Γράφει ο Νίκος Νικολούδης, Διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Εκδόσεις
Eurobooks, Αθήνα 2012, σσ. 231
Εκατό χρόνια μετά τους αναπάντεχα σύντομους
αλλά και δραματικά σκληρούς Βαλκανικούς Πολέμους (Οκτώβριος 1912-Ιούλιος 1913),
η Ιστορία έχει πλέον αξιολογήσει το ειδικό βάρος κάθε μάχης που
πραγματοποιήθηκε στη διάρκειά τους και τη συμβολή καθεμιάς στην τελική νίκη των
ελληνικών όπλων. Υπ’ αυτή την έννοια, η πολύμηνη πολιορκία του Μπιζανίου υπήρξε
αναμφίβολα η σκληρότερη δοκιμασία του Ελληνικού Στρατού κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Σύγχρονοί μας ιστορικοί έχουν τονίσει τη σημασία της ως σύγκρουσης που
προοιωνιζόταν τις σκληρές μάχες χαρακωμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρότι
οι τότε στρατιωτικοί ειδήμονες κάθε άλλο παρά ως τέτοια την είχαν κατατάξει.
Ταυτόχρονα, δεν θα ήταν υπερβολική η αξιολόγησή της ως εξίσου σημαντικής με την
πολύμηνη και πολυαίμακτη μάχη του Μόντε Κασίνο, τον χειμώνα του 1943-44, ο τερματισμός
της οποίας άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Ρώμης από τους Συμμάχους.
Ας μην ξεχνάμε ότι, αντίστοιχα, η πτώση του «απόρθητου» Μπιζανίου είχε ως άμεση
συνέπεια την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, συμβάλλοντας καταλυτικά στην κατοχύρωση
των ελληνικών διεκδικήσεων κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της
Συνθήκης του Λονδίνου μεταξύ των αντιπάλων του Α’ Βαλκανικού Πολέμου.
Για τις δραματικές επιχειρήσεις που
διεξήχθησαν για την κατάληψη του Μπιζανίου διαθέτουμε πλέον την ελληνική
μετάφραση ενός σπάνιου αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέροντος «χρονικού», γραμμένου από
έναν Αμερικανό εθελοντή που πολέμησε στις τάξεις των ελληνικών δυνάμεων.
Πρόκειται για το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Τόμας Χάτσισον, ενός «ουδέτερου»
παρατηρητή (υπό την έννοια ότι δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα πριν από την
έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου), τα σχόλια του οποίου από τη συμμετοχή του
στις μάχες για το Μπιζάνι μας επιτρέπουν να δούμε τον πόλεμο με ένα εντελώς
διαφορετικό βλέμμα.
Ο Χάτσισον υπήρξε μια ιδιαίτερη και
οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία. Ως μέλος της εθνοφρουράς της πολιτείας του
Τέννεση, ανήλθε όλες τις βαθμίδες της φθάνοντας μέχρι τον βαθμό του
συνταγματάρχη-διοικητή της. Παράλληλα οργάνωσε τις αστυνομικές δυνάμεις του
Νάσβιλ, ενώ εξελίχθηκε και σε ειδικό του πυροβολικού, ιδιότητα η οποία του
αναγνωρίσθηκε κατά τον σύντομο Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο του 1898 στον οποίο
έλαβε μέρος ως αξιωματικός του Αμερικανικού Στρατού. Λίγα χρόνια αργότερα, τον
Νοέμβριο του 1912, επηρεασμένος από τον ενθουσιασμό των Ελληνοαμερικανών
εθελοντών που έσπευδαν μαζικά να επιστρέψουν ως εθελοντές στη μαχόμενη πατρίδα
τους, τους ακολούθησε. Μέσω Αλγερίου, Νεάπολης και Πάτρας, όπου τερματίστηκε το
υπερωκεάνιο ταξίδι του, έφθασε στην Αθήνα, όπου παρουσιάστηκε στον Ελευθέριο
Βενιζέλο (που διατηρούσε την παράλληλη ιδιότητα του υπουργού Στρατιωτικών).
Στη
συνέχεια κατατάχθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη στο σώμα των εθελοντών
ερυθροχιτώνων Γαριβαλδινών (ένας από τους οποίους υπήρξε και ο ποιητής
Λορέντζος Μαβίλης) για να πολεμήσει στο μέτωπο του Μπιζανίου, όπου
τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι από ένα θραύσμα βράχου. Η ανάρρωσή του
ολοκληρώθηκε στην Αμερική, στην οποία υποχρεώθηκε να επιστρέψει και όπου
συνέγραψε το έργο του. Μέσα από αυτό αναδεικνύεται η σκληρότητα των μαχών
μπροστά στο Μπιζάνι. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χάτσισον: «Οι αισθησιακές
φαντασιώσεις του Κορανίου εμπνέουν τον Τούρκο να πολεμάει σαν τον δαίμονα… Οι
μάζες των Τούρκων είναι αδαείς και ακαλλιέργητες, εξάπτονται μέχρι το ανώτατο
σημείο από τους ιερείς τους στον “Ιερό Πόλεμο” που ο Σουλτάνος τους έχει
κηρύξει εναντίον των Βαλκανίων. Αυτοί οι άνδρες μάχονται απελπισμένα και αυτό
τους έχει καταστήσει διάσημους. Γνωρίζουν ότι πιθανώς θα ηττηθούν και θα
υποχρεωθούν να παραδοθούν, αλλά η θρησκεία τους τούς κρατεί υπό την επήρειά
της, και είναι ισχυρότερη από τον θάνατο» (σελ. 178-179).
Παράλληλα, μέσα από το έργο του ο Χάτσισον
προβάλλει ως γνήσιος και άδολος φιλέλληνας, ιδιότητα την οποία του αναγνώρισαν
και οι ομογενείς της Αμερικής, που τον τίμησαν ανάλογα. Όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει ο Αμερικανός εκδότης του έργου (που είδε για πρώτη φορά το φως της
δημοσιότητας στο Νάσβιλ του Τέννεση το 1913), «οι υπηρεσίες του στον Ελληνικό
Στρατό ήταν εκείνες απλώς ενός υψηλόφρονος και πατριώτη φίλου της ελληνικής
υποθέσεως. Σημειώνεται ότι δεν δέχθηκε να λάβει αποζημίωση από την κυβέρνηση. Η
μόνη αποζημίωση που δέχθηκε ήταν το αντίτιμο των στρατιωτικών του ειδών, κάπου
450 δραχμές ή 90 δολλάρια Αμερικής. Αν και η κυβέρνηση επιθυμούσε να του
διαθέσει τα απαραίτητα για την μεταφορά του, παρατήρησε με την δική του
χαρακτηριστική γλώσσα στο Υπουργείο Άμυνας ότι ήλθε για “να βοηθήσει την
Ελλάδα, όχι να την ματώσει“».
Πραγματικά ένα αξιομνημόνευτο σχόλιο, σε μια
εποχή όπως η δική μας όπου δυστυχώς σχεδόν τα πάντα αξιολογούνται με οικονομικά
μεγέθη!
(Το
αγγλικό πρωτότυπο κείμενο του Χάτσισον διατίθεται δωρεάν στην ηλεκτρονική
διεύθυνση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου