επιστήμονες καί γενικά ειδικότητες άγνωστες πρός τούς Οθωμανούς κατακτητές οι οποίοι γιά αιώνες ζούσαν νομαδικά πολεμώντας από τό ένα μέρος στό άλλο. Ετσι λοιπόν ο σουλτάνος κάλεσε τούς Ελληνες νά εποικήσουν τήν ερημωμένη πρωτεύουσά του καί κατάφερε στούς δύο πρώτους αιώνες νά τήν κάνει μία ζωντανή μεγαλούπολη, κέντρο τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, διατηρώντας τήν ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα τού κράτους του. Εκεί οι Ρωμηοί, συσπειρωμένοι πάντα γύρω από τόν Πατριάρχη, κατάφεραν νά αναπτύξουν μία οικονομική καί πολιτιστική δραστηριότητα, κυρίως από τά μέσα τού 17ου αιώνα καί μετά.
Αντίθετα όμως από τούς Έλληνες τής Κωνσταντινουπόλεως καί τής Προποντίδος, τό ελληνικό στοιχείο πού ζούσε σέ άλλες περιοχές αντιμετώπιζε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες καί ασφυκτιούσε. Η ενδοχώρα τής Μικράς Ασίας, η οποία άλλοτε αποτελούσε δεξαμενή πλούτου καί ανθρώπινου δυναμικού γιά τήν ελληνική αυτοκρατορία τού Βυζαντίου, τώρα απογυμνώνονταν από τόν χριστιανικό πληθυσμό της, αφού συνέρρεαν συνεχώς τουρκομανικά φύλα ενώ τήν κατάσταση επιδείνωναν τό παιδομάζωμα, περαιτέρω επιδρομές καί η έλλειψη πνευματικών ηγετών καί παιδείας. Λιγότερο ζοφερή ήταν η κατάσταση σέ ορεινές περιοχές όπως ο Πόντος, όπου οι πληθυσμοί διατήρησαν τήν βυζαντινή τους παράδοση. Στήν Ήπειρο, τή Μακεδονία καί τή Θεσσαλία παρατηρείται μετανάστευση τών κατοίκων πρός τίς περιοχές τής Μολδαβίας, τής Βλαχίας καί τής Ρωσσίας ενώ από τήν Στερεά καί τόν Μωρηά κάτοικοι εγκαθίστανται σέ βενετοκρατούμενες πόλεις, όπως η Ναύπακτος, τό Ναύπλιο, η Μεθώνη καί η Μονεμβασιά ή διαπεραιώνονται στήν Ιταλία.
Mανιάτικο ρητό, 17ος αιώνας.
Βιβλιογραφία
Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών
Ιστορία τού Ελληνικού Εθνους - Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου
Τό 1453 ήταν τό έτος πού μέ τήν άλωση της Κωνσταντινούπολης, σφράγισε τήν οριστική κατάλυση τής Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Ο ηγέτης τού ελληνικού Γένους χάθηκε καί η Ρωμηοσύνη αποκεφαλισμένη καί αποπροσανατολισμένη εισερχόταν σέ μία μακρά περίοδο δοκιμασίας καί μαρτυρίου. Οι εκπρόσωποι τής βυζαντινής αριστοκρατίας καί τής άρχουσας τάξης έφυγαν πρός τίς βενετοκρατούμενες περιοχές ή πρός τίς χώρες τής Εσπερίας καί τήν καθοδήγηση τού υπόδουλου Γένους τήν ανέλαβε τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, τό οποίο, ο Μωάμεθ ο κατακτητής. γιά τούς δικούς του λόγους, επέτρεψε νά υφίσταται. Στούς λόγους αυτούς συγκαταλέγεται η ανάγκη δημιουργίας ενός συγκροτημένου κράτους τό οποίο γιά νά στηθεί χρειαζόταν μορφωμένους πολίτες, διοικητικούς υπαλλήλους, εμπόρους, βιοτέχνες, επιστήμονες καί γενικά ειδικότητες άγνωστες πρός τούς Οθωμανούς κατακτητές οι οποίοι γιά αιώνες ζούσαν νομαδικά πολεμώντας από τό ένα μέρος στό άλλο. Ετσι λοιπόν ο σουλτάνος κάλεσε τούς Ελληνες νά εποικήσουν τήν ερημωμένη πρωτεύουσά του καί κατάφερε στούς δύο πρώτους αιώνες νά τήν κάνει μία ζωντανή μεγαλούπολη, κέντρο τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, διατηρώντας τήν ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα τού κράτους του. Εκεί οι Ρωμηοί, συσπειρωμένοι πάντα γύρω από τόν Πατριάρχη, κατάφεραν νά αναπτύξουν μία οικονομική καί πολιτιστική δραστηριότητα, κυρίως από τά μέσα τού 17ου αιώνα καί μετά.
Αντίθετα όμως από τούς Έλληνες τής Κωνσταντινουπόλεως καί τής Προποντίδος, τό ελληνικό στοιχείο πού ζούσε σέ άλλες περιοχές αντιμετώπιζε ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες καί ασφυκτιούσε. Η ενδοχώρα τής Μικράς Ασίας, η οποία άλλοτε αποτελούσε δεξαμενή πλούτου καί ανθρώπινου δυναμικού γιά τήν ελληνική αυτοκρατορία τού Βυζαντίου, τώρα απογυμνώνονταν από τόν χριστιανικό πληθυσμό της, αφού συνέρρεαν συνεχώς τουρκομανικά φύλα ενώ τήν κατάσταση επιδείνωναν τό παιδομάζωμα, περαιτέρω επιδρομές καί η έλλειψη πνευματικών ηγετών καί παιδείας. Λιγότερο ζοφερή ήταν η κατάσταση σέ ορεινές περιοχές όπως ο Πόντος, όπου οι πληθυσμοί διατήρησαν τήν βυζαντινή τους παράδοση. Στήν Ήπειρο, τή Μακεδονία καί τή Θεσσαλία παρατηρείται μετανάστευση τών κατοίκων πρός τίς περιοχές τής Μολδαβίας, τής Βλαχίας καί τής Ρωσσίας ενώ από τήν Στερεά καί τόν Μωρηά κάτοικοι εγκαθίστανται σέ βενετοκρατούμενες πόλεις, όπως η Ναύπακτος, τό Ναύπλιο, η Μεθώνη καί η Μονεμβασιά ή διαπεραιώνονται στήν Ιταλία.
Οθωμανικό καθεστώς
Aποφασιστική καμπή στήν ιστορία τών νομαδικών τουρκομανικών φύλων υπήρξε η επαφή τους μέ τόν ισλαμικό κόσμο, όταν τό 10ο
αιώνα διείσδυσαν δυναμικά στόν χώρο τής Εγγύς Ανατολής. Η γνωριμία τους μέ τήν διαμορφωμένη ήδη ισλαμική κοινωνία σφράγισε
τελεσίδικα τή μετέπειτα ιστορική τους πορεία. Η θρησκεία τους, οι θεσμοί τους, η πολιτική καί κοινωνική τους οργάνωση,
σταδιακά προσαρμόστηκαν σέ αυτά πού ίσχυαν στόν πολιτιστικά ανώτερο ισλαμικό κόσμο. Ο ιερός νόμος τού Ισλάμ απετέλεσε
τή βάση τής κοινωνικής τους δομής καί τό βασικό νομικό πλαίσιο γιά τή διακυβέρνηση τού κράτους.
Ο ιερός νόμος (Seria) δέν περιείχε, όπως τό χριστιανικό κανονικό δίκαιο, μόνο θρησκευτικές διατάξεις, αλλά διείπε
όλους τούς τομείς τής ανθρώπινης δραστηριότητας. Υπέρτατος εγγυητής καί προστάτης τού ιερού νόμου, ήταν ο σουλτάνος ή ο
πατισάχ, όπως είναι η περσική του ονομασία, ο οποίος ήταν ο απόλυτος άρχοντας. Η θεωρητική δικαίωση τής απολυταρχίας
βασιζόταν, εκ μέρους τών μωαμεθανών θεολόγων, στήν απαισιόδοξη θεώρηση τού ανθρώπου ως αρπακτικό καί μοχθηρό όν,
τό οποίο μόνο ένας απόλυτος μονάρχης θά μπορούσε νά χαλιναγωγήσει.
Όταν τά τουρκικά φύλα εισέβαλαν στήν Μικρά Ασία, ήταν φορείς μίας νομαδικής παραδόσεως. Οι δύο κυριότερες βάσεις τής τουρκικής νομαδικής οικονομίας ήταν η κτηνοτροφία καί οι λεηλασίες. Η διαρκής αναζήτηση νέων βοσκοτόπων γιά τά ποιμνία τους, ωθούσε τούς Τούρκους σέ συχνές επιδρομές εναντίον τών γειτονικών αγροτικών πληθυσμών, τών οποίων οι αρπαγές τών περιουσιών καί ο εξανδραποδισμός απέφεραν σημαντικά οφέλη. Η ισλαμική θρησκεία όχι μόνο δέν περιόρισε τόν νομαδικό δυναμισμό, αλλά τού εμφύσησε μεγαλύτερη ορμή, προσδίδοντας ιερό χαρακτήρα στίς επιδρομές εναντίον τών απίστων, δηλαδή τών χριστιανών. Οι επιδρομές πλέον προσλάμβαναν τήν αίγλη τού ιερού πολέμου (Τζιχάντ), οπότε η σύζευξη τού νομαδισμού καί τού ισλαμισμού καθόρισε τόν στρατιωτικό καί επεκτατικό χαρακτήρα τού μετέπειτα οθωμανικού κράτους. Τό χαρακτηριστικό αυτού τού κράτους ήταν η εξομοίωση τών υπόδουλων λαών μέ τά κοπάδια πού διέθεταν οι νομάδες πρόγονοί τους. Όπως στίς στέππες οι ποιμένες εκμεταλλεύονταν τά ζώα γιά τήν απόκτηση αγαθών, έτσι καί οι Οθωμανοί εκμεταλλεύονταν τούς κατακτημένους λαούς ως κτήνη (ραγιάδες), καί μέ τήν εργασία αυτών κυρίως στά κτήματα, αποκτούσαν τά απαραίτητα αγαθά τους. Όπως στίς στέππες, οι ποιμένες χρησιμοποιούσαν εξημερωμένα σκυλιά γιά τήν φύλαξη τού ποιμνίου τους, έτσι καί οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν τό άνθος τών υπόδουλων, δηλαδή τούς γενίτσαρους, γιά τήν επιβολή τής εξουσίας τους.
Αμέσως μετά τόν σουλτάνο στήν πυραμίδα τής εξουσίας ήταν ο μέγας βεζίρης, ο οποίος ήταν ο απόλυτος αντιπρόσωπός του καί στόν οποίο εμπιστευόταν τήν προσωπική του σφραγίδα. Ο βεζίρης είχε υπό τόν έλεγχό του τούς διορισμούς τών αξιωματούχων στήν κεντρική καί επαρχιακή διοίκηση. Αλλοι ανώτατοι άρχοντες τού αυτοκρατορικού συμβουλίου (Ντιβάν), ήταν ο υπουργός οικονομικών (Δεφτεράρης), οι εντεταλμένοι γιά τή δικαιοσύνη (Καδή-ασκέρ), ο διοικητής τών γενιτσάρων (Yeniceri Agasi) καί ο ναύαρχος τού στόλου ο Καπουδάν πασάς. Οι ουλεμάδες ήταν οι επίσημοι ερμηνευτές τού κορανίου καί ήταν ανεξάρτητοι από τήν δικαιοδοσία τού μεγάλου βεζίρη. Μετά τήν άλωση η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σέ δύο γεωγραφικά διαμερίσματα (Μπεηλερ-μπεηλίκια), τό Ρουμελί καί τό Αναντολού. Ο διοικητής ονομαζόταν μπεηλέρμπεης. Αυτά τά διαμερίσματα χωρίζονταν σέ περιοχές πού ονομάζονταν σαντζάκια ή βιλαέτια καί αυτά μέ τή σειρά τους χωρίζονταν σέ καζάδες. Ο καζάς διοικείτο από τόν σούμπαση, πού από τόν 17ο αιώνα λεγόταν βοεβόδας.
Ο στρατός ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένος μέ τό πολιτικό, οικονομικό καί κοινωνικό σύστημα τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ζωτικό μέρος τού στρατού αποτελούσαν οι σπαχήδες, οργανωμένοι στά περίφημα σώματα ιππικού υπό τήν ηγεσία τού σατζάκμπεη. Αυτοί ήταν κάτοχοι τιμαρίων (αντίστοιχα μέ τίς γαίες πού είχαν οι βυζαντινοί ακρίτες) καί ήταν υποχρεωμένοι νά προσφέρουν τίς πολεμικές τους υπηρεσίες όταν εκαλούντο. Οι ζαΐμηδες ήταν πολεμιστές υποχρεωμένοι νά φέρνουν καί άλλους ιππείς μαζί τους, γιατί ήταν κάτοχοι μεγαλύτερων τιμαρίων. Αλλα στρατιωτικά σώματα ήταν οι γιουρούκοι, οι βοϊνούκοι, οι γερακάρηδες καί όλοι αυτοί αποτελούσαν τά Askeri. Βέβαια πρωτεύοντα ρόλο έπαιξαν τά σώματα τών γενιτσάρων, δηλαδή τών εξισλαμισθέντων χριστιανοπαίδων, οι οποίοι θεωρούνταν δούλοι τού σουλτάνου. Τό σώμα τών γενιτσάρων ονομάζονταν ocak καί τήν εποχή τού Μουράτ Γ' η δύναμή του υπολογίζοταν σέ 20000 άνδρες. Αποτελούσαν τήν προσωπική φρουρά τού σουλτάνου καί ήταν σέ πολεμική ετοιμότητα γιά τήν καταστολή επαναστάσεων ή γιά τήν αντιμετώπιση εξωτερικών εχθρών. Ο Παπαρρηγόπουλος μεταξύ άλλων αναφέρει τά εξής γιά τούς γενίτσαρους:
Όταν τά τουρκικά φύλα εισέβαλαν στήν Μικρά Ασία, ήταν φορείς μίας νομαδικής παραδόσεως. Οι δύο κυριότερες βάσεις τής τουρκικής νομαδικής οικονομίας ήταν η κτηνοτροφία καί οι λεηλασίες. Η διαρκής αναζήτηση νέων βοσκοτόπων γιά τά ποιμνία τους, ωθούσε τούς Τούρκους σέ συχνές επιδρομές εναντίον τών γειτονικών αγροτικών πληθυσμών, τών οποίων οι αρπαγές τών περιουσιών καί ο εξανδραποδισμός απέφεραν σημαντικά οφέλη. Η ισλαμική θρησκεία όχι μόνο δέν περιόρισε τόν νομαδικό δυναμισμό, αλλά τού εμφύσησε μεγαλύτερη ορμή, προσδίδοντας ιερό χαρακτήρα στίς επιδρομές εναντίον τών απίστων, δηλαδή τών χριστιανών. Οι επιδρομές πλέον προσλάμβαναν τήν αίγλη τού ιερού πολέμου (Τζιχάντ), οπότε η σύζευξη τού νομαδισμού καί τού ισλαμισμού καθόρισε τόν στρατιωτικό καί επεκτατικό χαρακτήρα τού μετέπειτα οθωμανικού κράτους. Τό χαρακτηριστικό αυτού τού κράτους ήταν η εξομοίωση τών υπόδουλων λαών μέ τά κοπάδια πού διέθεταν οι νομάδες πρόγονοί τους. Όπως στίς στέππες οι ποιμένες εκμεταλλεύονταν τά ζώα γιά τήν απόκτηση αγαθών, έτσι καί οι Οθωμανοί εκμεταλλεύονταν τούς κατακτημένους λαούς ως κτήνη (ραγιάδες), καί μέ τήν εργασία αυτών κυρίως στά κτήματα, αποκτούσαν τά απαραίτητα αγαθά τους. Όπως στίς στέππες, οι ποιμένες χρησιμοποιούσαν εξημερωμένα σκυλιά γιά τήν φύλαξη τού ποιμνίου τους, έτσι καί οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν τό άνθος τών υπόδουλων, δηλαδή τούς γενίτσαρους, γιά τήν επιβολή τής εξουσίας τους.
Αμέσως μετά τόν σουλτάνο στήν πυραμίδα τής εξουσίας ήταν ο μέγας βεζίρης, ο οποίος ήταν ο απόλυτος αντιπρόσωπός του καί στόν οποίο εμπιστευόταν τήν προσωπική του σφραγίδα. Ο βεζίρης είχε υπό τόν έλεγχό του τούς διορισμούς τών αξιωματούχων στήν κεντρική καί επαρχιακή διοίκηση. Αλλοι ανώτατοι άρχοντες τού αυτοκρατορικού συμβουλίου (Ντιβάν), ήταν ο υπουργός οικονομικών (Δεφτεράρης), οι εντεταλμένοι γιά τή δικαιοσύνη (Καδή-ασκέρ), ο διοικητής τών γενιτσάρων (Yeniceri Agasi) καί ο ναύαρχος τού στόλου ο Καπουδάν πασάς. Οι ουλεμάδες ήταν οι επίσημοι ερμηνευτές τού κορανίου καί ήταν ανεξάρτητοι από τήν δικαιοδοσία τού μεγάλου βεζίρη. Μετά τήν άλωση η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σέ δύο γεωγραφικά διαμερίσματα (Μπεηλερ-μπεηλίκια), τό Ρουμελί καί τό Αναντολού. Ο διοικητής ονομαζόταν μπεηλέρμπεης. Αυτά τά διαμερίσματα χωρίζονταν σέ περιοχές πού ονομάζονταν σαντζάκια ή βιλαέτια καί αυτά μέ τή σειρά τους χωρίζονταν σέ καζάδες. Ο καζάς διοικείτο από τόν σούμπαση, πού από τόν 17ο αιώνα λεγόταν βοεβόδας.
Ο στρατός ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένος μέ τό πολιτικό, οικονομικό καί κοινωνικό σύστημα τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ζωτικό μέρος τού στρατού αποτελούσαν οι σπαχήδες, οργανωμένοι στά περίφημα σώματα ιππικού υπό τήν ηγεσία τού σατζάκμπεη. Αυτοί ήταν κάτοχοι τιμαρίων (αντίστοιχα μέ τίς γαίες πού είχαν οι βυζαντινοί ακρίτες) καί ήταν υποχρεωμένοι νά προσφέρουν τίς πολεμικές τους υπηρεσίες όταν εκαλούντο. Οι ζαΐμηδες ήταν πολεμιστές υποχρεωμένοι νά φέρνουν καί άλλους ιππείς μαζί τους, γιατί ήταν κάτοχοι μεγαλύτερων τιμαρίων. Αλλα στρατιωτικά σώματα ήταν οι γιουρούκοι, οι βοϊνούκοι, οι γερακάρηδες καί όλοι αυτοί αποτελούσαν τά Askeri. Βέβαια πρωτεύοντα ρόλο έπαιξαν τά σώματα τών γενιτσάρων, δηλαδή τών εξισλαμισθέντων χριστιανοπαίδων, οι οποίοι θεωρούνταν δούλοι τού σουλτάνου. Τό σώμα τών γενιτσάρων ονομάζονταν ocak καί τήν εποχή τού Μουράτ Γ' η δύναμή του υπολογίζοταν σέ 20000 άνδρες. Αποτελούσαν τήν προσωπική φρουρά τού σουλτάνου καί ήταν σέ πολεμική ετοιμότητα γιά τήν καταστολή επαναστάσεων ή γιά τήν αντιμετώπιση εξωτερικών εχθρών. Ο Παπαρρηγόπουλος μεταξύ άλλων αναφέρει τά εξής γιά τούς γενίτσαρους:
"Εις έκαστον φορολογητέον τόπον προσήρχετο λοχαγός τών γενιτσάρων συνεπαγόμενος γραφέα, κομίζον δέ αυτοκρατορικόν φιρμάνιον. Ο τού τόπου προϊστάμενος ώφειλε νά υποβάλη αυτώ κατάλογον όλων τών οικογενειών, έκαστος δέ πατήρ ήτο υπόχρεως νά αναγγείλη πόσους υιούς είχε.... αφηρούντο πάντοτε οι κάλλιστοι καί ευρωστότατοι.... εν τοίς αρχαιτέροις χρόνοις εις μόνος ελαμβάνετο αφ'εκάστης οικογένειας παις, προϊόντος δέ τού χρόνου καί δύο, καί τρείς, καί αυτός ο μονογενής, όστις πρότερον εξηρείτο..... οι υπάλληλοι άρπαζαν πλειοτέρους τών απαιτουμένων καί τούς εκποιούσαν ως δούλους.... Τό σύνολον τών ανδρών όσοι αφηρέθησαν από τού χριστιανισμού τής Ανατολής γιά τή συγκρότηση τού γενιτσαρικού τάγματος ημπορεί νά υπολογισθεί εις εν περίπου εκατομμύριον."
Οσο αφορά τό ναυτικό, άγνωστο αρχικά στούς Τούρκους, αυτό αργότερα αναπτύχθηκε σέ μεγάλο βαθμό. Η τεχνογνωσία προήλθε
από τούς χριστιανούς οι οποίοι βοηθούσαν στή ναυπήγηση πολεμικών πλοίων αλλά καί χριστιανοί σκλάβοι ήταν αυτοί πού
επάνδρωναν κυρίως τά πληρώματα τού οθωμανικού στόλου. Αυτή η ανάπτυξη σέ συνδυασμό μέ τήν συνεργασία τού σουλτάνου μέ τούς
Σαρακηνούς πειρατές τής Βορείου Αφρικής, είχε σάν αποτέλεσμα τήν επικράτηση τών Τούρκων στήν Μεσόγειο. Τό απώγειο
της ενωμένης μουσουλμανικής ναυτικής δύναμης υπήρξε τήν εποχή τού τρομερού Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσσα (Ρωμηού στήν καταγωγή)
ο οποίος είχε κατατροπώσει τόν χριστιανικό στόλο τών Ισπανών, τών Βενετών καί τού πάπα.
Η θέση τών Ρωμηών
Σύμφωνα μέ τή βασική αρχή τής μουσουλμανικής θρησκείας, ο κόσμος διαιρείται σέ δύο μέρη, στήν επικράτεια τού Ισλάμ (Dar el Islam)
καί στήν επικράτεια τών απίστων (Dar el Harb). Ο ιερός πόλεμος (jihad) εναντίον τών απίστων γιά τήν συνεχή επέκταση του
Ισλάμ αποτελεί καθήκον γιά τούς μωαμεθανούς καί είναι μία κατάσταση φυσική ενώ η ειρήνη επιβάλλεται μόνο
όταν η νικηφόρα
έκβαση τού πολέμου καθίσταται αδύνατη. Από τήν εξολόθρευση τών εχθρών εξαιρούνται οι γυναίκες, τά παιδιά καί
οι γέροντες.
Ο μόνος τρόπος νά γλυτώσουν τήν εξολόθρευση οι άπιστοι είναι νά ζητήσουν έλεος πρίν από τήν έναρξη τών
εχθροπραξιών καί νά
δεχτούν νά γίνουν φόρου υποτελείς υπό τήν προστασία τού μωαμεθανού ηγεμόνα. Τό προνόμιο αυτό τής
διαπραγμάτευσης τό είχαν μόνο οι Ιουδαίοι καί
οι Χριστιανοί (λαοί τής Βίβλου), ενώ οι ειδωλολάτρες έπρεπε νά διαλέξουν ανάμεσα στήν σφαγή καί στόν εξισλαμισμό.
Οι φόρου υποτελείς οι οποίοι ονομάζονταν καί ραγιάδες είχαν περιορισμούς σχετικούς μέ τήν εγκατάσταση, τήν μετακίνηση καί τήν αμφίεση. Δέν μπορούσαν νά κατοικήσουν σέ ορισμένες πόλεις ή περιορίζονταν σέ συγκεκριμένες συνοικίες. Απαγορεύονταν νά καταλαμβάνουν τιμητικές θέσεις καί αξιώματα, νά συναθροίζονται γιά νά συνομιλούν, νά υψώνουν τή φωνή τους σέ μουσουλμάνους ή νά περιβάλλονται από ακολούθους. Επίσης όφειλαν νά φορούν μπλέ σαρίκι, νά μήν οπλοφορούν καί νά μήν ιππεύουν άλογα. Ο γάμος επιτρεπόταν μόνο μέ μουσουλμάνο καί χριστιανή ενώ μέ ποινή θανάτου τιμωρούνταν ο Χριστιανός πού νυμφευόταν μουσουλμάνα. Τό τουρκικό δίκαιο επέτρεπε ένα μωαμεθανό νά ενοικιάσει γιά ένα διάστημα Χριστιανή γιά νά αποκτήσει νόμιμα τέκνα καί μετά νά τήν απαλλάξει.
Ένα θετικό τού ισλαμικού δίκαιου ήταν ότι οι άπιστοι είχαν δικαίωμα σέ θέσεις σχετικές μέ εμπόριο καί τέχνες διότι αυτές οι εργασίες θεωρούνταν προσβολή γιά τούς κατακτητές οι οποίοι είχαν ως κύρια απασχόληση τόν πόλεμο καί τήν κτηνοτροφία. Αυτό εξηγεί τήν πρόοδο τών υπόδουλων Εβραίων καί Χριστιανών στά οικονομικά επαγγέλματα, μία παράδοση πού συνεχίστηκε μέχρι καί τόν 20ο αιώνα στήν κατεχόμενη Μικρά Ασία. Ένα δεύτερο στοιχείο ευνοϊκό γιά τούς υπόδουλους Έλληνες ήταν η κατοχύρωση τής θρησκευτικής ελευθερίας τήν οποία τήν υπαγόρευσε ο Μωάμεθ Β' ο κατακτητής μέ τόν ορισμό τού Γεννάδιου ως τού πρώτου Πατριάρχη μετά τήν άλωση. Βέβαια αυτό δέν σημαίνει ότι κατά καιρούς δέν γίνονταν βίαιοι εξισλαμισμοί, καί ότι οι μεγαλύτερες εκκλησίες δέν μετατρέπονταν σέ τζαμιά, γιατί πρέπει νά σημειώσουμε ότι ο τρόπος επιβολής τής οθωμανικής εξουσίας διέφερε από τόπο σέ τόπο, ανάλογα μέ τό "γινάτι" του κάθε τοπικού δυνάστη ή τίς εκάστοτε παρορμήσεις τού μεγάλου βεζίρη καί τού σουλτάνου, καθ'όλη τή μακρά χρονική διάρκεια της οθωμανοκρατίας. Έτσι ενώ θεωρητικά η εκπαίδευση ήταν επιτρεπτή, υπήρχαν περιπτώσεις πού κάποιος πασσάς ή μπεηλέρμπεης έκλεινε τά σχολειά μέ αποτέλεσμα τό βάρος τής εκπαίδευσης νά τό αναλαμβάνουν κάποιοι ιερείς, γιά νά μάθουν τά παιδιά τά "κολυβογράμματα" μέσα στά κρυφά σχολειά:
Οι φόρου υποτελείς οι οποίοι ονομάζονταν καί ραγιάδες είχαν περιορισμούς σχετικούς μέ τήν εγκατάσταση, τήν μετακίνηση καί τήν αμφίεση. Δέν μπορούσαν νά κατοικήσουν σέ ορισμένες πόλεις ή περιορίζονταν σέ συγκεκριμένες συνοικίες. Απαγορεύονταν νά καταλαμβάνουν τιμητικές θέσεις καί αξιώματα, νά συναθροίζονται γιά νά συνομιλούν, νά υψώνουν τή φωνή τους σέ μουσουλμάνους ή νά περιβάλλονται από ακολούθους. Επίσης όφειλαν νά φορούν μπλέ σαρίκι, νά μήν οπλοφορούν καί νά μήν ιππεύουν άλογα. Ο γάμος επιτρεπόταν μόνο μέ μουσουλμάνο καί χριστιανή ενώ μέ ποινή θανάτου τιμωρούνταν ο Χριστιανός πού νυμφευόταν μουσουλμάνα. Τό τουρκικό δίκαιο επέτρεπε ένα μωαμεθανό νά ενοικιάσει γιά ένα διάστημα Χριστιανή γιά νά αποκτήσει νόμιμα τέκνα καί μετά νά τήν απαλλάξει.
Ένα θετικό τού ισλαμικού δίκαιου ήταν ότι οι άπιστοι είχαν δικαίωμα σέ θέσεις σχετικές μέ εμπόριο καί τέχνες διότι αυτές οι εργασίες θεωρούνταν προσβολή γιά τούς κατακτητές οι οποίοι είχαν ως κύρια απασχόληση τόν πόλεμο καί τήν κτηνοτροφία. Αυτό εξηγεί τήν πρόοδο τών υπόδουλων Εβραίων καί Χριστιανών στά οικονομικά επαγγέλματα, μία παράδοση πού συνεχίστηκε μέχρι καί τόν 20ο αιώνα στήν κατεχόμενη Μικρά Ασία. Ένα δεύτερο στοιχείο ευνοϊκό γιά τούς υπόδουλους Έλληνες ήταν η κατοχύρωση τής θρησκευτικής ελευθερίας τήν οποία τήν υπαγόρευσε ο Μωάμεθ Β' ο κατακτητής μέ τόν ορισμό τού Γεννάδιου ως τού πρώτου Πατριάρχη μετά τήν άλωση. Βέβαια αυτό δέν σημαίνει ότι κατά καιρούς δέν γίνονταν βίαιοι εξισλαμισμοί, καί ότι οι μεγαλύτερες εκκλησίες δέν μετατρέπονταν σέ τζαμιά, γιατί πρέπει νά σημειώσουμε ότι ο τρόπος επιβολής τής οθωμανικής εξουσίας διέφερε από τόπο σέ τόπο, ανάλογα μέ τό "γινάτι" του κάθε τοπικού δυνάστη ή τίς εκάστοτε παρορμήσεις τού μεγάλου βεζίρη καί τού σουλτάνου, καθ'όλη τή μακρά χρονική διάρκεια της οθωμανοκρατίας. Έτσι ενώ θεωρητικά η εκπαίδευση ήταν επιτρεπτή, υπήρχαν περιπτώσεις πού κάποιος πασσάς ή μπεηλέρμπεης έκλεινε τά σχολειά μέ αποτέλεσμα τό βάρος τής εκπαίδευσης νά τό αναλαμβάνουν κάποιοι ιερείς, γιά νά μάθουν τά παιδιά τά "κολυβογράμματα" μέσα στά κρυφά σχολειά:
"Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου νά περπατώ νά πηγαίνω στό σχολειό, νά μαθαίνω γράμματα, γράμματα, σπουδάγματα τού Θεού τά πράγματα."
Θεωρητικά επιτρεπόταν
νά ομιλείται ελεύθερα η ρωμαίϊκη γλώσσα. Στό
Φανάρι oι Ελληνες
είχαν άριστη γνώση ακόμα καί τής αρχαίας ελληνικής. Σέ άλλη μέρη όμως καί ιδιαίτερα στήν Καππαδοκία,
στόν Πόντο καί στήν Αίγυπτο αναφέρονται ηγεμόνες οι οποίοι έκοβαν τίς γλώσσες σέ όσους
δέν μιλούσαν τουρκικά. (Ακόμα καί σήμερα
εν έτει 2006, απαγορεύεται
στούς κρυπτοχριστιανούς Πόντιους καί στούς Κούρδους η χρήση τής μητρικής τους γλώσσας). Όσο αφορά τήν
θρησκεία, απαγορευόταν η
ανέγερση εκκλησιών ενώ επιτρεπόταν μόνο η επισκευή εκκλησιών πού προϋπήρχαν. Οι καμπάνες έπαψαν νά ηχούν, οι χριστιανοί
δέν μπορούσαν νά τελούν δημόσιες λιτανείες, νά επιδεικνύουν σταυρούς καί λαμπάδες στούς δρόμους καί νά θάβουν τούς
νεκρούς τους κοντά σέ μουσουλμάνους. Ενώ ο εξισλαμισμός ενθαρρυνόταν, επιβαλλόταν η ποινή τού θανάτου σέ όσους αποστατούσαν
από τό Ισλάμ.
Οι σημαντικότερες διακρίσεις σέ βάρος τών χριστιανών αφορούσαν τήν φορολογία αφού σύμφωνα μέ τό Ισλάμ οι πιστοί πρέπει νά ζούν εις βάρος τών απίστων. Η φορολογία ήταν δυσβάστακτη καί οι υπόδουλοι λαοί έφεραν όλο τό βάρος τής συντήρησης του οθωμανικού στρατού. Αυτός άλλωστε ήταν ο κύριος λόγος γιά τόν οποίο οι εκάστοτε σουλτάνοι ανεχόντουσαν τήν ύπαρξη μή μωαμεθανών υπηκόων. Ενώ υπήρξαν δεκάδες φόροι, εκείνος πού έχει μείνει γνωστός ακόμα καί σήμερα είναι τό χαράτσι (κεφαλικός φόρος), δηλαδή ο φόρος πού πλήρωνε ο άπιστος γιά νά έχεί τό δικαίωμα γιά ένα χρόνο νά έχει τό κεφάλι τους στούς ώμους του. Στούς φόρους πρέπει νά προσθέσουμε τά "μπαξίσια" πού ελάμβαναν οι υπάλληλοι καί οι τοπικοί άρχοντες οι οποίοι έκαναν δυσβάσταχτη τήν καθημερινή ζωή τών ραγιάδων. Ολοι οι πασσάδες φρόντιζαν μαζί μέ τό θησαυροφυλάκειο τού σουλτάνου νά πλουτίζουν καί τό δικό τους θησαυροφυλάκειο καί σάν χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρω τόν Αλή Πασσά στά Γιάννενα, ο οποίος είχε συγκεντρώσει αμύθητη περιουσία, εις βάρος φυσικά τών υπόδουλων Ελλήνων. Καί πάλι όλες αυτές οι διακρίσεις εις βάρος τών χριστιανών δέν θά ήταν τόσο επαχθείς αν τά λίγα δικαιώματα πού είχαν προσταντεύονταν από τήν δικαστική εξουσία. Δέν υπήρξε ποτέ όμως πραγματική απόδοση δικαιοσύνης όταν οι αντίδικοι ήταν ο ένας μουσουλμάνος καί ο άλλος χριστιανός. (Αυτό τό διαπιστώνουμε ακόμα καί στον 20 αιώνα στούς Ρωμηούς τής Κωνσταντινούπολης). Ο καδής δηλαδή ο μωαμεθανός δικαστής χειριζόταν υποθέσεις μεταξύ αντιδίκων διαφορετικής θρησκείας, αλλά δέν έδινε ποτέ πίστη στόν όρκο τού απίστου καί δέν λαμβάνονταν ποτέ υπόψη οι μαρτυρίες χριστιανών μαρτύρων. Η τιμωρία γιά τό ίδιο αδίκημα διέφερε από μωαμεθανό σέ χριστιανό καί ο τελευταίος θά μπορούσε νά γλυτώσει τήν τιμωρία αν ασπαζόταν τήν ισλαμική θρησκεία.
Οι σημαντικότερες διακρίσεις σέ βάρος τών χριστιανών αφορούσαν τήν φορολογία αφού σύμφωνα μέ τό Ισλάμ οι πιστοί πρέπει νά ζούν εις βάρος τών απίστων. Η φορολογία ήταν δυσβάστακτη καί οι υπόδουλοι λαοί έφεραν όλο τό βάρος τής συντήρησης του οθωμανικού στρατού. Αυτός άλλωστε ήταν ο κύριος λόγος γιά τόν οποίο οι εκάστοτε σουλτάνοι ανεχόντουσαν τήν ύπαρξη μή μωαμεθανών υπηκόων. Ενώ υπήρξαν δεκάδες φόροι, εκείνος πού έχει μείνει γνωστός ακόμα καί σήμερα είναι τό χαράτσι (κεφαλικός φόρος), δηλαδή ο φόρος πού πλήρωνε ο άπιστος γιά νά έχεί τό δικαίωμα γιά ένα χρόνο νά έχει τό κεφάλι τους στούς ώμους του. Στούς φόρους πρέπει νά προσθέσουμε τά "μπαξίσια" πού ελάμβαναν οι υπάλληλοι καί οι τοπικοί άρχοντες οι οποίοι έκαναν δυσβάσταχτη τήν καθημερινή ζωή τών ραγιάδων. Ολοι οι πασσάδες φρόντιζαν μαζί μέ τό θησαυροφυλάκειο τού σουλτάνου νά πλουτίζουν καί τό δικό τους θησαυροφυλάκειο καί σάν χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρω τόν Αλή Πασσά στά Γιάννενα, ο οποίος είχε συγκεντρώσει αμύθητη περιουσία, εις βάρος φυσικά τών υπόδουλων Ελλήνων. Καί πάλι όλες αυτές οι διακρίσεις εις βάρος τών χριστιανών δέν θά ήταν τόσο επαχθείς αν τά λίγα δικαιώματα πού είχαν προσταντεύονταν από τήν δικαστική εξουσία. Δέν υπήρξε ποτέ όμως πραγματική απόδοση δικαιοσύνης όταν οι αντίδικοι ήταν ο ένας μουσουλμάνος καί ο άλλος χριστιανός. (Αυτό τό διαπιστώνουμε ακόμα καί στον 20 αιώνα στούς Ρωμηούς τής Κωνσταντινούπολης). Ο καδής δηλαδή ο μωαμεθανός δικαστής χειριζόταν υποθέσεις μεταξύ αντιδίκων διαφορετικής θρησκείας, αλλά δέν έδινε ποτέ πίστη στόν όρκο τού απίστου καί δέν λαμβάνονταν ποτέ υπόψη οι μαρτυρίες χριστιανών μαρτύρων. Η τιμωρία γιά τό ίδιο αδίκημα διέφερε από μωαμεθανό σέ χριστιανό καί ο τελευταίος θά μπορούσε νά γλυτώσει τήν τιμωρία αν ασπαζόταν τήν ισλαμική θρησκεία.
Φθορά τού Ελληνισμού
Οταν δημιουργήθηκε τό πρώτο σελτζουκικό κράτος μέ πρωτεύουσα τό Ικόνιο, οι Βυζαντινοί υποτίμησαν τόν κίνδυνο καί πίστευαν
ότι θά αφομοιώσουν τούς βαρβάρους, όπως τό είχαν επιτύχει μέ τούς Αλβανούς καί τούς Σλάβους μετανάστες πού είχαν πλημμυρίσει
τήν αυτοκρατορία τούς προηγούμενους αιώνες. Ομως μέ τήν εξάπλωση τους οι Τούρκοι παραλίγο νά πετύχουν ακριβώς τό αντίθετο,
δηλαδή νά αφομοιώσουν αυτοί τούς χριστιανούς, οι οποίοι ιδιαίτερα μετά τήν άλωση τής Κωνσταντινούπολης,
συνέρρεαν μαζικά
στόν ισλαμισμό αφού η πίστη τους είχε κλονιστεί εκ βάθρων. Οι εξισλαμισμοί λοιπόν κατά τούς αιώνες
τής τουρκοκρατίας,
ακούσιοι ή εκούσιοι,
απετέλεσαν διαρκή αφαίμαξη τού Ελληνισμού καί σοβαρή απειλή εξαφανίσεώς του. Καί όλοι γνωρίζουμε ότι αλλαγή θρησκείας
σήμαινε αυτομάτως καί αλλαγή εθνικής συνείδησης. Θεωρητικά βέβαια, ο εξισλαμισμός
δέν ήταν επιβεβλημένος από τόν ιερό νόμο τού Ισλάμ, αφού οι θρησκείες τής Βίβλου ήταν ανεκτές, αλλά δέν επιδιώχθηκε καί από
τίς Οθωμανικές αρχές καθολικός εξισλαμισμός, επειδή θά είχε ως συνέπεια τήν ανατροπή τού κοινωνικού καί οικονομικού
καθεστώτος τό οποίο στηριζόταν στήν εκμετάλλευση τών υποδούλων.
Στήν πράξη όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η βία καί ο πειθαναγκασμός αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος τής ζωής τού ραγιά. Οι επαχθείς φόροι, οι καταπιέσεις καί οι αυθαιρεσίες τών κατακτητών, ο προσηλυτιστικός ζήλος τών φανατικών δερβίσηδων καί οι εξευτελιστικοί όροι ζωής πού επέβαλλε ο κατακτητής στούς χριστιανούς αποτελούσαν τήν καθημερινή πραγματικότητα. Ετσι παρατηρήθηκαν εξωμοσίες πληθυσμών αφ'ενός μέ τήν εδραίωση τών Τούρκων στήν Μικρά Ασία (14ος, 15ος αιώνας) καί αφ΄ετέρου μέ τήν επικράτησή τους στήν χερσόνησο τού Αίμου (16ος, 17ος αιώνας). Ο ίδιος ο Πατριάρχης Γεννάδιος αναφέρει τήν αθρόα προσέλευση λαϊκών καί κληρικών στόν ισλαμισμό μετά τήν πτώση τού 1453, μέ δεδομένο τόν κλονισμό τής πίστεως καί τό χαμηλότατο ηθικό τών κατοίκων. Αλλος λόγος εκούσιου εξισλαμισμού ήταν οι επαχθείς φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες πολλαπλασιάζοταν μέ τό πέρασμα του χρόνου καί μέ τήν ενδυνάμωση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εδώ παρατίθεται χαρακτηριστική μαρτυρία του Νικόδημου τού Αγιορείτου (18ος αιώνας):
Στήν πράξη όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η βία καί ο πειθαναγκασμός αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος τής ζωής τού ραγιά. Οι επαχθείς φόροι, οι καταπιέσεις καί οι αυθαιρεσίες τών κατακτητών, ο προσηλυτιστικός ζήλος τών φανατικών δερβίσηδων καί οι εξευτελιστικοί όροι ζωής πού επέβαλλε ο κατακτητής στούς χριστιανούς αποτελούσαν τήν καθημερινή πραγματικότητα. Ετσι παρατηρήθηκαν εξωμοσίες πληθυσμών αφ'ενός μέ τήν εδραίωση τών Τούρκων στήν Μικρά Ασία (14ος, 15ος αιώνας) καί αφ΄ετέρου μέ τήν επικράτησή τους στήν χερσόνησο τού Αίμου (16ος, 17ος αιώνας). Ο ίδιος ο Πατριάρχης Γεννάδιος αναφέρει τήν αθρόα προσέλευση λαϊκών καί κληρικών στόν ισλαμισμό μετά τήν πτώση τού 1453, μέ δεδομένο τόν κλονισμό τής πίστεως καί τό χαμηλότατο ηθικό τών κατοίκων. Αλλος λόγος εκούσιου εξισλαμισμού ήταν οι επαχθείς φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες πολλαπλασιάζοταν μέ τό πέρασμα του χρόνου καί μέ τήν ενδυνάμωση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εδώ παρατίθεται χαρακτηριστική μαρτυρία του Νικόδημου τού Αγιορείτου (18ος αιώνας):
"...σας πληροφορούμεν, αδελφοί, ότι διά άλλο τέλος δέν σας παιδεύουν μέ τά βαρέα δοσίματα καί μέ τά άλλα κακά πάρεξ διά νά βαρεθήτε, νά χάσετε τήν υπομονήν, καί έτζι νά αρνηθήτε τήν πίστιν σας, καί νά δεχτήτε τήν εδικήν των θρησκείαν...."
Σπουδαίο ρόλο στήν εξωμοσία τών χριστιανών έπαιξαν οι ουλεμάδες καί οι δερβίσηδες καί αναφέρεται σάν
παράδειγμα η περίπτωση
του Badr al Din (15ος αι.) ο οποίος μέ μία επίσκεψή του στήν Χίο προσηλύτισε εκατοντάδες κατοίκους μεταξύ τών οποίων
δύο ιερείς καί πέντε μοναχούς. Βακουφικά έγγραφα τού 16ου αι. στήν Προύσα αναφέρουν μουσουλμάνους μέ τά εξής
ονόματα:Yani Veled-i Kosta, Veled-i Yorgi, Mihal Veled-i Abdullah κλπ.
Η εκούσια προσέλευση ενός χριστιανού στόν ισλαμισμό αποτελούσε μεγάλη νίκη καί εορτάζοταν πανηγυρικά. Ο Ιωάννης
Schiltberger τόν 15ο αιώνα αναφέρει τά εξής:
"Οταν ένας χριστιανός θέλει νά γίνει άπιστος πρέπει εμπρός σέ όλους τούς ανθρώπους νά υψώσει τό δάκτυλο καί νά πή La il lach illalach (Ο Μωάμεθ είναι ο αληθινός προφήτης τού Θεού). Κατόπιν τόν οδηγούν στόν καδή καί τού φορά καινούργιο σαρίκι στό κεφάλι, γιά νά ξεχωρίζει από τούς χριστιανούς. Αφού τόν περιφέρουν στήν πόλη πάνω σέ άλογο, γιά νά γίνει γνωστή η προσέλευσή του στό Ισλάμ τόν οδηγούν μέσα σέ τζαμί καί τόν περιτέμνουν."
Πολλοί τέλος από τούς εξωμότες υποκρίνονταν τόν μωαμεθανό καί περνούσαν μία περίοδο ως κρυπτοχριστιανοί, αλλά αργά ή
γρήγορα οι απόγονοί τους κατέληγαν στόν ισλαμισμό. Η πρώτη γνωστή περίπτωση είναι αυτή τής
Νίκαιας τής Βιθυνίας, όταν μετά τήν άλωση
του 1311, οι περισσότεροι κάτοικοι προσήλθαν στον ισλαμισμό, ενώ κρυφά τελούσαν τά χριστιανικά τους καθήκοντα.
Ακόμα καί εξακόσια χρόνια μετά (1916), όπως αναφέρει ο Χρύσανθος ο επίσκοπος Τραπεζούντας, όταν μπήκαν τά τσαρικά στρατεύματα
στήν πόλη, παρουσιάστηκαν μπροστά του δημογέροντες από μουσουλμανικά χωριά, έχοντας μαζί τους Ευαγγέλια καί άμφια τού 18ου
αιώνα, καί τού ζήτησαν νά τούς βαπτίσει ομαδικά. Ο Χρύσανθος τούς υπολόγισε σέ διακόσιες χιλιάδες ψυχές.
Ο σοφός ιεράρχης επειδή γνώριζε τήν
μοίρα τού Πόντου καί τήν εγκληματική πολιτική τών Μεγάλων Δυνάμεων, αρνήθηκε
ευγενικά, γιά νά τούς προστατεύσει από τήν εκδικητική μανία τών Νεότουρκων, όταν οι τελευταίοι θά επέστρεφαν στόν Πόντο.
Ενα άλλο μαρτύριο τής σκλαβωμένης Ρωμιοσύνης, τό οποίο οδήγησε σέ περαιτέρω φθορά της ήταν τό παιδομάζωμα (Devsirme), δηλαδή ο βίαιος εξισλαμισμός ανήλικων χριστιανών καί η στρατολόγησή τους γιά τήν επάνδρωση της προσωπικής φρουράς τού σουλτάνου. Ο Μουράτ Α' τό 1362, ήταν αυτός πού καθιέρωσε τήν στρατολόγηση χριστιανοπαίδων καί τήν μετατροπή τους σέ φανατικούς πολεμιστές, τούς περίφημους γενίτσαρους οι οποίοι πάντα αρίστευαν στούς πολέμους εναντίον της πίστεως τών γονέων τους. Διασώζεται φιρμάνι τού 1666 πρός αξιωματικούς οι οποίοι θά διενεργούσαν στρατολογία Ελληνοπαίδων καί στό οποίο περιγράφεται η όλη διαδικασία:
Ενα άλλο μαρτύριο τής σκλαβωμένης Ρωμιοσύνης, τό οποίο οδήγησε σέ περαιτέρω φθορά της ήταν τό παιδομάζωμα (Devsirme), δηλαδή ο βίαιος εξισλαμισμός ανήλικων χριστιανών καί η στρατολόγησή τους γιά τήν επάνδρωση της προσωπικής φρουράς τού σουλτάνου. Ο Μουράτ Α' τό 1362, ήταν αυτός πού καθιέρωσε τήν στρατολόγηση χριστιανοπαίδων καί τήν μετατροπή τους σέ φανατικούς πολεμιστές, τούς περίφημους γενίτσαρους οι οποίοι πάντα αρίστευαν στούς πολέμους εναντίον της πίστεως τών γονέων τους. Διασώζεται φιρμάνι τού 1666 πρός αξιωματικούς οι οποίοι θά διενεργούσαν στρατολογία Ελληνοπαίδων καί στό οποίο περιγράφεται η όλη διαδικασία:
"Αμα τη αφίξει τού παρόντος αυτοκρατορικού φιρμανίου Μου έστω γνωστόν ότι κατά τάς ισχύουσας παλαιάς διατάξεις επιβάλλεται η στρατολογία τών εν ταις αυτοκρατορικαίς χώραις Μου κατοικούντων ραγιάδων διά τάς ανάγκας της αυτοκρατορικής Μου φρουράς. Δέον νά στρατολογήσετε έν τέκνον εκάστου πολυτέκνου απίστου ραγιά, άγον ηλικίαν από δεκαπέντε μέχρις είκοσι ετών καί ικανόν δι'υπηρεσίαν. Από έκαστον στρατολογούμενον χωρίον νά λάβητε όσα χρήματα απαιτούνται διά τόν ιματισμόν τών στρατολογηθέντων μέ ερυθρά τσόχαν καί διά τό ξύρισμα αυτών..... Νά προσέχης νά μή διαφύγουν ούτοι καθ'οδόν ή εις τούς σταθμούς. Επειδή η υπόθεσις τού παιδομαζώματος είναι εκ τών σπουδαιοτέρων τού κράτους, επιθυμώ νά στρατολογοσήσης ρωμαλέους καί άξιους νέους.... Σύ δέ, απεσταλμένε, εάν περιέλθη εις γνώσιν Μου ότι έλαβες από τούς ραγιάδες ή μή πλείονα τών αναγκαίων, θέλεις τιμωρηθή ανοικτιρμόνως πρός παραδειγματισμό καί τών λοιπών."
Τά εξισλαμισμένα Ελληνόπουλα πού προορίζονταν γιά στρατιωτική υπηρεσία ονομάζονταν ατζέμ ογλάν καί στέλνονταν αρχικά νά
εργασθούν σέ τιμαριούχους της Μικράς Ασίας. Αυτοί ανελάμβαναν τήν ευθύνη γιά τή ζωή τους καί έμεναν στά τιμάρια όσο καιρό
εθεωρείτο αναγκαίο γιά τήν προσαρμογή τους στό νέο περιβάλλον καί ειδικά στή μύησή τους στή νέα θρησκεία. Αργότερα κατέληγαν
στό επίλεκτο σώμα τών γενιτσάρων, όπου τύγχαναν σκληρής καί εξαντλητικής εκπαίδευσης από τούς παλαιούς γενίτσαρους. Όπως
είναι φυσικό η αρπαγή τών παιδιών τους προκαλούσε οδύνη καί πόνο στούς ταλαίπωρους υπόδουλους πληθυσμούς. Τό παρακάτω
ηπειρώτικο τραγούδι αποτελεί μία ακόμα μαρτυρία:
"Ανάθεμά σε, βασιλιά καί τρίς ανάθεμά σε, μέ τό κακό οπόκαμες, καί τό κακό πού κάνεις. Στέλνεις, δένεις τούς γέροντες, τούς πρώτους τούς παπάδες νά μάσης παιδομάζωμα, νά κάμης γενιτσάρους. Κλαίν' οι γοναίοι τά παιδιά, κ' οι αδελφές τ' αδέλφια, κλαίγω κ'εγώ καί καίγομαι καί όσο ζώ θά κλαίγω. Πέρσι πήραν τόν γιόκα μου, φέτο τόν αδελφό μου."
Σήμερα μέ τήν ισχυρή προπαγάνδα τών Τούρκων καί τήν δουλική υπακοή τού ελληνικού κράτους, τά δεινά της Τουρκοκρατίας
θέλουν νά τά διαγράψουν από τά σχολικά βιβλία καί φυσικά καί από τή μνήμη μας, γιά νά μας πείσουν ότι η παγκοσμιοποίηση
είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος διαβίωσης τών σύγχρονων ανθρώπων. Οι αυτούσιες μαρτυρίες εκείνης της εποχής είναι η καλύτερη
απόδειξη γιά νά διαπιστώσουμε τή ζωή πού έκαναν οι πρόγονοί μας κάτω από τό καθεστώς της τότε παγκοσμιοποίησης πού είχε
επιβάλλει τό πανίσχυρο Οθωμανικό καθεστώς. Παραθέτω επιστολή κατοίκων της Μικράς Ασίας μέ ημερομηνία 20 Ιουνίου 1456,
πού απευθύνεται πρός τόν μεγάλο μάγιστρο τών ιπποτών της Ρόδου:
"Ημείς οι πτωχοί οι δούλι σας οι χριστιανοί οι ένπρεπει άνθρωποι, όπου ήκεβαν εις τήν Τουρκίαν, έχωμεν αγανάκτηση από τόν Τούρκον, καί πέρνουν τά παιδία μας, καί κάμνουν τα μουσουλμάνους, καί διά τούτο παρακαλούμε τήν αυθεντία σας νά βάλεται βουλήν, καί στείλει ο αγιώτατος ο πάπας τά κάτεργά του, νά μας σικόσεται απεδώ μέ τάς γυναίκας μας καί τά παιδιά μας, ότι έχομεν μεγάλη αγανάκτησιν από τόν Τούρκον, ότι νά μήν χάσομεν τά παιδιά μας, νά έλθομεν εις τόν τόπον σας, νά ζήσομεν καί νά αποθάνομεν ως υποτακτικοί τής αυθεντίας σας..."
Εποικισμοί καί Μεταναστεύσεις
Ενα χαρακτηριστικό της επεκτατικής πολιτικής τού οθωμανικού κράτους, τό οποίο εφαρμόστηκε άριστα από τήν στιγμή της ίδρυσης
του, ήταν οι μαζικές μετακινήσεις τουρκικών πληθυσμών στά νέα εδάφη, οι λεγόμενοι εποικισμοί.
(Κρίνοντας από τήν εποίκιση της Κύπρου καί τήν συντήρηση μέ επιδοτήσεις τού μουσουλμανικού στοιχείου της Δυτικής Θράκης
διαπιστώνουμε τήν πιστή τήρηση της πολιτικής τού τουρκικού επεκτατισμού εδώ καί δέκα αιώνες).
Η εγκατάσταση οθωμανών εποίκων ανάμεσα σέ αλλόθρησκους εγγυόταν τήν αποτελεσματική εποπτεία τών επισφαλών κτήσεων.
Η Μικρά Ασία εποικήθηκε σταδιακά από τόν 12ο αιώνα, ενώ τό 1354 επωφελούμενοι οι Τούρκοι από καταστρεπτικό σεισμό στήν
Καλλίπολι τού Ελλησπόντου, εποίκησαν τήν συγκεκριμένη πόλη, βάζοντας πόδι γιά πρώτη φορά σέ ευρωπαϊκό έδαφος.
Οι εποικισμοί συνεχίζονταν καθ'όλη τήν διάρκεια της τουρκοκρατίας, κυρίως στή Θράκη, στή Μακεδονία καί στή Θεσσαλία.
Ο Γάλλος πρόξενος στή Θεσσαλονίκη Beaujour (18ος αιώνας) αναφέρει ότι η εγκατάσταση τών Γιουρούκων σκοπό είχε νά συγκρατούνται
οι νικημένοι αλλά όχι υποταγμένοι Ελληνες καί στό παραμικρό άκουσμα ανταρσίας οι Γιουρούκοι Τάταροι οπλίζονταν γιά νά
επιβάλλουν τήν τάξη στά ελληνικά χωριά.
Η οθωμανική κυριαρχία στούς υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς είχε ως άμεση συνέπεια τή μαζική φυγή πρός ασφαλείς περιοχές, όπως θεωρούνταν οι βενετοκρατούμενες χώρες, η νότια Ιταλία, οι παραδουνάβιες περιοχές, η Ρωσσία αλλά καί οι ορεινές καί δυσπρόσιτες περιοχές τού ελλαδικού χώρου. H μετανάστευση τών λόγιων Ελλήνων είχε ως αποτέλεσμα νά ωφεληθούν κυρίως οι χώρες της Δύσης καί νά βουτηχτούν στήν αμάθεια οι υπόδουλοι Ρωμιοί. Κυριότεροι διανοούμενοι πού εγκατέλειψαν τά πατρώα εδάφη ήταν ο Βησσαρίων, ο Ισίδωρος, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Λέων Πιλάτος, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, ο Μάρκος Μουσούρος καί πολλοί άλλοι. Ο Πιλάτος υπήρξε δάσκαλος τού Βοκκάκιου καί τού Πετράρχη, ο Χρυσολωράς εδίδαξε ελληνική φιλολογία στην Φλωρεντία, ο Μακεδόνας Θεόδωρος Γαζής ανεδείχθη πρώτος πρύτανις τού πανεπιστημίου της Φερράρα, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος δίδαξε στήν Βενετία, όπου ανακηρύχθηκε από τήν σύγκλητο πολίτης της Γαληνοτάτης. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος δίδαξε στήν Φλωρεντία φιλοσοφία καί τιμήθηκε από τόν ηγεμόνα Κοσμά τόν Μέδικο. Ο Αθηναίος Δημήτριος Χαλκοκονδύλης δίδαξε στό Μεδιολάνο καί ο εκ Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Κάλλιστος δίδαξε στή Ρώμη Αριστοτέλη, Ομηρο καί Δημοσθένη. Στό Παρίσι δίδαξε ο Λακεδαιμόνιος Γεώργιος Χαριτώνυμος καί στό πανεπιστήμιο της Μεσσήνης ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις. Ο πιό επιφανής όλων ήταν δίχως άλλο ο Βησσαρίων, ο οποίος αν καί έγινε καθολικός δέν έχασε ποτέ τήν αγάπη του γιά τήν πατρίδα του καί αγωνίσθηκε σέ όλη τή διάρκεια της ζωής του νά οργανώση πανευρωπαϊκή σταυροφορία εναντίον τών οθωμανών κατακτητών. Ανέβηκε πολύ υψηλά στήν ιεραρχία της Λατινικής Εκκλησίας καί απέτυχε στήν εκλογή του ως πάπας λόγω τής ελληνικής του καταγωγής. Πέθανε στή Ραβέννα τό 1472 καί τό σώμα του ετάφη μέ μεγάλες τιμές στήν εκκλησία τών Αγίων Αποστόλων στή Ρώμη. Γιά νά διαπιστώσουμε τόν τρόπο σκέψης καί τό ύφος τών ανθρώπων εκείνων παραθέτω τμήμα του λόγου πού εξεφώνησε ο Ιανός Λάσκαρις, όταν τό 1525, εστάλει από τόν πάπα Κλήμη Ζ' πρός τόν αυτοκράτορα της Γερμανίας Κάρολο Ε', γιά νά τόν πείσει νά εκστρατεύσει κατά τών απίστων:
Η οθωμανική κυριαρχία στούς υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς είχε ως άμεση συνέπεια τή μαζική φυγή πρός ασφαλείς περιοχές, όπως θεωρούνταν οι βενετοκρατούμενες χώρες, η νότια Ιταλία, οι παραδουνάβιες περιοχές, η Ρωσσία αλλά καί οι ορεινές καί δυσπρόσιτες περιοχές τού ελλαδικού χώρου. H μετανάστευση τών λόγιων Ελλήνων είχε ως αποτέλεσμα νά ωφεληθούν κυρίως οι χώρες της Δύσης καί νά βουτηχτούν στήν αμάθεια οι υπόδουλοι Ρωμιοί. Κυριότεροι διανοούμενοι πού εγκατέλειψαν τά πατρώα εδάφη ήταν ο Βησσαρίων, ο Ισίδωρος, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Λέων Πιλάτος, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, ο Μάρκος Μουσούρος καί πολλοί άλλοι. Ο Πιλάτος υπήρξε δάσκαλος τού Βοκκάκιου καί τού Πετράρχη, ο Χρυσολωράς εδίδαξε ελληνική φιλολογία στην Φλωρεντία, ο Μακεδόνας Θεόδωρος Γαζής ανεδείχθη πρώτος πρύτανις τού πανεπιστημίου της Φερράρα, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος δίδαξε στήν Βενετία, όπου ανακηρύχθηκε από τήν σύγκλητο πολίτης της Γαληνοτάτης. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος δίδαξε στήν Φλωρεντία φιλοσοφία καί τιμήθηκε από τόν ηγεμόνα Κοσμά τόν Μέδικο. Ο Αθηναίος Δημήτριος Χαλκοκονδύλης δίδαξε στό Μεδιολάνο καί ο εκ Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Κάλλιστος δίδαξε στή Ρώμη Αριστοτέλη, Ομηρο καί Δημοσθένη. Στό Παρίσι δίδαξε ο Λακεδαιμόνιος Γεώργιος Χαριτώνυμος καί στό πανεπιστήμιο της Μεσσήνης ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις. Ο πιό επιφανής όλων ήταν δίχως άλλο ο Βησσαρίων, ο οποίος αν καί έγινε καθολικός δέν έχασε ποτέ τήν αγάπη του γιά τήν πατρίδα του καί αγωνίσθηκε σέ όλη τή διάρκεια της ζωής του νά οργανώση πανευρωπαϊκή σταυροφορία εναντίον τών οθωμανών κατακτητών. Ανέβηκε πολύ υψηλά στήν ιεραρχία της Λατινικής Εκκλησίας καί απέτυχε στήν εκλογή του ως πάπας λόγω τής ελληνικής του καταγωγής. Πέθανε στή Ραβέννα τό 1472 καί τό σώμα του ετάφη μέ μεγάλες τιμές στήν εκκλησία τών Αγίων Αποστόλων στή Ρώμη. Γιά νά διαπιστώσουμε τόν τρόπο σκέψης καί τό ύφος τών ανθρώπων εκείνων παραθέτω τμήμα του λόγου πού εξεφώνησε ο Ιανός Λάσκαρις, όταν τό 1525, εστάλει από τόν πάπα Κλήμη Ζ' πρός τόν αυτοκράτορα της Γερμανίας Κάρολο Ε', γιά νά τόν πείσει νά εκστρατεύσει κατά τών απίστων:
"Προχθές επαρουσίασα εις τήν υμετέραν Μεγαλειότητα τό διάταγμα της Αυτού Αγιότητος τού πάπα διά τήν κατά τών απίστων επιχείρησιν, της τόσον δικαίας καί εντίμου, ωφελίμου καί αναγκαίας τη χριστιανική πίστη, εις τιμήν τού Θεού....
Ενεκα της προβεβηκυίας ηλικίας μου αρξάμενος νά έχω γνώσιν τινα τών πραγμάτων τού κόσμου, διότι διώχθην υπό τών απίστων εκ της πατρίδος μου αείποτε εσκέφθην εάν ήτο τρόπος νά επανέλθω εν αυτή ελευθέρα. Αλλά επειδή η οθωμανική φυλή διαδοχικώς ακμάζει καί καταλαμβάνει τας ομορούσας επαρχίας της Χριστιανοσύνης, ένεκα τών διχογνωμιών καί συνεχών διενέξεων τών χριστιανών ηγεμόνων, έλαβον υπόψιν, ότι επειδή τόσαι μεγάλαι καταστροφαί χριστιανικών λαών ακαταπαύστως γίνονται, ίσως τίς ή τινές εξ αυτών ήθελον παρατηρήσει τό τόσον μέγα κακόν καί ασχοληθή πρός θεραπείαν αυτού...
Ότι δέ είπον τη υμετέρα Υψηλότητι τό λέγω ου μόνον εν ονόματι του αποστέλλοντός με, αλλά καί εξ ονόματος της αρχαίας Ελλάδος, ίνα λάβητε περί αυτής έλεος. Λέγων δέ αρχαίαν Ελλάδα εννοώ, ότι λαλώ περί τών μεγάλων ανδρών τούς οποίους παρήγαγε, καί οίτινες εξωκείωσαν καί καθωράϊσαν τόν κόσμο μετά πάσης αρετής καί σοφίας. Τοιούτοι είνε οι ήρωες Ηρακλής, Θησεύς, Ιάσων καί άλλοι όμοιοι αυτοίς, οι μεγάλοι στρατηγού καί πολίται Θεμιστοκλής, Αριστείδης, Επαμινώνδας, οι βασιλείς Αγησίλαος, Φίλιππος καί Αλέξανδρος, οι πρώτοι συγγραφείς της ανθρωπινου επιστήμης, ποιηταί καί ιστορικοί Ομηρος, Πίνδαρος, Ησίοδος, Ξενοφών, Θουκιδίδης, Πλούταρχος, οι ερευνητές της φύσεως καί ερμηνευταί τών θείων καί ανθρωπίνων Πλάτων, Αριστοτέλης, οι μαθηματικοί καί γεωγράφοι Ιππαρχος, Στράβων, Πτολεμαίος, οι περί υγείας συγγραφείς Ιπποκράτης καί Γαληνός, ο χορός τών θεολόγων, ο μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ιωάννης Χρυσόστομος καί πλήθος άλλων διαπρεψάντων εν πάσι τοις κλάδοις καί ταίς επιστήμαις. Οι Ελληνες εισήγαγον αυτάς διδάξαντες καί τά άλλα έθνη, Ιταλούς, Γερμανούς, Ισπανούς, Γάλλους καί άλλους....."
Κίνηση πρός τίς ορεινές καί απόμακρες περιοχές της υπαίθρου σημειώθηκε
καθ'όλη τήν διάρκεια της τουρκοκρατίας, γενονός πού εξηγεί γιατί πολλά
χωριά τών περιοχών αυτών είναι σκαρφαλωμένα ψηλά, μακρυά από κεντρικές
οδικές αρτηρίες. Τά Αγραφα γιά παράδειγμα έμειναν
ουσιαστικά αδούλωτα όπως καί τά βουνά του Πόντου. Ασφαλές καταφύγιο απετέλεσε καί ο Ταΰγετος όπου κατέφυγαν
εκτός από τούς Ελληνες, Αρβανιτόβλαχοι καί Σλάβοι, ενώ η άγονη Μάνη μέ τούς φτωχούς φυσικούς πόρους διατήρησε μία
σχετική αυτονομία.
Οι κάτοικοι της Ηπείρου, της Στερεάς καί του Μοριά έφευγαν ομαδικά πρός τά βενετοκρατούμενα νησιά του Ιονίου, πρός τό
Ναύπλιο, τή Μονεμβασιά, τή Μεθώνη καί τήν Κορώνη. Γράφει χαρακτηριστικά ο μητροπολίτης Μονεμβασίας Δωρόθεος:
"Ο αφέντης του τόπου ο Βενετζιάνος έδωκεν ευεργεσίας καί χαρίσματα πολλά τών Χριστιανών, όπου ήρχουνταν από έξω καί εκατοικούσαν μέσα εις τό Ανάπλι. Καί έδωκεν καί ταύτην τήν χάριν, ότι όποιος ήλθεν από έξω καί εκατοίκησεν εις τό Ανάπλι καί κάμει επτά χρόνους, νά λέγεται τζιταδίνος, ήγουν εντόπιος. Καί ωσάν εκυρίευσεν ο Τούρκος τόν Μωρέαν, άφηκαν οι Χριστιανοί από τά κάστρη καί από τάς χώρας τά οσπήτιά τους, καί ταίς ευημερίαις τους, καί ήρχουνταν φαμελικώς καί έμπαιναν μέσα εις τό Ανάπλι, διά νά λείψουν από τά πάθη τών Τούρκων."
Οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας μετακινήθηκαν πρός τήν Γεωργία καί τόν Καύκασο, οι κάτοικοι της Μακεδονίας
καί της Ηπείρου μετανάστευσαν πρός τή Βλαχία καί τή Μολδαβία όπου ιδρύθηκαν Ορθόδοξα μοναστήρια μέ στενές σχέσεις μέ
τό Πατριαρχείο. Αλλά καί οι πόλεις της Ρωσσίας Οδησσός, Κίεβο, Μόσχα καθώς καί η χερσόνησος της Κριμαίας
δέχτηκαν πολλούς πρόσφυγες. Τό 1472 η Σοφία Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου παντρεύτηκε τό μέγα δούκα της Ρωσσίας,
ενώ τή συνόδευσαν στή νέα τους πατρίδα ο Ιωάννης Ράλλης, Θεόδωρος Λάσκαρις, Δημήτριος Ταρχανιώτης καί άλλοι.
Εκείνες οι περιοχές όμως πού έλαβαν τό μεγαλύτερο όγκο τών προσφύγων ήταν αυτές της Ιταλίας. Η Αννα Νοταρά, κόρη του Λουκά Νοταρά, οργάνωσε τήν ελληνική παροικία στή Βενετία, η οποία αριθμούσε περίπου 5000 άτομα. Μετά από αγώνα εκατό ετών καί παρά τά εμπόδια τών καρδιναλίων καί του πάπα, κατάφεραν οι Ελληνες της Βενετίας, τό 1573, νά ιδρύσουν τόν ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου, γιά νά τελούν τά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Η Κάτω Ιταλία μέ τούς πολλούς Έλληνες κατοίκους από τά αρχαία καί βυζαντινά χρόνια, αποικίστηκε από πολυάριθμους Ρωμιούς, αλλά καί Αλβανούς οι οποίοι έντρομοι μετά τόν θάνατο του Καστριώτη εγκατέλειπαν τήν Αλβανία. Οι επαρχίες της Απουλίας καί της Καλαβρίας είχαν πάνω από διακόσια ορθόδοξα μοναστήρια τόν 15ο αιώνα. Στή Μεσσήνη, τή Νεάπολη (Napoli), τό Ρήγιο, τό Βρινδήσιον (Brindisi), τή Βάρι (Bari), τήν Kαλλίπολι (Gallipoli), τήν Πάνορμο (Palermo), τόν Τάραντα καί σέ πολλά χωριά οι εκατοντάδες ορθόδοξες εκκλησίες, διατηρούσαν τήν βυζαντινή παράδοση καί τήν ελληνική γλώσσα. Παράλληλα όμως τελούσαν υπό στενή πολιορκία από τήν παπική Εκκλησία, η οποία κατόρθωσε γύρω στόν 18ο αιώνα νά εξαφανίσει τήν πλειονότητα τών ορθόδοξων ιερέων, νά τούς αντικαταστήσει μέ καθολικούς μέ συνέπεια τόν μαρασμό του ελληνικού στοιχείου. Αναφέρει ο μοναχός Pietro Mennitti "σήμερα στά μοναστήρια τών ιταλικών επαρχιών δέν υπάρχει ούτε ένας μοναχός πού νά ανήκει στό ελληνικό έθνος, γιατί όλοι είναι Ιταλοί καί τελούν τήν λειτουργία μέ τό λατινικό πρότυπο."
Εκείνες οι περιοχές όμως πού έλαβαν τό μεγαλύτερο όγκο τών προσφύγων ήταν αυτές της Ιταλίας. Η Αννα Νοταρά, κόρη του Λουκά Νοταρά, οργάνωσε τήν ελληνική παροικία στή Βενετία, η οποία αριθμούσε περίπου 5000 άτομα. Μετά από αγώνα εκατό ετών καί παρά τά εμπόδια τών καρδιναλίων καί του πάπα, κατάφεραν οι Ελληνες της Βενετίας, τό 1573, νά ιδρύσουν τόν ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου, γιά νά τελούν τά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Η Κάτω Ιταλία μέ τούς πολλούς Έλληνες κατοίκους από τά αρχαία καί βυζαντινά χρόνια, αποικίστηκε από πολυάριθμους Ρωμιούς, αλλά καί Αλβανούς οι οποίοι έντρομοι μετά τόν θάνατο του Καστριώτη εγκατέλειπαν τήν Αλβανία. Οι επαρχίες της Απουλίας καί της Καλαβρίας είχαν πάνω από διακόσια ορθόδοξα μοναστήρια τόν 15ο αιώνα. Στή Μεσσήνη, τή Νεάπολη (Napoli), τό Ρήγιο, τό Βρινδήσιον (Brindisi), τή Βάρι (Bari), τήν Kαλλίπολι (Gallipoli), τήν Πάνορμο (Palermo), τόν Τάραντα καί σέ πολλά χωριά οι εκατοντάδες ορθόδοξες εκκλησίες, διατηρούσαν τήν βυζαντινή παράδοση καί τήν ελληνική γλώσσα. Παράλληλα όμως τελούσαν υπό στενή πολιορκία από τήν παπική Εκκλησία, η οποία κατόρθωσε γύρω στόν 18ο αιώνα νά εξαφανίσει τήν πλειονότητα τών ορθόδοξων ιερέων, νά τούς αντικαταστήσει μέ καθολικούς μέ συνέπεια τόν μαρασμό του ελληνικού στοιχείου. Αναφέρει ο μοναχός Pietro Mennitti "σήμερα στά μοναστήρια τών ιταλικών επαρχιών δέν υπάρχει ούτε ένας μοναχός πού νά ανήκει στό ελληνικό έθνος, γιατί όλοι είναι Ιταλοί καί τελούν τήν λειτουργία μέ τό λατινικό πρότυπο."
Πειρατεία
Η πειρατεία, φαινόμενο πανάρχαιο στή Μεσόγειο, παρουσιάζει ιδιαίτερη έξαρση τούς πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας καί
εξελίσσεται σέ αληθινή μάστιγα γιά τούς κατοίκους τών νησιών καί τών παράκτιων περιοχών. Η αδυναμία της κεντρικής
διοίκησης νά διατηρήσει τόν έλεγχο αποτέλεσε μία αιτία της συστηματοποίησης καί της οργάνωσης της πειρατείας. Οι χώρες της
βορείου Αφρικής, όπως τό Αλγέρι, τό Μαρόκο καί η Τυνησία εξαρτώνταν οικονομικά από τούς πειρατές, οι ηγεμόνες τών
οποίων αρίστευσαν στή διοίκηση, στή διπλωματία καί στή στρατιωτική τέχνη. Ετσι στή Μεσόγειο είχαμε μία κατάσταση ακήρυκτου
πολέμου πού επέτρεπε στούς ικανούς καί αδίστακτους θαλασσομάχους νά πλουτίζουν εις βάρος τών εμπορικών πλοίων καί της
οικονομίας τών παραλιακών καί τών νησιωτικών πόλεων. Οι Κυκλαδίτες ιδιαίτερα υπέφεραν από αυτή τή μάστιγα, οπότε μπορούμε
νά θεωρήσουμε ότι τά νησιά τών Κυκλάδων έζησαν τήν περίοδο της τουρκοκρατίας κάτω από τριπλή κυριαρχία: Τούρκων, Λατίνων καί
πειρατών.
Τό 1457 Τούρκοι κουρσάροι από τό εμιράτο του Μεντεσέ (Αλικαρνασσός), κατέστρεψαν τελείως τή Νίσυρο καί τήν Κάλυμνο ενώ το 1512 αναφέρεται ότι τά Αντικύθηρα ήταν ερημωμένα από κατοίκους καί είχαν γίνει κρησφύγετο πειρατών. Ο πιό ξακουστός όλων ήταν ο Χαϊρεντίν (Αρης) Μπαρμπαρόσσα, Ρωμιός από τή Λέσβο, ο οποίος επικράτησε στή Μεσόγειο καί στό Αιγαίο τόν 16ο αιώνα, σπείροντας τόν τρόμο στούς νησιώτες κατοίκους. Κατόπιν έσπευσε στήν υπηρεσία του σουλτάνου καί αυτός του απένειμε τόν τίτλο του καπουδάν πασά καί τόν ονόμασε κυρίαρχο τών θαλασσών. Η δράση του μετέτρεψε τόν οθωμανικό στόλο σέ κυρίαρχη δύναμη στή Μεσόγειο, παραγκωνίζοντας Βενετούς, Ισπανούς καί Γάλλους. Η εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας σέ συνδυασμό μέ τήν δραστηριότητα τών πειρατικών στόλων, οδήγησε στήν ερήμωση περιοχών καί τήν εξόντωση πληθυσμών όχι μόνο εξαιτίας τών σφαγών αλλά καί λόγω του εξανδραποδισμού κυρίως τών νεαρών χριστιανών. Συνήθως μετά από κατάκτηση κάποιας πόλης σφάζονταν οι άντρες καί αιχμαλωτίζονταν οι γυναίκες καί τά παιδιά, γιά νά πουληθουν σάν σκλάβοι. Διασώζεται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού περιγραφή της άλωσης της Μεθώνης στίς 10 Αυγούστου 1500 από τόν σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ πού είχε διαδεχτεί τόν Μωάμεθ τόν κατακτητή:
Τό 1457 Τούρκοι κουρσάροι από τό εμιράτο του Μεντεσέ (Αλικαρνασσός), κατέστρεψαν τελείως τή Νίσυρο καί τήν Κάλυμνο ενώ το 1512 αναφέρεται ότι τά Αντικύθηρα ήταν ερημωμένα από κατοίκους καί είχαν γίνει κρησφύγετο πειρατών. Ο πιό ξακουστός όλων ήταν ο Χαϊρεντίν (Αρης) Μπαρμπαρόσσα, Ρωμιός από τή Λέσβο, ο οποίος επικράτησε στή Μεσόγειο καί στό Αιγαίο τόν 16ο αιώνα, σπείροντας τόν τρόμο στούς νησιώτες κατοίκους. Κατόπιν έσπευσε στήν υπηρεσία του σουλτάνου καί αυτός του απένειμε τόν τίτλο του καπουδάν πασά καί τόν ονόμασε κυρίαρχο τών θαλασσών. Η δράση του μετέτρεψε τόν οθωμανικό στόλο σέ κυρίαρχη δύναμη στή Μεσόγειο, παραγκωνίζοντας Βενετούς, Ισπανούς καί Γάλλους. Η εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας σέ συνδυασμό μέ τήν δραστηριότητα τών πειρατικών στόλων, οδήγησε στήν ερήμωση περιοχών καί τήν εξόντωση πληθυσμών όχι μόνο εξαιτίας τών σφαγών αλλά καί λόγω του εξανδραποδισμού κυρίως τών νεαρών χριστιανών. Συνήθως μετά από κατάκτηση κάποιας πόλης σφάζονταν οι άντρες καί αιχμαλωτίζονταν οι γυναίκες καί τά παιδιά, γιά νά πουληθουν σάν σκλάβοι. Διασώζεται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού περιγραφή της άλωσης της Μεθώνης στίς 10 Αυγούστου 1500 από τόν σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ πού είχε διαδεχτεί τόν Μωάμεθ τόν κατακτητή:
"Καί εκεί οπού επηγαίναν εσυναπαντήθησαν μέ τό πλήθος τών Τούρκων, καί τούς ετζάκισανε, καί αρπάζανε παιδιά, γυναίκες καί τούς ελεεινούς Μεθωναίους εκόφτανε, καί άλλους εδένανε, καί τούς εδένασι ωσάν πρόβατα, καί τούς εσύρνασι... Καί τότε εμπήκε μέσα καί ο σουλτάν Μπαγιαζήτης καί εμπήκε καί επροσκύνησε μέσα εις τήν φραγκοκκλησίαν, τήν οποία τήν έκαμε σμαΐδι, έως τήν σήμερον. Καί εκατακόψανε τούς ελεεινούς χριστιανούς. Καί από εκεί, ωσάν επροσκύνησε ο Μπαγιαζήτης, εδιάβη εις τό αφεντικό παλάτι καί εκάθησε μετά μεγάλη δόξας καί παρρησίας. Καί όσους Μεθωναίους επιάσανε ζωντανούς, ώρισε καί τούς ηφέρανε ομπρός του, μικρούς μεγάλους. Καί ώρισε ότι από δέκα χρονών καί απάνω νά τούς κόψουν όλους καί ούτως έγινε. Καί εμαζώξαν τά κεφάλια τους καί τά εκτίσανε καί έκαμαν έναν πύργο μεγάλον όξω από τό κάστρο, ο οποίος φαίνεται εις τήν σήμερον."
Τούς σκλάβους τούς μεταφέρανε σέ σκλαβοπάζαρα της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Βορείου Αφρικής καί αλλού. Ο Γάλλος ευγενής
Φίλιππος du Fresne τό 1573, στήν περιγραφή του γιά τό σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης αναφέρει ότι αυτός πού θέλει νά
αγοράσει μία σκλάβα ανασηκώνει τό βέλο πού σκεπάζει τό πρόσωπό της, τή φτύνει στό πρόσωπο γιά νά καταλάβει αν είναι βαμμένη
ή όχι, τήν κοιτάει στό στόμα γιά νά δεί αν είναι γερά τά δόντια της καί αν τή βρεί γερή καί ρωμαλέα αρχίζει τό παζάρι μέ τό
αφεντικό της. Ο επίσης Γάλλος ερευνητής Pierre Dan μαρτυρεί ότι τό 1637 υπήρχαν 25000 αιχμάλωτοι χριστιανοί στό Αλγέρι.
Αξιολύπητη ήταν η ζωή τών σκλάβων πού δούλευαν ως κωπηλάτες στά κάτεργα. Γυμνοί από τή μέση καί πάνω, οι "κατεργάρηδες"
καθόνταν αλυσοδεμένοι στόν πάγκο τους καί κωπηλατούσαν όλη μέρα, έχοντας σάν τροφή τους ένα ξεροκόμματο. Οποιος σταματούσε
γεύονταν τό μαστίγιο στήν πλάτη του, ενώ μέ τό αίμα του αργότερα τρέφονταν διάφορα ζωύφια. Σώζεται επιστολή
σκλάβου Ναξιώτη πρός τή γυναίκα του (17ος αιώνας):
"... εκάμαμε τριανταπέντε μέρες μές στή γαλιότα. Καθημερινώς κλωτσιές, ξυλιές, πεινασμένοι καί δέν μας ήδωνε παρά ένα κομμάτι παξιμάδι τό ταχύ, μουχλιασμένο πού δέν τό έτρωγε ο χοίρος καί μιά τάσα νερό βρωμισμένο καί άλλο τόσο τό βράδυ. Καί νύχτα μέρα κουβαριασμένοι από κάτω στή φιργάδα πού μάγκου δέ μπορούσαμε νά ξαπλώσουμε τό ποδάρι μιά πιθαμή καί από κάτω λάμες τά σίδερα καί κουπιά καί οι ψείρες πού μέ φάγασι ζωντανό... Ωχου καί αλίμονο αγάπη μου, ώχου μωρουδάκια μου, ώχου γλυκύτατά μου, ω φώς τών εματιών μου καί πως σας αποχωρίστηκα...."
Οργάνωση του Γένους - Εκκλησία
Τό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,
o ισχυρότερος, μετά τή βασιλεία, θεσμός του Βυζαντίου, διαδραμάτισε εξίσου ισχυρό ρόλο κατά τήν περίοδο της τουρκοκρατίας
αφού ήταν τό κύριο πνευματικό καί διοικητικό κέντρο του υπόδουλου Ελληνισμού. Η ηγετική αυτή θέση θεμελιώθηκε από τόν ίδιο τόν
Μεχμέτ τόν κατακτητή αμέσως μετά τήν άλωση, όταν κάλεσε τόν ανθενωτικό Γεννάδιο Σχολάριο
νά αναλάβει τό αξίωμα του
Πατριάρχη.
Ο σουλτάνος τόν ανεγνώρισε ως ηγέτη τών ορθοδόξων καί μαζί μέ τό αξίωμα,
τού παραχώρησε τά λεγόμενα προνόμια, πού απετέλεσαν από
τότε τή νομική βάση της υπάρξεως του οικουμενικού πατριαρχείου καί τό
νομικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας, αλλά καί τών ευθυνών
του, απέναντι στήν Πύλη.
Ειδικότερα, ο πατριάρχης εκλεγόταν από σύνοδο αρχιερέων, διόριζε, έπαυε
καί τιμωρούσε τούς κληρικούς, ασκούσε πνευματική καί
διοικητική εποπτεία σέ όλα τά υπάρχοντα θρησκευτικά ιδρύματα - χωρίς νά
έχει δικαίωμα γιά ίδρυση καινούργιων - καί εκδίκαζε τίς
αστικές υποθέσεις τών ορθοδόξων σχετικές μέ γάμους, κληρονομιές καί
λοιπές αστικές διαφορές.
Η λύση του Μωάμεθ ήταν σύμφωνη μέ τήν τακτική τών μουσουλμάνων ηγετών έναντι τών λαών της Βίβλου, ότι η θρησκεία τους ήταν ανεκτή καί μπορούσαν σχετικά νά αυτοδιοικούνται, εφόσον δέν πρόβαλλαν αντίσταση καί πλήρωναν τό χαράτσι. Καί βέβαια ο Μωάμεθ ο κατακτητής ουδέποτε θέλησε τόν ολοκληρωτικό εξισλαμισμό τών χριστιανών αφού τούς χρειαζόταν σάν εργάτες, τεχνίτες, αγρότες καί ιδιαιτέρως σάν φορολογούμενους γιά νά συντηρούν τόν τεράστιο μωαμεθανικό στρατό. Δέν πρέπει νά λησμονούμε ότι εκείνη τήν εποχή η διάκριση τών λαών γινόταν μέ βάση τό θρησκευτικό κριτήριο καί όχι τό εθνολογικό, καί οι έννοιες Εκκλησία καί Πολιτεία ουσιαστικά ταυτιζόταν. Οπότε ο ηγέτης τών Ρωμιών δέν ήταν κάποιο κοσμικό πρόσωπο, αλλά τή θέση αυτή του ανώτατου άρχοντα του Γένους ή του εθνάρχη τήν είχε ο Πατριάρχης, εντάσσοντας έτσι τήν Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα στόν διοικητικό μηχανισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Oλα τά παραπάνω επέτρεψαν στήν Εκκλησία νά επιβιώσει καί νά επιτελέσει τό έργο της, αλλά ταυτόχρονα επιβαρύνθηκε μέ βαρύτατες υποχρεώσεις απέναντι στήν οθωμανική εξουσία, τόσο οικονομικές όσο καί πολιτικές. Ο κατακτητής όταν ήθελε νά προσηλυτίσει κάποιον, απλά τόν μετέτρεπε σέ μωαμεθανό, καί έτσι υποσυνείδητα αυτός έχανε καί τήν εθνικότητά του. Οπου χανόταν η θρησκεία, χανόταν καί η εθνική συνείδηση ενώ από μόνη της η ελληνική γλώσσα δέν ήταν ικανή νά διατηρήση τήν ελληνικότητα καί σάν παράδειγμα αναφέρουμε τούς Τουρκοκρητικούς οι οποίοι ενώ διατήρησαν τήν ελληνική γλώσσα τούρκεψαν αφού έγιναν μουσουλμάνοι, ενώ Καππαδόκες πού μιλούσαν μόνο τουρκικά αλλά διατηρήθηκαν στήν Ορθοδοξία, κράτησαν καί τήν ελληνική τους συνείδηση.
Τό ζήτημα της συνυπάρξεως της ορθόδοξης εκκλησίας μέ τήν κυρίαρχη μουσουλμανική πολιτεία δέν τέθηκε γιά πρώτη φορά στήν Κωνσταντινούπολη μετά τήν άλωση. Τά Πατριαρχεία της Αντιόχειας, της Αλεξανδρείας καί τών Ιεροσολύμων ήταν υπό αραβική κατοχή ήδη από προηγούμενους αιώνες καί υπήρχε μακρά πείρα από τήν συμβίωση χριστιανών ραγιάδων καί μουσουλμάνων κατακτητών. Η επίσημη Εκκλησία γενικά έδειξε παθητική στάση απέναντι στούς αλλόθρησκους κατακτητές, ενώ ήταν ιδιαιτέρως αυστηρή απέναντι στούς Λατίνους κληρικούς καί στόν πάπα. Στόν μακρύ κατάλογο τών Οικουμενικών Πατριαρχών υπήρξαν εκείνοι οι οποίοι υποστήριζαν ανοικτά τήν οθωμανική εξουσία, αλλά καί εκείνοι οι οποίοι σάν τόν Νεόφυτο Β', επεδίωκαν τήν κατάλυσή της. Ενδεικτική είναι η επιστολή του τελευταίου πού έστειλε τό 1609, στόν βασιλιά της Ισπανίας ζητώντας του νά ελευθερώσει "... τήν μεγαλώνυμον καί περιβόητον βασιλεύουσαν ταύτην Πόλιν. Διά τούτο παρακαλούμεν καί δεόμεθα ίνα ποιήσης έλεος καί ελευθερώσης τόν λαόν του Χριστού καί μή βραδύνης, αλλ'ό έχεις ποιήσαι, ποίησον τάχιον, όπως μή καταφθείρωσιν ημάς οι άγριοι θήρες καί λυσσώδεις κύνες εις τό παντελές...."
Τελικά τό ποσοστό τών Ρωμιών πού "φράγκεψαν" ήταν ιδιαίτερα χαμηλό σέ σχέση μέ τό ποσοστό εκείνων πού "τούρκεψαν." Ιδιαίτερα σέ Ρούμελη, Κρήτη καί Μωριά οι Φράγκοι ήταν εκείνοι πού εξελληνίστηκαν, σέ αντίθεση μέ τούς Τούρκους, οι οποίοι ουδέποτε αφομοιώθηκαν από τούς ελληνικούς πληθυσμούς, καί πως θά μπορούσαν άλλωστε όταν αυτό σήμαινε από τή μία βαρύτατες φορολογικές υποχρεώσεις καί από τήν άλλη θάνατο σάν αποστάτες του Ισλάμ. Σύμφωνα μέ τόν Θουκιδίδη της νεώτερης Ελλάδος, τόν ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, η εθνότης τών Ελλήνων διατηρήθηκε αναλλοίωτη καθ'όλη τή διάρκεια της οσμανικής κυριαρχίας, ώστε "δυνάμεθα νά είπωμεν ότι τό έθνος τό διενεργήσαν τήν τελευταίαν επανάστασιν ουδαμώς κατά τά συστατικά αυτού διέφερε του έθνους, τό οποίο ηναγκάσθη νά υποκύψη εις τόν ζυγόν.... εισέρρευσαν βέβαια Αλβανοί καί Φράγκοι, αλλ'ουδέν εν τη χώρα κατέλιπον καταφανές εθνικόν ίχνος..."
Τρία ήταν τά κύρια διοικητικά όργανα του πατριαρχείου κατά τήν περίοδο της οσμανικής κατοχής: ο πατριάρχης, η σύνοδος καί οι οφφικιάλιοι ή αξιωματούχοι της πατριαρχικής αυλής. Παρασκηνιακά, ωστόσο, τούς επίσημους αυτούς φορείς της διοικητικής εξουσίας του πατριαρχείου επηρέαζαν οι τουρκικές αρχές, οι πρέσβεις τών δυτικών δυνάμεων αλλά καί οι λεγόμενοι "άρχοντες του ημετέρου γένους", δηλαδή οι οικονομικά καί κοινωνικά ισχυροί Ρωμιοί της Κωνσταντινουπόλεως, πού απετέλεσαν αργότερα τήν τάξη τών Φαναριωτών. Τά οφφίκια αρχικά δίδονταν αποκλειστικά σέ κληρικούς, αλλά αργότερα παραχωρούνταν καί σέ λαϊκούς. Ορισμένα από αυτά ήταν: Μέγας Οικονόμος, Μέγας Λογοθέτης, Μέγας Σακελλάριος, Μέγας Σκευοφύλαξ, κλπ.
Ενώ ο πατριαρχικός θεσμός ξεκίνησε μέ τό προνόμιο της φοροαπαλλαγής, μέ τήν πάροδο του χρόνου καθιερώθηκαν δύο μεγάλοι φόροι: τό πεσκέσι καί τό χαράτσι. Αν προστεθούν σέ αυτά τά ποσά καί οι δωροδοκίες Τούρκων αξιωματούχων, η τροφοδοσία τών γενιτσάρων καί τά λύτρα γιά τήν απελευθέρωση σκλάβων συμπεραίνουμε ότι τό κόστος της συντήρησης του Πατριαρχείου ήταν δυσβάστακτο, τά δάνεια από τούς Εβραίους τοκογλύφους εξοντωτικά καί τό χρέος έφθασε κάποια στιγμή σέ ύψη "υπερβαίνοντα τάς πυραμίδας της Αιγύπτου", κατά τήν έκφραση ενός πατριαρχικού εγγράφου.
Τό ηθικό καί πνευματικό κύρος του οικουμενικού πατριαρχείου διατηρήθηκε αλώβητο μετά τήν άλωση έναντι όλων τών ορθοδόξων εκκλησιών καί πατριαρχείων. Η καθαυτό όμως διοικητική του δικαιοδοσία περιοριζόταν στή Μικρά Ασία, στή Βαλκανική καί στίς ελληνικές παροικίες της Δύσης. Στή Μικρά Ασία ιδιαιτέρως, οι μαζικοί εξισλαμισμοί οδήγησαν στή μείωση τών επισκοπών καί των μητροπόλεων. Βασική λοιπόν μονάδα της διοικητικής δομής ήταν η μητρόπολη μέ υποκείμενες σέ αυτή επισκοπές. Ο επίσκοπος υπόκεινταν στόν μητροπολίτη, αλλά εκείνοι πού κατόρθωναν νά χειραφετηθούν από τήν κηδεμονία του μητροπολίτη καί νά υπαχθούν στήν κηδεμονία του πατριάρχη ονομάζονταν αρχιεπίσκοποι.
Κύριο μέλημα της Εκκλησίας ήταν η εκπαίδευση τών πιστών ώστε νά παραμείνουν πιστοί στήν παράδοση, στή γλώσσα καί στή θρησκεία καί νά μήν υποκύψουν στόν εύκολο δρόμο της αποστασίας πρός τό Ισλάμ. Η εκπαίδευση ουσιαστικά ήταν από ελάχιστη εως ανύπαρκτη τούς πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας καί άρχισε νά οργανώνεται από τόν 18ο αιώνα καί μετά. Αξίζει νά μνημονευθεί η προσπάθεια του πατριάρχη Κυρίλλου του Λουκάρεως, ο οποίος τό 1624 έστειλε στό Λονδίνο τόν μοναχό Νικόδημο Μεταξά από τήν Κεφαλλονιά γιά νά αγοράσει μηχανή τυπογραφίας γιά νά τυπωθούν ελληνόγλωσσα βιβλία. Δυστυχώς τό τυπογραφείο λειτούργησε στήν Πόλη μόνο δύο χρόνια καί καταστράφηκε από τούς γενίτσαρους ολοσχερώς τό 1626. Ο Κύριλλος ο Ε' τό 1749 ίδρυσε στό Άγιον Ορος σχολή στήν οποία δίδαξε ο Ευγένιος Βούλγαρις, ενώ ο Γρηγόριος ο Ε' τό 1797, πέτυχε μέ άδεια βασιλική νά εγκαταστήσει τυπογραφείο στήν Κωνσταντινούπολη καί αμέσως μετά απέστειλε εγκυκλίους σέ όλες τίς μητροπόλεις παροτρύνοντας τούς επισκόπους νά κατασκευάσουν σχολεία γιά νά διδαχθούν τά παιδιά τήν "πάτριον γλώσσα".
Ενα κύτταρο της οργανωτικής δομής του Γένους υπήρξε η κοινότητα η οποία σύμφωνα μέ τόν Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο "υπήρξε προϊόν γνήσιον τών εθνικών παραδόσεων καί της εθνικής ευφυΐας καί δραστηριότητος". Οι κοινότητες είχαν βαθιές ρίζες οι οποίες χάνονται στά χρόνια της αρχαιότητας. Στή Nεαρά του Ρωμανού, τό 922 διαβάζουμε γιά τή μητροκωμία ενώ στή Nεαρά του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου βρίσκουμε τόν όρο ομάς του χωρίου. Ο περίφημος Κωνσταντίνος Σάθας πού έφερε στό φώς πολλά στοιχεία της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, διατύπωσε τή γνώμη ότι αυτή η πόλη από τά αρχαία χρόνια είχε αποκτήσει σημαντικά προνόμια τοπικής αυτοδιοίκησης. Οταν ο δεσπότης Ανδρόνικος Παλαιολόγος παρέδωσε τήν πόλη στούς Βενετούς τό 1423 έθεσε τόν όρο νά γίνουν σεβαστοί οι κοινοτικοί θεσμοί καί οι συνήθειες τών κατοίκων. Ετσι καί στήν περίοδο της τουρκοκρατίας κάθε χωριό, κάθε κώμη καί κάθε πόλη είχε τούς δικούς της άρχοντες πού ονομάζονταν δημογέροντες, γέροντες, προεστοί, επίτροποι καί στά τουρκικά κοτζαμπάσηδες. Αυτοί διοικούσαν καί έλυναν τίς αστικές διαφορές, ενώ φυσικά εισέπρατταν τούς κοινοτικούς φόρους, διαχειρίζονταν τήν κοινοτική περιουσία καί αντιπροσώπευαν τήν κοινότητα στήν τουρκική διοίκηση.
Αξίζει νά αναφέρουμε ένα περιστατικό από τή διήγηση του γάλλου περιηγητή Guillet, ο οποίος τό 1670 επισκέφθηκε τήν Αθήνα καί περιέγραψε τήν κατάσταση της πόλης μέ τούς 15000 Έλληνες κατοίκους καί τούς 1000 Τούρκους οι οποίοι δέν μιλούσαν τουρκικά αλλά μόνο ελληνικά. Είκοσι τέσσερεις ήταν οι δημογέροντες πού διορίζονταν διά βίου καί ρύθμιζαν τά κοινά τής πόλης, ενώ αναφέρονταν στόν βοεβόδα δηλαδή στόν διοικητή της πόλης. Μεταξύ τών προεστών εκείνης της εποχής ήταν ο Σταμάτης Παλαιολόγος, Γιάννης Βενιζέλος, Δημήτριος Περουλός, Λεονάρδος Σκληρός, Χαλκοκονδύλης καί Καπετανάκης. Τό περιστατικό πού αναφέρει λοιπόν ο γάλλος έχει ως εξής:
Η λύση του Μωάμεθ ήταν σύμφωνη μέ τήν τακτική τών μουσουλμάνων ηγετών έναντι τών λαών της Βίβλου, ότι η θρησκεία τους ήταν ανεκτή καί μπορούσαν σχετικά νά αυτοδιοικούνται, εφόσον δέν πρόβαλλαν αντίσταση καί πλήρωναν τό χαράτσι. Καί βέβαια ο Μωάμεθ ο κατακτητής ουδέποτε θέλησε τόν ολοκληρωτικό εξισλαμισμό τών χριστιανών αφού τούς χρειαζόταν σάν εργάτες, τεχνίτες, αγρότες καί ιδιαιτέρως σάν φορολογούμενους γιά νά συντηρούν τόν τεράστιο μωαμεθανικό στρατό. Δέν πρέπει νά λησμονούμε ότι εκείνη τήν εποχή η διάκριση τών λαών γινόταν μέ βάση τό θρησκευτικό κριτήριο καί όχι τό εθνολογικό, καί οι έννοιες Εκκλησία καί Πολιτεία ουσιαστικά ταυτιζόταν. Οπότε ο ηγέτης τών Ρωμιών δέν ήταν κάποιο κοσμικό πρόσωπο, αλλά τή θέση αυτή του ανώτατου άρχοντα του Γένους ή του εθνάρχη τήν είχε ο Πατριάρχης, εντάσσοντας έτσι τήν Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα στόν διοικητικό μηχανισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Oλα τά παραπάνω επέτρεψαν στήν Εκκλησία νά επιβιώσει καί νά επιτελέσει τό έργο της, αλλά ταυτόχρονα επιβαρύνθηκε μέ βαρύτατες υποχρεώσεις απέναντι στήν οθωμανική εξουσία, τόσο οικονομικές όσο καί πολιτικές. Ο κατακτητής όταν ήθελε νά προσηλυτίσει κάποιον, απλά τόν μετέτρεπε σέ μωαμεθανό, καί έτσι υποσυνείδητα αυτός έχανε καί τήν εθνικότητά του. Οπου χανόταν η θρησκεία, χανόταν καί η εθνική συνείδηση ενώ από μόνη της η ελληνική γλώσσα δέν ήταν ικανή νά διατηρήση τήν ελληνικότητα καί σάν παράδειγμα αναφέρουμε τούς Τουρκοκρητικούς οι οποίοι ενώ διατήρησαν τήν ελληνική γλώσσα τούρκεψαν αφού έγιναν μουσουλμάνοι, ενώ Καππαδόκες πού μιλούσαν μόνο τουρκικά αλλά διατηρήθηκαν στήν Ορθοδοξία, κράτησαν καί τήν ελληνική τους συνείδηση.
Τό ζήτημα της συνυπάρξεως της ορθόδοξης εκκλησίας μέ τήν κυρίαρχη μουσουλμανική πολιτεία δέν τέθηκε γιά πρώτη φορά στήν Κωνσταντινούπολη μετά τήν άλωση. Τά Πατριαρχεία της Αντιόχειας, της Αλεξανδρείας καί τών Ιεροσολύμων ήταν υπό αραβική κατοχή ήδη από προηγούμενους αιώνες καί υπήρχε μακρά πείρα από τήν συμβίωση χριστιανών ραγιάδων καί μουσουλμάνων κατακτητών. Η επίσημη Εκκλησία γενικά έδειξε παθητική στάση απέναντι στούς αλλόθρησκους κατακτητές, ενώ ήταν ιδιαιτέρως αυστηρή απέναντι στούς Λατίνους κληρικούς καί στόν πάπα. Στόν μακρύ κατάλογο τών Οικουμενικών Πατριαρχών υπήρξαν εκείνοι οι οποίοι υποστήριζαν ανοικτά τήν οθωμανική εξουσία, αλλά καί εκείνοι οι οποίοι σάν τόν Νεόφυτο Β', επεδίωκαν τήν κατάλυσή της. Ενδεικτική είναι η επιστολή του τελευταίου πού έστειλε τό 1609, στόν βασιλιά της Ισπανίας ζητώντας του νά ελευθερώσει "... τήν μεγαλώνυμον καί περιβόητον βασιλεύουσαν ταύτην Πόλιν. Διά τούτο παρακαλούμεν καί δεόμεθα ίνα ποιήσης έλεος καί ελευθερώσης τόν λαόν του Χριστού καί μή βραδύνης, αλλ'ό έχεις ποιήσαι, ποίησον τάχιον, όπως μή καταφθείρωσιν ημάς οι άγριοι θήρες καί λυσσώδεις κύνες εις τό παντελές...."
Τελικά τό ποσοστό τών Ρωμιών πού "φράγκεψαν" ήταν ιδιαίτερα χαμηλό σέ σχέση μέ τό ποσοστό εκείνων πού "τούρκεψαν." Ιδιαίτερα σέ Ρούμελη, Κρήτη καί Μωριά οι Φράγκοι ήταν εκείνοι πού εξελληνίστηκαν, σέ αντίθεση μέ τούς Τούρκους, οι οποίοι ουδέποτε αφομοιώθηκαν από τούς ελληνικούς πληθυσμούς, καί πως θά μπορούσαν άλλωστε όταν αυτό σήμαινε από τή μία βαρύτατες φορολογικές υποχρεώσεις καί από τήν άλλη θάνατο σάν αποστάτες του Ισλάμ. Σύμφωνα μέ τόν Θουκιδίδη της νεώτερης Ελλάδος, τόν ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, η εθνότης τών Ελλήνων διατηρήθηκε αναλλοίωτη καθ'όλη τή διάρκεια της οσμανικής κυριαρχίας, ώστε "δυνάμεθα νά είπωμεν ότι τό έθνος τό διενεργήσαν τήν τελευταίαν επανάστασιν ουδαμώς κατά τά συστατικά αυτού διέφερε του έθνους, τό οποίο ηναγκάσθη νά υποκύψη εις τόν ζυγόν.... εισέρρευσαν βέβαια Αλβανοί καί Φράγκοι, αλλ'ουδέν εν τη χώρα κατέλιπον καταφανές εθνικόν ίχνος..."
Τρία ήταν τά κύρια διοικητικά όργανα του πατριαρχείου κατά τήν περίοδο της οσμανικής κατοχής: ο πατριάρχης, η σύνοδος καί οι οφφικιάλιοι ή αξιωματούχοι της πατριαρχικής αυλής. Παρασκηνιακά, ωστόσο, τούς επίσημους αυτούς φορείς της διοικητικής εξουσίας του πατριαρχείου επηρέαζαν οι τουρκικές αρχές, οι πρέσβεις τών δυτικών δυνάμεων αλλά καί οι λεγόμενοι "άρχοντες του ημετέρου γένους", δηλαδή οι οικονομικά καί κοινωνικά ισχυροί Ρωμιοί της Κωνσταντινουπόλεως, πού απετέλεσαν αργότερα τήν τάξη τών Φαναριωτών. Τά οφφίκια αρχικά δίδονταν αποκλειστικά σέ κληρικούς, αλλά αργότερα παραχωρούνταν καί σέ λαϊκούς. Ορισμένα από αυτά ήταν: Μέγας Οικονόμος, Μέγας Λογοθέτης, Μέγας Σακελλάριος, Μέγας Σκευοφύλαξ, κλπ.
Ενώ ο πατριαρχικός θεσμός ξεκίνησε μέ τό προνόμιο της φοροαπαλλαγής, μέ τήν πάροδο του χρόνου καθιερώθηκαν δύο μεγάλοι φόροι: τό πεσκέσι καί τό χαράτσι. Αν προστεθούν σέ αυτά τά ποσά καί οι δωροδοκίες Τούρκων αξιωματούχων, η τροφοδοσία τών γενιτσάρων καί τά λύτρα γιά τήν απελευθέρωση σκλάβων συμπεραίνουμε ότι τό κόστος της συντήρησης του Πατριαρχείου ήταν δυσβάστακτο, τά δάνεια από τούς Εβραίους τοκογλύφους εξοντωτικά καί τό χρέος έφθασε κάποια στιγμή σέ ύψη "υπερβαίνοντα τάς πυραμίδας της Αιγύπτου", κατά τήν έκφραση ενός πατριαρχικού εγγράφου.
Τό ηθικό καί πνευματικό κύρος του οικουμενικού πατριαρχείου διατηρήθηκε αλώβητο μετά τήν άλωση έναντι όλων τών ορθοδόξων εκκλησιών καί πατριαρχείων. Η καθαυτό όμως διοικητική του δικαιοδοσία περιοριζόταν στή Μικρά Ασία, στή Βαλκανική καί στίς ελληνικές παροικίες της Δύσης. Στή Μικρά Ασία ιδιαιτέρως, οι μαζικοί εξισλαμισμοί οδήγησαν στή μείωση τών επισκοπών καί των μητροπόλεων. Βασική λοιπόν μονάδα της διοικητικής δομής ήταν η μητρόπολη μέ υποκείμενες σέ αυτή επισκοπές. Ο επίσκοπος υπόκεινταν στόν μητροπολίτη, αλλά εκείνοι πού κατόρθωναν νά χειραφετηθούν από τήν κηδεμονία του μητροπολίτη καί νά υπαχθούν στήν κηδεμονία του πατριάρχη ονομάζονταν αρχιεπίσκοποι.
Κύριο μέλημα της Εκκλησίας ήταν η εκπαίδευση τών πιστών ώστε νά παραμείνουν πιστοί στήν παράδοση, στή γλώσσα καί στή θρησκεία καί νά μήν υποκύψουν στόν εύκολο δρόμο της αποστασίας πρός τό Ισλάμ. Η εκπαίδευση ουσιαστικά ήταν από ελάχιστη εως ανύπαρκτη τούς πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας καί άρχισε νά οργανώνεται από τόν 18ο αιώνα καί μετά. Αξίζει νά μνημονευθεί η προσπάθεια του πατριάρχη Κυρίλλου του Λουκάρεως, ο οποίος τό 1624 έστειλε στό Λονδίνο τόν μοναχό Νικόδημο Μεταξά από τήν Κεφαλλονιά γιά νά αγοράσει μηχανή τυπογραφίας γιά νά τυπωθούν ελληνόγλωσσα βιβλία. Δυστυχώς τό τυπογραφείο λειτούργησε στήν Πόλη μόνο δύο χρόνια καί καταστράφηκε από τούς γενίτσαρους ολοσχερώς τό 1626. Ο Κύριλλος ο Ε' τό 1749 ίδρυσε στό Άγιον Ορος σχολή στήν οποία δίδαξε ο Ευγένιος Βούλγαρις, ενώ ο Γρηγόριος ο Ε' τό 1797, πέτυχε μέ άδεια βασιλική νά εγκαταστήσει τυπογραφείο στήν Κωνσταντινούπολη καί αμέσως μετά απέστειλε εγκυκλίους σέ όλες τίς μητροπόλεις παροτρύνοντας τούς επισκόπους νά κατασκευάσουν σχολεία γιά νά διδαχθούν τά παιδιά τήν "πάτριον γλώσσα".
Ενα κύτταρο της οργανωτικής δομής του Γένους υπήρξε η κοινότητα η οποία σύμφωνα μέ τόν Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο "υπήρξε προϊόν γνήσιον τών εθνικών παραδόσεων καί της εθνικής ευφυΐας καί δραστηριότητος". Οι κοινότητες είχαν βαθιές ρίζες οι οποίες χάνονται στά χρόνια της αρχαιότητας. Στή Nεαρά του Ρωμανού, τό 922 διαβάζουμε γιά τή μητροκωμία ενώ στή Nεαρά του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου βρίσκουμε τόν όρο ομάς του χωρίου. Ο περίφημος Κωνσταντίνος Σάθας πού έφερε στό φώς πολλά στοιχεία της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, διατύπωσε τή γνώμη ότι αυτή η πόλη από τά αρχαία χρόνια είχε αποκτήσει σημαντικά προνόμια τοπικής αυτοδιοίκησης. Οταν ο δεσπότης Ανδρόνικος Παλαιολόγος παρέδωσε τήν πόλη στούς Βενετούς τό 1423 έθεσε τόν όρο νά γίνουν σεβαστοί οι κοινοτικοί θεσμοί καί οι συνήθειες τών κατοίκων. Ετσι καί στήν περίοδο της τουρκοκρατίας κάθε χωριό, κάθε κώμη καί κάθε πόλη είχε τούς δικούς της άρχοντες πού ονομάζονταν δημογέροντες, γέροντες, προεστοί, επίτροποι καί στά τουρκικά κοτζαμπάσηδες. Αυτοί διοικούσαν καί έλυναν τίς αστικές διαφορές, ενώ φυσικά εισέπρατταν τούς κοινοτικούς φόρους, διαχειρίζονταν τήν κοινοτική περιουσία καί αντιπροσώπευαν τήν κοινότητα στήν τουρκική διοίκηση.
Αξίζει νά αναφέρουμε ένα περιστατικό από τή διήγηση του γάλλου περιηγητή Guillet, ο οποίος τό 1670 επισκέφθηκε τήν Αθήνα καί περιέγραψε τήν κατάσταση της πόλης μέ τούς 15000 Έλληνες κατοίκους καί τούς 1000 Τούρκους οι οποίοι δέν μιλούσαν τουρκικά αλλά μόνο ελληνικά. Είκοσι τέσσερεις ήταν οι δημογέροντες πού διορίζονταν διά βίου καί ρύθμιζαν τά κοινά τής πόλης, ενώ αναφέρονταν στόν βοεβόδα δηλαδή στόν διοικητή της πόλης. Μεταξύ τών προεστών εκείνης της εποχής ήταν ο Σταμάτης Παλαιολόγος, Γιάννης Βενιζέλος, Δημήτριος Περουλός, Λεονάρδος Σκληρός, Χαλκοκονδύλης καί Καπετανάκης. Τό περιστατικό πού αναφέρει λοιπόν ο γάλλος έχει ως εξής:
"Τό μεσημέρι σταματήσαμε νά ξεκουραστούμε σέ ένα οίκημα μέ παρόντες πολλούς Ελληνες καί συζητήσαμε γιά τήν παραμέληση τών καλλιεργιών καί ειδικά τών αμπελλιών, γιά τήν κακή κατάσταση τών ανεμόμυλων καί διάφορα άλλα καί αρχίσαμε νά γελάμε χλευάζοντας τήν αμάθεια καί τήν ανικανότητα τών Αθηναίων. Αυτοί τότε σοβάρεψαν καί εγώ άρχισα νά τούς μιλάω γιά τούς ένδοξους προγόνους τους, γιά τόν Αλκιβιάδη, τόν Θρασύβουλο, τόν Αρμόδιο καί τόν Αριστογείτονα. Εκεί καθόταν καί ένας καλόγερος ονόματι Δαμασκηνός ο οποίος ξαφνικά σηκώθηκε εξοργισμένος μέ τήν συμπεριφορά μας καί μας είπε:
'Ολοι οι Φράγκοι πού έρχονται εδώ μας χλευάζουν καί τό μόνο πού ξέρουν είναι νά συγκρίνουν τήν κακή μας τύχη μέ τό ένδοξο παρελθόν καί τήν αμάθειά μας μέ τούς σοφούς προγόνους μας. Αλλά νά ξέρετε ότι εμείς σας δώσαμε τά φώτα του πολιτισμού καί τών επιστημών μέ τόν Πλάτωνα, τόν Αριστοτέλη καί τόν Σωκράτη καί αργότερα σας διδάξαμε πάλι μέ τόν Αργυρόπουλο, τόν Θεόδωρο Γαζή καί τόν Γεώργιο Γεμιστό. Καί τί άραγε έκανε η Ευρώπη όταν κατελύθη τό Ανατολικό Χριστιανικό κράτος από τούς βαρβάρους; Καί τί κάνουν οι ηγέτες σας τώρα, οι οποίοι μόνο νά μάχονται ο ένας τόν άλλο ξέρουν καί δέν συμμαχούν νά διώξουν τούς απίστους από τά εδάφη μας; Εμείς ψάχνουμε τήν κατάλληλη ευκαιρία νά ελευθερωθούμε, γιατί δέν μας λείπει η ανδρεία του αρχαίου μας έθνους.'
Αυτά καί άλλα μας είπε ο καλόγερος εκείνος καί εμείς σωπάσαμε καί σταματήσαμε νά γελάμε."
Φαναριώτες
H κατάκτηση του Ανατολικού Χριστιανικού κράτους από τούς Οθωμανούς, εκτός τών άλλων εξαφάνισε καί τήν βυζαντινή αριστοκρατία
της Βασιλεύουσας. Βαθμιαία όμως αλλά σταθερά, άρχισε νά προβάλει μία νέα τάξη, πού όφειλε τήν επιρροή της στήν οικονομική
της ευρωστία η οποία προέκυψε από τήν ενασχόληση τών Ρωμιών μέ τό εμπόριο καί τή ναυτιλία, ασχολίες τίς οποίες περιφρονούσε ο
κατακτητής. Από τή μεταβυζαντινή κοινωνία πού συσπειρώθηκε γύρω από τό οικουμενικό πατριαρχείο, διακρίθηκαν οι νησιώτες
έμποροι, ιδιαίτερα οι Χιώτες πού έφθασαν στήν Κωνσταντινούπολι κυρίως μετά τήν υποταγή του νησιού τους στούς Τούρκους τό 1566.
Οι πλουσιότεροι Έλληνες λοιπόν ακολούθησαν τήν ανώτατη αρχή του Γένους - τό Πατριαρχείο, στίς περιπλανήσεις του εντός της
πάλαι ποτέ Βασιλίδας τών πόλεων, ώσπου αυτό νά εγκατασταθεί στή συνοικία του Φαναρίου (1601). Εκεί υψώθηκαν κατά τόν
17ο καί 18ο αιώνα ευρύχωρα αρχοντικά, όπου στεγάσθηκε η νέα ιθύνουσα τάξη τών Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως, η τάξη
των Φαναριωτών. Εκεί δημιουργήθηκε ένας ιδιότυπος δεσμός
αμοιβαίας εξαρτήσεως μεταξύ της Εκκλησίας καί τών
Φαναριωτών, αφού οι Φαναριώτες χρειάζονταν τό πνευματικό κύρος της
Εκκλησίας γιά νά προβληθούν ως κοσμικοί άρχοντες τών υποδούλων,
ενώ η Εκκλησία χρειαζόταν τήν πολιτική δεξιότητα καί τήν οικονομική
συμπαράσταση τών Φαναριωτών.
Ενα σημαντικό μέρος της δυνάμεώς τους οι Φαναριώτες τό όφειλαν στή δυνατότητα πού είχαν νά μεσολαβούν στήν Υψηλή Πύλη γιά νά εισηγούνται αιτήματα τών συμπατριωτών τους, μία δυνατότητα πού είχαν αποκτήσει προσφέροντας τίς υπηρεσίες τους στούς σουλτάνους. Η ανάγκη επαφών του οθωμανικού κράτους μέ τίς χριστιανικές χώρες μεγάλωνε, όσο μεγάλωνε η ισχύς τών Οθωμανών, καί έπρεπε νά υπάρχουν μόνιμοι διερμηνείς γιά νά γίνονται διαπραγματεύσεις καί νά υπογράφονται συμφωνίες. Αφού ο τουρκικός νόμος απαγόρευε στούς πιστούς νά μαθαίνουν τή γλώσσα τών απίστων, αναγκαστικά οι διερμηνείς προέρχονταν από τούς κατακτημένους λαούς. Από τούς κατακτημένους επίσης λαούς προέρχονταν εκείνοι πού στελέχωσαν τή διοίκηση του κράτους τών Οσμανιδών, αφού τό μόνο τό οποίο γνώριζαν οι Οθωμανοί άριστα, ήταν γνώση της στρατιωτική τέχνης καί του πολέμου. Είναι ενδεικτικό αυτό πού αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος, ότι οι Οθωμανοί γιά νά κάνουν υπολογισμούς χάραζαν πάνω σέ ξύλα. Οταν λοιπόν γιγαντώθηκε τό κράτος τους καί συνέρρεαν διαρκώς θησαυροί καί πλούτη, ήταν αδύνατο μέ τίς δικές τους μεθόδους νά χειριστούν τά λογιστικά του δημοσίου. Αρα λογιστές καί γραμματείς, πάλι προέρχονταν από τήν τάξη τών Ρωμιών καί εξαιτίας αυτού του γεγονότος τίς πρώτες δεκαετίες μετά τήν άλωση, η επίσημη γλώσσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η ελληνική.
Οι πρώτες οικογένειες πού συμμετείχαν στά δημόσια πράγματα του κράτους του Μωάμεθ ήταν οι Παλαιολόγοι, Καντακουζηνοί, Ράλληδες, Κομνηνοί καί Λασκάρηδες. Ονομαστός καί πλουσιότατος τόν 16ο αιώνα ήταν ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, φίλος του μεγάλου βεζίρη επί εποχής Σελήμ Β', ο οποίος διέμενε στήν Αγχίαλο καί είχε τσιφλίκια πού έφταναν μέχρι τό Δούναβη. Εξ'αιτίας της μεγάλης του δύναμης τόν συκοφάντησαν καί ο σουλτάνος τόν θανάτωσε τό 1579. Αργότερα καί άλλες οικογένειες απέκτησαν δύναμη καί επιρροή στήν Υψυλή Πύλη, όπως οι Βατάτζηδες, Μαυροκορδάτοι, Βλαστοί, Σούτζοι, Μαυρουδείς, Μουρούζηδες, Υψηλάντηδες, Μαυρογένηδες, Καρατζάδες καί άλλοι. Ο πρώτος πού έγινε μέγας διερμηνέας (δραγομάνος) ήταν ο Παναγιωτάκης Νικούσιος, ο οποίος γεννήθηκε τό 1613 στήν Κωνσταντινούπολη. Μαθητής του Μελέτιου Συρίγου σπούδασε μαθηματικά καί αστρονομία καί γνώριζε άπταιστα περσικά, τουρκικά, αραβικά, γαλλικά, γερμανικά καί ιταλικά. Αξίζει νά αναφέρουμε ότι οι μεγάλοι διερμηνείς δέν ήταν απλοί μεταφραστές, αλλά είχαν καί τό ρόλο του διπλωμάτη καί του εκπροσώπου του οθωμανικού κράτους στίς διαπραγματεύσεις καί στίς υπογραφές συνθηκών. Ο Νικούσιος ήταν ο κύριος πληρεξούσιος του σουλτάνου Αχμέτ Κιουπριλή γιά τήν παράδοση του Χάνδακα από τούς Βενετούς στούς Τούρκους τό 1669. Σέ αυτόν επίσης οφείλεται η διατήρησις του ελέγχου τών Αγίων Τόπων στά Ιεροσόλυμα από τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ διεκδικούσαν τήν προστασία τους ο αυτοκράτορας της Γερμανίας καί ο βασιλέας της Γαλλίας. Μέ διαταγή του σουλτάνου καί ύστερα από μεσολάβηση του Παναγιωτάκη Νικούση, ο Κιουπρουλής διέταξε στίς 25 Ιανουαρίου 1676, τήν επίσημη εγκατάσταση τών Ελλήνων στούς Αγίους Τόπους.
Διάδοχος του Νικούσιου υπήρξε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος γεννήθηκε τό 1636 στήν Πόλη. Ο πατέρας του ήταν ο Χιώτης μεταξέμπορος Νικόλαος Μαυροκορδάτος καί η μητέρα του η Ρωξάνδρα Σκαρλάτου. Η μητέρα του ήταν εκείνη πού φρόντισε νά τόν σπουδάσει στήν Πάδοβα καί στήν Μπολώνια ιατρική καί φιλοσοφία ενώ ο ίδιος φρόντισε νά μάθη πολλές ξένες γλώσσες. Διορίσθηκε λοιπόν δραγομάνος στήν Πύλη καί συνόδευσε τόν σουλτάνο τό 1683 στήν εκστρατεία του εναντίον της Βιέννης, όπου κατατροπώθηκε ο τουρκικός στρατός από τόν βασιλιά της Πολωνίας Σοβιέσκη. Κατηγορήθηκε γιά τήν αποτυχία φυλακίσθηκε καί βασανίσθηκε. Επανήλθε όμως στήν υπηρεσία του σουλτάνου όπου διέπρεψε πάλι ως διπλωμάτης καί μέγας διερμηνέας ιδιαιτέρως στίς διαπραγματεύσεις του Κάρλοβιτς τό 1698, οι οποίες διήρκεσαν εβδομήντα μέρες καί ο μοναδικός εκπρόσωπος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας καί στίς τριάντα συνεδριάσεις ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Η φήμη του μετά από εκείνη τή συνθήκη διαδόθηκε σέ όλη τήν Ευρώπη καί θεωρείτο πλέον από τούς ισχυρότερους άνδρες του οσμανικού κράτους μετά τόν μεγάλο βεζίρη καί τόν ρεΐζ εφέντη.
Από τίς αρχές του 18ου αιώνα, οι παραδουνάβιες επαρχίες της Βλαχίας καί της Μολδαβίας απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοικήσεως, ο τουρκικός στρατός ήταν ελάχιστος καί τή διοίκησή της τήν αναλάμβαναν οι Φαναριώτες. Ο Νικόλαος Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτος έγινε ο πρώτος Ρωμιός ηγεμόνας της Βλαχίας τό 1709. Οι ηγεμόνες αυτοί προσκαλούσαν στήν αυλή τους πλήθος ομοεθνών τους έμπορους, τεχνίτες, αρχιτέκτονες, κληρικούς καί άλλους καί στή Μολδοβλαχία αναπτύχθηκε έντονα τό ελληνικό στοιχείο μέ αποτέλεσμα η μόνη σοβαρή ανώτερη ελληνική παιδεία εκείνης της περιόδου νά αναπτυχθεί στίς παραδουνάβιες εκείνες επαρχίες. Ο ίδιος ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος ήταν λόγιος, συγγραφέας καί συλλέκτης σπάνιων χειρογράφων. Ιδρυσε σχολές καί βιβλιοθήκες στό Ιάσιο καί στό Βουκουρέστι ενώ ο γιός του Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος κατήργησε τή δουλοπαροικία καί μοίρασε κτήματα σέ ακτήμονες καλλιεργητές. Αλλος περίφημος Φαναριώτης υπήρξε ο Νικόλαος Μαυρογένης, θείος τού πατέρα τής Μαντώ Μαυρογένους, ο οποίος ηγεμόνευσε στήν Βλαχία από τό 1786 εως τό 1790 καί ως δραγουμάνος τού στόλου μεσίτευσε στόν σουλτάνο νά μήν μεταφέρει καί διασπείρει τόν πληθυσμό τών Ψαρρών στή Μικρά Ασία, λόγω της συμμετοχής τους στό Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1787. Ο Μαυρογένης αποκεφαλίσθηκε τό 1790, καί τό ίδιο τέλος είχε καί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, παππούς του ομώνυμου ήρωα της επαναστάσεως, ο οποίος διοίκησε τή Μολδαβία οργανώνοντας ελληνικά σχολεία καί δικαστήρια καί επηρεασμένος από τό γαλλικό διαφωτισμό, καθιέρωσε ως υποχρεωτική τήν εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας στά σχολεία της Μολδαβίας.
Ενα σημαντικό μέρος της δυνάμεώς τους οι Φαναριώτες τό όφειλαν στή δυνατότητα πού είχαν νά μεσολαβούν στήν Υψηλή Πύλη γιά νά εισηγούνται αιτήματα τών συμπατριωτών τους, μία δυνατότητα πού είχαν αποκτήσει προσφέροντας τίς υπηρεσίες τους στούς σουλτάνους. Η ανάγκη επαφών του οθωμανικού κράτους μέ τίς χριστιανικές χώρες μεγάλωνε, όσο μεγάλωνε η ισχύς τών Οθωμανών, καί έπρεπε νά υπάρχουν μόνιμοι διερμηνείς γιά νά γίνονται διαπραγματεύσεις καί νά υπογράφονται συμφωνίες. Αφού ο τουρκικός νόμος απαγόρευε στούς πιστούς νά μαθαίνουν τή γλώσσα τών απίστων, αναγκαστικά οι διερμηνείς προέρχονταν από τούς κατακτημένους λαούς. Από τούς κατακτημένους επίσης λαούς προέρχονταν εκείνοι πού στελέχωσαν τή διοίκηση του κράτους τών Οσμανιδών, αφού τό μόνο τό οποίο γνώριζαν οι Οθωμανοί άριστα, ήταν γνώση της στρατιωτική τέχνης καί του πολέμου. Είναι ενδεικτικό αυτό πού αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος, ότι οι Οθωμανοί γιά νά κάνουν υπολογισμούς χάραζαν πάνω σέ ξύλα. Οταν λοιπόν γιγαντώθηκε τό κράτος τους καί συνέρρεαν διαρκώς θησαυροί καί πλούτη, ήταν αδύνατο μέ τίς δικές τους μεθόδους νά χειριστούν τά λογιστικά του δημοσίου. Αρα λογιστές καί γραμματείς, πάλι προέρχονταν από τήν τάξη τών Ρωμιών καί εξαιτίας αυτού του γεγονότος τίς πρώτες δεκαετίες μετά τήν άλωση, η επίσημη γλώσσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η ελληνική.
Οι πρώτες οικογένειες πού συμμετείχαν στά δημόσια πράγματα του κράτους του Μωάμεθ ήταν οι Παλαιολόγοι, Καντακουζηνοί, Ράλληδες, Κομνηνοί καί Λασκάρηδες. Ονομαστός καί πλουσιότατος τόν 16ο αιώνα ήταν ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, φίλος του μεγάλου βεζίρη επί εποχής Σελήμ Β', ο οποίος διέμενε στήν Αγχίαλο καί είχε τσιφλίκια πού έφταναν μέχρι τό Δούναβη. Εξ'αιτίας της μεγάλης του δύναμης τόν συκοφάντησαν καί ο σουλτάνος τόν θανάτωσε τό 1579. Αργότερα καί άλλες οικογένειες απέκτησαν δύναμη καί επιρροή στήν Υψυλή Πύλη, όπως οι Βατάτζηδες, Μαυροκορδάτοι, Βλαστοί, Σούτζοι, Μαυρουδείς, Μουρούζηδες, Υψηλάντηδες, Μαυρογένηδες, Καρατζάδες καί άλλοι. Ο πρώτος πού έγινε μέγας διερμηνέας (δραγομάνος) ήταν ο Παναγιωτάκης Νικούσιος, ο οποίος γεννήθηκε τό 1613 στήν Κωνσταντινούπολη. Μαθητής του Μελέτιου Συρίγου σπούδασε μαθηματικά καί αστρονομία καί γνώριζε άπταιστα περσικά, τουρκικά, αραβικά, γαλλικά, γερμανικά καί ιταλικά. Αξίζει νά αναφέρουμε ότι οι μεγάλοι διερμηνείς δέν ήταν απλοί μεταφραστές, αλλά είχαν καί τό ρόλο του διπλωμάτη καί του εκπροσώπου του οθωμανικού κράτους στίς διαπραγματεύσεις καί στίς υπογραφές συνθηκών. Ο Νικούσιος ήταν ο κύριος πληρεξούσιος του σουλτάνου Αχμέτ Κιουπριλή γιά τήν παράδοση του Χάνδακα από τούς Βενετούς στούς Τούρκους τό 1669. Σέ αυτόν επίσης οφείλεται η διατήρησις του ελέγχου τών Αγίων Τόπων στά Ιεροσόλυμα από τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ διεκδικούσαν τήν προστασία τους ο αυτοκράτορας της Γερμανίας καί ο βασιλέας της Γαλλίας. Μέ διαταγή του σουλτάνου καί ύστερα από μεσολάβηση του Παναγιωτάκη Νικούση, ο Κιουπρουλής διέταξε στίς 25 Ιανουαρίου 1676, τήν επίσημη εγκατάσταση τών Ελλήνων στούς Αγίους Τόπους.
Διάδοχος του Νικούσιου υπήρξε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος γεννήθηκε τό 1636 στήν Πόλη. Ο πατέρας του ήταν ο Χιώτης μεταξέμπορος Νικόλαος Μαυροκορδάτος καί η μητέρα του η Ρωξάνδρα Σκαρλάτου. Η μητέρα του ήταν εκείνη πού φρόντισε νά τόν σπουδάσει στήν Πάδοβα καί στήν Μπολώνια ιατρική καί φιλοσοφία ενώ ο ίδιος φρόντισε νά μάθη πολλές ξένες γλώσσες. Διορίσθηκε λοιπόν δραγομάνος στήν Πύλη καί συνόδευσε τόν σουλτάνο τό 1683 στήν εκστρατεία του εναντίον της Βιέννης, όπου κατατροπώθηκε ο τουρκικός στρατός από τόν βασιλιά της Πολωνίας Σοβιέσκη. Κατηγορήθηκε γιά τήν αποτυχία φυλακίσθηκε καί βασανίσθηκε. Επανήλθε όμως στήν υπηρεσία του σουλτάνου όπου διέπρεψε πάλι ως διπλωμάτης καί μέγας διερμηνέας ιδιαιτέρως στίς διαπραγματεύσεις του Κάρλοβιτς τό 1698, οι οποίες διήρκεσαν εβδομήντα μέρες καί ο μοναδικός εκπρόσωπος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας καί στίς τριάντα συνεδριάσεις ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Η φήμη του μετά από εκείνη τή συνθήκη διαδόθηκε σέ όλη τήν Ευρώπη καί θεωρείτο πλέον από τούς ισχυρότερους άνδρες του οσμανικού κράτους μετά τόν μεγάλο βεζίρη καί τόν ρεΐζ εφέντη.
Από τίς αρχές του 18ου αιώνα, οι παραδουνάβιες επαρχίες της Βλαχίας καί της Μολδαβίας απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοικήσεως, ο τουρκικός στρατός ήταν ελάχιστος καί τή διοίκησή της τήν αναλάμβαναν οι Φαναριώτες. Ο Νικόλαος Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτος έγινε ο πρώτος Ρωμιός ηγεμόνας της Βλαχίας τό 1709. Οι ηγεμόνες αυτοί προσκαλούσαν στήν αυλή τους πλήθος ομοεθνών τους έμπορους, τεχνίτες, αρχιτέκτονες, κληρικούς καί άλλους καί στή Μολδοβλαχία αναπτύχθηκε έντονα τό ελληνικό στοιχείο μέ αποτέλεσμα η μόνη σοβαρή ανώτερη ελληνική παιδεία εκείνης της περιόδου νά αναπτυχθεί στίς παραδουνάβιες εκείνες επαρχίες. Ο ίδιος ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος ήταν λόγιος, συγγραφέας καί συλλέκτης σπάνιων χειρογράφων. Ιδρυσε σχολές καί βιβλιοθήκες στό Ιάσιο καί στό Βουκουρέστι ενώ ο γιός του Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος κατήργησε τή δουλοπαροικία καί μοίρασε κτήματα σέ ακτήμονες καλλιεργητές. Αλλος περίφημος Φαναριώτης υπήρξε ο Νικόλαος Μαυρογένης, θείος τού πατέρα τής Μαντώ Μαυρογένους, ο οποίος ηγεμόνευσε στήν Βλαχία από τό 1786 εως τό 1790 καί ως δραγουμάνος τού στόλου μεσίτευσε στόν σουλτάνο νά μήν μεταφέρει καί διασπείρει τόν πληθυσμό τών Ψαρρών στή Μικρά Ασία, λόγω της συμμετοχής τους στό Ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1787. Ο Μαυρογένης αποκεφαλίσθηκε τό 1790, καί τό ίδιο τέλος είχε καί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, παππούς του ομώνυμου ήρωα της επαναστάσεως, ο οποίος διοίκησε τή Μολδαβία οργανώνοντας ελληνικά σχολεία καί δικαστήρια καί επηρεασμένος από τό γαλλικό διαφωτισμό, καθιέρωσε ως υποχρεωτική τήν εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας στά σχολεία της Μολδαβίας.
Πνευματικός βίος
Η αντίληψη ότι οι λόγιοι Ελληνες του Βυζαντίου, φυγάδες από τήν πατρίδα τους, πρίν καί μετά τήν άλωση, μετέφεραν στή Δύση
μαζί μέ τά χειρόγραφα τών αρχαίων καί βυζαντινών συγγραφέων, τή γνώση της κλασσικής παιδείας καί βυζαντινής γραμματείας,
συντελλώντας έτσι στήν αναγέννηση της δυτικής Ευρώπης, είναι πολύ παλαιά. Τήν συνέλαβαν πρώτοι οι συγγραφείς της εποχής εκείνης,
Έλληνες καί Λατίνοι, συνεχιστές της ελληνικής παραδόσεως καί δημιουργοί της πνευματικής κίνησης πού ονομάστηκε
Αναγέννηση. Τό Βυζάντιο ήταν ο πρόγονος της Ευρώπης καί μέ τόν θάνατό του προσέφερε στή Δύση τά στοιχεία εκείνα
πού διαμόρφωσαν τά κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης Ευρώπης. Η αρχαία κλασσική παιδεία, τό ρωμαϊκό δίκαιο καί η χριστιανική
θρησκεία υπήρξαν οι πυλώνες της ευρωπαϊκής κοινωνίας όπως αυτή διαμορφώθηκε μέ τό πέρασμα τών αιώνων.
Ο Μανουήλ Χρυσολωράς δίδαξε στό πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας από τό 1396 ως τό 1399, καί η παρουσία του εκεί αποτελεί σταθμό στήν ιστορία τών ελληνικών σπουδών στήν Ευρώπη. Στό ακροατήριό του περιλαμβάνονταν διάσημοι ανθρωπιστές καί πολιτικοί καί η προετοιμασία τών μαθητών γίνονταν από χειρόγραφα όπως η Γραμματική του, πού συνέταξε εκείνη τήν εποχή καί τυπώθηκε εκατό χρόνια μετά τόν θάνατό του. Εποχή άφησε ο Πλήθων στήν ίδια πόλη, τό 1438 όπου κατά τή διάρκεια της διαμονής του στήν Φλωρεντία συνέγραψε τό έργο: "Περί ών Αριστοτέλης πρός Πλάτωνα διαφέρεται". Ο Κοσμάς Μέδικος πού ονομάστηκε Περικλής της Φλωρεντίας, επηρεασμένος από τόν Πλήθωνα, ίδρυσε στήν Φλωρεντία Πλατωνική Ακαδημία καί προσέλαβε δάσκαλο της αρχαίας ελληνικής τόν Ιωάννη Αργυρόπουλο. Η Φλωρεντία έμοιαζε μέ ένα μεγάλο πανεπιστήμιο καί ο Poliziano έλεγε: "Eσείς ώ Φλωρεντίνοι φροντίσατε νά αναγεννηθή στήν πόλι μας καί νά ακμάσει η ελληνική παιδεία, πού από καιρό έχει σβησθή καί σ'αυτή τήν ίδια τήν Ελλάδα." Στούς εξέχοντες φυγάδες λογίους τών χρόνων της Αναγέννησης ανήκει ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης πού δίδαξε στήν Πάδουα, στήν Φλωρεντία καί στό Μιλάνο καί εξέδωσε τό 1488 τά ομηρικά έπη, τό 1493 τόν Ισοκράτη καί τό 1499 τό λεξικό Σούδα. Ο μαθητής του, Ιανός Λάσκαρις (1445-1535) διέδωσε τά ελληνικά γράμματα στή Δύση, ενώ συνέλεξε από τίς ελληνικές χώρες δεκάδες χειρόγραφα. Εγκαταστάθηκε στό Παρίσι, στήν αυλή του Γάλλου βασιλέα, έγινε πνευματικός σύμβουλος καί βιβλιοθηκάριος του καί διορίσθηκε πρεσβευτής στή Βενετία καί στή Ρώμη όπου τό 1514 ίδρυσε Ελληνικό Γυμνάσιο.
Τά πρώτα τυπογραφεία πού ιδρύθηκαν στή Βενετία τόν 16ο αιώνα εξέδιδαν ελληνικά κείμενα καί πρωτοπόρος τυπογράφος της εποχής εκείνης ήταν ο κρητικός Ζαχαρίας Καλλέργης. Πολλοί Ελληνες καί Λατίνοι αγόραζαν χειρόγραφα από τίς κατεχόμενες ελληνικές χώρες καί τά εξέδιδαν στά τυπογραφεία της Ευρώπης, πλουτίζοντας έτσι της βιβλιοθήκες τών ευρωπαϊκών πόλεων καί ταυτόχρονα διασώζοντας τόν πλούτο τών κλασσικών καί βυζαντινών σπουδών. Ενώ στήν Δύση του 16ου αιώνα, εξυψωνόταν η διανόησις καί η γνώση, στίς υπόδουλες ελληνικές χώρες ο λαός βυθιζόταν στό σκότος της αμάθειας καί της αγραμματοσύνης. Μέχρι τό 1600 περίπου, τά σχολεία ήταν ελάχιστα καί εκεί τοποθετείται καί ο "μύθος" του Κρυφού Σχολειού, αφού γιά πολλούς ιστορικούς δέν έχουν διασωθεί γραπτές μαρτυρίες πού νά αποδεικνύουν τήν ύπαρξη κρυφών σχολειών. Ούτως ή άλλως, μέχρι τό 1600 ο ελληνικός λαός κινδύνεψε όσο ποτέ άλλοτε νά χάσει μαζί μέ τήν εθνική του συνείδηση καί τή γλώσσα του αλλά καί κάθε πνευματική συνοχή. Ο Νικόλαος Σοφιανός παρατηρούσε τό 1544 ότι: ".. τό γένος μας λόγω της δουλείας του εξέπεσε τόσο καί ουδεμία γνώση έχει γιά τό ένδοξο παρελθόν του, αφού δέν βρίσκεται ούτε ένας δάσκαλος γιά νά διδάξει τούς νέους καί αυτή τή γραμματική τέχνη...". Ο Παπαρρηγόπουλος ο οποίος έχει γνώση γιά τήν κάκιστη σύνταξη καί ορθογραφία ακόμα καί τών αρχιερατικών εγγράφων εκείνης της εποχής αναφέρει:
Ο Μανουήλ Χρυσολωράς δίδαξε στό πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας από τό 1396 ως τό 1399, καί η παρουσία του εκεί αποτελεί σταθμό στήν ιστορία τών ελληνικών σπουδών στήν Ευρώπη. Στό ακροατήριό του περιλαμβάνονταν διάσημοι ανθρωπιστές καί πολιτικοί καί η προετοιμασία τών μαθητών γίνονταν από χειρόγραφα όπως η Γραμματική του, πού συνέταξε εκείνη τήν εποχή καί τυπώθηκε εκατό χρόνια μετά τόν θάνατό του. Εποχή άφησε ο Πλήθων στήν ίδια πόλη, τό 1438 όπου κατά τή διάρκεια της διαμονής του στήν Φλωρεντία συνέγραψε τό έργο: "Περί ών Αριστοτέλης πρός Πλάτωνα διαφέρεται". Ο Κοσμάς Μέδικος πού ονομάστηκε Περικλής της Φλωρεντίας, επηρεασμένος από τόν Πλήθωνα, ίδρυσε στήν Φλωρεντία Πλατωνική Ακαδημία καί προσέλαβε δάσκαλο της αρχαίας ελληνικής τόν Ιωάννη Αργυρόπουλο. Η Φλωρεντία έμοιαζε μέ ένα μεγάλο πανεπιστήμιο καί ο Poliziano έλεγε: "Eσείς ώ Φλωρεντίνοι φροντίσατε νά αναγεννηθή στήν πόλι μας καί νά ακμάσει η ελληνική παιδεία, πού από καιρό έχει σβησθή καί σ'αυτή τήν ίδια τήν Ελλάδα." Στούς εξέχοντες φυγάδες λογίους τών χρόνων της Αναγέννησης ανήκει ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης πού δίδαξε στήν Πάδουα, στήν Φλωρεντία καί στό Μιλάνο καί εξέδωσε τό 1488 τά ομηρικά έπη, τό 1493 τόν Ισοκράτη καί τό 1499 τό λεξικό Σούδα. Ο μαθητής του, Ιανός Λάσκαρις (1445-1535) διέδωσε τά ελληνικά γράμματα στή Δύση, ενώ συνέλεξε από τίς ελληνικές χώρες δεκάδες χειρόγραφα. Εγκαταστάθηκε στό Παρίσι, στήν αυλή του Γάλλου βασιλέα, έγινε πνευματικός σύμβουλος καί βιβλιοθηκάριος του καί διορίσθηκε πρεσβευτής στή Βενετία καί στή Ρώμη όπου τό 1514 ίδρυσε Ελληνικό Γυμνάσιο.
Τά πρώτα τυπογραφεία πού ιδρύθηκαν στή Βενετία τόν 16ο αιώνα εξέδιδαν ελληνικά κείμενα καί πρωτοπόρος τυπογράφος της εποχής εκείνης ήταν ο κρητικός Ζαχαρίας Καλλέργης. Πολλοί Ελληνες καί Λατίνοι αγόραζαν χειρόγραφα από τίς κατεχόμενες ελληνικές χώρες καί τά εξέδιδαν στά τυπογραφεία της Ευρώπης, πλουτίζοντας έτσι της βιβλιοθήκες τών ευρωπαϊκών πόλεων καί ταυτόχρονα διασώζοντας τόν πλούτο τών κλασσικών καί βυζαντινών σπουδών. Ενώ στήν Δύση του 16ου αιώνα, εξυψωνόταν η διανόησις καί η γνώση, στίς υπόδουλες ελληνικές χώρες ο λαός βυθιζόταν στό σκότος της αμάθειας καί της αγραμματοσύνης. Μέχρι τό 1600 περίπου, τά σχολεία ήταν ελάχιστα καί εκεί τοποθετείται καί ο "μύθος" του Κρυφού Σχολειού, αφού γιά πολλούς ιστορικούς δέν έχουν διασωθεί γραπτές μαρτυρίες πού νά αποδεικνύουν τήν ύπαρξη κρυφών σχολειών. Ούτως ή άλλως, μέχρι τό 1600 ο ελληνικός λαός κινδύνεψε όσο ποτέ άλλοτε νά χάσει μαζί μέ τήν εθνική του συνείδηση καί τή γλώσσα του αλλά καί κάθε πνευματική συνοχή. Ο Νικόλαος Σοφιανός παρατηρούσε τό 1544 ότι: ".. τό γένος μας λόγω της δουλείας του εξέπεσε τόσο καί ουδεμία γνώση έχει γιά τό ένδοξο παρελθόν του, αφού δέν βρίσκεται ούτε ένας δάσκαλος γιά νά διδάξει τούς νέους καί αυτή τή γραμματική τέχνη...". Ο Παπαρρηγόπουλος ο οποίος έχει γνώση γιά τήν κάκιστη σύνταξη καί ορθογραφία ακόμα καί τών αρχιερατικών εγγράφων εκείνης της εποχής αναφέρει:
"Γράμματα μέ βαρβαρική σύνταξη, μέ ανορθογραφίαν απίθανον καί εις αυτάς τών μητροπολιτών τάς υπογραφάς, γεμίζουσι τόν ειρημένον κώδικαν.... τώρα ερωτώ αν οι μητροπολίται καί οι επίσκοποι δέν ήξευρον νά υπογράψωσιν τό όνομά των, αν οι προκριτώτεροι της επαρχίας ήσαν αγράμματοι, πού ευρίσκετο η παιδεία του γένους;"
Από τό 1613, μέ τήν έλευση του Θεόφιλου Κορυδαλέα καί τήν διδακτική του δράση εγκαινιάζεται μία νέα εποχή στήν πνευματική
ιστορία του Ελληνισμού αφού αρχίζουν καί ιδρύονται τά πρώτα σχολεία. Τό σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο, πού θά
κρατήσει τήν πρωτοπορία γιά ένα σχεδόν αιώνα, ήταν η Χίος, ενώ φυσικά στήν Κωνσταντινούπολη αναζωπυρώθηκε αντίστοιχη
πνευματική κίνηση η οποία οδήγησε στήν ίδρυση της
Μεγάλης του Γένους Σχολής
γύρω στά 1625. Ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις κάλεσε στήν Πόλη τόν Κορυδαλέα καί τόν περιέλαβε στόν κύκλο
των άμεσων συνεργατών του. Ο Κορυδαλεύς κατέστησε τήν σχολή επίκεντρο του εκπαιδευτικού συστήματος ενώ τήν παράδοση πού
δημιούργησε τήν συνέχισαν ο Ιωάννης Καρυοφύλλης, ο Μελέτιος Συρίγος, ο Ευγένιος Γιαννούλης, ο Παΐσιος Μεταξάς, ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος καί ο Σεβαστός Κυμινήτης. Από τό 1669 καί μετά αρχίζουν καί ιδρύονται οι πρώτες ανώτερες σχολές στά Ιωάννινα,
στό
Μέτσοβο, στήν Αθήνα, στά Αμπελάκια Θεσσαλίας, στή Ζαγορά του Πηλίου,
στή Δημητσάνα, στήν Πάτμο, στήν Σμύρνη (Ευαγγελική Σχολή), στήν
Καισάρεια, στό
Ιάσιο καί στό Βουκουρέστι. Γιά τήν δημιουργία σχολών διατίθενται χρήματα κυρίως από πλούσιους εμπόρους του απόδημου
Ελληνισμού καί από τήν Εκκλησία.
Ονομαστοί διδάσκαλοι καί λόγιοι από τόν 17ο αιώνα μέχρι τίς αρχές του 19ου αιώνα ήταν ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο κληρικός Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), ο οποίος ήταν καί αρχαϊστής, ο αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806), ο κληρικός Νεόφυτος Βάμβας πού συνέταξε διδακτικά εγχειρίδια, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), ο Δημητράκης Καταρτζής (1730-1807) πού υποστήριζε ότι η πατρίδα της φιλοσοφίας είναι η Ελλάδα καί μόνο η Ελλάδα, ο αρχιμανδρίτης Ανθιμος Γαζής πού ανέπτυξε καί εκδοτική δραστηριότητα, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Γεώργιος Γεννάδιος καί άλλοι. Ο περιφημότερος όλων ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής (Σμύρνη 1748 - Παρίσι 1833). Ο Κοραής τό 1788, διδάκτορας της ιατρικής, εγκαταστάθηκε στό Παρίσι καί έζησε τή Γαλλική επανάσταση, η οποία ξέσπασε τόν επόμενο χρόνο. Η τελευταία αποτελούσε γιά τόν Κοραή την απόδειξη της αλήθειας καί της δύναμης τών ιδεών του Διαφωτισμού, ενώ ταυτόχρονα φώτιζε τήν προοπτική γιά τή μοίρα του σκλαβωμένου ελληνισμού. Ως φιλόλογος εμφανίστηκε τό 1798 μέ τήν κριτική έκδοση τών Χαρακτήρων του Θεοφράστου. Ακολούθησαν δύο τόμοι μέ ιατρικές πραγματείες του Ιπποκράτη, άλλα μικρότερα έργα καί, από τό 1805, η μνημειώδης Ελληνική Βιβλιοθήκη. Στους 17 τόμους της σειράς αυτής καί στους 9 τών Παρέργων ο Κοραής εξέδωσε δεκάδες έργα αρχαίων συγγραφέων: τους Λόγους του Ισοκράτη, τά Πολιτικά καί τους Παραλλήλους Βίους του Πλούταρχου, τά Πολιτικά καί τά Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, τά Γεωγραφικά του Στράβωνα, τά Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα καί ακόμα τις τέσσερις πρώτες ραψωδίες της Ιλιάδας. Οι εκδόσεις αυτές, μέ τίς εύστοχες κριτικές διορθώσεις του κειμένου καί τίς εκτενείς ερμηνευτικές καί πραγματολογικές παρατηρήσεις ανέδειξαν τόν Κοραή σάν έναν από τούς κορυφαίους φιλολόγους της εποχής του. Η πολιτική του δράση, πού εμπνεύστηκε από τό φιλελεύθερο πνεύμα του Διαφωτισμού καί τίς δημοκρατικές αρχές της Γαλλικής επανάστασης, άρχισε τό 1798, όταν ο Ναπολέων έχει ήδη καταλάβει τά Επτάνησα καί εκστράτευε στην Αίγυπτο. Ο Κοραής θεώρησε την ευκαιρία αυτή μοναδική γιά τούς Έλληνες. Δημοσίευσε την Αδελφική Διδασκαλία γιά νά χτυπήσει τον εθελόδουλο συγγραφέα (Αθανάσιο Πάριο) της Πατρικής Διδασκαλίας (1798), ο οποίος, καλυμμένος πίσω από τό όνομα του πατριάρχη Ιεροσολύμων, Aνθιμου, καλούσε τους Έλληνες να αγνοήσουν «τό καινοφανές δόγμα της ελευθερίας» καί νά παραμείνουν πιστοί ραγιάδες του σουλτάνου. Αργότερα, μέ τά φυλλάδια "Aσμα πολεμιστήριον" (1800) καί "Σάλπισμα πολεμιστήριον" (1801) καί τόν διάλογο "Τι πρέπει νά κάμωσι οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις" (1805), ο Κοραής παρακίνησε τους Έλληνες νά συμπράξουν στίς πολεμικές επιχειρήσεις τών Γάλλων κατά τών Τούρκων.
Όταν αναφερόμαστε σέ εκπαίδευση γιά εκείνη τήν περίοδο δέν μπορούμε νά παραλείψουμε τόν Κοσμά τόν Αιτωλό (1714-1779), τόν γνωστό σέ όλους λαϊκό ιεροκήρυκα καί νεομάρτυρα. Ο Αιτωλός έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του καί διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε καί μαθήτευσε στην Αθωνιάδα Σχολή, με δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά καί τον Ευγένιο Βούλγαρι. Το 1760 πήγε στην Κωνσταντινούπολη καί αφού έλαβε την έγκριση του πατριάρχη γιά τά ιεραποστολικά του σχέδια, περιηγήθηκε σχεδόν ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο: Θράκη, Μακεδονία, Ρούμελη, Θεσσαλία, Κυκλάδες, Επτάνησα καί προπάντων Ήπειρο. Το κήρυγμά του είχε τεράστια απήχηση στον λαό, ιδίως στους ορεινούς πληθυσμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πέρα, όμως, από τό αμιγώς θρησκευτικό του κήρυγμα, αυτό πού ανήγαγε τόν Αιτωλό σε απόστολο του αφυπνιζόμενου ελληνισμού εκείνης της εποχής ήταν τό εθνικό του έργο. Χρησιμοποίησε όλο του τό κύρος γιά να εμποδίσει τους εξισλαμισμούς, πού την εποχή εκείνη λάμβαναν ανησυχητική έκταση στη Βόρειο Ήπειρο, προσπάθησε με κάθε τρόπο να πείσει τους πληθυσμούς της δυτικής Μακεδονίας καί της Ηπείρου να μιλούν μόνο ελληνικά, διότι "η Εκκλησία μας είναι ελληνική καί τό γένος μας ελληνικό", ίδρυσε δεκάδες σχολεία καί παρακινούσε τους χωρικούς να μορφώνουν τά παιδιά τους. Αναφέρεται περιστατικό σύμφωνα μέ τό οποίο επισκέφθηκε χωριό πού δέν είχε σχολείο αλλά είχε εκκλησία. Σκαρφάλωσε στήν στέγη της εκκλησίας καί άρχισε νά ξηλώνει τά κεραμίδια, καί όταν οι έκπληκτοι χωρικοί τόν ρώτησαν γιατί τό κάνει αυτό, τούς απάντησε "πρώτα πρέπει νά φτιάχνετε σχολειά γιά τά παιδιά σας καί μετά εκκλησιές." Αν καί δέν ήταν επαναστάτης, σέ πολλές τοπικές παραδόσεις φέρεται ως προφήτης της ανάστασης τού Γένους. Διακήρυσσε την ισότητα της γυναίκας προς τον άντρα, την κοινωνική δικαιοσύνη, αφόριζε την αρπακτικότητα καί την αναλγησία τών πλουσίων. Ο ριζοσπαστισμός τών ιδεών του προκάλεσε ανησυχία σέ άρχοντες, μητροπολίτες καί σέ γαιοκτήμονες, οι οποίοι εξαπέλυσαν διωγμό εναντίον του. Ίδια στάση επέδειξαν απέναντί του καί οι Εβραίοι τής περιοχής οι οποίοι τόν κατηγόρησαν στους Τούρκους ως πράκτορα τών Ρώσων, προκαλώντας έτσι τή σύλληψη καί τόν απαγχονισμό του.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Ονομαστοί διδάσκαλοι καί λόγιοι από τόν 17ο αιώνα μέχρι τίς αρχές του 19ου αιώνα ήταν ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο κληρικός Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), ο οποίος ήταν καί αρχαϊστής, ο αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806), ο κληρικός Νεόφυτος Βάμβας πού συνέταξε διδακτικά εγχειρίδια, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Κωνσταντίνος Οικονόμου, ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), ο Δημητράκης Καταρτζής (1730-1807) πού υποστήριζε ότι η πατρίδα της φιλοσοφίας είναι η Ελλάδα καί μόνο η Ελλάδα, ο αρχιμανδρίτης Ανθιμος Γαζής πού ανέπτυξε καί εκδοτική δραστηριότητα, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Γεώργιος Γεννάδιος καί άλλοι. Ο περιφημότερος όλων ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής (Σμύρνη 1748 - Παρίσι 1833). Ο Κοραής τό 1788, διδάκτορας της ιατρικής, εγκαταστάθηκε στό Παρίσι καί έζησε τή Γαλλική επανάσταση, η οποία ξέσπασε τόν επόμενο χρόνο. Η τελευταία αποτελούσε γιά τόν Κοραή την απόδειξη της αλήθειας καί της δύναμης τών ιδεών του Διαφωτισμού, ενώ ταυτόχρονα φώτιζε τήν προοπτική γιά τή μοίρα του σκλαβωμένου ελληνισμού. Ως φιλόλογος εμφανίστηκε τό 1798 μέ τήν κριτική έκδοση τών Χαρακτήρων του Θεοφράστου. Ακολούθησαν δύο τόμοι μέ ιατρικές πραγματείες του Ιπποκράτη, άλλα μικρότερα έργα καί, από τό 1805, η μνημειώδης Ελληνική Βιβλιοθήκη. Στους 17 τόμους της σειράς αυτής καί στους 9 τών Παρέργων ο Κοραής εξέδωσε δεκάδες έργα αρχαίων συγγραφέων: τους Λόγους του Ισοκράτη, τά Πολιτικά καί τους Παραλλήλους Βίους του Πλούταρχου, τά Πολιτικά καί τά Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, τά Γεωγραφικά του Στράβωνα, τά Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα καί ακόμα τις τέσσερις πρώτες ραψωδίες της Ιλιάδας. Οι εκδόσεις αυτές, μέ τίς εύστοχες κριτικές διορθώσεις του κειμένου καί τίς εκτενείς ερμηνευτικές καί πραγματολογικές παρατηρήσεις ανέδειξαν τόν Κοραή σάν έναν από τούς κορυφαίους φιλολόγους της εποχής του. Η πολιτική του δράση, πού εμπνεύστηκε από τό φιλελεύθερο πνεύμα του Διαφωτισμού καί τίς δημοκρατικές αρχές της Γαλλικής επανάστασης, άρχισε τό 1798, όταν ο Ναπολέων έχει ήδη καταλάβει τά Επτάνησα καί εκστράτευε στην Αίγυπτο. Ο Κοραής θεώρησε την ευκαιρία αυτή μοναδική γιά τούς Έλληνες. Δημοσίευσε την Αδελφική Διδασκαλία γιά νά χτυπήσει τον εθελόδουλο συγγραφέα (Αθανάσιο Πάριο) της Πατρικής Διδασκαλίας (1798), ο οποίος, καλυμμένος πίσω από τό όνομα του πατριάρχη Ιεροσολύμων, Aνθιμου, καλούσε τους Έλληνες να αγνοήσουν «τό καινοφανές δόγμα της ελευθερίας» καί νά παραμείνουν πιστοί ραγιάδες του σουλτάνου. Αργότερα, μέ τά φυλλάδια "Aσμα πολεμιστήριον" (1800) καί "Σάλπισμα πολεμιστήριον" (1801) καί τόν διάλογο "Τι πρέπει νά κάμωσι οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις" (1805), ο Κοραής παρακίνησε τους Έλληνες νά συμπράξουν στίς πολεμικές επιχειρήσεις τών Γάλλων κατά τών Τούρκων.
Όταν αναφερόμαστε σέ εκπαίδευση γιά εκείνη τήν περίοδο δέν μπορούμε νά παραλείψουμε τόν Κοσμά τόν Αιτωλό (1714-1779), τόν γνωστό σέ όλους λαϊκό ιεροκήρυκα καί νεομάρτυρα. Ο Αιτωλός έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του καί διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε καί μαθήτευσε στην Αθωνιάδα Σχολή, με δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά καί τον Ευγένιο Βούλγαρι. Το 1760 πήγε στην Κωνσταντινούπολη καί αφού έλαβε την έγκριση του πατριάρχη γιά τά ιεραποστολικά του σχέδια, περιηγήθηκε σχεδόν ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο: Θράκη, Μακεδονία, Ρούμελη, Θεσσαλία, Κυκλάδες, Επτάνησα καί προπάντων Ήπειρο. Το κήρυγμά του είχε τεράστια απήχηση στον λαό, ιδίως στους ορεινούς πληθυσμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πέρα, όμως, από τό αμιγώς θρησκευτικό του κήρυγμα, αυτό πού ανήγαγε τόν Αιτωλό σε απόστολο του αφυπνιζόμενου ελληνισμού εκείνης της εποχής ήταν τό εθνικό του έργο. Χρησιμοποίησε όλο του τό κύρος γιά να εμποδίσει τους εξισλαμισμούς, πού την εποχή εκείνη λάμβαναν ανησυχητική έκταση στη Βόρειο Ήπειρο, προσπάθησε με κάθε τρόπο να πείσει τους πληθυσμούς της δυτικής Μακεδονίας καί της Ηπείρου να μιλούν μόνο ελληνικά, διότι "η Εκκλησία μας είναι ελληνική καί τό γένος μας ελληνικό", ίδρυσε δεκάδες σχολεία καί παρακινούσε τους χωρικούς να μορφώνουν τά παιδιά τους. Αναφέρεται περιστατικό σύμφωνα μέ τό οποίο επισκέφθηκε χωριό πού δέν είχε σχολείο αλλά είχε εκκλησία. Σκαρφάλωσε στήν στέγη της εκκλησίας καί άρχισε νά ξηλώνει τά κεραμίδια, καί όταν οι έκπληκτοι χωρικοί τόν ρώτησαν γιατί τό κάνει αυτό, τούς απάντησε "πρώτα πρέπει νά φτιάχνετε σχολειά γιά τά παιδιά σας καί μετά εκκλησιές." Αν καί δέν ήταν επαναστάτης, σέ πολλές τοπικές παραδόσεις φέρεται ως προφήτης της ανάστασης τού Γένους. Διακήρυσσε την ισότητα της γυναίκας προς τον άντρα, την κοινωνική δικαιοσύνη, αφόριζε την αρπακτικότητα καί την αναλγησία τών πλουσίων. Ο ριζοσπαστισμός τών ιδεών του προκάλεσε ανησυχία σέ άρχοντες, μητροπολίτες καί σέ γαιοκτήμονες, οι οποίοι εξαπέλυσαν διωγμό εναντίον του. Ίδια στάση επέδειξαν απέναντί του καί οι Εβραίοι τής περιοχής οι οποίοι τόν κατηγόρησαν στους Τούρκους ως πράκτορα τών Ρώσων, προκαλώντας έτσι τή σύλληψη καί τόν απαγχονισμό του.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου