Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

(Ηρόδοτος Ζ.149, Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις Α.ΙΙ.18, Α.V.9, Δημοσθένης Φίλιππος Δ.31-κ.ε, Αρριανός Α.17.9-κ.ε., 23.8, Α.25, Β.14, Γ.2.5, Πλούταρχος, Δημοσθένης 20.2-4, 22, Πλούταρχος Περί της Αλεξάνδρου τύχης, 324.Β, Α.3.327.C, Πλούταρχος, Αλέξανδρος 9.6-κε, 10., 34.2-3, 37.5, Πλούταρχος, Κάμιλλος 19.5, Διόδωρος ΙΣΤ. 2-4, 45.7, 71-72, 84-87, 89, 91-95, ΙΖ.2.1-3, 7, 9.5, 15.4-5, Κούρτιος 4.8.15, 7.1.3, Ιουστίνος 9.5.8-9, 9.6.1, 9.6.3, 9.6.5, 9.7.1-14, 9.8.1, 11.2.1, 11.2.3, 11.5.6, Πολύαινος Β.1.17, Ε.44.4-5, Ευριπίδης, Μήδεια 288, Inscriptorum Graecorum, τόμος 4.2)

Αφού είχε συντρίψει την αποστασία των σατραπών, το 344 ο Αρταξέρξης Γ΄ αποφάσισε να υποτάξει την Αίγυπτο, που διένυε την έβδομη δεκαετία ανεξαρτησίας. Επειδή ήδη είχε κάνει μία αποτυχημένη προσπάθεια, αυτή τη φορά έστειλε πρέσβεις στα μεγαλύτερα κράτη της Ελλάδας με το αίτημα να πολεμήσουν τους Αιγυπτίους στο πλευρό των Περσών. Στρατό όμως έστειλαν μόνο οι παραδοσιακά φιλοπέρσες, Αργείοι και Θηβαίοι, ενώ οι υπόλοιποι έστειλαν μόνο τη φιλία τους. Τον επόμενο χρόνο (343) ο Ώχος κατέλαβε την Αίγυπτο, γκρέμισε τα τείχη των πόλεων και λεηλάτησε τους ναούς. Ο Μέντωρ ο Ρόδιος είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον Αρταξέρξη στην κατάκτηση της Φοινίκης και της Αιγύπτου και κατάφερε να πείσει τον Αρταξέρξη να συγχωρέσει τον αδελφό του, τον Μέμνονα καθώς και τον Αρτάβαζο, που μετά την αποτυχία της ανταρσίας τους είχαν καταφύγει στην Αυλή του Φιλίππου.
Το 342 ο Φίλιππος επιτέθηκε κατά των Οδρυσών του Κερσοβλέπτη, τους κατέστησε υποτελείς του και αναμόρφωσε αρκετές πόλεις, σε μία δε έδωσε το όνομά του, Φιλιππούπολη (το Πλόβντιβ της σημερινής Βουλγαρίας). Σημειώνουμε εδώ ότι δύο χρόνια αργότερα τα παράδειγμά του επρόκειτο να ακολουθήσει και ο Αλέξανδρος, που ονόμασε Αλεξανδρόπολη μία πόλη των Μαιδών. Ο Πνυταγόρας, ο τελευταίος από τους Έλληνες βασιλιάδες της Κύπρου, που εξακολουθούσε να αντιστέκεται στον Ώχο, σύντομα υποχρεώθηκε κι αυτός να υποταχθεί. Οι Πέρσες είχαν ανακτήσει ισχύ, πλούτο και κύρος και ο Φίλιππος έκρινε ότι δεν έπρεπε να τραβήξει την προσοχή τους, γι’ αυτό υπέγραψε συνθήκη ειρήνης μαζί τους. Το 341 πέθανε ο βασιλιάς των Μολοσσών, Αρύμβας, αφήνοντας διάδοχο τον Αιακίδη, γιο του και μετέπειτα πατέρα του βασιλιά Πύρρου. Ο Φίλιππος όμως κατάφερε να ενθρονισθεί αντί γι’ αυτόν ο Αλέξανδρος, ο αδελφός της Ολυμπιάδας, επεκτείνοντας έτσι τη μακεδονική επιρροή και στην Ήπειρο.
Το 340 ο Φίλιππος άρχισε να πολιορκεί την Πέρινθο, μία ισχυρή και πλούσια ελληνίδα πόλη της Θράκης. Ο Δημοσθένης προέτρεψε τότε τους Αθηναίους να αποβάλουν τις «ανόητες προκαταλήψεις» τους κατά του Πέρση βασιλιά και να πάψουν να τον θεωρούν βάρβαρο και κοινού εχθρού όλων των Ελλήνων. Τελικά έπεισε την Εκκλησία του Δήμου να στείλει στον Ώχο (Αρταξέρξη Γ΄) πρεσβεία, ζητώντας του να ακυρώσει το σύμφωνο φιλίας με τον Φίλιππο και να κηρύξει πόλεμο εναντίον του. Επειδή ο ίδιος ο Αρταξέρξης ήταν απασχολημένος με την καταστολή μιάς εξέγερσης των Καδουσίων έστειλε τον Αρσίτη να βοηθήσει τους Περινθίους. Εκτός από τους Πέρσες βοήθεια στους Περινθίους προσέφεραν και οι γείτονές τους Βυζάντιοι με αποτέλεσμα ο Φίλιππος να αντιμετωπίσει σφοδρή αντίσταση. Τότε επιτέθηκε στο Βυζάντιο, σε βοήθεια του οποίου έσπευσαν οι πρώην σύμμαχοί του στο Συμμαχικό πόλεμο, οι Χίοι, οι Κώοι και οι Ρόδιοι. Λόγω της έντονης πολεμικής δραστηριότητας στην Προποντίδα, οι Αθηναίοι ανησύχησαν για τον εφοδιασμό της πόλης τους με σιτηρά από τη Σκυθία και έστειλαν στόλο για την προστασία των νηοπομπών τους. Μόλις οι Μακεδόνες κατέσχεσαν τα φορτία των σιτηρών, οι Αθηναίοι κατήγγειλαν τη Φιλοκράτειο ειρήνη και άρχισαν τις εχθροπραξίες. Την ίδια χρονιά ο Πιξώδαρος ανέτρεψε την αδελφή του Άδα και σφετερίσθηκε τον υποτελή στους Πέρσες θρόνο της Καρίας.
Μετά από τα γεγονότα στην Πέρινθο και στο Βυζάντιο οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Μακεδόνες και αποτελούσαν το μοναδικό εμπόδιο στο δρόμο του Φιλίππου προς την Ηγεμονία της Ελλάδος. Τον Αύγουστο του 338 ο Φίλιππος αποφάσισε να απομακρύνει κι αυτό το εμπόδιο και άρχισε την προέλαση προς Νότον. Οι Αθηναίοι που το πληροφορήθηκαν όταν βρισκόταν στην Ελάτεια, σε απόσταση μόλις δύο ημερών από την Αθήνα, τρομοκρατήθηκαν και όλη τη νύχτα οι σαλπιγκτές σήμαιναν συναγερμό. Τα καθέκαστα έγιναν γνωστά σε όλους τους πολίτες, που μαζεύτηκαν στην Εκκλησία του Δήμου από πολύ νωρίς, όμως από την αγωνία και το φόβο κανείς δεν έπαιρνε το λόγο. Το πλήθος έστρεψε το βλέμμα του στο Δημοσθένη, ο οποίος πρότεινε να συμμαχήσουν αστραπιαία με τους Βοιωτούς, πριν εκείνοι αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους έναντι των Μακεδόνων λόγω της μεταξύ τους συνθήκης φιλίας και συμμαχίας. Το εγχείρημα φαινόταν ακατόρθωτο, δεδομένης της παμπάλαιας έχθρας των Αθηναίων με τους Θηβαίους. Οι Αθηναίοι ανέκαθεν υποστήριζαν βοιωτικές πόλεις, που αντιτίθεντο στα σχέδια των Θηβαίων για Ηγεμονία στη Βοιωτία, οι Θηβαίοι διεκδικούσαν από τους Αθηναίους εδάφη στη μεθόριο Αττικής και Βοιωτίας (τον Ωρωπό) και οι Αθηναίοι πάντοτε έτρεμαν το ιππικό των Θηβαίων, που ήταν περισσότερο και ικανότερο από το αθηναϊκό. Εν ολίγοις, Αθηναίοι και Θηβαίοι βρίσκονται πάντοτε σε αντίπαλα στρατόπεδα, ακόμη και κατά την εισβολή των Περσών, ωστόσο αυτή τη φορά οι Αθηναίοι δεν είχαν άλλη λύση από το να ζητήσουν τη βοήθεια των Θηβαίων.
Πράγματι οι Αθηναίοι έστειλαν το Δημοσθένη στη Θήβα, που κατάφερε να εξασφαλίσει τη συμμαχία των Βοιωτών και αμέσως μετά έστειλαν το σύνολο του εθνικού τους στρατού στη Χαιρώνεια και οι Βοιωτοί στρατοπέδευσαν μαζί τους περιμένοντας τον Φίλιππο. Εκείνος έστειλε πρέσβεις στο Κοινό των Βοιωτών για να θυμίσουν τη μεταξύ τους συμμαχία, όμως ο δεινότερος ρήτοράς του, ο Πείθων, δεν μπόρεσε να ανταγωνισθεί τον Δημοσθένη και να τους μεταπείσει. Έτσι την 9η Μεταγειτνιώνος (24η Αυγούστου) του 338 έγινε η μάχη της Χαιρώνειας. Ο Φίλιππος υπερτερούσε τόσο αριθμητικά όσο και σε στρατιωτική ικανότητα, αφού ούτε οι Θηβαίοι ούτε οι Αθηναίοι διέθεταν πια στρατηγούς εφάμιλλους των παλαιοτέρων. Παρά ταύτα η μάχη ήταν σκληρή, μακρά, αμφίρροπη, αλλά τελικά νικηφόρα για τους Μακεδόνες. Οι Αθηναίοι είχαν πάνω από 1.000 νεκρούς και 2.000 αιχμαλώτους, ενώ ανάλογες ήταν και οι απώλειες των Θηβαίων.
Στη μάχη της Χαιρώνειας παραδίδεται ότι πρώτος ο ηλικίας 18 ετών Αλέξανδρος επικεφαλής του εταιρικού ιππικού διέσπασε τις γραμμές του Ιερού Λόχου των Θηβαίων. Παραδίδεται επίσης ότι κατά τον κῶμο μετά το επινίκιο δείπνο ο Φίλιππος περιφερόταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τους χλεύαζε για την αποτυχία τους. Τότε ο Δημάδης του είπε «Βασιλιά, η τύχη σου επιφύλαξε ρόλο Αγαμέμνονα κι εσύ δεν ντρέπεσαι να φέρεσαι σαν Θερσίτης;». Υποτίθεται ότι ο Φίλιππος συγκλονίσθηκε από τα λόγια του Αθηναίου ρήτορα, διέκοψε τον κῶμο και τον απελευθέρωσε. Ο Δημάδης στη συνέχεια έπεισε το Φίλιππο να συνάψει ειρήνη με τους Αθηναίους και τους Θηβαίους και να εγκαταστήσει μακεδονική φρουρά μόνο στη Θήβα. Είναι αδύνατο να διαπιστώσουμε αν αυτά είναι πραγματικά γεγονότα ή αν κατασκευάσθηκαν αργότερα για να διανθίσουν τα πραγματικά γεγονότα. Ειδικά η αποδιδόμενη στον Δημάδη παρομοίωση του Φιλίππου με τον Αγαμέμνονα είναι σαφέστατη αναφορά στις προσδοκίες, που είχε δημιουργήσει η Μακεδονία ως Ηγεμών της Ελλάδος. Το όραμα, που προέβαλλαν οι ρήτορες Ισοκράτης και Γοργίας, προέβλεπε μία πανελλήνια εκστρατεία κατά της Ασίας για εκδίκηση. Στον Τρωικό Πόλεμο υποτίθεται ότι οι Έλληνες εκδικήθηκαν τους Τρώες για την προσβολή από την αρπαγή της Ελένης. Σ’ αυτόν τον επερχόμενο πόλεμο υποτίθεται ότι οι Έλληνες θα έπαιρναν εκδίκηση από τους Πέρσες για τις καταστροφές των ναών κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο στη μάχη της Χαιρώνειας ο Δημοσθένης «αποδείχθηκε ότι δεν έκανε τίποτα καλό ή σύμφωνο με όσα έλεγε, αλλά τόβαλε στα πόδια, εγκαταλείποντας τον συνασπισμό. Τράπηκε σε φυγή κατά τον πιο αισχρό τρόπο και ρίχνοντας τα όπλα του, χωρίς να ντραπεί ούτε το επίσημον της ασπίδας του, που με χρυσά γράμματα έγραφε Καλή Τύχη». Ο Δημοσθένης πράγματι δεν ήταν άμεμπτος και ο Πλούταρχος μάλλον δικαιολογημένα περιγράφει με τα μελανώτερα χρώματα τον βίο και την πολιτεία του αντιμακεδόνα πολιτικού, αλλά αν πράγματι υπήρξε ρίψασπις στη μάχη της Χαιρώνειας, τότε προκύπτει το ερώτημα γιατί οι Αθηναίοι του ανέθεσαν την τιμή να εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο για τους νεκρούς της ίδιας μάχης. Ίσως την αλήθεια για το Δημοσθένη να τη συνοψίζει ο Πολύβιος, που λέει ότι ο Δημοσθένης μετρούσε τα πάντα σύμφωνα με τα συμφέροντα της Αθήνας και θεωρούσε όλους τους Έλληνες υποχρεωμένους να προσβλέπουν στην πατρίδα του, άλλως ήταν προδότες της Ελλάδας και ανάξιοι να θεωρούνται Έλληνες. Πάντως το βέβαιο είναι ότι μετά τη μάχη της Χαιρώνειας ο Μέγας Βασιλεύς τον θεώρησε ικανό να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του και άρχισε να τον χρηματοδοτεί.
Είδαμε ότι τον 4ο π.Χ. αιώνα υπήρχαν ήδη Κοινά, όπου τα επιμέρους κράτη-μέλη είχαν παραιτηθεί από την ανεξαρτησία τους στην εξωτερική πολιτική, ενώ η ιδέα της ένωσης όλων των ελληνικών κρατών και Κοινών είχε διατυπωθεί πριν ένα περίπου αιώνα από τους ρήτορες, Γοργία και Ισοκράτη. Ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό» του συμβούλευε τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν τους βαρβάρους, στον «προς Φίλιππο» λόγο του προέτρεπε το Μακεδόνα βασιλιά, να ηγηθεί των Ελλήνων κατά των βαρβάρων και ο Γοργίας στον «Ολυμπικό» του λόγο προέτρεπε τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν κατά των βαρβάρων.
Αλλά τα ισχυρότερα ελληνικά κράτη ήταν αδύνατον να εγκαταλείψουν τη διεκδίκηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος και να αρκεσθούν στη συνδιαχείριση της Ελλάδας. Κατά τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο η Αθήνα και η Σπάρτη περιφρόνησαν τις αποφάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου για την προστασία ενός από τα σημαντικότερα ιερά όλου του ελληνικού κόσμου και δεν δίστασαν να διαρπάσουν τα ιερά αναθήματα από το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους κατά των υποστηρικτών της Αμφικτιονίας. Αυτά μας δίνουν μία πολύ καλή ιδέα για το πώς ιεραρχούσαν τα δικά τους συμφέροντα οι ηγεμονικές δυνάμεις. Επιπλέον υπήρχε και η αντίληψη, την οποία ευθέως διατύπωσαν οι Αργείοι στους Σπαρτιάτες κατά την περσική εισβολή, ότι προτιμούσαν να υποταχθούν σε βάρβαρους παρά σ’ εκείνους. Αυτή ήταν (στην καλύτερη περίπτωση) και η νοοτροπία του Δημοσθένη: όποιος Έλληνας δεν αποδεχόταν την Αθήνα ως Ηγεμόνα της Ελλάδος ήταν εχθρός της Ελλάδας και δεχόταν τη σφοδρή πολεμική του «πατριώτη» ρήτορα, ο οποίος φυσικά δεν δίσταζε να έλθει σε συναλλαγή και να προσφέρει όλα τα αναγκαία ανταλλάγματα στον Πέρση βασιλιά, προκειμένου εκείνος να χρηματοδοτήσει τα ηγεμονικά όνειρα της Αθήνας, για να … σωθεί η Ελλάδα!
Οι ρήτορες είχαν ήδη διαμορφώσει τη σχετική «πολιτική πλατφόρμα», αλλά προαπαιτούμενο για την πανελλήνια επίθεση κατά της Περσίας ήταν να βρεθεί ένας αρκετά φιλόδοξος Ηγεμών της Ελλάδος. Γι’ αυτό ο Ισοκράτης προέτρεψε διαδοχικά τους Αθηναίους, τον Διονύσιο των Συρακουσών, τον Ιάσονα των Φερρών και τέλος το Φίλιππο της Μακεδονίας να ηγηθούν της ένωσης όλων των Ελλήνων. Πράγματι, τόσο ο Φίλιππος όσο και ο Αλέξανδρος παρουσίαζαν την επίθεσή τους κατά της Περσίας ως ένα ακόμη κεφάλαιο των Ελληνοπερσικών πολέμων και συγκεκριμένα ως συνέχιση των ελληνικών αντεπιθέσεων. Αυτήν την επίφαση αντεπίθεσης τη βρίσκουμε σε αρκετά σημεία, με σημαντικότερο όλων την απόφαση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Περσών, για να εκδικηθεί τις αδικοπραγίες, που είχαν προκαλέσει κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα. Την ίδια πρόφαση αντεπίθεσης βρίσκουμε και στην επιστολή του Αλεξάνδρου προς το Δαρείο καθώς και στον τόπο ίδρυσης του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Ο Φίλιππος επέλεξε την Κόρινθο ως τόπο συγκρότησής του, διότι το φθινόπωρο του 481 και την άνοιξη του 480 είχαν συγκεντρωθεί στον Ισθμό της Κορίνθου οι πρέσβεις των ανυπότακτων ελληνικών κρατών, για να συζητήσουν περί την αντίσταση κατά της εισβολής των Περσών. Κατά τον Ιουστίνο, πριν την αναχώρηση της στρατιάς για την Ασία ο Αλέξανδρος έκανε θυσίες ζητώντας από τους θεούς να του δώσουν τη νίκη σ’ έναν πόλεμο, στον οποίο επελέγη να εκδικηθεί τις πολυάριθμες επιθέσεις των Περσών κατά της Ελλάδας. Κατά τον Πλούταρχο ο Αλέξανδρος διεμήνυσε στους Πλαταιείς ότι θα ξανάφτιαχνε την πόλη τους, λόγω της μεγάλης προσφοράς τους στους Περσικούς Πολέμους. Ακόμη έστειλε στους Κροτωνιάτες μερίδιο από τα λάφυρα της μάχης των Γαυγαμήλων, για να τιμήσει τον πρόγονό τους Φάυλλο, που πολέμησε στη Σαλαμίνα με δικό του πλοίο. Επίσης σε κάποια φάση της εκστρατείας βλέποντας ένα άγαλμα του Ξέρξη, το οποίο οι στρατιώτες του είχαν γκρεμίσει νωρίτερα, αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα: «να σε αφήσουμε πεσμένο κάτω για την εκστρατεία σου κατά των Ελλήνων ή να σε σηκώσουμε λόγω της άλλης μεγαλοσύνης και ανδρείας σου;».
Το 1921 ο αρχαιολόγος Παναγιώτης Καββαδίας κατά την αναστήλωση του ιερού της Επιδαύρου βρήκε κατατεμαχισμένη και ενσωματωμένη ως οικοδομικό υλικό σε ρωμαϊκό υπόκαυστο μία επιγραφή, που αρχικά θεωρήθηκε ότι αφορούσε την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Τελικά διαπιστώθηκε ότι χρονολογείται στο 302 και ότι αφορούσε το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων, το οποίο οι ξένοι εσφαλμένα αναφέρουν ως Κορινθιακή Συμμαχία (League of Corinth, Ligue de Corinthe, Korinthischer Bund). Μετά τον Φίλιππο Β΄ το «καταστατικό» του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων ανανεώθηκε 4 φορές, από τον Αλέξανδρο, από τον Αντίγονο και τον Δημήτριο, από τον Αντίγονο Δώσονα και από το Φίλιππο Ε΄ αντίστοιχα. Η συγκεκριμένη επιγραφή αφορά στη δεύτερη ανανέωση, είναι χαραγμένη σε μία στήλη κατά το άνω ήμισυ οπισθόγραφη, το συνολικό της ύψος είναι 1,70 και το πλάτος 0,70μ, το δε κείμενο είναι διατεταγμένο κατά άρθρα. Παρόμοιες στήλες υπήρχαν σε όλα τα κράτη-μέλη του Κοινού και όταν ο Μέμνων ο Ρόδιος σε αντιπερισπασμό στην προέλαση του Αλεξάνδρου κατέλαβε μερικά νησιωτικά κράτη του Αιγαίου, τα διέταξε να τις καταστρέψουν, δηλαδή να ακυρώσουν τη συμμετοχή τους στο Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων.
Από την επιγραφή της Επιδαύρου προκύπτει ότι κυρίαρχο σώμα ήταν το Συνέδριο των αντιπροσώπων των κρατών μελών του Κοινού. Το Συνέδριο επόπτευε την τήρηση των συμφωνημένων και επέλυε τις διαφορές, όπως φαίνεται και από επιγραφή της Χίου στην οποία βρέθηκε επιστολή του Αλεξάνδρου με προειδοποίηση προς τους Χίους ότι «υπόκεινται στην κρίση των Ελλήνων» και ότι «θα κριθούν από το συνέδριο των Ελλήνων». Το Συνέδριο δεν συνήρχετο αποκλειστικά στην Κόρινθο, αλλά «μέχρις ότου τελειώσει ο κοινός πόλεμος, όπου οι πρόεδροι και ο βασιλιάς [της Μακεδονίας] διατάξει» και «όποτε κριθεί σκόπιμο από τους προέδρους και τον βασιλιά ή αυτόν, που ο βασιλιάς άφησε πίσω του υπεύθυνο για την κοινή στρατιωτική φρουρά», «όταν δε γίνει ειρήνη, όπου τελούνται οι στεφανίται αγώνες». Η συνεδρίαση «διαρκεί όσες ημέρες διατάξουν οι πρόεδροι του συνεδρίου», «πραγματοποιείται αν προσέλθουν περισσότεροι από τους μισούς [συνέδρους], αν όμως προσέλθουν λιγότεροι, η συνεδρίαση δεν πραγματοποιείται».
Όσον αφορούσε στην υπόλοιπη λειτουργία του συνεδρίου ως «πρόεδροι ορίζονται πέντε από τους συνέδρους, οι οποίοι εκλέγονται με κλήρωση στην περίοδο της ειρήνης, εκλέγεται δε ένας, όχι περισσότεροι, από κάθε ἔθνος ή πόλη». Σε αντίθεση με την μέχρι τότε εφαρμοζόμενη αρχή του ισοψήφου (όλα τα κράτη είχαν τον ίδιο αριθμό συνέδρων και ψήφων) στα κατά τόπους Κοινά και στις Αμφικτιονίες (π.χ. 2 ψήφοι για κάθε ομοεθνία της Πυλαίας), το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων έδινε σε κάθε ἔθνος ή πόλη συνέδρους (και συνεπώς ψήφους) ανάλογους με τον πληθυσμό τους. Ωστόσο οι Μακεδόνες δεν αντιπροσωπεύονταν με αριθμό ανάλογο του πληθυσμού τους, αλλά από τον βασιλικό επίτροπο («αυτόν, που ο βασιλιάς άφησε πίσω του υπεύθυνο για την κοινή στρατιωτική φρουρά»). Προβλεπόταν ακόμη ότι «όσα αποφάσισαν οι σύνεδροι είναι έγκυρα και δεσμευτικά [για τα κράτη-μέλη]», ενώ υπήρχε και μία εξαιρετικά σημαντική πρόνοια, ότι «για τις αποφάσεις του συνεδρίου οι πόλεις δεν μπορούν να ζητήσουν ευθύνες από τους αποστελλομένους συνέδρους». Δηλαδή, οι σύνεδροι είχαν ασυλία στην πατρίδα τους, προφανώς για να μην καταδικασθούν σε θάνατο, εξορία ή χρηματική ποινή, αν λάμβαναν κάποια απόφαση αντίθετη προς τα στενά συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρίδας τους.
Πέρα από άλλες οικονομικές υποχρεώσεις κάθε πόλη κράτος έπρεπε να στείλει και στρατεύματα, όποτε αποφασιζόταν «και αν κάποια πόλη δεν αποστείλει την δύναμη την συντεταγμένη όταν παραγγελθεί, επιβαρύνεται επιπλέον για κάθε ιππέα με μισή μνα, για κάθε οπλίτη με 20 δραχμές, για κάθε ψιλό με 10 δραχμές και για κάθε ναύτη με [;] δραχμές, για κάθε μέρα [καθυστέρησης] μέχρι να τελειώσει η εκστρατεία για όλους τους άλλους Έλληνες». Για να γίνει αντιληπτό το ύψος του προστίμου, αναφέρουμε συγκριτικά ότι ο μηνιαίος μισθός του οπλίτη των Μυρίων ήταν 1 δαρεικός (=20 δραχμές= 2 μνες).
Στο κείμενο του 302 π.Χ. γίνεται επίσης πολύς λόγος για τη φροντίδα να «διατηρηθεί καθαρή η θάλασσα» από τους πειρατές, διάταξη που φαίνεται ότι υπήρχε και στο κείμενο, που ίσχυε επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού όπως λέει ο Κούρτιος ο Αλέξανδρος, όταν είχε καταλάβει πια την Αίγυπτο, αποφάσισε να απαλλάξει τις θάλασσες από τους πειρατές. Νωρίτερα δεν υπήρχε καμία απολύτως ασφάλεια στις θάλασσες και στην πειρατεία επεδίδοντο, τόσο οι απλοί εγκληματίες όσο και οι λαμπρές δημοκρατικές κυβερνήσεις. Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει χαρακτηριστικότερη περίπτωση κρατικής πειρατείας από εκείνη του 347, όταν ο Αθηναίος ναύαρχος Ιφικράτης κατέσχεσε τα χρυσελεφάντινα αγάλματα, που ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος έστελνε ως αφιερώματα στους ναούς του Διός στην Ολυμπία και του Απόλλωνα στους Δελφούς. Στην ερώτησή του προς την Εκκλησία των Αθηναίων, ο Ιφικράτης πήρε την κυνική απάντηση να μην ασχολείται με τα θεία και να κοιτάξει να ταΐσει τους στρατιώτες του. Έτσι ο Ιφικράτης πούλησε ως πολεμική λεία τα αφιερώματα ενός ελληνικού κράτους προς τα δύο μεγαλύτερα ιερά του ελληνικού κόσμου, χωρίς καν να είναι η Αθήνα σε εμπόλεμη κατάσταση με τις Συρακούσες.
Το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων φαίνεται λοιπόν ως μία λαμπρή πολιτική σύλληψη για τη δημιουργία μίας Ελληνικής Ένωσης με θεσμικά χαρακτηριστικά, που θυμίζουν πάρα πολύ τα αντίστοιχα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο αυτή είναι η επίφαση, οι ευγενείς στόχοι, τους οποίους κανείς καλόπιστος δεν μπορούσε να απορρίψει. Η πραγματικότητα είναι ότι επρόκειτο για τον καταστατικό χάρτη της Μακεδονικής Ηγεμονίας, όπως προκύπτει από τις πρόνοιες, που υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο για τους Μακεδόνες, τον Ηγεμόνα της Ελλάδος: γίνεται λόγος αφενός για τους προέδρους και αφετέρου για τον βασιλιά της Μακεδονίας, όχι όμως για τους αρχηγούς άλλων κρατών. Υπάρχει και ειδική διάταξη για την υποχρέωση των υπολοίπων Ελλήνων να προστατεύουν τη Μακεδονική βασιλεία, όχι όμως και το αντίστροφο.
Το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων υποχρέωνε με τις διατάξεις του τα κράτη-μέλη να πειθαρχούν σε συγκεκριμένους κανόνες, καταργούσε τις αυθαίρετες εχθροπραξίες μεταξύ τους και αποτελούσε τη σωτηρία των μικρότερων ελληνικών κρατών, που ήταν πάντοτε τα θύματα των στρατηγικών αποφάσεων των μεγαλυτέρων. Για τα μεγάλα κράτη, που είχαν συνηθίσει να επιβάλλουν στα μικρότερα οτιδήποτε αποφάσιζαν, αποτελούσε κάτι πολύ περισσότερο από φραγμό στην ασύδοτη και αδίστακτη συμπεριφορά τους. Αποτελούσε τον μόνιμο και υπαρκτό κίνδυνο σε δεδομένη παρεκτροπή τους να πληρώσουν την προγενέστερη ασυδοσία και αλαζονεία με την ίδια τους την ύπαρξη, όπως φάνηκε καθαρά στην καταστροφή της Θήβας. Αυτή η «δικαστική» δικαιοδοσία του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων επί των κρατών-μελών του το έκανε ιδιαίτερα μισητό στα ισχυρά ελληνικά κράτη, που είχαν εξαναγκασθεί να γίνουν μέλη του. Ήταν μισητό όχι τόσο από φόβο για τις συνέπειες της τυχόν παρεκτροπής, όσο για τις συνέπειες της συμμόρφωσής τους, διότι η οικονομική ανάπτυξή τους και η κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό τους ήταν άρρηκτα συνυφασμένες με την απομύζηση πόρων από τα ασθενέστερα κράτη (όπως η διαρπαγή συσσωρευμένου πλούτου, η εκμετάλλευση φυσικών πόρων, οι εξανδραποδισμοί κατοίκων, οι σφετερισμοί περιουσιών, η πειρατεία κλπ). Η «κοινή ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων» ήταν ανέλπιστο δώρο για τα μικρά κράτη, όμως τα μεγάλα συνειδητοποιούσαν με τρόμο ότι ήταν ζήτημα χρόνου η κατάρρευση της οικονομίας και της κοινωνίας τους.
Βέβαια ούτε ο Φίλιππος ούτε ο Αλέξανδρος ήθελαν να οδηγήσουν σε κατάρρευση τις οικονομίες και τις κοινωνίες των συμμάχων, από τους οποίους αντλούσαν φόρους και στρατιωτικό προσωπικό, αντίθετα τους προσέφεραν το εναλλακτικό όραμα να εκμεταλλευθούν από κοινού τις πλούσιες ασιατικές χώρες. Όσες ελληνικές πόλεις της Ασίας υπήρχαν πριν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, γνώριζαν πολύ καλά να επωφελούνται από τον ενιαίο οικονομικό χώρο της περσικής αυτοκρατορίας και ο ενιαίος οικονομικός χώρος των ελληνιστικών βασιλείων οδήγησε αυτές τις πόλεις και όσες χτίσθηκαν αργότερα από τον Αλέξανδρο και τους Διαδόχους του στη μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ακμή των ελληνιστικών χρόνων.
Οι διατάξεις του Κοινού Συνεδρίου σε συνδυασμό με τις οικονομικές πιέσεις από τα ελληνιστικά βασίλεια στραγγάλισαν τις οικονομίες και οδήγησαν στον μαρασμό τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα κράτη της κλασσικής Ελλάδας, εκείνα δηλαδή που δεν θέλησαν να αποβάλουν την αλαζονεία του ασύδοτου Ηγεμόνα. Η επιδίωξη των ηγεμονικών κρατών να ανακτήσουν την πολιτική αυτονομία, την οποία τους στέρησε το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ευγενές πρόσχημα, ενώ στην πραγματικότητα απλώς δεν είχαν πρόθεση να προσαρμοσθούν στα νέα, οικονομικά κυρίως, δεδομένα. Τα μικρότερα κράτη βρέθηκαν σε ένα πλαίσιο μεγαλύτερης σταθερότητας με πιο μακρές περιόδους ειρήνης και μπόρεσαν να αναπτυχθούν με λιγότερα προβλήματα. Γι’ αυτό, όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα, στον νότο πρωταγωνιστούσαν δύο ισχυρές Συμπολιτείες, η Αχαϊκή και η Αιτωλική, από κράτη δεύτερης γραμμής κατά την κλασσική περίοδο. Οι πάλαι ποτέ Ηγεμόνες της Ελλάδος, η Αθήνα και η Σπάρτη, χωρίς να έχουν υποστεί εισβολή ή καταστροφή, ήταν πλέον παρακμασμένες και θλιβερές σκιές του άλλοτε λαμπρού παρελθόντος τους.
Με τον καταστατικό χάρτη της Μακεδονικής Ηγεμονίας ο Φίλιππος έθεσε υπό τον αποτελεσματικό έλεγχό του τις στρατιωτικές δυνατότητες του ελληνικού κόσμου. Οι Έλληνες στρατιωτικοί ήδη από την εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα αντιμετώπιζαν τις πολλαπλάσιες δυνάμεις των Μεγάλων Βασιλέων επί ίσοις όροις και τις νικούσαν. Με την πάροδο των ετών οι αλλεπάλληλες πολεμικές αναμετρήσεις των δύο πλευρών είχαν εμπεδώσει και τη σχετική νοοτροπία, όπου οι μεν Έλληνες πολεμιστές αψηφούσαν τους Πέρσες, οι δε Πέρσες κλονίζονταν στη θέα των Ελλήνων οπλιτών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν οι Μύριοι, που ενώ αρχικά δεν είχαν πρόθεση να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις του Μεγάλου Βασιλέως, τελικά για να μην εκθέσουν τον αρχηγό τους Κλεόμβροτο και -κυρίως- αφού απέσπασαν αύξηση μισθού, ξεπέρασαν τους αρχικούς δισταγμούς. Στα Κούναξα της Μεσοποταμίας νίκησαν τα αυτοκρατορικά περσικά στρατεύματα και επανήλθαν στην Ελλάδα χωρίς σημαντικές απώλειες παρ’ ότι υποχωρούσαν μαχόμενοι.
Το θεμελιώδες συμπέρασμα, που προέκυψε από την εκστρατεία του Κύρου του Νεώτερου, όπως το κατέγραψε ξεκάθαρα ο Ξενοφών ήταν ότι «η Περσία είναι ισχυρή χώρα, αλλά λόγω της μεγάλης έκτασής της δεν μπορούσε να παρατάξει έγκαιρα τις απαραίτητες δυνάμεις σε κάποιον, που θα επέδραμε αιφνιδιαστικά και με ταχύτητα» και ότι «ο Κύρος βιαζόταν σε όλη την πορεία, διότι όσο πιο γρήγορα έφτανε, τόσο πιο απροετοίμαστο θα έβρισκε το βασιλιά και όσο πιο αργά έφτανε, τόσο περισσότερο στρατό θα είχε προλάβει εκείνος να συγκεντρώσει».
Τόσο ο Ιάσων των Φερρών όσο και ο Φίλιππος της Μακεδονίας είχαν κατανοήσει ότι εκτός από τις παραπάνω ελάχιστες απαιτήσεις, για την επιτυχία μιάς εισβολής στην επικράτεια των Αχαιμενιδών χρειαζόταν η σύμπραξη όλων των ελληνικών κρατών, η οποία μπορούσε να εξασφαλισθεί μόνο με την επιβολή Ηγεμονίας στην Ελλάδα. Όσο για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας, δυσκολία υπήρχε μόνο στην εκκίνηση, διότι εν συνεχεία οι πόροι του ίδιου του περσικού κράτους αφενός θα συντηρούσαν τη στρατιά και αφετέρου θα χρησίμευαν στη δωροδοκία των Περσών αξιωματούχων προκειμένου να εγκαταλείψουν το Μεγάλο Βασιλέα και να αυτομολήσουν στην ελληνική πλευρά. Πράγματι, οι Πέρσες πολιτικοί δεν αποδείχθηκαν ούτε λιγότερο παραδόπιστοι ούτε περισσότερο πατριώτες από τους Έλληνες, απλώς η Ελλάδα δεν διέθετε ούτε την ενότητα ούτε τον πλούτο του περσικού κράτους, ώστε να εξαγοράζει τους Πέρσες και να ικανοποιεί τους Έλληνες πολιτικούς. Ειδικά για τους Έλληνες πολιτικούς πριν τον Αλέξανδρο, ο Μέγας Βασιλεύς ήταν μία πρακτικώς ανεξάντλητη πηγή χρηματοδότησης και, όποτε του προσέφεραν τα κατάλληλα ανταλλάγματα, τους βοηθούσε να πραγματοποιήσουν τις επιδιώξεις τους. Ήταν λοιπόν ο πρόθυμος τραπεζίτης, από τον οποίο προτιμούσαν να δανεισθούν, παρά να τον ληστέψουν.
Μετά την κατάκτηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος και τη συγκρότηση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων το μόνο που χρειαζόταν ο Φίλιππος ήταν η κατάλληλη στρατηγική ευκαιρία και μία διπλωματική πρόφαση, για να εισβάλει στην Ασία. Τον Νοέμβριο του 338 ο ευνούχος Βαγώας δολοφόνησε τον Ώχο και ανέβασε στο θρόνο τον Αρσή, προσφέροντας στην Αίγυπτο την ευκαιρία να επαναστατήσει ξανά, γεγονός που με τη σειρά του παρέσχε στο Φίλιππο τη δυνατότητα να δρομολογήσει τα σχέδιά του.
Στο τέλος του 337 έκανε την παρουσία στην Αίγυπτο ένας Φαραώ, μάλλον αιθιοπικής καταγωγής, ο οποίος μπόρεσε να την αποσπάσει από τους Πέρσες, και η στιγμή ήταν η καταλληλότερη για τον Φίλιππο να τους ανοίξει και δεύτερο μέτωπο. Παράλληλα δεν ήθελε να φαίνεται ότι εκείνος καταπάτησε το σύμφωνο ειρήνης, που ο ίδιος είχε ζητήσει να υπογράψει με τον Μεγάλο Βασιλέα το 342, κι έτσι εκμεταλλευόμενος την προγενέστερη παρασπονδία των Περσών ζήτησε αποζημίωση από τον Αρσή για την επέμβαση του προκατόχου του στην Πέρινθο. Φυσικά ο Μέγας Βασιλεύς την αρνήθηκε και έδωσε στον Φίλιππο την επιζητούμενη διπλωματική πρόφαση για την κήρυξη του πολέμου. Το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων συγκλήθηκε ξανά στην Κόρινθο και πείσθηκε να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Περσών, για να εκδικηθεί τις ανομίες που είχαν διαπράξει σε βάρος των ναών, και ανακήρυξε τον Μακεδόνα βασιλιά στρατηγό αυτοκράτορα. Αφού όρισε πόσο στρατό έπρεπε να συνεισφέρει κάθε πόλη, ο Φίλιππος επέστρεψε στη Μακεδονία.
Αμέσως μόλις ο Φίλιππος κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Περσίας, η περσική διπλωματία αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση, όπως είχε κάνει και παλαιοτέρα (370) με τον Ιάσονα των Φερρών, και βρήκε το τέλειο εκτελεστικό όργανο στο πρόσωπο του οργισμένου σωματοφύλακα Παυσανία. Μερικά χρόνια νωρίτερα, κι ενώ ο Φίλιππος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τον πρόθυμο νεαρό, κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην Ιλλυρία ο Άτταλος τον είχε μεθύσει και τον είχε παραδώσει στους οδηγούς των υποζυγίων για να ασελγήσουν πάνω του. Όταν ο Παυσανίας συνήλθε και κατάλαβε τι είχε συμβεί, κατήγγειλε τον Άτταλο στο Φίλιππο, ο οποίος μη δυνάμενος να τιμωρήσει τον έμπιστο στρατηγό του, προσέφερε πολλές τιμές στον Παυσανία για να ξεχάσει. Ωστόσο εκείνος έφερε βαρέως το πάθημά του, θεώρησε υπεύθυνο το Φίλιππο για τη μη δικαίωσή του και παρά την προαγωγή του σε σωματοφύλακα έστρεψε την οργή του εναντίον του Φιλίππου.
Στις αρχές του 336 ο Φίλιππος προχώρησε σε έναν ακόμη γάμο και σε ηλικία 47 ετών παντρεύτηκε την κατά πολύ νεώτερή του Κλεοπάτρα, που ανάλογα με την αρχαία πηγή ήταν αδελφή, θεία ή ανιψιά του Άτταλου. Στη διάρκεια του γαμήλιου δείπνου έγινε μία παρεξήγηση και η μεν Ολυμπιάς υποχρεώθηκε να ζητήσει καταφύγιο στους Μολοσσούς, ο δε Αλέξανδρος στους Ιλλυριούς. Λίγο αργότερα ο Φίλιππος αποβίβασε στην Ασία δύναμη 10.000 ανδρών υπό τους στρατηγούς Παρμενίωνα και Άτταλο. Στην Κύζικο τους επεφύλαξαν θερμή υποδοχή, το ίδιο και στην Έφεσο, την οποία διοικούσε ο Ηρόπυθος και στην αγορά της στήθηκε άγαλμα του Φιλίππου.
Τον Ιούνιο ο ευνούχος Βαγώας δυσαρεστημένος από τις υπηρεσίες του Μεγάλου Βασιλέως δολοφόνησε τον Αρσή και όλα τα παιδιά του. Ο πλησιέστερος Αχαιμενίδης είχε μακρινή μόνο συγγένεια με τον οικογενειακό κλάδο των προκατόχων του και η κατάσταση στον Οίκο των Αχαιμενιδών δεν προμήνυε πολλά καλά για την Περσία. Ο Πιξώδαρος της Καρίας ήταν πλέον απόλυτα βέβαιος για την επιτυχία του ελληνικού εγχειρήματος και έσπευσε να επωφεληθεί προτείνοντας στο Φίλιππο συμμαχία και γάμο της κόρης του Άδας με το γιο του, Αρριδαίο. Ο Αλέξανδρος ανησυχώντας για τα δικαιώματά του στο θρόνο έστειλε στον Πιξώδαρο μήνυμα να προτιμήσει για γαμπρό εκείνον, που ήταν γνήσιος γιος του Φιλίππου αντί του Αρριδαίου, που ήταν νόθος και όχι υγιής ψυχικά. Η αναβαθμισμένη αντιπρόταση κολάκευσε τον Πιξώδαρο, αλλά εξαγρίωσε τον Φίλιππο, που εξόρισε τους κακούς συμβούλους του Αλεξάνδρου.
Κάποια στιγμή επισκέφθηκε τον Φίλιππο ο Δημάρατος ο Κορίνθιος και στην ερώτηση του Φιλίππου αν οι Έλληνες έχουν ομονοήσει, με το θάρρος του παλιού και πιστού φίλου απάντησε: «Φίλιππε, είσαι σε θέση να φροντίζεις για την Ελλάδα εσύ, που έχεις προκαλέσει τόσα κακά στο σπίτι σου;». Ο Φίλιππος συνειδητοποιώντας την κατάσταση τον έστειλε να φέρει πίσω στην Αυλή τον Αλέξανδρο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η συμφιλίωση πατέρα και γιου τοποθετείται στην περίοδο, που έλειπε στην Ασία ο Άτταλος, το σοβαρότερο εμπόδιο του Αλεξάνδρου στο δρόμο της διαδοχής, κάτι που ο Αλέξανδρος επρόκειτο να αξιολογήσει ανάλογα, μόλις ερχόταν η κατάλληλη στιγμή.
Στο μέτωπο της Μ. Ασίας πέθανε ο Μέντωρ ο Ρόδιος και ο Μέμνων ανέλαβε τα αξιώματα και παντρεύτηκε τη χήρα του αδελφού του. Αμέσως ανέλαβε δράση κατά των Μακεδόνων και πολύ σύντομα απέδειξε την αξία του. Προσέβαλε απροετοίμαστους τους Παρμενίωνα και Άτταλο και με στρατήγημα τους προξένησε απώλειες, συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους και απώθησε τους υπόλοιπους στη Μαγνησία. Με τη συνεργασία της φιλοπερσικής παράταξης των ολιγαρχικών κατέλαβε την Έφεσο και για τιμωρία, ο ναός της Αρτέμιδος λεηλατήθηκε, το άγαλμα του Φιλίππου γκρεμίστηκε και ο τάφος του Ηρόπυθου, που στο μεταξύ είχε πεθάνει, βεβηλώθηκε. Ο Μέμνων υποχρέωσε ακόμη τον Παρμενίωνα να λύσει την πολιορκία της Πιτάνης και να περιοριστεί στο Γρύνειο. Μετά προέλασε βόρεια και με πολλαπλάσιες δυνάμεις νίκησε στην Τρωάδα τον Κάλα και τον ανάγκασε να υποχωρήσει στο Ροίτειο, αλλά απέτυχε να ανακαταλάβει την Κύζικο.
Το φθινόπωρο του 336, λίγους μήνες πριν περάσει κι ο ίδιος στην Ασία επικεφαλής των δυνάμεων του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, ο Φίλιππος αποφάσισε να ενισχύσει τους δεσμούς του με το ισχυρό βασίλειο των Μολοσσών της Ηπείρου. Το 341 είχε εγκαταστήσει στο θρόνο τον Αλέξανδρο και τώρα, μετά το διαζύγιό του από την αδελφή του Μολοσσού βασιλιά, την Ολυμπιάδα, του προσέφερε ως σύζυγο την 19 ετών Κλεοπάτρα. Αυτή ήταν γνήσια κόρη του Φιλίππου από την Ολυμπιάδα, άρα ανιψιά του μέλλοντος συζύγου της. Ένα τεράστιο πλήθος επισήμων απ’ όλη την Ελλάδα είχε προσκληθεί στις Αιγές, την παλιά πρωτεύουσα της Μακεδονίας, όπου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται τα στρατεύματα από τα κράτη-μέλη του Κοινού Συνεδρίου για την τελική εισβολή στην Ασία. Οι γαμήλιες τελετές ήταν μεγαλοπρεπέστατες άρχισαν δε με επιβεβαίωση της θέσης του Φιλίππου ως Ηγεμόνος της Ελλάδος και πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες και αρκετά κράτη τον στεφάνωσαν με χρυσά στεφάνια. Η Αθήνα, το κορυφαίο ηγεμονικό κράτος, δεν ήξερε να παίζει το ρόλο του ηγεμονευμένου, στον οποίο περιορίσθηκε μετά την ήττα στη Χαιρώνεια. Έτσι, ο Αθηναίος κήρυκας καθώς στεφάνωνε τον Φίλιππο και χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος έκανε μία υπερβολικά στομφώδη δήλωση πίστης και ανακοίνωσε ότι όποιος τυχόν τον επιβουλευόταν, δεν θα εύρισκε άσυλο στην Αθήνα. Μόλις λίγες ημέρες αργότερα οι Αθηναίοι θα έσπευδαν να αναιρέσουν αυτήν την περιττή δήλωση, τραυματίζοντας με την ανακολουθία τους το γόητρο της πόλης τους, ένα γόητρο που είχαν δημιουργήσει οι πρόγονοί τους και εκείνοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να προστατέψουν.
Την επομένη του λαμπρού βασιλικού συμποσίου και πριν ακόμη ξημερώσει, οι προσκεκλημένοι άρχισαν να συρρέουν στο θέατρο των Αιγών, όπου θα λάμβαναν χώρα σπουδαίοι μουσικοί αγώνες. Με την ανατολή του ηλίου άρχισε να παρελαύνει μία πομπή μεγαλοπρεπών κατασκευών, που τελείωνε με περίτεχνα και πλούσια διακοσμημένα είδωλα των δώδεκα θεών του Ολύμπου. Τότε οι θεατές πρόσεξαν ότι ακριβώς πίσω από τα είδωλα των θεών ακολουθούσε ένα δέκατο τρίτο θεοπρεπές είδωλο του Φιλίππου. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας δεν θεωρούσε τον εαυτό του απλώς Ηγεμόνα της Ελλάδος και στρατηγό αυτοκράτορα της πανελλήνιας εκστρατείας κατά των Περσών, αλλά δήλωνε απερίφραστα ότι ήταν σύνθρονος των θεών. Δεν χωράει λοιπόν αμφιβολία ότι αργότερα ο Αλέξανδρος εφάρμοσε κατά γράμμα τα σχέδια και χρησιμοποίησε αποτελεσματικά την υποδομή, που κληρονόμησε από τον Φίλιππο.
Δικαίως ο Διόδωρος πιστεύει ότι ο Φίλιππος ενώ «παρέλαβε τη μοναρχία με τις λιγότερες προϋποθέσεις, δημιούργησε τη σημαντικότερη ελληνική μοναρχία» κι ο ίδιος ο Φίλιππος ασφαλώς πίστευε ότι μπροστά του είχε ακόμη περισσότερη εξουσία, ακόμη περισσότερη δόξα και ότι δεν είχε ανάγκη από δορυφόρους, διότι «τον προστάτευε η αγάπη των Ελλήνων». Γι’ αυτό έκανε θριαμβευτική είσοδο στο θέατρο φορώντας λευκό ιμάτιο με τους δορυφόρους να ακολουθούν σε απόσταση. Ενώ το πλήθος τον επευφημούσε και τον μακάριζε, διέταξε να τον πλησιάσουν οι εταίροι και τότε ο Παυσανίας βρήκε την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση. Όρμησε στον αφύλαχτο Φίλιππο και τον σκότωσε με μία «κελτική μάχαιρα». Οι άλλοι σωματοφύλακες του Φιλίππου και ανάμεσά τους οι Λεοννάτος, Περδίκκας και Άτταλος, καταδίωξαν το δολοφόνο, ώσπου μπλέχτηκε το σανδάλι του σε ένα κλήμα και οι περί τον Περδίκκα πρόλαβαν και τον έσφαξαν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, από πολύ νωρίς αναπτύχθηκε έντονη φιλολογία περί των πιθανών συνωμοτών στη δολοφονία του Φιλίππου. Από μία σειρά αναφορών στις αρχαίες πηγές, τις οποίες θα δούμε στη συνέχεια, φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Φιλίππου. Ο Πλούταρχος λέει ότι «η Μακεδονία προσέβλεπε στον Αμύντα και στα παιδιά του [Λυγκηστή] Αερόπου», δύο από τα οποία, ο Ηρομένης και ο Αρραβαίος, εκτελέσθηκαν ως συνωμότες αμέσως μετά τη δολοφονία του Φιλίππου. Ο τρίτος γιος, ο Αλέξανδρος, έπεισε τον διάδοχο ότι δεν είχε συμμετάσχει στη συνωμοσία, ενώ την ίδια στιγμή έστελνε επιστολή στο Μεγάλο Βασιλέα, με την οποία ζητούσε τη βοήθειά του για να καταλάβει το θρόνο της Μακεδονίας και προσέφερε τα απαραίτητα ανταλλάγματα. Την επιστολή επέδωσε στο Δαρείο ο αυτόμολος εταίρος Αμύντας του Αντιόχου, ο οποίος μάλλον είναι ο Αμύντας του Πλούταρχου, που πριν τη μάχη της Ισσού εμφανίζεται να συμβουλεύει το Δαρείο να παραμείνει στους Σώχους και να μην μπει στην Κιλικία.
Είναι σαφές ότι ο Φίλιππος δεν ήταν πλήρως αποδεκτός από τη μακεδονική αριστοκρατία, διότι ήταν πολύ ισχυρός και είχε περιορίσει τις εξουσίες της, και εκτός από τους παραπάνω αντιφρονούντες βρίσκουμε άλλους δύο, προφανώς εξέχοντες εταίρους, αυτόμολους στο περσικό στρατόπεδο, τους γιους του Αρραβαίου, Αμύντα και Νεοπτόλεμο. Απ’ όλους αυτούς τους αντιπάλους του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, ο μεν Λυγκηστής Αλέξανδρος συνελήφθη, όταν αποκαλύφθηκε η επικοινωνία του με το Δαρείο, και αργότερα εκτελέσθηκε, ο δε Αμύντας του Αντιόχου μετά τη μάχη της Ισσού διέφυγε στην Αίγυπτο, όπου σκοτώθηκε σε κάποια συμπλοκή με τους ντόπιους. Για τους γιους του Αρραβαίου γνωρίζουμε ότι πολέμησαν στην Αλικαρνασσό στο πλευρό των Περσών και ότι ο Νεοπτόλεμος σκοτώθηκε σ’ εκείνες τις επιχειρήσεις, αλλά για τον αδελφό του, τον Αμύντα, δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Εκτός από τους αντιπαθούντες το Φίλιππο εταίρους, υποψίες για ανάμιξη στο φόνο έπεσαν και στην Ολυμπιάδα και στον Αλέξανδρο. Η Ολυμπιάς μάλλον είχε θυμώσει επειδή έπαψε να είναι βασίλισσα και οπωσδήποτε είχε εξοργισθεί επειδή κινδύνευαν τα δικαιώματα του γιου της στο θρόνο, ενώ η απώλεια του Φιλίππου ως συζύγου δεν φαίνεται να την ενόχλησε ιδιαίτερα. Ο Αλέξανδρος πράγματι ανησυχούσε για τα δικαιώματά του στο θρόνο και μάλλον ήταν αποφασισμένος να τον διεκδικήσει, αφού μετά την παρεξήγηση στο γαμήλιο δείπνο κατέφυγε στους πάντοτε υπολογίσιμους εχθρούς της Μακεδονίας, τους Ιλλυριούς. Λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία του Φιλίππου, η τελευταία σύζυγός του, η Κλεοπάτρα είχε γεννήσει ένα παιδί, που άλλοι αρχαίοι ιστορικοί αναφέρουν ως αγόρι και άλλοι ως κορίτσι. Αν ήταν αγόρι, τίποτα δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να ανακηρυχθεί βασιλιάς με επίτροπο τον Άτταλο, που δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις με τον Αλέξανδρο. Αν ο Φίλιππος ζούσε κι άλλο, ένας ενήλικος γιος του από την Κλεοπάτρα θα ήταν εξίσου γνήσιος με τον Αλέξανδρο, επιπλέον θα ήταν 100% Μακεδόνας και όχι 50% Μακεδόνας και 50% Μολοσσός, όπως ο Αλέξανδρος, και συνεπώς θα μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο από καλύτερη θέση, επιπλέον δε θα συσπείρωνε γύρω του τους αντιπαθούντες τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο εταίρους. Εν ολίγοις το 335 ενώ ο Αλέξανδρος δεν ήταν βέβαιος ότι θα κατελάμβανε το θρόνο της Μακεδονίας, μπορούσε να είναι βέβαιος ότι η πάροδος των ετών θα μείωνε ακόμη περισσότερο τις πιθανότητές του.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Ιουστίνος, που διακρίνεται για τη μικρή αξιοπιστία και την ιδιαίτερη κλίση στη συνωμοσιολογία, μας δίνει μία εικόνα των φημών, που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη. Λέει ότι η Ολυμπιάς και ο Αλέξανδρος προέτρεψαν τον Παυσανία να εκδικηθεί το πάθημά του δολοφονώντας τον Φίλιππο και ότι η Ολυμπιάς μερίμνησε να υπάρχουν άλογα στις εξόδους του θεάτρου για τη διαφυγή του. Μόλις πληροφορήθηκε τη δολοφονία, επέστρεψε αμέσως (προφανώς από την Ήπειρο) δήθεν για να θρηνήσει και στεφάνωσε με χρυσό στεφάνι το δολοφόνο, που ήταν ακόμη πάνω στο σταυρό (άρα λέει ότι τον εκτέλεσαν αργότερα και δεν τον έσφαξαν επί τόπου). Μετά από μερικές ημέρες αποκαθήλωσε το πτώμα του Παυσανία και «το αποτέφρωσε πάνω στα υπολείμματα του συζύγου της». Στο συγκεκριμένο σημείο ο Ιουστίνος δεν φαίνεται να κάνει εντελώς λάθος. Στην οροφή του τάφου του Φιλίππου στις Αιγές (Βεργίνα) πράγματι βρέθηκαν ίχνη νεκρικής πυράς, αλλά κατά πάσα πιθανότητα αυτό αποτελούσε επικήδεια προσφορά προς το Φίλιππο και όχι τιμή προς τον Παυσανία. Εν συνεχεία η Ολυμπιάς φέρεται να ανήγειρε τάφο για τον Παυσανία και να έσπειρε προκαταλήψεις στους Μακεδόνες, ώστε εφεξής να του προσφέρουν όλες τις νεκρικές τιμές, ενώ με το αρχικό της όνομα, Μυρτάλη, αφιέρωσε το φονικό όπλο στον Απόλλωνα. Η Ολυμπιάς διέταξε ακόμη να σκοτώσουν την κόρη της Κλεοπάτρας μέσα στην αγκαλιά της και υποχρέωσε την αντίζηλό της να αυτοκτονήσει δι’ απαγχονισμού, όμως σε άλλο σημείο ο ίδιος ιστορικός λέει ότι ο Αλέξανδρος διέταξε τη δολοφονία του παιδιού της Κλεοπάτρας, που ήταν αγόρι και λεγόταν Κάρανος. «Όλα αυτά [η Ολυμπιάς] τα έκανε τόσο απροκάλυπτα, σαν να φοβόταν μήπως η δολοφονία δεν θεωρηθεί δικό της έργο».
Ο Πλούταρχος λέει ότι ο Παυσανίας φέρεται να ενημέρωσε τον Αλέξανδρο για την προσβολή και να πήρε ως απάντηση ένα στίχο από τη Μήδεια του Ευριπίδη, που έμμεσα τον προέτρεπε να σκοτώσει το Φίλιππο, την Κλεοπάτρα και τον Άτταλο. Ωστόσο πιστεύει ότι η Ολυμπιάς επωφελήθηκε από κάποια απουσία του Αλεξάνδρου, για να σκοτώσει την Κλεοπάτρα. Από τους Έλληνες ιστορικούς γενικά δεν γίνεται πιστευτή η ενοχή της Ολυμπιάδας και του Αλεξάνδρου στη συνωμοσία, αν και αναφέρουν ακροθιγώς του σχετικούς ψιθύρους, που κυκλοφορούσαν και τους οποίους ο Αλέξανδρος φρόντισε να εξαλείψει αργότερα, κατά την επίσκεψή του στο μαντείο του Άμμωνα. Αλλά κι ο Ιουστίνος σε μία από τις αλληλοαναιρούμενες θέσεις του λέει ότι ο Αλέξανδρος σκότωσε «στον τάφο του Φιλίππου όλους όσους είχαν αναμιχθεί στη δολοφονία του», χωρίς να θεωρεί τον Αλέξανδρο ως συνεργό. 
 Οι Πέρσες πανευτυχείς με τις εξελίξεις στα μετώπισθεν του εισβολέα τους, έστειλαν επιστολές σε εχθρούς και φίλους, με τις οποίες γνωστοποιούσαν ότι η δολοφονία του Φιλίππου ήταν δικό τους έργο. Οι κομπασμοί της περσικής διπλωματίας και η αβεβαιότητα τόσο στη διαδοχή στο μακεδονικό θρόνο, όσο και στη διατήρηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος, έπεισαν τον Πιξώδαρο ότι η Μακεδονία δεν άξιζε για συμμαχία και συγγένεια μαζί του. Έτσι προσέφερε την κόρη του στο σατράπη Οροντοβάτη και την πίστη του στο Μεγάλο Βασιλέα. Πανευτυχείς έγιναν και οι Αθηναίοι μόλις πληροφορήθηκαν τη δολοφονία του Φιλίππου. Έκαναν δημόσιες θυσίες ευχαριστώντας τους θεούς, ψήφισαν να στεφανωθεί μεταθανατίως ο Παυσανίας και ξέσπασαν σε πάνδημους πανηγυρισμούς. Η ανακούφισή τους από το θάνατο του Φιλίππου ήταν ανάλογη του πανικού, που τους προκαλούσε όσο ζούσε. Με τη νίκη του στη Χαιρώνεια τους είχαν υποκύψει στις διεκδικήσεις του και επιπλέον να τον είχαν ανακηρύξει επίτιμο δημότη της Αθήνας, στο δε θέατρο των Αιγών να τον είχαν στεφανώσει με χρυσό στεφάνι και είχαν δηλώσει ότι ο τυχόν φονιάς του δεν θα εύρισκε άσυλο στην πόλη τους.


http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A3gr.htm#machegemony_commoncongr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου