Γράφει ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος
Διευθυντής του Ινστιτούτου Ελληνικής και Ρωμαϊκής
Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
ΕΠΙ ΣΧΕΔΟΝ διακόσια χρόνια η λαλιά των αρχαίων
Μακεδόνων έχει αποτελέσει αντικείμενο αρχικά επιστημονικής έρευνας και, εν
συνεχεία, και πολιτικής, αλλά και διπλωματικής εκμεταλλεύσεως. Ο λόγος είναι
αφ' ενός ότι η γλώσσα λογίζεται ως ένα από τα κύρια, αν όχι και το κυριότερο
κριτήριο της εθνικής ταυτότητας, αφ' ετέρου ότι το επιχείρημα της ιστορικής
συνέχειας μιας πληθυσμιακής ομάδας σ' έναν τόπο εξακολουθεί να είναι
πρωτεύουσας σημασίας για την προβολή ή κατοχύρωση εδαφικών διεκδικήσεων. Ετσι,
από μεν τους Ελληνες θεωρείται ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα των αρχαίων
Μακεδόνων δικαιώνει την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της αρχαίας
Μακεδονίας στην ελληνική επικράτεια, από δε τους βόρειους γείτονες τους ότι
τυχόν απόδειξη πως οι αρχαίοι Μακεδόνες ανήκαν σε άλλη εθνική ομάδα από τους
Ελληνες συνηγορεί υπέρ των δικών τους διεκδικήσεων επί της περιοχής αυτής.
Επειδή τα σωζόμενα τεκμήρια τπς λαλιάς των αρχαίων Μακεδόνων ως πολύ πρόσφατα
ήσαν από λίγα ως ελάχιστα, το έδαφος ήταν ελεύθερο για την ανάπτυξη
γλωσσολογικών θεωριών βασισμένων περισσότερο σε επιστημονικές προκαταλήψεις ή
πολιτικές υστεροβουλίες παρά σε ασφαλή δεδομένα.
Δεν σώζονται - αν ποτέ υπήρξαν - φιλολογικά κείμενα
γραμμένα στη μακεδόνικη. Οι Μακεδόνες, όταν άρχισαν να παράγουν λογοτεχνικά
έργα κατά τον 4ο αι. π.Χ., χρησιμοποίησαν, όπως και πολλοί άλλοι Ελληνες, όχι
τη δική τους διάλεκτο αλλά τη λεγόμενη «αττική κοινή», τη γλώσσα των Αθηνών. Το
μοναδικό κείμενο από λογοτεχνικό έργο σε μακεδόνικη διάλεκτο σώζεται στην
κωμωδία του 4ου αι. π.Χ. «Μακεδόνες», του Αθηναίου Στράττιδος, όπου στην
ερώτηση ενός Αθηναίου «σφύραινα δ' έστι τις;» (τι είναι η σφύ-ραινα;) ένας
Μακεδών αποκρίνεται «κέστραν μεν ύμμες, ωττικοί, κικλήσκετε» (σεις, ω Αττικοί,
την αποκαλείτε κέστρα). Οι Αθηναίοι δηλαδή αποκαλούν «κέστρα» ένα ψάρι που οι
Μακεδόνες ονομάζουν «σφύραινα». Ο κωμικός ποιητής δεν είναι βέβαια
γλωσσολόγος, αλλά είναι προφανές ότι παρουσιάζει τον Μακεδόνα να μιλάει μια
αδιαμφισβήτητα ελληνική διάλεκτο με στοιχεία τόσο της αρχαίας θεσσαλικής όσο
και της αρχαίας ηπειρωτικής.
Εκτός από το χωρίο αυτό δεν μας παραδίδονται παρά
μεμονωμένες «γλώσσες», δηλαδή λέξεις σπάνιες που κίνησαν την περιέργεια και
θυσαυρίστηκαν από φιλολόγους της ελληνιστικής εποχής. Ο χαρακτήρας εξαιρέσεως
των λέξεων αυτών καθώς και τα σφάλματα των εκάστοτε γραφέων των χειρογράφων,
που τις αντέγραφαν χωρίς να τις κατανοούν, καθιστούν τη χρήση τους επισφαλή.
Πάντως οι λίγες ασφαλείς περιπτώσεις που παραδίδονται επιβεβαιώνουν την
ελληνική προέλευση των λέξεων:
1) Λέξεις καθημερινής χρήσεως, π.χ. καρπαία (από τον
καρπό) όρχησις μακεδόνικη.
2) Ορολογία θεσμών, π.χ. πελιγάνες (από το
«πέλειος»=γέρος) οι ένδοξοι, παρά δε Σύροις οι βουλευταί.
3) Επίθετα θεών, π.χ. Κυνηγάδας (Κυνηγίης), Πασικράτα,
Αγεμόνα (Ηγεμόνη) κ.ά. I
4) Ονόματα μηνών, όπως Δίος (από τον ΙΜα), Περίτιος
(από τον Ηρακλή Περίτα, δηλαδή Φύλακα), Αρτεμίσιος (από την Άρτεμι) κ.ά.
Από τις φιλολογικές πηγές αντλούμε επίσης τα ονόματα
των αρχαιότερων μακεδόνων βασιλέων (του 7ου και του 6ου αι. π.Χ., προτού
δηλαδή αναπτυχθούν οι σχέσεις με την νοτιότερη Ελλάδα), που είναι όλα ελληνικά,
δηλαδή έχουν ελληνική ετυμολογία: Περδίκκας, Αργαίος, Φίλιππος, Αέροπος,
Αμύντας. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί η εξέταση των τοπωνυμίων που εισήχθησαν
από τους κατακτητές Μακεδόνες στη χώρα που ονομάστηκε από το εθνικό τους όνομα
Μακεδονία: Αιγεαί (δηλαδή η πόλη των αιγών), Ευπορία, Ηράκλειον, Ευρωπός κ.ά.
Πέρα όμως από τις φιλολογικές πηγές, έρχεται διαρκώς
στο φως άφθονο επιγραφικό υλικό. Το πρόβλημα, όπως και με τα φιλολογικά
κείμενα, είναι ότι, όταν επί Φιλίππου Β', τον 4ο αι. π.Χ., οι Μακεδόνες άρχισαν
να γράφουν σε λίθο ή σε μέταλλο εκτενή κείμενα, δεν χρησιμοποίησαν τη διαλεκτό
τους αλλά την αττική κοινή. Στη Μακεδονία ωστόσο έχουν ανευρεθεί χιλιάδες
επιτύμβιες στήλες που μας παραδίδουν εκατοντάδες ανθρωπωνύμια, πολλά από τα
οποία μπορούν να χαρακτηρισθούν μακεδόνικα, είτε διότι απαντούν (είτε
αποκλειστικά είτε κατά κύριο λόγο και νωρίτερα από αλλού) στη Μακεδονία
(Αλέξανδρος, Φίλιππος, Παρμενίων, Αντίπατρος, Αρσινόη κ.ά.), είτε διότι
παρουσιάζουν ιδιαίτερα φωνητικά φαινόμενα (π.χ. τη διατήρηση του αρχαίου
μακρού /α/, τη σποραδική τροπή των άηχων συμφώνων σε ηχηρά), που αποκλείουν
την περίπτωση δανεισμού από την αττική διάλεκτο, όπως Πτολεμαίος, Αμύντας,
Μαχάτης, Αλκέτας, Βερενίκα (Φερενίκη), Βάλαγρος (Φαλακρός) κ.ά. Δεδομένου ότι
τα αρχαία ελληνικά ανθρωπωνύμια σχηματίζονται, παράγονται ή συντίθενται από
προσηγορικά (π.χ. Φίλιππος = ο φιλών τους ίππους), αποτελούν πρώτης τάξεως πηγή
για τη γνώση της μακεδόνικης διαλέκτου.
Οι επιγραφές μάς προσφέρουν όμως και άλλες μαρτυρίες
για τη μακεδόνικη διάλεκτο. Παρ' όλον ότι ο Φίλιππος Β' εισήγαγε τη χρήση της
αττικής κοινής στα επίσημα κείμενα αντί της μακεδόνικης διαλέκτου, οι συντάκτες
ή οι χαράκτες των επιγραφών οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τη μακεδόνικη στην
καθημερινή ομιλία τους υπέκυπταν αναπόφευκτα σε σφάλματα και αντικαθιστούσαν
σποραδικά τύπους της αττικής κοινής με τύπους της μητρικής διαλέκτου των. Ετσι
σε επιγραφή της Αμφιπόλεως του 3ου αι. π.Χ. διαβάζουμε τη δοτική «χείριστα»
αντί του αναμενόμενου «χειριστή». Σε τρεις διαφορετικές επιγραφές βρίσκομε τον
διαλεκτικό τύπο «κόρα» αντί του αττικού «κόρη». Και οι δύο περιπτώσεις
επιβεβαιώνουν τη διατήρηση του μακρού /α/. Σε άλλη επιγραφή σώζεται ο
διαλεκτικός τύπος του απαρεμφάτου «ανατιθήμειν» αντί του αττικού «ανατιθέναι».
Η πλούσια αυτή τεκμηρίωση θα έπρεπε να είχε θέσει
τέρμα σε κάθε αμφιβολία σχετικά με τη λαλιά των αρχαίων Μακεδόνων. Η ανακάλυψη
τα τελευταία χρόνια όχι μόνο λέξεων αλλά και συνεχών κειμένων στη μακεδόνικη
διάλεκτο αίρει και την τελευταία δικαιολογία για καλόπιστες αμφιβολίες. Αρκεί
κανείς να διαβάσει τους δύο πρώτους στίχους του εκτενέστερου και καλύτερα σωζόμενου
από αυτά τα κείμενα: [Θετί]μας και Διονυσιφώντος το τέλος και τον
γάμον/καταγράφω και των άλλων πασάν γυ/[ναικ]ών και χηρών και παρθένων, μάλιστα
δε Θετϊμας, και / παρκαττίθεμαι Μάκρωνι...
Πρόκειται για έναν «κατάδεσμο», μαγικό κείμενο
γραμμένο σε μολύβδινο έλασμα του πρώτου ημίσεος του 4ου αι. π.Χ. Οπως
αναμενόταν, η διάλεκτος παρουσιάζει συνάφεια με τις διαλέκτους της Ηπείρου και
της Θεσσαλίας και είναι αδιαμφισβήτητα ελληνική.
Τα γράμματα ήταν ελληνικά
Στο ερώτημα «ποια γλώσσα μιλούσαν οι
Μακεδόνες;» ο Νίκολας Χάμοντ, ιστορικός, ειδικός ερευνητής της ιστορίας της
Αρχαίας Μακεδονίας (και γενικότερα της Βαλκανικής) υπήρξε κατηγορηματικός στα
κείμενα του:
Τέτοιο ζήτημα δεν φαίνεται να υπήρξε στην αρχαιότητα.
Γιατί η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων ήταν η ελληνική. Ο Ησίοδος θεωρούσε τον
Μάγνητα και τον Μακεδόνα πρώτα εξαδέρφια των Ελλήνων και κατά συνέπεια τους
θεωρούσε χρήστες μιας διαλέκτου (ή διαλέκτων) της ελληνικής γλώσσας. Οτι είχε
δίκιο στην περίπτωση των Μαγνητών έχει αποδειχθεί από τις ανασκαφές, από την
ανεύρεση πρώιμων επιγραφών σε αιολική διάλεκτο στην περιοχή τους, στην
Ανατολική Θεσσαλία. Επειτα προς το τέλος του 5ου αι. π.Χ. ένας έλληνας ιστορικός,
ο Ελλάνικος, που επισκέφθηκε την αυλή της Μακεδονίας, θεώρησε πατέρα του
Μακεδόνα όχι τον Δία αλλά τον Αίολο, μια λεπτομέρεια που δεν θα μπορούσε να την
έχει υιοθετήσει αν δεν γνώριζε ότι οι Μακεδόνες μιλούσαν ελληνική γλώσσα, την
αιολική διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας.
Μια αξιοπαρατήρητη επιβεβαίωση του ελληνικού λόγου
των Μακεδόνων προέρχεται από τους Πέρσες, που κατέλαβαν τη Μακεδονία ως τμήμα
των κατακτήσεων τους στην Ευρώπη γύρω στα 510-480 π.Χ.: Στον πίνακα των υπηκόων
τους «στις χώρες πέρα από τη θάλασσα» μνημονεύουν «τους Ελληνες που φορούσαν
ένα είδος καπέλου με μορφή ασπίδας, ένα σκιάδιο σαν την ασπίδα». Αυτοί είναι
απίθανο να ήταν οποιαδήποτε άλλη φυλή εκτός από εκείνη των Μακεδόνων, που
είναι πολύ γνωστό ότι φορούσαν ένα τέτοιο σκιάδιο.
Παρεξηγήσεις στη σημερινή εποχή προκάλεσαν εξάλλου
κάποια αρχαία κείμενα όπως του Θουκυδίδη, ο οποίος στο β' μισό του 5ου αι. π.Χ.
θεωρούσε τους ημινομαδικούς, οπλισμένους κατοίκους της Βόρειας Ηπείρου και της
Δυτικής Μακεδονίας ως «βαρβάρους». Λέξη η οποία ερμηνεύθηκε από ορισμένους
μελετητές ότι σημαίνει «μη ελληνόφωνοι». Μόνο που επιγραφές του 370-368 π.Χ.
που βρέθηκαν το 1956 στη Δωδώνη περιέχουν πίνακες ελληνικών ονομάτων,
καταγράφοντας παράλληλα, σε ελληνική πάντα γλώσσα, ενέργειες των Μολοσσών.
Αυτή η ανακάλυψη απέδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι μία από τις πιο
βάρβαρες φυλές της Ηπείρου, όπως τις ονόμαζε ο Θουκυδίδης, οι Μολοσσοί,
μιλούσαν ελληνικά στην εποχή που εκείνος έγραφε την ιστορία του. «Βαρβάρους»
αποκαλούσε τους Μακεδόνες και ο Δημοσθένης κατά το 350-340 π.Χ. Η ανακάλυψη
των Αιγών όμως τον διέψευσε πέραν των άλλων και για το γεγονός ότι βρέθηκαν 74
ελληνικά ονόματα και ένα θρακικό σε επιτύμβιες στήλες και ήταν όλα γραμμένα με
ελληνικά γράμματα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ
ΑΚΡΙΤΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου