Του Κυριάκου Αμανατίδη
Πριν προχωρήσω στην ανάπτυξη του θέματος, κρίνω πως χρειάζονται κάποια επεξηγηματικά σχόλια για τη χρονολόγηση σχετικών ιστορικών γεγονότων. Πολλά από τα ιστορικά ντοκουμέντα δίνουν ως ημερομηνία της απόβασης του ελληνικού στρατεύματος την 2η Μαΐου 1919. Η διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι ιστορικοί χρησιμοποιούν το παλιό ημερολόγιο (Ιουλιανό), σύμφωνα με το οποίο η απόβαση του στρατεύματος έγινε στις 2 Μαΐου, και άλλοι το νέο ημερολόγιο (Γρηγοριανό), σύμφωνα με το οποίο η απόβαση έγινε στις 15 Μαΐου 1919. Η διαφορά μεταξύ των δύο ημερολογίων είναι 13 ημέρες.
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο υιοθετήθηκε από την Ελλάδα το 1924, ενώ για την Ευρώπη ίσχυε από πολύ νωρίτερα. Για το λόγο αυτό, συχνά υπάρχει σύγχυση ως προς την σωστή ημερομηνία ιστορικών γεγονότων, όταν οι ιστορικοί δεν διευκρινίζουν ποιο από τα δύο ημερολόγια χρησιμοποιούν. Στις αναφορές μου σε γεγονότα που συνδέονται με τη Σμύρνη χρησιμοποιώ την ημερομηνία που δίνεται στις πηγές από τις οποίες αντλώ τις κύριες πληροφορίες, καθώς είναι δύσκολο να προσδιορίσω το συγκεκριμένο ημερολόγιο.
Για γεγονότα που σχετίζονται με τις εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές του 1924 κατά γενικό κανόνα οι ημερομηνίες δίνονται με βάση το παλιό ημερολόγιο, όπως στην περίπτωση των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, τις οποίες έχασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, και αποτελούν την αφετηρία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Για γεγονότα που αφορούν την Ελλάδα, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η χρονολόγησή τους κυμαίνεται από ιστορικό σε ιστορικό.
Σήμερα θα ασχοληθώ με την παιδεία στο πλαίσιο της ελληνικής παροικίας της Σμύρνης, η οποία κατά κοινή ομολογία έφτασε σε υψηλά επίπεδα επιτευγμάτων.
Στον τομέα της παιδείας η Σμύρνη υπήρξε πρωτοπόρος μεταξύ των άλλων ελληνικών παροικιών στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Στα παράλια του Εύξεινου Πόντου μόνο η Τραπεζούντα θα μπορούσε να παραβληθεί μαζί της. Την Κωνσταντινούπολη δεν την αναφέρω, καθότι ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και από το 1453 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε διατηρήσει πολλά προνόμια, μεταξύ των οποίων και για την ελληνική παιδεία.
Η συμβολή της ελληνικής παιδείας στην ανάπλαση του φρονήματος του ελληνικού στοιχείου στην Σμύρνη, αλλά και σε όλο τον μικρασιατικό και ποντιακό ελληνισμό, υπήρξε τεράστια.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα οι καταπιέσεις των χριστιανικών κοινοτήτων στην Μικρά Ασία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισαν να χαλαρώνουν, με αποτέλεσμα τα ελληνικά σχολεία που υπήρχαν να λειτουργούν πιο ελεύθερα, και παράλληλα να ιδρύονται νέα σχολεία σε πόλεις με μεγάλες ελληνικές κοινότητες, όπως η Σμύρνη, η Φιλαδέλφεια, οι Πέργαμος, οι Κυδωνιές, και άλλες.
Εξαίρεση αποτέλεσαν οι ελληνικές κοινότητες στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας, οι οποίες είχαν υποστεί μεγαλύτερους διωγμούς κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας. Οι Έλληνες των περιοχών εκείνων, απομονωμένοι από τον κύριο κορμό των ελληνικών κοινοτήτων στις μικρασιατικές ακτές του Αιγαίου (Ιωνία) και του Εύξεινου Πόντου (Πόντος), γρήγορα έχασαν την ελληνική γλώσσα και έγιναν τουρκόφωνοι.
Για να αποφύγουν όμως τον εξισλαμισμό, επινόησαν μια νέα μορφή γραπτής γλώσσας. Το Ευαγγέλιο, τα σχολικά βιβλία και οι τοπικές εφημερίδες χρησιμοποιούσαν την τουρκική γλώσσα, γραμμένη με ελληνικά γράμματα. Η μορφή αυτή της γραπτής γλώσσας έγινε γνωστή ως καραμανλίδικη γραφή, από την περιοχή της Καππαδοκίας γνωστή ως Καραμάν.
Οι Έλληνες κάτοικοι της Καππαδοκίας στις αρχές τις δεκαετίας του 1920 ανέρχονταν στις 45.000. Η καραμανλίδικη γραφή συνέβαλε στη διατήρηση από τον ελληνικό πληθυσμό της Καππαδοκίας της ορθόδοξης πίστης και της ελληνικής συνείδησης. Σημειώνω εδώ πως η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας κατά το 1922 και 1923 έγινε με κριτήριο το θρήσκευμα, και όχι τη γλώσσα.
Οι Έλληνες της Σμύρνης, καθώς και των άλλων πόλεων στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας (πρώην Ιωνίας), δεν διατήρησαν μόνο την ελληνική γλώσσα, αλλά ίδρυσαν και ελληνικά σχολεία με ευρύχωρες και επιβλητικές κτιριακές εγκαταστάσεις, και σύγχρονα εποπτικά μέσα και όργανα.
ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Το
πρώτο από τα μεγάλα σχολεία της Σμύρνης, το οποίο μνημονεύεται σε
ιστορικές πηγές είναι η Ευαγγελική Σχολή, η οποία θεωρείται το καύχημα
των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της πόλης, ΜΕ έτος ίδρυσης το 1717 (άλλες
πηγές δίνουν το 1733 ως έτος ίδρυσης της Σχολής).Το κύρος της Ευαγγελικής Σχολής ήταν τέτοιο, που από το 1861 οι απόφοιτοί της εγγράφονταν χωρίς εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1747 η Σχολή αυτονομήθηκε από την Ελληνική Κοινότητα της Σμύρνης, και τέθηκε κάτω από την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας, προφανώς για την πλέον απρόσκοπτη λειτουργία της, υπό το καθεστώς των διεθνών διομολογήσεων.
Ο όρος διομολογήσεις χρησιμοποιείται για τις αμοιβαίες συμφωνίες για παροχή προνομίων σε υπηκόους ισχυρών κρατών, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, οι Η.Π.Α, που ζούσαν ή είχαν επιχειρήσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Με την πάροδο του χρόνου ιδρύθηκε και Εμπορική Σχολή, ως παράρτημα της Ευαγγελικής Σχολής, τμήμα διδασκαλίας ξένων γλωσσών, καθώς και Διδασκαλείο για την εκπαίδευση δημοδιδασκάλων.
Στην Ευαγγελική Σχολή δίδαξαν διαπρεπείς λόγιοι, παιδαγωγοί και επιστήμονες, συμβάλλοντας στην ολοκληρωμένη και τέλεια μόρφωση των μαθητών τους.
Μεταξύ των μαθητών της ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο ποιητής Στέλιος Σπεράντζας, ο μουσικός και ακαδημαϊκός Μανώλης Καλομοίρης, και ο πασίγνωστος εφοπλιστής Αριστοτέλης Ωνάση, αλλά και πολλοί άλλοι που αναδείχτηκαν ως λόγιοι, επιστήμονες, κληρικοί, καλλιτέχνες και επιχειρηματίες, οι οποίοι συνέβαλαν σημαντικά στην πνευματική και οικονομική ζωή της Σμύρνης, και μετέπειτα της Ελλάδας, αλλά και στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού έθνους.
Σημειωτέον ότι η Ευαγγελική Σχολή προσέλκυε μαθητές και από άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας, καθώς και από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Η Ευαγγελική Σχολή περιλάμβανε Βιβλιοθήκη με γύρω στις 50.000 βιβλία, σπάνια χειρόγραφα, καθώς και αρχαιολογικό μουσείο με πολύτιμα αντικείμενα και νομίσματα.
Το παράδειγμα της Ευαγγελικής Σχολής ακολούθησαν και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κοινοτικά και ιδιωτικά, καθώς και το Ελληνογερμανικό Λύκειο Γιαννίκη και το Ελληνογαλλικό Λύκειο Αρώνη.
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΑ ΤΑ ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
Παρά
το γεγονός ότι οι αντιλήψεις των Τούρκων δεν ευνοούσαν τη μόρφωση των
γυναικών, στην Σμύρνη το πρώτο ελληνικό σχολείο θηλέων άρχισε να
λειτουργεί, αν και σε περιορισμένη κλίμακα, από το 1830. Πρόκειται για
το «Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε
σε «Κεντρικό Παρθεναγωγείο».Όταν αναλογισθούμε ότι το 1830 η Ελλάδα ανακηρύχθηκε αυτόνομο κράτος, και το 1832 ανεξάρτητο κράτος, αντιλαμβανόμαστε πόσο προηγμένη ήταν η παιδεία στη Σμύρνη την εποχή εκείνη.
Το πιο φημισμένο από τα σχολεία θηλέων ήταν το «Ομήρειο Παρθεναγωγείο», το οποίο ιδρύθηκε το 1881. Το παρθεναγωγείο αυτό σύντομα δημιούργησε και διδασκαλείο, στο οποίο εκτός από τις ελληνοπούλες της Σμύρνης είχε και οικότροφους από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας. Μετά την αποφοίτησή τους, τα κορίτσια εκείνα επέστρεφαν στους τόπους καταγωγής τους, όπου δημιουργούσαν νέα σχολεία θηλέων.
Με την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και την ευρύτερη εγκυκλοπαιδική τους μόρφωση, οι νέες κοπέλες εντάσσονταν με μεγαλύτερη ευκολία στις τοπικές κοινότητες, και όταν αποκτούσαν οικογένειες γαλουχούσαν τα παιδιά τους στα νάματα της ελληνικής παιδείας, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση της ελληνικής τους συνείδησης.
Στον τομέα της παιδείας μπορεί να ενταχθεί και το «Ελληνικό Ορφανοτροφείο Σμύρνης», το οποίο ιδρύθηκε το 1870. Οι οικότροφοι του Ορφανοτροφείου παρακολουθούσαν μαθήματα μέχρι την Πέμπτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου, ενώ ταυτόχρονα μάθαιναν διάφορες τέχνες.
Στο ίδρυμα εκείνο χιλιάδες ορφανά έμαθαν την ελληνική γλώσσα, εξοπλίστηκαν με τεχνικές γνώσεις για να ενταχθούν σε διάφορα επαγγέλματα, και βρήκαν τη στοργή και την αγάπη, που στερήθηκαν από την απώλεια των γονιών τους σε νεαρή ηλικία.
Παράλληλα με τα προαναφερθέντα μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην Σμύρνη είχαν λειτουργήσει και 16 σχολεία στα προάστιά της, καθώς και γύρω στα 80 ιδιωτικά σχολεία.
Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα πως η ελληνικότητα της Σμύρνης μέχρι τον τραγικό Σεπτέμβριο του 1922 δεν οφειλόταν μόνο στον μεγάλο αριθμό των Ελλήνων κατοίκων της, αλλά και στην υψηλού επιπέδου ελληνική παιδεία, η οποία υπήρξε το υπόβαθρο του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Την ερχόμενη εβδομάδα θα κάνω μια επισκόπηση άλλων πτυχών από τη ζωή των Ελλήνων της Σμύρνης, όπως ο ελληνικός τύπος, το θέατρο, η βιομηχανία και το εμπόριο, και γενικά η κοινωνική ζωή, πριν προχωρήσω στον Μικρασιατικό Πόλεμο, και στην Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε, με όλα τα τραγικά συνακόλουθά της.
Κύριες πηγές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου