Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α΄ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ (Β΄ΜΕΡΟΣ)

Γράφει ο Ιστορικός  Βασίλειος Αναστασόπουλος

2.3 Η απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου

Παράλληλα με τις επιχειρήσεις στον τουρκοκρατούμενο ηπειρωτικό ελληνικό χώρο, διεξάγονταν στη θάλασσα του Αιγαίου και ναυτικές επιχειρήσεις, που σκοπό είχαν, αφενός, να καταστεί ο ελληνικός στόλος κυρίαρχος στη θαλάσσια περιοχή και, αφετέρου, να απελευθερωθούν τα ελληνικά νησιά. Οι Τούρκοι είχαν οργανώσει σημαντικά αμυντικά έργα για την προστασία των νησιών, γεγονός που απαιτούσε, από την ελληνική πλευρά, σοβαρή και προσεκτικά οργανωμένηπροσπάθεια για την απελευθέρωσή τους.
Σε πρώτη φάση επιδιώχθηκε η απελευθέρωση των νησιών του βορείου Αιγαίου (Λήμνος, Ίμβρος, Τένεδος κ.ά.) για καθαρά επιχειρησιακούς λόγους και η οποία ξεκίνησε με την έναρξη του πολέμου. Σε δεύτερη φάση, η οποία ξεκίνησε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, επιδιώχθηκε η απελευθέρωση και των άλλων ελληνικών νησιών. Αρχικά απελευθερώθηκε η Λήμνος στις 8 Οκτωβρίου – χρησιμοποιήθηκε ως ναυτική βάση του ελληνικού στόλου – για την οποία χρησιμοποιήθηκε μια διλοχία του 20ου Συντάγματος Πεζικού.
Στις 15 Οκτωβρίου ναυτικό άγημα 600 ανδρών αποβιβάστηκε στη Λήμνο και στη συνέχεια μαζί με τη διλοχία Πεζικού απελευθέρωσαν τη Θάσο και τον Άγ. Ευστράτιο. Ανάλογα ναυτικά αγήματα έδρασαν στο σύμπλεγμα τωννησιών του βορείου Αιγαίου, τα οποία και απελευθέρωσαν. Επόμενος στόχος της ελληνικής κυβέρνησης ήταν τα νησιά της Λέσβου, Χίου και Σάμου, τα οποία όμως για την απελευθέρωσή τους απαιτούνταν περισσότερες δυνάμεις. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε να διατεθεί ένα σύνταγμα Πεζικού και μια πυροβολαρχία από τη ΙΙ Μεραρχία, ενώ παράλληλα συγκροτήθηκαν νέες δυνάμεις από ναυτικά αγήματα και τα έμπεδα Αθηνών.
Έτσι, μια δύναμη περίπου 1.600 ανδρών αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Μυτιλήνης στις 8 Νοεμβρίου, ενώ αργότερα η δύναμη αυτή έφτασε τους 3.175 άνδρες με διοικητή τον Συνταγματάρχη Απολλόδωρο Συρμακέζη. Η τουρκική φρουρά του νησιού πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση και μόλις στις 8 Δεκεμβρίου οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η Χίος διέθετε την καλύτερη αμυντική οργάνωση και έδινε στον αμυνόμενο την ευκαιρία να αμυνθεί αποτελεσματικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από ελληνικής πλευράς διατέθηκε ένα σύνταγμα Πεζικού και μια πυροβολαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Δελαγραμμάτικα, διοικητή του 7ου Συντάγματος Πεζικού. Στις 11 Νοεμβρίου ο διοικητής της Μοίρας Ευδρόμων Πλοίαρχος Ιωάννης Δαμιανός ζήτησε από τον Τούρκο διοικητή την παράδοση της πόλης της Χίου μέσα σε τρεις ώρες. Όμως ο τελευταίος αρνήθηκε και τότε η ελληνική δύναμη προέβη σε βίαιη απόβαση νότια της πόλης της Χίου, συναντώντας ισχυρή αντίσταση, μιας και οι Τούρκοι είχαν οργανώσει αμυντικά την ακτή απόβασης.
Ωστόσο, με τη βοήθεια των δραστικών πυρών του στόλου, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν τις βραδινές ώρες της 11ης Νοεμβρίου να αποσυρθούν στο εσωτερικό του νησιού. Τα ελληνικά τμήματα εισήλθαν στην πόλη της Χίου την επομένη. Η τουρκική φρουρά κατείχε φύσει οχυρές θέσεις και αγωνιζόταν με πείσμα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την απελευθέρωση του νησιού με τις υπάρχουσες δυνάμεις. Έτσι, ο συνταγματάρχης αποφάσισε να προσβάλει τις τουρκικές δυνάμεις και από άλλα σημεία του νησιού και παράλληλα να αποκλείσει το νησί. Επιπλέον συγκροτήθηκαν εθελοντικά σώματα από τους ντόπιους κατοίκους, ενώ κατέφθασε και ένα σώμα 200 Κρητών εθελοντών. Ωστόσο, οι επιθέσεις των ελληνικών δυνάμεων αποκρούστηκαν, με αποτέλεσμα το Υπουργείο Στρατιωτικών να διατάξει στις 30 Νοεμβρίου την αναστολή κάθε επιθετικής ενέργειας.
Εν τω μεταξύ, στα μέσα Δεκεμβρίου κατέφθασαν ως ενίσχυση το ΙΙ/19 Τάγμα, το έμπεδο τάγμα Πεζικού και μια πυροβολαρχία από τη Λέσβο, για την τελική επίθεση. Στις 19 Δεκεμβρίου, κατόπιν έγκρισης του Υπουργείου Στρατιωτικών, εξαπολύθηκε η τελική επίθεση, αναγκάζοντας τους Τούρκους να ζητήσουν διαπραγματεύσεις. Οι υπερβολικές αξιώσεις τους – αποχώρηση από το νησί με τον οπλισμό τους και όλα τα εφόδια – απορρίφθηκαν και οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν την επομένη.
Πλέον οι Τούρκοι βρίσκονταν σε δυσμενή θέση και αναγκάστηκαν να ζητήσουν παράδοση άνευ όρων, η οποία ολοκληρώθηκε στις 21 Δεκεμβρίου. Τελευταίο από όλα τα νησιά απελευθερώθηκε η Σάμος, στην οποία ήδη από τις 11 Νοεμβρίου 1912 είχε σχηματιστεί προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, κηρύσσοντας την ένωση με την Ελλάδα. Στις 2 Μαρτίου 1913 αποβιβάστηκε διλοχία Πεζικού δύναμης 318 ανδρών, σφραγίζοντας έτσι την απελευθέρωση του νησιού. Πλέον η μόνη εκκρεμότητα ήταν τα Δωδεκάνησα, τα οποία από τις 4 Μαΐου 1912 βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή.

3. Οι επιχειρήσεις του Βουλγαρικού Στρατού
3.1 Δυνάμεις Αντιπάλων

Οι δυνάμεις του βουλγαρικού στρατού κατανεμήθηκαν σε τρεις στρατιές, μια Ομάδα Ιππικού και την VII Ανεξάρτητη Μεραρχία Πεζικού. Οι στρατιές και η Ομάδα Ιππικού συγκεντρώθηκαν στις άνω κοιλάδες των ποταμών Έβρου και Άρδα, και η VII Ανεξάρτητη Μεραρχία στην άνω κοιλάδα του Στρυμόνα ποταμού. Έτσι, διεξήγαγε τις επιχειρήσεις σε τρία μέτωπα, διαθέτοντας εννέα μεραρχίες στην Ανατολική Θράκη, όπου και το κύριο μέτωπο, μία μεραρχία (ΙΙ) στη Δυτική Θράκη και μία μεραρχία (VII) στη Μακεδονία. Επικεφαλής του στρατού ήταν ο Βασιλιάς Φερδινάρδος με βοηθό τον Στρατηγό Savov, ο οποίος ήταν ο πραγματικός αρχιστράτηγος και Επιτελάρχη τον Στρατηγό Fichev. Οι Τούρκοι, με αρχιστράτηγο τον Abdullah Pasha, διέθεταν τη Στρατιά Θράκης, που συγκεντρώθηκε στο τετράγωνο Αδριανούπολη – Σαράντα Εκκλησίες – Μπαμπά Εσκί – Διδυμότειχο.

3.2 Επιχειρήσεις στην Ανατολική Θράκη

Στο μέτωπο της Ανατολικής Θράκης, οι Βούλγαροι απέβλεπαν στην καθήλωση των τουρκικών δυνάμεων κατά μήκος του μετώπου Αδριανούπολης – Σαράντα Εκκλησιών και την υπερκέρασή τους από την οροσειρά της Στράντζας, από τα ανατολικά. Έτσι, οι αποστολές που ανατέθηκαν στις τρεις στρατιές ήταν οι εξής: η 2η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Ivanov να προελάσει προς την Αδριανούπολη μέσω των κοιλάδων του Έβρου και Τούντζα και να καταλάβει την πόλη, η 3η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Dimitriev να προελάσει προς τις Σαράντα Εκκλησίες μέσω της οροσειράς της Στράντζας με σκοπό να υπερκεράσει το δεξί πλευρό των Τούρκων και να απαγορεύσει τη σύμπτυξη τους προς την Κωνσταντινούπολη και η 1η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Kutinchev, παρεμβαλλόμενη μεταξύ των δύο στρατιών, να επιτεθεί κατά του κέντρου του μετώπου Αδριανούπολης – Σαράντα Εκκλησιών.
Ο τουρκικός στρατός είχε την πρόθεση να αμυνθεί στην τοποθεσία των Σαράντα Εκκλησιών, την οποία υπεράσπιζε το 1ο Σώμα Στρατού και άλλες δυνάμεις. Ωστόσο, το βράδυ 8/9 Οκτωβρίου 1912 οι τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν με σκοπό να υπερκεράσουν το αριστερό πλευρό των Βουλγάρων και να τους απωθήσουν προς τον Τούντζα. Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τη θέση των βουλγαρικών δυνάμεων και η εσφαλμένη εκτίμηση των Τούρκων διοικητών σχετικά με τη δυνατότητα προέλασης των Βουλγάρων μέσω της οροσειράς της Στράντζας οδήγησαν σε συντριπτική ήττα των Τούρκων στη διήμερη μάχη που ακολούθησε (9-11 Οκτωβρίου). Συνέπεια της ήττας αυτής ήταν η κατάληψη των Σαράντα Εκκλησιών από την 3η Βουλγαρική Στρατιά στις11 Οκτωβρίου, η διακοπή της επικοινωνίας με τις τουρκικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν την Αδριανούπολη και η άτακτη υποχώρηση των Τούρκων προς την επόμενη γραμμή άμυνας Λουλέ Μπουργκάς-Μπουνάρ Χισάρ.
Η προέλαση των δύο βουλγαρικών στρατιών (1η και 3η) ανακόπηκε προσωρινά για ανασυγκρότηση και ανεφοδιασμό, με αποτέλεσμα να απωλέσουν την επαφή με τις τουρκικές δυνάμεις που συμπτύσσονταν. Παράλληλα, στην Αδριανούπολη η 2η Βουλγαρική Στρατιά επιχείρησε την επίσχεση της πόλης από τα δυτικά λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής και από τα νοτιοδυτικά λόγω της σχετικά ασθενούς αμυντικής οργάνωσης. Η περίσχεση της πόλης θα προέκυπτε από την προέλαση της 1ης Στρατιάς από τα νότια και ανατολικά.
Ωστόσο, μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου δεν είχε καταληφθεί η πόλη, αλλά καθηλώθηκαν οι εκεί τουρκικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύθηκαν την αδράνεια των βουλγαρικών δυνάμεων και οργανώθηκαν αμυντικά στη γραμμή Λουλέ Μπουργκάς – Μπουνάρ Χισάρ. Στο Λουλέ Μπουργκάς αναπτύχθηκε η στρατιά του Abdullah Pasha (1ο, 2ο και 4ο Σώματα Στρατού, μία μεραρχία Ιππικού) και η στρατιά του Mahmut Muhtar Pasha (3ο Σώμα Στρατού, μία ταξιαρχία Ιππικού και εφεδρείες από την Κωνσταντινούπολη) στο Μπουνάρ Χισάρ. Οι Βούλγαροι, αφού ανασυντάχθηκαν, επιτέθηκαν με την 3η Στρατιά κατά μέτωπο, ενώ η 1η ενήργησε κατά του αριστερού πλευρού των Τούρκων. Στις 15 Οκτωβρίου η V Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Christov επιτέθηκε κατά του Μπουνάρ Χισάρ, το οποίο κατέλαβε, και στη συνέχεια διάβηκε τον ποταμό Κάραγατς Ντερεζί.
Τις επόμενες ημέρεςγενικεύτηκε η σύγκρουση, με τους Τούρκους να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση, ιδιαίτερα στο δεξιό πλευρό τους, όπου είχαν συγκεντρώσει τις εφεδρείες τους. Η αντεπίθεση του 3ου Τουρκικού Σώματος Στρατού την 17η Οκτωβρίου προς το Μπουνάρ Χισάρ προσέκρουσε πάνω στη σθεναρή αντίσταση της V Βουλγαρικής Μεραρχίας. Το βράδυ της ίδιας ημέρας μία ταξιαρχία της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατέλαβε το Τούρκμπεϊ, στην αριστερή όχθη του Κάραγατς Ντερεζί, που υπεράσπιζαν οι δυνάμεις του 1ου Τουρκικού Σώματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ρήγματος στο κέντρο της τουρκικής γραμμής άμυνας, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την υπερκέραση του αριστερού πλευρού των Τούρκων, ανάγκασε τον Abdullah Pasha να υποχωρήσει προς το Τσορλού και τον Muhtar Pasha προς Τσερκέσκιοϊ.
Στη μάχη του Λουλέ Μπουργκάς, οι Τούρκοι απώλεσαν περίπου 30.000 άνδρες και πολλά πυροβόλα (σ.32), ενώ και οι Βούλγαροι υπέστησαν μεγάλες απώλειες (περίπου 15.000 άνδρες), γεγονός που τους ανάγκασε να μην καταδιώξουν τις υποχωρούντες τουρκικές δυνάμεις. Για μία ακόμη φορά οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν την αδράνεια των Βουλγάρων και συμπτύχθηκαν ανενόχλητοι προς την Τσατάλτζα, την τελευταία γραμμή άμυνας πριν την Κωνσταντινούπολη.
Μετά τη μάχη του Λουλέ Μπουργκάς, οι Βούλγαροι, αφού απέσυραν τις ΙΙΙ και ΙΧ Μεραρχίες (σ.33) της 2ης Στρατιάς από την πολιορκία της Αδριανούπολης μετά την άφιξη της 2ης Σερβικής Στρατιάς, συνέχισαν την προέλασή τους από τις 25 Οκτωβρίου προς τις κατευθύνσεις Στράντζας και Τσορλού. Ωστόσο, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της ακαταλληλότητας των οδών, οι βουλγαρικές δυνάμεις έλαβαν επαφή με τη γραμμή της Τσατάλτζας μόλις στις 4 Νοεμβρίου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας οι Βούλγαροι επιτέθηκαν με την 1η Στρατιά κατά του νότιου τομέα της τοποθεσίας και την3η κατά του δεξιού πλευρού των Τούρκων.
Οι επιθέσεις των Βουλγάρων δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες, αφού δεν προηγούταν προπαρασκευή πυροβολικού ή δεν επιτυγχανόταν συντονισμός των επιτιθέμενων τμημάτων, με αποτέλεσμα να αποκρούονται από τις αμυνόμενες τουρκικές δυνάμεις, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους Βουλγάρους. Σε πολλές περιπτώσεις θέσεις καταλαμβάνονταν και ανακαταλαμβάνονταν από τους δύο αντιπάλους μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Η δυσμενής εξέλιξη των επιχειρήσεων ανάγκασε τους Βουλγάρους να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τις 9 Νοεμβρίου προς την περιοχή Λουλέ Μπουργκάς – Σαράντα Εκκλησίες.
Οι Τούρκοι δεν καταδίωξαν τις βουλγαρικές δυνάμεις, αλλά ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την αμυντική τοποθεσία τους. Στην πολιορκία της Αδριανούπολης, μετά την αποχώρηση δύο βουλγαρικών μεραρχιών και την άφιξη των Σέρβων στα τέλη Οκτωβρίου, συμμετείχαν οι 8η και 11η Βουλγαρικές Μεραρχίες και οι σερβικές Μεραρχίες «Τιμόκ» και «Δούναβη» (σ.34).
Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις από τις σερβοβουλγαρικές δυνάμεις αποκρούστηκαν από την 10η Τουρκική Μεραρχία και τις τρεις ανεξάρτητες μεραρχίες που υπεράσπιζαν την πόλη, όπως απέτυχαν και οι προσπάθειες των Τούρκων για να λύσουν την πολιορκία. Οι επιχειρήσεις μεταξύ των εμπολέμων, πλην της Ελλάδας, ανεστάλησαν στις 20 Νοεμβρίου, ύστερα από πρόταση της Τουρκίας για 15νθήμερη ανακωχή. Εκείνη την περίοδο το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο μελετούσε την πιθανότητα εκτέλεσης αποβατικής επιχείρησης για την κατάληψη της Καλλίπολης σε συνεργασία ή όχι με άλλο συμμαχικό στρατό. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο και οι ενδοιασμοί του ναυτικού ανάγκασαν το Γενικό Στρατηγείο να εγκαταλείψει την ιδέα. Σε αυτό συνέβαλε και η απροθυμία των Βουλγάρων να αποδεχθούν τις προτάσεις του Διαδόχου Κωνσταντίνου, που αφορούσαν στην αποστολή ελληνικών μεραρχιών για την ενίσχυσή του βουλγαρικού στρατού στην Τσατάλτζα, παρά την αρχική τους αίτηση για την προετοιμασία της απόβασης στην Καλλίπολη (σ.35).
Η απροθυμία των Βουλγάρων να συνεργαστεί με τον ελληνικό στρατό στοίχισε τη μη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις συμμαχικές δυνάμεις. Η επανάληψη των εχθροπραξιών βρήκε τους Τούρκους να εξαπολύουν από τις 28 Ιανουαρίου 1913 μεγάλης κλίμακας επίθεση από την κατεύθυνση της Καλλίπολης, αλλά αποκρούστηκε από τις βουλγαρικές δυνάμεις. Στην Αδριανούπολη, από τα μέσα Φεβρουαρίου 1913, οι σερβοβουλγαρικές δυνάμεις ενισχύθηκαν με νέες από το μέτωπο της Τσατάλτζας και, με την υποστήριξη μεγάλου αριθμού βαρέων πυροβόλων, κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη στις 13 Μαρτίου.

3.3. Επιχειρήσεις στη Δυτική Θράκη

Στη Δυτική Θράκη, η ΙΙ Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Kovachev είχε ως αποστολή να εξασφαλίσει το δεξιό πλευρό του όγκου του βουλγαρικού στρατού πουενεργούσε στην Ανατολική Θράκη και να εκκαθαρίσει την άνω κοιλάδα του Άρδαποταμού (σ.36). Απέναντι του βρισκόταν το 1ο Τουρκικό Σώμα Στρατού υπό τον Yaver Pasha.
Στο διάστημα 7 – 15 Οκτωβρίου 1912 διεξήχθησαν σκληροί αγώνες, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η κατάληψη της κοιλάδας του Άρδα από τους Βουλγάρους. Μέχρι στις 25 Οκτωβρίου οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν για να ανακαταλάβουν τα απωλεσθέντα εδάφη, αλλά απέτυχαν, γεγονός που τους ανάγκασε να επιχειρήσουν να συμπτυχθούν προς τα ανατολικά. Ωστόσο, στις 14 Νοεμβρίου η 2η Βουλγαρική Μεραρχία εξαπέλυσε ισχυρή επίθεση και ανάγκασε τα υπολείμματα των τουρκικών δυνάμεων να παραδοθούν στο Χαρμανλί. Παράλληλα, τμήματα της βουλγαρικής μεραρχίας κατέλαβαν ελληνικές πόλεις όπως την Κομοτηνή και την Ξάνθη.

3.4. Επιχειρήσεις στη Μακεδονία

Στο μέτωπο της Μακεδονίας, δρούσε η VII Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Todorov, με αποστολή την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Με την έναρξη των εχθροπραξιών, προέλασε από την περιοχή του Κιουστεντήλ προς τα νότια, χωρισμένη σε τρεις φάλαγγες, αλλά στο Σιμιτλί συνάντησε υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις και αναγκάστηκε να συμπτυχθεί. Ωστόσο, η νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού προς τα βόρεια, και ιδιαίτερα μετά τη νίκη του στο Σαραντάπορο, ανάγκασε τους Τούρκους να αποσύρουν από τις 13 Οκτωβρίου το μεγαλύτερο μέρος της 14ης Μεραρχίας και μια ανεξάρτητη μεραρχία από την κοιλάδα του Στρυμόνα. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στη μεραρχία του Todorov να προελάσει προς τα νότια χωρίς πλέον να συναντήσει αξιόλογη αντίσταση από τους Τούρκους. Τις πρωινές ώρες της 26ης Οκτωβρίου η βουλγαρική μεραρχία διάβηκε τον ποταμό Στρυμόνα στο Ορλιακό και κινήθηκε εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία στο μεταξύ είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός.

4. Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα

Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε επίσημα με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913, με την οποία ουσιαστικά διαλύθηκε η άλλοτε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα κατέδειξε το γεγονός ότι τα συμμαχικά βαλκανικά κράτη υπερτερούσαν του αντιπάλου σε δύο τομείς: στην καλύτερη οργάνωση και στο υψηλό ηθικό των στρατευμάτων τους. Η Τουρκία εισήλθε στον πόλεμο με ελλιπή στρατιωτική προπαρασκευή, γιατί βρισκόταν στο στάδιο αναδιοργάνωσης του στρατού της. Επιπλέον, θεωρούσε απίθανη μια συμμαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον της, αποτέλεσμα που την ανάγκασε να διεξάγει πόλεμο κατά τεσσάρων κρατών. Η συμμαχία αυτή οδήγησε την Τουρκία να κατανείμει τις δυνάμεις της σε τρία θέατρα επιχειρήσεων, γεγονός που μεγιστοποίησε τις οργανωτικές αδυναμίες της και επέδρασε αρνητικά στην υλοποίηση των σχεδίων επιχειρήσεων.
Στο σημείο αυτό τίθεται το γενικό ερώτημα για την καταλληλότητα του στρατηγικού σχεδίου που επέλεξε η Τουρκία να εφαρμόσει για να αντιμετωπίσει το βαλκανικό συνασπισμό. Από την άλλη πλευρά, οι συμμαχικές χώρες εισήλθαν στον πόλεμο χωρίς κοινόσχέδιο διεξαγωγής των επιχειρήσεων, λόγω εδαφικών βλέψεων και ικανοποίησης εθνικών συμφερόντων. Παρά την έλλειψη συντονισμού οι συμμαχικοί στρατοί διεξήγαγαν με επιτυχία τις επιθετικές επιχειρήσεις. Ειδικότερα, οι νίκες του ελληνικού στρατού, όπως αυτή στο Σαραντάπορο, επέδρασαν άμεσα τόσο τους Σέρβους όσο και τους Βουλγάρους για την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων τους.
Επίσης, σε αυτό συνέβαλλε και η απόλυτη κυριαρχία του πολεμικού στόλου της Ελλάδας στο Αιγαίο, οοποίος, αφενός, απέτρεψε τη μεταφορά τουρκικών δυνάμεων από το ασιατικό έδαφος στην Ευρώπη και, αφετέρου, απέκλεισε τα παράλια και τα λιμάνια ανεφοδιασμού του τουρκικού στρατού. Ωστόσο, οι υποβόσκουσες διαφορές (εδαφικές, εθνολογικές, εθνικές κ.ά.) μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών βαλκανικών κρατών κρατήθηκαν για λίγο στο παρασκήνιο και ήλθαν αμέσως μετά την εξάλειψη του κοινού εχθρού στο προσκήνιο, μετο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
.
Σημειώσεις – Παραπομπές

32. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Α΄, 203, αρ. 597-598.
33. Διατέθηκαν ως ενίσχυση στην 1η Στρατιά του Στρατηγού Kutinchev, βλ. Νικόλαος Οικονόμου, «Ο Α΄Βαλκανικός Πόλεμος», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (στο εξής ΙΕΕ), τ. ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα2000, 329.
34. Στο ίδιο, 330.
35. ΓΕΣ-ΠΕ, ό.π., Παράρτημα τόμου Α΄, 451-453, αρ. 1516-1521.
36. Οικονόμου, ό.π., ΙΕΕ, τ. ΙΔ΄, 330.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Βελλιανίτης, Θεόδωρος, Κλαδάς, Νικόλαος κ.ά.,Βαλκάνια. Οι Βαλκανικοί και οιΕλληνοτουρκικοί Πόλεμοι, Εκδόσεις ΜΕΔΟΥΣΑ/ΣΕΛΑΣ, Αθήνα 1999.
  • Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτομη Ιστορία τωνΒαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1987.
    – Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τόμος Α΄,Αθήνα 1988.
    – Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τόμος Β΄,Αθήνα 1991.
  • Γενικόν Επιτελείον Στρατού-Πολεμική Έκθεσις, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, Παράρτημα, τόμος Β΄, εν Αθήναις 1932.
    – Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, Παράρτημα, τόμος Α΄, εν Αθήναις 1940.
  • Γεραμάνης, Αθανάσιος, αντγος ε.α., Πολεμική Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος.Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Αθήνα 1980.
  • Hall, R.C., The Balkan Wars, 1912-1913. Prelude to the First World War, London-New York 2000.
  • Οικονόμου, Νικόλαος, «Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, 289-330.


https://averoph.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου